Διακοπές στα κρυφά

Από το I cookGreek Σεπτεμβρίου (www.icookgreek.com)

Παλιότερα, τέτοιες ημέρες, προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε την μετακαλοκαιρινή μελαγχολία μα κάτι χαζοσυζητήσεις για τις διακοπές, όπου ακολουθούσαμε με θρησκευτική ευλάβεια το πρωτόκολλο της ανταλλαγής άχρηστων ως επί το πλείστον πληροφοριών: «πού πήγατε;», «από κόσμο πώς ήταν;», «οι τιμές;», «η θάλασσα; κρύα;» και άλλα τέτοια…

…Μού φαίνεται ότι η περί διακοπών κουβεντούλα είχε βασικό σκοπό να μάς δώσει την αίσθηση ότι τρόπον τινά οι ωραίες μέρες του Αυγούστου έβρισκαν τη συνέχειά τους μέσα στο Σεπτέμβρη, ότι δεν είχαμε παραδοθεί πλήρως στο ενδεκάμηνο μαγγανοπήγαδο του 9:00-5:00. Άσε δε που καμιά φορά το «καλά, ήταν φανταστικά στην Ανάφη και από θάλασσα δεν σου λέω τίποτα» μπορούσε να αποτελέσει την απαρχή της επόμενης καλοκαιρινής εξόρμησης: «Δεν πάμε Ανάφη; Η Κλειώ πέρασε σούπερ με τον Ρούλη» -αν και τότε μάλλον δεν λέγαμε σούπερ…

Φέτος είναι διαφορετικά τα πράγματα. Η μεταδιακοπική κουβεντούλα μάς έχει αφήσει χρόνους συνοδεύοντας σε ένα άλλο χλοερό (κι ελπίζω ευτυχισμένο) τόπο το δώρο των Χριστουγέννων και τον κατώτατο μισθό. Φέτος δεν έχει τέτοια. Κατ’ αρχάς, έχουν σπάσει οι παρέες κι είμαστε λίγο μόνοι μας, παρέα με τον καναπέ και τα σίριαλ της HBO από την ιντερνετική τηλεόραση. Σιγά σιγά, και χωρίς να το καταλάβουμε, έχουμε κλειστεί, όχι γιατί κάτι συνέβη με τους κολλητούς, αλλά γιατί έχει φύγει η όρεξη, ή μάλλον γιατί η όρεξη να κοιτάς το άγχος που έχει απλωθεί στο ταβάνι ή να χαζεύεις στο facebook είναι αντιστρόφως ανάλογη της όρεξης για παρέα. Φύγαμε, ήρθαμε, γυρίσαμε για τα καλά, και «τα παιδιά ακόμα να τα δούμε». Συν του ότι η τηλεόραση είναι απείρως πιο φτηνή (οικονομικά και συναισθηματικά) από την ταβέρνα και το μπαρ. Με την τηλεόραση δεν ξοδεύεις αν και ξοδεύεσαι στο έπακρο.

Όμως, ας μη γελιόμαστε. Δεν είναι μόνο το ότι έχουν σπάσει οι παρέες λόγω της γενικευμένης κατάθλιψης. Μάλλον η κύρια αιτία που δεν κουβεντιάζουμε τα των διακοπών είναι ότι ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε απ’ αυτούς που κάπως τα καταφέραμε να πάμε για μπάνια φέτος, ότι είχαμε δουλειά κι επαρκές εισόδημα για να μπορέσουμε να πάμε κάπου. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, αυτοί που έμειναν Αθήνα φέτος παρέα με το ίντερνετ. Και αυτό το «πολλοί» δεν είναι στατιστικό μέγεθος που το παρουσιάζουν τα κανάλια για να δείξουν πως νοιάζονται. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με αριθμούς, αλλά με φίλους και γνωστούς που έχασαν δουλειές ή έζησαν την εμπειρία του «μαμά μού συρρίκνωσαν το μισθό» ή τα λεφτά που είχαν για τις διακοπές, τα τσίμπησε η εφορία υπέρ δανειστών και λαμογιών –αν παίρνεις 1.000 ευρώ μισθό, είναι εύλογο να δώσεις 600 ευρώ φόρο γιατί είσαι ζάμπλουτος και τεράστια καπιτάλα. Φίλοι και γνωστοί μας, που έπηξαν στην Αθήνα τον Αύγουστο, κατεβάζοντας ταινίες και τραγούδια.

Πώς μπορείς λοιπόν να ανοίξεις κουβέντα περί διακοπών όταν οι άλλοι δεν έχουν πάει; Τι ακριβώς να συζητήσεις όταν ξέρεις καλά ότι ο χώρος της ανεμελιάς έχει μείνει τοσοδούλης –και λίγο θέλει για να εξαφανιστεί τελείως; Και ποιος ο λόγος να τα πεις δηλαδή, όταν κάνει μπαμ ότι η συζήτηση περί νησιών και θαλασσών δεν χαλαρώνει τον άλλο, αλλά εντείνει την απογοήτευση και το άγχος του; Καλό είναι να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όσο και αν όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι για την έκρηξη της φτώχειας φταίει η γενική κατάσταση που προκαλούν τα μνημόνια, για τον καθένα ξεχωριστά η κρίση βιώνεται ως η δική του προσωπική χρεοκοπία. Στην ανθρωποφάγα κοινωνία μας η φτώχεια θεωρείται (ασχέτως του τι λέγεται δημοσίως) «προσωπική αποτυχία», και τον φτωχό (ιδιαίτερα το νεόφτωχο που τού είναι πολύ πρόσφατες οι «παλιές καλές μέρες») τον κατατρέχει πάντοτε το ερώτημα «τι λάθος έκανα κι έφτασα ως εδώ. Γι’ αυτό το ζήτημα των διακοπών το προσπερνάς, δεν αναρτάς στο facebook την ηλιοκαμένη κορμάρα σου με μαγιό (όσο και αν αυτό προκαλεί απογοήτευση στα κορίτσια), και προχωράς παρακάτω στην ημερήσια διάταξη: «Τι έκανες με δουλειά;», «πήραν τα παιδιά όλα τα βιβλία στο σχολείο;», «λες να μας πετάξουν από το ευρώ μετά τις αμερικάνικες εκλογές;» και άλλα τέτοια –άλλωστε ο καθένας φτιάχνει τη δική του ημερήσια διάταξη.

Βέβαια, και σένα που κατάφερες και πήγες σου μένει ένα ίζημα μιζέριας. Γιατί το νιώθεις ότι και η δική σου ζωή έχει μικρύνει όταν περνάς από «το περάσαμε καλά» στο «πάλι καλά που πήγαμε». Γιατί η Αστυπάλαια δεν έχει και πολύ νόημα όταν δεν μπορείς να την κουβεντιάσεις με τους άλλους, γιατί δεν υπάρχουν νησίδες ανεμελιάς σ’ ένα αρχιπέλαγος αγωνίας. Δεν υπάρχει ευτυχία κατά μόνας.

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares