Δυο αγόρια που φιλήθηκαν τα ξημερώματα

Δεν τον γνώρισα στην αρχή. Μού μίλησε στην είσοδο του Φεστιβάλ με την εγκαρδιότητα του παλιού γνωστού. Όσο όμως και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ από πού γνωριζόμαστε, γιατί γνωριζόμαστε σίγουρα, αφού με φώναξε με τ’ όνομά μου. Τον χαιρέτισα λοιπόν κι εγώ με αυτό το ύφος της ευπροσήγορης ενοχικής αμηχανίας που συνήθως παίρνουμε όταν προσπαθούμε να κρύψουμε ότι δεν θυμόμαστε κάποιον που κατά τα φαινόμενα θα έπρεπε να γνωρίζουμε. Η αδυναμία της μνήμης σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί πράξη υποτίμησης κι έκφραση αλαζονείας.

Κι όπως συμβαίνει πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, ο τύπος κατάλαβε ότι δεν τον θυμόμουν, πράγμα που μ’ έριξε σε ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία. «Δεν με θυμάσαι ρε μαλάκα; Ο … είμαι από το σχολείο.» Έβγαλα βέβαια το πομπώδες «α!» που συνοδεύει πάντοτε αυτές τις εξ αποκαλύψεως ενεργοποιήσεις της μνήμης, όμως το θεσμικά καθιερωμένο «α!» δεν συνοδεύτηκε από τα τεράστια χαμόγελα και τις διαχυτικές αγκαλιές , όπως αυτές ορίζονται από την αυστηρή εθιμοτυπία των συμπτωματικών reunion. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, παγωμένο στο τελείωμα του «α!» Τι διάολο ήθελε αυτός στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ;

Με τον… ήμαστε μαζί στο σχολείο. Δεν θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στην εποχή, γιατί τα «καλύτερά μας χρόνια» μού προκαλούν ανατριχίλα φρίκης και μόνο στο άκουσμά τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για χρόνια ερμητικού εγκλεισμού χωρίς προαυλισμό και αδιάκοπης δουλειάς χωρίς ωράριο. Είναι επίσης χρόνια που χτίζονται «παντοτινές φιλίες», οι οποίες ευτυχώς αποσυντίθενται με την ανάρτηση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών –«ανάρτηση»: την εποχή στην οποία αναφέρομαι δεν υπήρχε internet, οπότε τα αποτελέσματα των εξετάσεων τα διάβαζες τοιχοκολλημένα, τη μουσική την αντέγραφες σε κασέτες και τις τσόντες τις έκανες download από τον περιπτερά.

Ο … ήταν μιαν από αυτές τις «παντοτινές φιλίες» που παίρνουν απολυτήριο το καλοκαίρι της ενηλικίωσης. Για την ακρίβεια, ο συγκεκριμένος, ως φίλος, είχε αποφοιτήσει νωρίτερα. Αρχικά κάναμε αρκετή παρέα. Τον είχα γνωρίσει στην κατάληψη (όπως και όλους τους άλλους), άκουγε ροκ (πράγμα σπάνιο για την εποχή μετά Κοσκωτά και προ Κουρτ  Κομπέιν), πλακωνόταν με τα ΜΑΤ στο γήπεδο (τουλάχιστον έτσι έλεγε…), έπινε αρντάν (και όχι μόνο), και γενικά ήταν εναντίον του συστήματος –γαμώ τη φάση του. Δυστυχώς, ο γράφων εκείνη την εποχή είχε επηρεαστεί πολύ από τον «Ντέμιαν» που είχε διαβάσει, καθώς και από ένα απόσπασμα του Μαρκούζε που δεν είχε διαβάσει (αν κι έλεγε το αντίθετο),αλλά το είχε ακούσει σε μια εκδήλωση σχετικά με κάτι το οποίο αδυνατεί πλέον να θυμηθεί. Ο εν λόγω συμμαθητής λοιπόν αποτελούσε αναμφίβολα το αρχέτυπο της εξεγερσιακής περιθωριοποιημένης νεολαίας που κατοικεί στην ενδοχώρα του Αβραξά, πολύ πέρα από τη μεθόριο της μεσοαστικής κανονικότητας. Επίσης, ήταν πολύ ωραία γκόμενα η αδερφή του, πράγμα που όπως και να το κάνουμε, διευκόλυνε την επιδιωκόμενη συνάντηση της πολιτικής πρωτοπορίας με το κοινωνικό υποκείμενο.

Όταν όμως τελείωσαν οριστικά οι καταλήψεις κι εξίσου οριστικά άρχισε η Μακεδονία μαζί με τα συλλαλητήρια και τους Σέρβους αδερφούς, ο τύπος άρχισε να λέει κάτι περίεργα. Στην αρχή για τα δίκαια της Σερβίας και την απειλή του μουσουλμανικού τόξου (τι τερατώδεις μαλακίες έχουμε ακούσεις σε αυτή τη χώρα…), μετά για τους Αλβανούς που μας παίρνουν τις δουλειές και μας κλέβουν, στο τέλος τον τσιμπήσαμε να διαβάζει και τη Χρυσή Αυγή, οπότε επήλθε η ισόβια στέρηση της φιλάθλου ιδιότητας και η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Στο σχετικό δικαστικό συμβούλιο κρίθηκε βλάκας και καμένος από τα χάπια, οπότε απορρίφθηκε η χρήση ισχύος εναντίον του –συνέτεινε και το ελαφρυντικό της ωραίας αδερφής. Ωστόσο, οφείλω να σημειώσω ότι ο front man του hardcore μουσικού σχήματος του σχολείου, ο οποίος ήταν άρρωστος και απουσίασε από το κονγκλάβιο, έσπασε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης τη γραμμή και τον πλάκωσε σε κανά δυο κλωτσιές , την ώρα που το μαθητικό σύνολο προσερχόταν για τον πρωινό εκκλησιασμό.

Κατόπιν της όλης εξιστορήσεως, υποθέτω ότι γίνεται κατανοητό γιατί έμεινα σύξυλος όταν τον είδα στο Αντιρατσιστικό. Πόσο μάλλον που φαινόταν τελείως νορμάλ, κουλ τύπος και καθόλου βλάκας ή καμένος. Όμως η αρχική μου έκπληξη μετατράπηκε σε πραγματική εμπειρία θρησκευτικής έκστασης, όταν μού σύστησε το τυπάκι που ήταν δίπλα του (και μαλακωδώς εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν παρέα του) ως κολλητό του. Ο κολλητός εκτός από κολλητός, είχε αραβικό όνομα, και κατά πάσα πιθανότητα ερχόταν από κάποια χώρα του Μαγκρέμπ. Εν ολίγοις, ο φασίστας συμμαθητής μου ήρθε στο Αντιρατσιστικό, παρέα με μετανάστη, και δη μουσουλμάνο… Αν τώρα συνυπολογίσουμε ότι κόντεψε να γίνει πρωθυπουργός ο Τσίπρας, εύλογα γκρεμίζονται και οι τελευταίες αμφιβολίες για το ότι έχουν φτάσει τα ύστερα του κόσμου, πράγμα που με σαφήνεια είχαν προβλέψει οι Μάγια για το 2012.

Μετά την γκράντε αποκάλυψη, ακολουθήσαμε αυτή τη φορά κατά γράμμα το εθιμοτυπικό πρωτόκολλο των συμπτωματικών reunion, και είπαμε όλα τα άνευ νοήματος «με τι ασχολείσαι», «έχεις παιδιά» κτλ κτλ. Στο τέλος αυτοί τράβηξαν κατά μέσα να δουν το Φεστιβάλ, κι εγώ έξω στο δρόμο να βιγλίσω μη μας την πέσουν οι χρυσαυγίτες. «Όλα εντάξει στην πάνω είσοδο», είπα στο γουόκι τόκι, κάνοντας εκείνη τη στιγμή τη στερεοτυπική, σε βαθμό κακουργηματικής βλακείας, σκέψη: «ρε παιδάκι μου πώς αλλάζουν τα πράγματα.»

Όμως το ότι τα πράγματα αλλάζουν άρδην στην εποχή του Μνημονίου, δεν σημαίνει ότι δεν διατηρούνται και ορισμένες σταθερές. Μια από αυτές τις αναλλοίωτες σταθερές είναι ότι το Αντιρατσιστικό σφυράει οριστική λήξη τα ξημερώματα. Γενικά η μάζα σπάει με το τέλος της συναυλίας, οι υπόλοιποι κατά τις 4:00, αλλά πάντοτε υπάρχει εκείνη η συνειδητή και αποφασισμένη πρωτοπορία, η οποία κατά το πρότυπο των τελευταίων υπερασπιστών της Φαλούτζα, παραμένει αμετακίνητη στις φεστιβαλικές επάλξεις μέχρι τελευταίας ρανίδας μπίρας∙ αυτοί οι happy few που παίρνουν τη μεγάλη απόφαση της τακτικής (φευ! επ’ ουδενί στρατηγικής όμως!) αναδίπλωσης με το χάραγμα της καινούργιας ημέρας.

Εκείνη λοιπόν την ώρα που οι happy few την κάνουν, το πορτοκαλί της καινούργιας μέρας αναμετράται με το μοβ τη φθίνουσας νύχτας, και ακόμα και οι κομμουνιστές επιτρέπουν στον εαυτό τους να αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε, αν το μοβ νικούσε για μια φορά και το πορτοκαλί υποχωρούσε κατηφές, εκείνη λοιπόν την ώρα των μεγάλων ελπίδων και των ακόμα μεγαλύτερων διαψεύσεων, τους είδα ξανά. Περπάταγαν πλάι πλάι, τρεκλίζοντας λίγο και γελώντας πολύ, κάνοντας ο ένας στον άλλο τις μπούρδες πειράγματα που ταιριάζουν στις μικρές ώρες και τις πολλές μπίρες. Στην έξοδο πια, όταν πλέον είχε γίνει φανερό ότι το μοβ θα έχανε για μια ακόμα φορά τη μάχη με το πορτοκαλί, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ήταν ένα εκκωφαντικά μοβ φιλί, που μπορούν να το δώσουν μόνο όσοι πρόκειται σε λίγο «στον έρωτα να δοθούν ευτυχείς», μόνοι όσοι δονούνται από την ακλόνητη πίστη ότι η δική τους αγάπη θα αντέξει και δεν θα «ξωκείλει τελικά στους υφάλους της καθημερινότητας».

«Όλα εντάξει στην πάω είσοδο», είπα στο γουόκι τόκι, αναρωτώμενος αν ήταν ο έρωτας που έκανε τον παλιό συμμαθητή μου ν’ αλλάξει γνώμη για τους μετανάστες. Το πιο πιθανό βέβαια είναι ότι ο νεοφασμός του ήταν μια από τις εφηβικές εμμονές που χάνονται με την ενηλικίωση. Δεν μπορούσα όμως να αντισταθώ στην υπόθεση ότι εν προκειμένω τα πράγματα μπορεί να μην είχαν ακολουθήσει την πεπατημένη. Ίσως κάποια άλλα ξημερώματα, την ώρα των μοβ ελπίδων και των πορτοκαλί διαψεύσεων, τα χείλη από το Μαγκρέμπ να κατίσχυσαν του μίσους και της προκατάληψης. Μ’ άρεσε πολύ αυτή η εκδοχή, η λιγότερο πιθανή.

Γιάννης Αλμπάνης 15/7/12

3 σχόλια στο “Δυο αγόρια που φιλήθηκαν τα ξημερώματα

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares