Αγάπα τον πλησίον σου

Από το Red Notebook

«Και ποιος είναι ο πλησίον κύριε Βεργολιά;»

Το ερώτημα της 6ης Δημοτικού απαντήθηκε με αναπάντεχο τρόπο (μυστήριες γαρ οι βουλές του Κυρίου), εικοσιπέντε χρόνια μετά. Ο πλησίον ήταν τελικά ένα ζευγάρι συνταξιούχων που είχαν κολλήσει στις γραμμές του τρένου. Αναπάντεχη η απάντηση, όπως αντίστοιχα με αναπάντεχο τρόπο απαντήθηκε ένα ερώτημα που μπορεί να μην τέθηκε στον κ. Βεργολιά, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε σχολικές αίθουσες και κατηχητικά: «Ποιος ακολουθεί σωστά τη διδασκαλία του Ιησού, ποιος είναι τελικά ο καλός χριστιανός;»

Στο Κρυονέρι διαπιστώσαμε ότι οι καλοί χριστιανοί ήταν δύο μη χριστιανοί, δύο μουσουλμάνοι, «λαθραίοι», και χωρίς όνομα –γιατί σε αυτή τη χώρα οι μετανάστες δεν δικαιούνται να έχουν όνομα, όπως ακριβώς είναι πάντοτε ανώνυμοι το «παιδί με το μηχανάκι» και «η κοπέλα που σηκώνει τα τηλέφωνα». Ούτε λοιπόν αυτοί που έχουν πιάσει ονομαστικό στασίδι στην εκκλησία, ούτε οι θεοφοβούμενοι νοικοκυραίοι , ούτε οι ορθόδοξοι, παλιοί και νέοι. Δύο μετανάστες από το Πακιστάν ήταν, που θεώρησαν σκόπιμο να τζογάρουν τη ζωή τους (για να χάσουν στο τέλος), προσπαθώντας να σώσουν ένα ζευγάρι αγνώστων τους. Όχι γιατί είχαν να κερδίσουν κάτι από αυτό, αλλά γιατί θεώρησαν αυτονόητο να σταθούν σε αυτούς που βρέθηκαν δίπλα τους και τους είχαν ανάγκη. Κι ας μην ήταν αυτοί οι πλησίον Πακιστανοί και μουσουλμάνοι, αλλά Έλληνες και χριστιανοί∙ και ας έχουν ταπεινώσει οι Έλληνες τους Πακιστανούς με κάθε δυνατό τρόπο, δεκαπέντε χρόνια τώρα∙ και ας φωνάζουν οι υπουργοί των Ελλήνων ότι οι Πακιστανοί είναι εγκληματίες και γεμάτοι αρρώστιες. Για τους δύο καλούς χριστιανούς, που ήταν όμως μουσουλμάνοι, όλα αυτά τα «και ας» για τα οποία έγινε λόγος, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Αυτό που είχε σημασία ήταν το «αμέσως» για τη σωτηρία των δύο γερόντων, των δύο πλησίον.

Προφανώς, οι δύο Πακιστανοί δεν ακολούθησαν την αλληλουχία των σκέψεων που οδηγεί στο επιβληθεί το ηθικό καθήκον στους εύλογους ανθρώπους δισταγμούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις ούτε σκέφτεσαι, ούτε ανακαλείς αυτά που έχεις διαβάσει. Πράττεις με ενστικτώδη τρόπο τα αυτονόητα σου, αυτά που σ’ έμαθαν από πολύ μικρό οι γονείς σου, σε μια μακρινή ή σε τούτη εδώ την κοντινή πατρίδα. Και προφανώς αυτό που είχαν μάθει οι δυο μετανάστες από πολύ μικροί, ήταν ότι πρέπει να βοηθάνε τον πλησίον που βρίσκεται σε ανάγκη. Έτσι φαίνεται να τους τα είχαν πει οι δικοί τους. Δεν είχε βρεθεί δηλαδή κανείς «μεγάλος» να τους διδάξει από μικρά παιδιά ότι πρέπει να κοιτάνε τη δουλειά τους και να μην μπλέκονται, ότι η ζωή είναι πόλεμος όλων εναντίον όλων.

Αγάπα τον πλησίον σου. Στην πόλη μας δεν έχουμε τζαμιά για να προσευχηθούν για τις ψυχές τους όσοι τους είχαν συναντήσει στη ζωή. Ούτε νεκροταφείο για να τους βάλουμε κατά πώς πρέπει και θα το ήθελαν κι οι ίδιοι. Γι’ αυτό σκέφτομαι τη Μεγάλη Παρασκευή που θα πάω στη δικιά μας την εκκλησία, να τους  ανάψω ένα κεράκι και να ζητήσω από τον Κύριο, όταν έρθει στα πράγματα, να μην ξεχάσει τους δύο Πακιστανούς που θυσίασαν τη ζωή τους για να σώσουν τους δύο Έλληνες γερόντους. Μπορεί  εγώ να είμαι άθεος και αυτοί οι δύο να ήταν μουσουλμάνοι, αλλά Κύριε μου σε μια χώρα που όλοι Σε επικαλούνται και κανείς δεν Σε φοβάται, αυτοί οι δύο αλλόθρησκοι, ξένοι και «λαθραίοι», έκαναν πράξη τη διδασκαλία Σου. Να τους θυμηθείς λοιπόν όταν έρθεις στα πράγματα. Δεν τους χρειάζονται βουνά από πιλάφια, ποτάμια από μέλι και χίλιες παρθένες να τους αγαπάνε. Τους αρκεί ένα μέρος να μην τους κυνηγάνε και να τους φωνάζουν με τ’ όνομα τους.

Γιάννης Αλμπάνης, 8/4/12

Περισσότερα