O εμφύλιος της Συρίας επεκτείνεται στο Λίβανο και το Κουρδιστάν

Από το Red Notebook

Τις τελευταίες μέρες γίνεται φανερό ότι ο εμφύλιος στη Συρία μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για την αποσταθεροποίηση ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Οι μάχες μέσα στη Συρία, με επίκεντρο πια το Χαλέπι, γίνονται ολοένα σκληρότερες, και η βία επεκτείνεται τόσο στο Λίβανο όσο και στο Κουρδιστάν

Έχοντας πάντοτε στο νου τις ελλείψεις που έχει η πληροφόρηση λόγω απόστασης, θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε τις βασικές παραμέτρους των τελευταίων εξελίξεων στη Συρία στις εξής:

1.      Στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης. Ό,τι ξεκίνησε ως αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση ενάντια στο τυραννικό καθεστώς Άσαντ, έχει πάρει πλέον τη μορφή της ανοιχτής εμφύλιας πολεμικής σύγκρουσης. Είναι προφανές ότι τη βασική ευθύνη γι’ αυτήν την εξέλιξη την έχει ο τρομοκρατικός μηχανισμός του Άσαντ ο οποίος για μήνες έπνιγε στο αίμα τις ειρηνικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και τώρα επιτίθεται στις συριακές πόλεις με μαχητικά αεροπλάνα και τανκς, χωρίς να λογαριάζει τις ζωές των αμάχων. Η συμπεριφορά του Άσαντ απέναντι στο λαό του θυμίζει ξένο εισβολέα αποφασισμένο να καταστρέψει την κατεχόμενη χώρα προκειμένου να επιβάλει την κυριαρχία του. Ωστόσο, θα μπορούσε να λεχθεί με σχετική ασφάλεια ότι τόσο δυνάμεις μέσα στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), την κύρια πολιτοφυλακή της αντιπολίτευσης, όσο και το διεθνές σουνιτικό Τζιχάντ, που πολεμάει ενάντια στον Άσαντ, επέλεξαν τη στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης, εν αντιθέσει με τις Τοπικές Συντονιστικές Επιτροπές που επιμένουν στη μη βίαιη διαμαρτυρία. Στη Συρία πλέον διεξάγεται ένας κανονικός εμφύλιος πόλεμος ο οποίος  πέρα από τους χιλιάδες νεκρούς (ίσως; και 20.000) που προκαλεί, διαλύει την υποδομή της χώρας.

 2.      Εντεινόμενος σεχταριστικός χαρακτήρας της σύγκρουσης. Η συριακή εξέγερση εντάσσεται στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης, δηλαδή στο τεράστιο κύμα λαϊκού ξεσηκωμού ενάντια στις αραβικές δικτατορίες. Ωστόσο, τόσο ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του καθεστώτος Άσαντ, όσο και οι εξελίξεις στο πεδίο της μάχης, οδηγούν στην ένταση του θρησκευτικού σεχταρισμού. Το καθεστώς Άσαντ, αν και ιδεολογικά αναφέρεται στον κοσμικό παναραβισμό, απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από αλεβίτες (πρόκειται για μια εκδοχή του σιιτικού Ισλάμ) και ιστορικά ευνόησε την αλεβίτικη μειονότητα (λιγότερο από 15% του πληθυσμού) σε βάρος της σουνιτικής πλειοψηφίας, (περίπου 64% του πληθυσμού). Αν κι ένα κομμάτι της σουνιτικής ανώτερης και μεσαίας τάξης αποτέλεσαν τμήμα της κοινωνικής ελίτ, εντούτοις, η μεγάλη μάζα των φτωχών σουνιτών (ιδιαίτερα της υπαίθρου) είχε πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο και βρισκόταν σταθερά αποκλεισμένο από το μηχανισμό εξουσίας. Αυτή η μάζα των φτωχών σουνιτών της υπαίθρου απαρτίζει το κύριο μέρος του FSA και οι περιοχές όπου ζουν, ελέγχονται από την εξέγερση.

Επιπλέον, ο θρησκευτικός σεχταρισμός ενισχύεται από τη δράση του διεθνούς σουνιτικού Τζιχάντ (με κύρια δύναμη την Αλ Κάιντα), το οποίο λόγω της μεγάλης στρατιωτικής εμπειρίας του από το Ιράκ και τη Λιβύη, κερδίζει συνεχώς πόντους στο πεδίο της μάχης και προωθεί την πολιτική ατζέντα του.

 3.      Ενίσχυση της εξέγερσης-αντοχή του καθεστώτος. Και μόνο ότι διεξάγονται σκληρές μάχες στο Χαλέπι και τη Δαμασκό δεν πρέπει να αφήνει αμφιβολίες για το πόσο έχει ενισχυθεί η εξέγερση. Από τη μια μεριά, οι φρικαλεότητες που διαπράττει το καθεστώς οδήγησαν χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς στο να λιποτακτήσουν και να περάσουν στις τάξεις του FSA. Από την άλλη, η ενίσχυση του FSA με βαριά αντιαρματικά όπλα από την Τουρκία και τις μοναρχίες του Κόλπου, η δημιουργία βάσης λογιστικής υποστήριξης στην Τουρκία, καθώς και η τεχνογνωσία που προσφέρουν οι τζιχαντιστές οδήγησαν στην οργανωτική αναβάθμιση των ανταρτών. Η εξέγερση ελέγχει πια την ύπαιθρο, αρκετές πόλεις, καθώς και συνοριακά περάσματα με την Τουρκία και το Ιράκ.

Ωστόσο, φαίνεται ότι είναι εσφαλμένη η αίσθηση που δίνουν τα δυτικά ΜΜΕ ότι επίκειται οσονούπω η πτώση του Άσαντ. Η Συρία δεν κυβερνάται απλά από μια οικογενειακή δικτατορία, αλλά από ένα καθεστώς που έχει τη στήριξη μια μεγάλης θρησκευτικής ομάδας και διαθέτει ισχυρούς συμμάχους στην περιοχή (Ιράν, Χεζμπολά) αλλά και διεθνώς (Ρωσία, Κίνα). Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις χιλιάδες αυτομολήσεις, κανένας υψηλά ιστάμενος αλεβίτης και κανένας από τον εσωτερικό κύκλο εξουσίας του Άσαντ δεν έχει περάσει στην εξέγερση. Για τον Άσαντ και τους αξιωματούχους του αυτός ο αγώνας δεν αφορά μόνο την εξουσία αλλά και την προσωπική επιβίωσή τους∙ για τους Αλεβίτες (που είναι μια μειονότητα μέσα στους σιίτες, που και αυτοί με τη σειρά τους είναι μια μειονότητα του Ισλάμ) είναι αγώνας για την υπεράσπιση του μόνου κράτους που είναι τρόπον τινά «δικό τους».

Επιπλέον, στο Χαλέπι έγινε σαφές ότι τον FSA δεν είναι διατεθειμένοι να τον ενισχύσουν όχι μόνο οι αλεβίτες, αλλά ούτε και οι χριστιανοί και οι Κούρδοι. Αυτή η στάση των χριστιανών και των Κούρδων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη στήριξη του καθεστώτος, αλλά δείχνει το φόβος τους απέναντι στους οπαδούς της σουνιτικής θεοκρατίας που πολεμάνε με την αντιπολίτευση. Επομένως, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν είμαστε κοντά το τέλος της κρίσης, αλλά δικαιούμαστε να προβλέψουμε ότι  η βία θα διαρκέσει για πολλούς  μήνες ακόμα. Ίσως μάλιστα να δούμε να επαναλαμβάνεται το σενάριο της Τσετσενίας, όπου για μεγάλο διάστημα το καθεστώς ήλεγχε τις μεγάλες πόλεις και το αντάρτικο την ύπαιθρο –με ολόκληρη η χώρα  να βουλιάζει στον Τρόμο…

 4.      Εντεινόμενη εμπλοκή του «διεθνούς παράγοντα». Αν και θα ήταν μάλλον υπερβολή να κάνουμε λόγο για «πόλεμο δια αντιπροσώπων», εντούτοις, τα γεωπολιτικά διακυβεύματα ολόκληρης της Μέσης Ανατολής αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συριακής κρίσης. Από τη μια μεριά οι αντιδραστικές μοναρχίες του Κόλπου (κατά κύριο λόγο η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ), η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η Τουρκία και η Δύση υποστηρίζουν τους αντάρτες. Από την άλλη, το Ιράν (που έχει και στρατιωτική συμμαχία με τη Συρία), η Χεζμπολά, η Ρωσία και η Κίνα στέκονται στο πλευρό του Άσαντ. Το πρώτο γεωπολιτικό ζητούμενο για τη Δύση και τη Σαουδική Αραβία είναι η περαιτέρω απομόνωση του Ιράν, μέσω του σπασίματος του άξονα Ιράν-Συρία-Χεζμπολά. Αν πέσει ο Άσαντ, το Ιράν χάνει ένα σημαντικό σύμμαχο και η Χεζμπολά βρίσκεται περικυκλωμένη –εξ’ ου και η φανατική υποστήριξη του Νασράλα στον Άσαντ. Κατά συνέπεια, ενισχύονται de facto οι θέσεις της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ (δηλαδή των ΗΠΑ). Από τη μεριά τους, η Κίνα και η Ρωσία (που διατηρεί σημαντική ναυτική βάση στην Ταρσό) ούτε επιθυμούν να χάσουν τη Συρία  από  σύμμαχο και πελάτη των οπλικών τους συστημάτων, ούτε θέλουν να δουν την αμερικάνικη επιρροή να αυξηθεί στην περιοχή.

Ωστόσο, η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη από δύο σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, στον άξονα Ιράν-Συρία-Χεζμπολά συμμετείχε μέχρι τώρα και η Χαμάς, η οποία όμως παίρνει σαφείς πολιτικές αποστάσεις από τον Άσαντ, ευθυγραμμιζόμενη στη γραμμή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το ότι η Αδελφότητα συντονίζεται στη Συρία με τη Δύση (όπως το έκανε και στη Λιβύη) δεν σημαίνει ότι επιδιώκει τη διατήρηση του σημερινού στάτους στην περιοχή, το οποίο ευνοεί  κατάφωρα το Ισραήλ. Όντας η μεγάλη κερδισμένη της Αραβικής Άνοιξης (τα κόμματα της βρίσκονται στην εξουσία σε Αίγυπτο, Τυνησία, και Γάζα, κι είναι το δεύτερο κόμμα τη Λιβύη), η Αδελφότητα φαίνεται να επιθυμεί την αλλαγή του στάτους μέσω της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ –μια διαδικασία στην οποία η Τουρκία, άλλη μια χώρα που κυβερνάται από κόμμα της Αδελφότητας,  έχει βαρύνοντα λόγο. Μπορεί λοιπόν η Αδελφότητα να συμπορεύεται με τη Δύση ή τη Σαουδική Αραβία, αλλά οι ατζέντες τους δεν ταυτίζονται.

Η δεύτερη παράμετρος που περιπλέκει την εικόνα είναι ο φόβος της Δύσης για την αυξανόμενη επιρροή του διεθνούς Τζιχάντ (ιδιαίτερα της Αλ Κάιντα) στη σύγκρουση. Η Αλ Κάιντα (ή όσοι που αναφέρονται σε αυτήν) βρίσκεται και στη Συρία στην πρώτη γραμμή της μάχης, όπως είχε βρεθεί στο Ιράκ κόντρα στους Αμερικάνους και τους φιλοϊρανούς σιίτες, καθώς και στη Λιβύη κόντρα στον Καντάφι, με την αεροπορική στήριξη  του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι ενώ η ρητορική της απέναντι στον Άσαντ θυμίζει τις αντίστοιχες για τον Σαντάμ και τον Καντάφι, εντούτοις, η Δύση δεν δίνει σύγχρονα όπλα (ιδίως αντιαεροπορικούς πυραύλους) στους αντάρτες, όπως είχε κάνει στ παρελθόν στον Αφγανιστάν. Ο φόβος μήπως σύγχρονα όπλα περάσουν στα χέρια της Αλ Κάιντα ή μήπως το Τζιχάντ πάρει στα χέρια του μέρος του χημικού οπλοστασίου του Άσαντ, περιορίζει τη δυτική βοήθεια στην παροχή τηλεπικονωνικού υλικού, κατασκοπευτικών πληροφοριών και χρήματος.

 5.      Υποχώρηση της πιθανότητας μιας δυτικής επέμβασης στο πρότυπο της Λιβύης. Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους δυτικούς να επέμβουν στη Συρία υπέρ των ανταρτών γιατί: Πρώτον, δεν υπάρχει περίπτωση Ρωσία και Κίνα να δώσουν τη  συγκατάθεση τους σε μια τέτοια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Χωρίς απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας η επέμβαση δεν νομιμοποιείται πολιτικά –οι μέρες του Ιράκ είναι μακρινές… Δεύτερον, οποιαδήποτε δυτική επέμβαση θα διεγείρει τα αντανακλαστικά του αραβικού εθνικισμού, συσπειρώνοντας τους Άραβες εναντίον των δυτικών. Τρίτον, η επέμβαση μπορεί να οδηγήσει τον Άσαντ στο να αρχίσει τις πυραυλικές επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ –με βαρύ τίμημα για το σιωνιστικό κράτος. Τέταρτον, η επέμβαση θα έχει κόστος για τους δυτικούς, μιας και η Συρία διαθέτει σύγχρονα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα. Κατά συνέπεια, οι δυτικοί θα πρέπει να δράσουν μέσω τρίτων.

 6.      Επέκταση της βίας σε Λίβανο και Κουρδιστάν. Όπως μάλλον ήταν αναμενόμενο, η συριακή κρίση πέρασε και στο Λίβανο –έτσι κι αλλιώς οι μοίρες των δύο χωρών ήταν πάντοτε συνδεδεμένες. Μέχρι τώρα, η κρίση στο Λίβανο ακολουθεί μια τελετουργία που φέρνει στο νου τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Προκλητικοί αποκλεισμοί δρόμων στην Τρίπολη, αποκλεισμός του αεροδρομίου της Βηρυτού, απαγωγές ξένων υπηκόων, φονικές στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ αλεβιτών και σουνιτών στην Τρίπολη. Αν μιλήσουν τα όπλα και στη Βηρυτό, ο Λίβανος θα πλησιάσει επικίνδυνα την άβυσσο. Φαίνεται ότι βασικές υπεύθυνες για τη μεταφορά της κρίσης στο Λίβανο είναι σουνιτικές ομάδες (χρηματοδοτούμενες από τη Σαουδική Αραβία) οι οποίες επιχειρούν να πιέσουν και να προκαλέσουν τη Χεζμπολά (βασική δύναμη της σημερινής λιβανέζικης κυβέρνησης) μέσω της δημιουργίας μιας τέτοιας κατάστασης που θα καθιστά πιο εύκολη μια ξένη επέμβαση στο Λίβανο. Από τη μεριά της, η Χεζμπολά επιλέγει να μην εμπλακεί άμεσα και δηλώνει αδύναμη να ελέγξει τις «από τα κάτω» αντιδράσεις των λιβανέζων σιιτών. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι τη μεν  ευθύνη για τις απαγωγές μελών του FSA ανέλαβε η μεγάλη σιιτική οικογένεια Αλ Μεγκντάντ, στις δε συγκρούσεις στην Τρίπολη επισήμως εμπλέκεται η «αλεβίτικη κοινότητα της Τρίπολης», και όχι η ίδια η Χεζμπολά. Δεδομένης της πολυθρησκευτικής σύνθεσης του πληθυσμού και των συσσωρευμένων αντιθέσεων μεταξύ των κοινοτήτων, της τεράστιας ποσότητας όπλων που υπάρχουν στη χώρα, καθώς και των ξένων επεμβάσεων, ο Λίβανος κινείται πάλι στην κόψη του ξυραφιού.

Εκεί όμως που τα πράγματα τρέχουν γρήγορα είναι στη Βορειανατολική Συρία, όπου ζει η συμπαγής Κουρδικής μειονότητα –οι Κούρδοι είναι το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η αποχώρηση των κυβερνητικών δυνάμεων έδωσε την ευκαιρία στους Κούρδους (με κύρια δύναμη το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης, τη συριακή εκδοχή του PKK) να ελέγξουν όλη την περιοχή, αποτρέποντας τη διείσδυση του FSA. Η κίνηση αυτή των Κούρδων (που φαίνεται ότι γίνεται με την ανοχή του καθεστώτος Άσαντ που επιδίωξε να ελευθερώσει δυνάμεις και να πιέσει την Τουρκία) δημιουργεί δύο νέα δεδομένα στο Κουρδικό. Πρώτον, στο πλευρό της αυτόνομης περιοχής του ιρακινού Κουρδιστάν (στην ουσία πρόκειται για κράτος εν κράτει μέσα στο Ιράκ) έρχεται να προστεθεί ένα αντίστοιχο μόρφωμα στη Συρία, και μάλιστα ως εδαφική συνέχεια της. Δεύτερον, ο έλεγχος του συριακού Κουρδιστάν παρέχει στο PKK ένα ασφαλές ορμητήριο για την εντείνει τη στρατιωτική εκστρατεία του στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Με πιο απλά λόγια, οι Κούρδοι έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της εθνικής αποκατάστασης τους. Στα συν τους είναι τα εχέγγυα που έχουν δώσει στη Δύση με τη στάση τους στο Ιράκ. Ένα ενδεχόμενο ανεξάρτητο Κουρδιστάν θα μπορούσε να είναι ένας πολύ καλός σύμμαχος με τις ΗΠΑ, κα μαζί με το Ισραήλ να συγκροτήσει μια γεωπολιτική μέγγενη στη Μέση Ανατολή. Στα πλην των Κούρδων είναι βέβαια η σθεναρή αντίσταση της Τουρκίας στην κουρδική αυτοδιάθεση. Η Άγκυρα βλέπει στις εξελίξεις στη Βορειοανατολική Συρία μια θανάσιμη απειλή για την εδαφική ακεραιότητά της. Γι’ αυτό πιέζει τη Δύση να της επιτρέψει να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» μέσα στο συριακό έδαφος –κάτι που θα μπορούσε να περιπλέξει τα πράγματα ακόμα περισσότερο.

Επίλογος

Μια «ηθική» λύση για τη Συρία θα προέβλεπε τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών, το εμπάργκο όπλων προς όλες τις πλευρές, την αποχώρηση του Άσαντ και των αξιωματούχων του, τη δημιουργία μεταβατικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας και τη διενέργεια σε σύντομο χρόνο εκλογών. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η «ηθική» λύση μοιάζει να έχει πολύ λίγες πιθανότητες πραγματοποίησης. Αντιθέτως, τι πιο πιθανό σενάριο είναι η παράταση της βίας για μεγάλο χρονικό διάστημα και η ολοένα μεγαλύτερη διεθνοποίηση της σύρραξης. H Συρία πέφτει στο βάραθρο του αίματος απειλώντας να παρασύρει μαζί της ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Γιάννης Αλμπάνης  26/8/12

Περισσότερα

Η σφαγή στη Συρία και η στάση της Αριστεράς

Από το Δρόμο της 4/8/12

Ας προχωρήσουμε σε μια υπόθεση εργασίας. Μια φιλοαμερικανική και φιλοϊσραηλινή δικτατορία βομβαρδίζει συστηματικά τις πόλεις της χώρας της, δολοφονεί κατά χιλιάδες τους πολίτες της, έχει εντάξει τα πλέον σκληρά βασανιστήρια στην τυπική ανακριτική διαδικασία και αρνείται κάθε δυνατότητα ειρηνικής μετάβασης στη δημοκρατία. Ποια θα ήταν η αντίδραση της Αριστεράς; Πιθανόν να μην οργάνωνε συλλαλητήρια αντιιμπεριαλιστικής οργής και διεθνιστικής αλληλεγγύης όπως στο παρελθόν, μιας και είναι προφανές ότι η ευρισκόμενη υπό το ζυγό του Μνημονίου ελληνική κοινωνία πολύ δύσκολα κινητοποιείται για ζητήματα που δεν άπτονται της καθημερινότητάς της –οι ισχνές κινητοποιήσεις για το Παλαιστινιακό το αποδεικνύουν. Ωστόσο, μπορούμε να εικάσουμε με μεγάλη σιγουριά ότι τα αριστερά κόμματα θα εξέδιδαν ανακοινώσεις που θα καταδίκαζαν με τον πιο σκληρό τρόπο τον δικτάτορα και θα απαιτούσαν την άμεση αποπομπή του. Ούτε θα καλούσαν σε «συμβιβαστική λύση», ούτε θα χαρακτήριζαν «τρομοκρατικό εγκληματικό χτύπημα» την εκτέλεση ανώτατων αξιωματούχων της δικτατορίας. Γιατί λοιπόν, ενώ τα αριστερά κόμματα πιθανότατα θα κρατούσαν τη στάση που μόλις περιγράφηκε απέναντι στην υποτιθέμενη φιλοαμερικανική-φιλοϊσραηλινή δικτατορία, κινούνται με διαφορετικό τρόπο στην περίπτωση της Συρίας;

Προσωπικά είμαι επιφυλακτικός σε ό,τι αφορά τα νούμερα που ανακοινώνει το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, η κύρια πηγή πληροφόρησης των διεθνών ΜΜΕ. Και θα είμαι επιφυλακτικός όσο τα νούμερα των νεκρών δεν επιβεβαιώνονται από δεύτερη πηγή. Μπορεί δηλαδή οι νεκροί της εξέγερσης που έχει εξελιχθεί σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, να μην ξεπερνάνε τους είκοσι χιλιάδες. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νεκροί και οι τραυματίες είναι χιλιάδες, ότι το καθεστώς Άσαντ βομβαρδίζει τις συριακές πόλεις λες και είναι ξένη κατοχική δύναμη, ότι τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Οι τηλεοπτικές εικόνες και οι μαρτυρίες είναι τόσο πολλές και τόσο ξεκάθαρες που δεν μπορεί να αμφισβητηθούν. Και όμως, ενώ το καθεστώς Άσαντ σφάζει το λαό του, η Αριστερά μοιάζει να δυσκολεύεται να το καταδικάσει. Γιατί άραγε;

Τις αιτίες ίσως θα μπορούσαμε να τις αναζητήσουμε στο ότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός παίρνει όπλα από την Τουρκία και τις αντιδραστικές μοναρχίες του Κόλπου, στο ότι η εξέγερση εκτός από το αίτημα της ελευθερίας φέρει και τον αέρα της σουνιτικής εκδίκησης απέναντι στην για δεκαετίες τυραννική κυριαρχία της αλεβίτικης μειονότητας, στο ότι η Δύση απειλεί με επέμβαση εναντίον του Άσαντ, στο ότι η Αλ Κάιντα πολεμάει στον πλευρό των εξεγερμένων, στο ότι υπάρχει κίνδυνος «ιρακινοποίησης» της Συρίας μέσω της δημιουργίας τριών «ανεξάρτητων» περιοχών, σουνιτικής, αλεβίτικης και κουρδικής. Όμως τα ζητήματα για τα οποία έγινε μόλις λόγος, κανονικά θα έπρεπε να οδηγήσουν μόνο στη λήψη αποστάσεων από ορισμένες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καθώς και στην επισήμανση των κινδύνων που εγκυμονούν οι ξένες παρεμβάσεις και η απόδοση θρησκευτικού χαρακτήρα στην εξέγερση. Δεν μπορούν δηλαδή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη «ανοχή» απέναντι στη δικτατορία του Άσαντ. Άλλωστε, το παράδειγμα της Λιβύης είναι πολύ πρόσφατο για να ξεχαστεί. Η συμμαχία των αντιπολιτευόμενων με το ΝΑΤΟ δεν άνοιξε το δρόμο στην άφεση των (τόσο πολλών…) αμαρτιών του Καντάφι από την Αριστερά.

Νομίζω λοιπόν ότι απάντηση στο ερώτημα περί μιας ορισμένης αριστερής «ανοχής» απέναντι στον Άσαντ μάλλον βρίσκεται στο ότι η εν λόγω δικτατορία δεν είναι φιλοαμερικανική και φιλοϊσραηλινή αλλά οι ιμπεριαλιστικοί πάτρωνες της είναι η Ρωσία και η Κίνα. Το γεγονός ότι ο Άσαντ εμφανίζεται ως γεωπολιτικός αντίπαλος των ΗΠΑ και του Ισραήλ φαίνεται αρκετό για να παραβλεφθεί ως ένα βαθμό το ότι εξοντώνει το λαό του. Η ηθική ένσταση που αυτομάτως εγείρει μια τέτοια προσέγγιση είναι προφανής: μια Αριστερά που δεν είναι αμείλικτη με τους κάθε είδους δικτάτορες-σφαγείς, και υιοθετεί την αστική υποκρισία των δύο μέτρων και δύο σταθμών, έχει απολέσει το ηθικό προβάδισμά της ενάντια στις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. Αναρωτιέμαι όμως αν εγείρεται κι ένα δεύτερο, πολιτικό αυτή τη φορά, ζήτημα. Αν δηλαδή η εν λόγω στάση απέναντι στη Συρία πηγάζει από την αντίληψη ότι δεν είμαστε γενικά εναντίον της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, αλλά ότι υπάρχουν τρόπον τινά «φιλικοί» ιμπεριαλισμοί. Ιμπεριαλισμοί με τους οποίους, αν παραστεί ανάγκη, μπορεί και να συμπορευτούμε. Τι είδους όμως Αριστερά είναι αυτή που χωρίζει τους ιμπεριαλισμούς σε… περισσότερο και λιγότερο «ιμπεριαλιστικούς»;

Γιάννης Αλμπάνης

 

Περισσότερα