Το Καμερούν στον τελικό του Μουντιάλ

Από το Δελτίο Θυέλλης, περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

«Το ποδοσφαιρικό αντίστοιχο είναι να παίζει το Καμερούν με τη Γερμανία τελικό Μουντιάλ». Η ατάκα ανήκει στον Κώστα, στέλεχος του ΣΥΝ από την Κρήτη και φανατικό ποδοσφαιρόφιλο (σταθερό φίλο του Άρη Θεσσαλονίκης). Νομίζω ότι αποδίδει πλήρως τόσο τον αναπάντεχο χαρακτήρα του εκλογικού επιτεύγματος του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τις τεράστιες δυσκολίες της τελικής φάσης του. Επιπλέον, ίσως να μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση της αμφιθυμίας των αριστερών απέναντι στο αποτέλεσμα της κάλπης: Από τη μια μεριά, η στενοχώρια για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η αγωνία για την πολιτική της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης, η οποία επιχειρεί εκ νέου τη σύζευξη της αντιδραστικότητας με την ανικανότητα. Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η αλματώδης αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία. Επομένως, μάλλον είναι δικαιολογημένο αυτό το παράξενο συναίσθημα της χαρμολύπης.

Δεν συμμερίζομαι καθόλου την άποψη κάποιων συντρόφων η οποία συνοψίζεται στο «ευτυχώς που χάσαμε». Όχι, δεν ωφελείται ούτε η κοινωνία αλλά ούτε και η Αριστερά από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο σχηματισμός της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης θα σημάνει περαιτέρω δεινά για τους εργαζόμενους και τους ανέργους, συνέχιση της φορολογικής αφαίμαξης των φτωχών, παγίωση της διάλυσης των κοινωνικών υπηρεσιών. Μα πάνω απ’ όλα, η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής θα σημάνει την ένταση του σημερινού κατήφορου μέχρι της τελικής κατάρρευσης, αλά Αργεντινή. Όσοι και όσες ζουν την οικονομική κρίση ως καταστροφή του προσωπικού κόσμου τους, όσοι και όσες δυσκολεύονται να βρουν τα στοιχειώδη για τη διαβίωσή τους, όσοι και όσες έχουν συντριβεί κάτω από την μπότα του Μνημονίου, δεν αισθάνονται καμία ανακούφιση από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Κακά τα ψέματα. Ένας ολόκληρος κόσμος που βυθίζεται στην απελπισία δύο χρόνια τώρα, είδε στον ΣΥΡΙΖΑ μια αχτίδα φωτός μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Όσες και να είναι οι αδυναμίες του, με τον ΣΥΡΙΖΑ θα υπήρχε μια (έστω και μικρή) πιθανότητα να ανοίξει ο δρόμος για την επιβίωση της κοινωνίας. Με τους μνημονιακούς στην κυβέρνηση πολύ απλά αυτή η πιθανότητα δεν υπάρχει. Δεδομένου λοιπόν ότι η ειδοποιός διαφορά της Αριστεράς με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις είναι ότι ακριβώς θεωρεί τις πολιτικές επιτυχίες της όχι αυτοσκοπό, αλλά μέσο για τη βελτίωση των ζωών «των από κάτω», δεν μπορεί καν να τίθεται στον ενδοαριστερό διάλογο το ότι η δυστυχία των πολλών μπορεί να είναι τρόπον τινά «πολιτικά ωφέλιμη». Η Αριστερά παλεύει για τις πραγματικές ζωές των πραγματικών ανθρώπων και γι’ αυτό ακριβώς ήταν απαραίτητο να κερδίσει στις εκλογές.

Ωστόσο, το ότι χάθηκε μια σημαντική μάχη, δεν σημαίνει ότι χάθηκε ο πόλεμος. Ο πόλεμος θα είχε χαθεί αν η Αριστερά έβγαινε συντετριμμένη από την εκλογική μάχη. Κάθε άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά συνολικά ο κόσμος της Αριστεράς βγαίνει με αυξημένη αυτοπεποίθηση από την εκλογική μάχη. Ο ορίζοντας τόσο του αντικειμενικά εφικτού, όσο και των υποκειμενικών δυνατοτήτων της Αριστεράς έχει πάει πολύ πιο μακριά από όπου βρισκόταν πριν τις 6 Μάη. Επιπλέον, όσο είναι άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι το ένα εκατομμύριο εξακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ασπάζεται το σύνολο των αντιλήψεων και των αξιών της Αριστεράς, άλλο τόσο είναι εθελοτυφλία το να μην αντιλαμβανόμαστε ότι ο νέος γύρος των κοινωνικών αγώνων θα βρει την
Αριστερά με μια πολύ διευρυμένη κοινωνική βάση. Αυτό το νέο δυναμικό που προσέγγισε συνειδητά πια την Αριστερά, μπορεί να αποτελέσει τον κορμό ενός μαζικού και νικηφόρου λαϊκού κινήματος.

Έχω την αίσθηση ότι για να προχωρήσει αυτό το ανανεωμένο λαϊκό κίνημα στο οποίο μόλις αναφέρθηκα, για να μπορέσουμε εντέλει να βγούμε από το Μνημόνιο και να εξασφαλιστεί η επιβίωση της κοινωνίας, απαιτείται η εκπλήρωση τεσσάρων προϋποθέσεων. Θεωρώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο μία από τις οργανωτικές μορφές που παίρνει η λαϊκή αντίσταση, μόνο δύο από τις προϋποθέσεις αφορούν άμεσα το ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε και λέμε λοιπόν :

Πρώτον, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επιμείνει αταλάντευτα τόσο στη σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή όσο και στο χαρακτήρα του ως κόμμα των φτωχών. Η πρωτοφανής προεκλογική τρομοκρατία εγχώριων και ξένων κέντρων εξουσίας, καθώς και οι καθεστωτικές επιθέσεις φιλίας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που πιθανόν να είναι και πιο επικίνδυνες) μπορεί να δημιουργήσουν τον πειρασμό για ένα ορισμένο στρογγύλεμα των θέσεων του επί το…μνημονιακότερον. Στην πραγματικότητα, η διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ σε δεξιότερες θέσεις δεν θα σημάνει μόνο την αποδυνάμωση της λαϊκής αντίστασης, αλλά την απίσχναση του ίδιου του κόμματος. Αναμφίβολα η αντίσταση χρειάζεται το ΣΥΡΙΖΑ ως κεντρική πολιτική έκφραση, εντούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ απλά δεν μπορεί να υπάρξει αν πάψει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του αγωνιζόμενου λαού. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ως όλον στο διάστημα μεταξύ 6 Μαϊου-17 Ιουνίου έδειξε ότι μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις. Σε αυτόν ακριβώς το δρόμο πρέπει να συνεχίσει.

Δεύτερον, ο ΣΥΡΙ ΖΑ πρέπει να πάψει να είναι μια ομοσπονδία αριστερών οργανώσεων που λειτουργεί κατά κύριο λόγο επικοινωνιακά, και να προχωρήσει στη γρήγορη μετατροπή του σε ενιαίο πολιτικό φορέα με δημοκρατικές λειτουργίες. Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η λαϊκή αντίσταση μπορεί να εκφραστεί στις μέρες μας αποκλειστικά από μία και μόνη οργανωτική μορφή, όπως γινόταν στο παρελθόν. Ωστόσο, πιστεύω ότι πλάι στις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και τα δίκτυα αλληλεγγύης, η ύπαρξη τοπικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα κάνουν απλά καμπάνιες, αλλά θα συμμετέχουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής του, μπορεί να οργανώσει πολύ νέο κόσμο στο κίνημα και να συμβάλει στο συντονισμό του αγωνιζόμενου δυναμικού. Επιπλέον, ένας ενιαίος και δημοκρατικός ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει τέλος στη σημερινή «ολιγαρχία των στελεχών», με όλη τη δεξιόστροφη τηλεοπτική αυθαιρεσία που αυτή συνεπάγεται.

Τρίτον, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενωτικών «από τα κάτω» δομών του λαϊκού κινήματος. Μάλλον με μεγάλη σιγουριά μπορούμε να προβλέψουμε ότι ένας νέος κύκλος αντικοινωνικών κυβερνητικών μέτρων, θα προκαλέσει νέο γύρο σκληρών αντιστάσεων. Αν θέλουμε όμως αυτές οι αντιστάσεις να έχουν διάρκεια στο χρόνο, να συντονιστούν, να βαθύνουν το πολιτικό περιεχόμενο τους, καθώς και να αποτελέσουν μια ισχυρή κοινωνική αντι-εξουσία που σήμερα θα αντιπαλέψει το Μνημόνιο και αύριο θα διασφαλίσει ότι η αριστερή κυβέρνηση θα τηρήσει τις υποσχέσεις της, τότε θα πρέπει να βρούμε τρόπους οργάνωσής τους. Ο κίνδυνος βέβαια που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης δομών λαϊκής αντίστασης είναι η μετατροπή τους σε μίνι κοινοβούλια της Αριστεράς και της Αναρχίας. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά δεν πρέπει να μας αποτρέψει από το να προσπαθήσουμε να τις συγκροτήσουμε κατά τρόπο ανοιχτό κι ενωτικό.

Τέταρτον, η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγή πρέπει να θεωρείται στόχος εξίσου σημαντικός με αυτόν του Μνημονίου. Η διατήρηση του υψηλού ποσοστού των ναζί και στη δεύτερη εκλογή, καθώς και το ότι αυτό το 7% επιτεύχθηκε παρά το ότι (ή ίσως επειδή ακριβώς) ο Κασσιδιάρης τραμπούκισε oncamera την Κανέλλη και τη Δούρου, δεν πρέπει να αφήνει πλέον καμία αμφιβολία. Μέσα στην ελληνική κοινωνία υπάρχει ένα κομμάτι κόσμου που και ξέρει καλά τι είναι η Χρυσή Αυγή και ασπάζεται σε γενικές γραμμές τις απόψεις της –αν και όχι απαραίτητα τις ιδελολογικές αφετηρίες της. Επίσης, οι σχεδόν καθημερινές επιθέσεις εναντίον μεταναστών, διαψεύδουν πανηγυρικά όσους «προέβλεπαν» ότι η είσοδος στο κοινοβούλιο θα οδηγούσε τους χρυασαυγίτες σε πιο ήπιες τοποθετήσεις. Η Χρυσή Αυγή αποτελεί κίνδυνο για την Αριστερά όχι μόνο γιατί αποτελεί τον παρακρατικό βραχίονα της κρατικής καταστολής, αλλά προωθείται από τον αστικό κόσμο ως εναλλακτική στην Αριστερά για όσους θέλουν να εκφράσουν την αντίθεση τους στο Μνημόνιο. Το να απαντήσουμε πολιτικά στη Χρυσή Αυγή και το να της αφαιρέσουμε οργανωτικά κάθε ζωτικό χώρο πρέπει να γίνει βασική προτεραιότητα για όλο το κίνημα.

Κλείνοντας, θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι οι πρωτόγνωρες στιγμές που ζούμε απαιτούν νέες στάσεις από όλους μας. Όταν το… Καμερούν φτάνει ένα βήμα πριν το σχηματισμό κυβέρνησης, τότε ανοίγει πλήρως η βεντάλια της ενδεχομενικότητας. Ζούμε μια από τις λιγοστές ιστορικές στιγμές όπου όλα είναι δυνατά. Ας το κατανοήσουμε, ας πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και ας τολμήσουμε το επόμενο άλμα. Μπορούμε!

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares