Έξι σημεία για την πολιτική συγκυρία

 

Από το Δελτίο Θυέλλης, περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

  1. Μετά τις εκλογές η λιτότητα όχι μόνο δεν αμβλύνθηκε, αλλά συνεχίζεται ακόμα σκληρότερη. Η πολιτική σκέψη, εν αντιθέσει με άλλους τομείς της ανθρώπινης διάνοιας, έχει το κακό ότι μπορεί να επιβεβαιώνεται πρακτικά. Εν προκειμένω, όσοι προέβλεπαν τις παραμονές των εκλογών του Ιούνη ότι η υπό διαμόρφωση (τότε) τρικομματική κυβέρνηση θα έπαιρνε από την τρόικα μια ορισμένη ελάφρυνση του προγράμματος λιτότητας ως πολιτική προίκα, διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Η τρόικα όχι  μόνο δεν ελάφρυνε το πρόγραμμα, αλλά με το Μνημόνιο 3 παραβιάζει κάθε υποτιθέμενη «κόκκινη γραμμή», επιβάλλοντας χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο, εξοντωτικές περικοπές στις κοινωνικές παροχές, πλήρες ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, νέες μειώσεις στους ήδη ψοφοδεείς μισθούς και συντάξεις. Δηλαδή, η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαίωσε εκ νέου τις κλασικές μαρξιστικές αναλύσεις για την κρίση. Τις περιόδους λοιπόν που η κρίση υπερσυσσώρευσης παροξύνεται, δεν υπάρχει περιθώριο για κανενός είδους πολιτικούς συμβιβασμούς. Η αστική τάξη δεν μπορεί να δώσει καμία «προίκα» σε κανέναν γιατί δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα για τη μεταφορά του κόστους της κρίσης στους εργαζόμενους. Ενδεχόμενες παροχές ή ελάφρυνση της λιτότητας σημαίνουν ότι «οι από πάνω» θα πρέπει να χάσουν μέρος τους πλούτου τους αναλαμβάνοντας μερίδιο από το κόστος της κρίσης, πράγμα που ποτέ δει είναι διατεθειμένοι να πράξουν οικειοθελώς. Συνεπώς, δεν υπάρχουν «προίκες», όπως ακριβώς δεν υπάρχει περιθώριο να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ. Αν το ΠΑΣΟΚ, τα κάθε λογής ΠΑΣΟΚ, αποτελεί έκφραση ενός ορισμένου συμβιβασμού μεταξύ των τάξεων, τότε στις περιόδους όπου το δίλημμα που θέτει η πραγματικότητα είναι το «εμείς ή αυτοί», δεν υπάρχει χώρος για τέτοιου είδους πολιτική.
  2. Η πολιτική κρίση συνεχίζεται. Τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές η τρικομματική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Οι εκλογές σταθεροποίησαν μόνο πρόσκαιρα το πολιτικό σύστημα και σε καμία περίπτωση δεν επέλυσαν τη σοβούσα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Σε πολύ μικρό διάστημα από την εκλογική νίκη της, η τρόικα εσωτερικού χάνει συνεχώς δημοτικότητα (ειδικά το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίζεται) και ήδη είδε τις πρώτες ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, πριν καν ψηφιστούν τα νέα μέτρα. Παρά το ότι κανένας από τους κυβερνητικούς εταίρους δεν αμφισβητεί τη μνημονιακή λογική, οι «αντιρρήσεις» της ΔΗΜΑΡ στα εργασιακά δεν είναι μόνο «θέατρο». Αναμφίβολα κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν επικοινωνιακή στρατηγική για να αποποιηθεί η ΔΗΜΑΡ το πολιτικό κόστος των νέων μέτρων. Ωστόσο, συνιστούν επίσης προσπάθεια να διαμορφωθεί και μια πολιτική στρατηγική που θα ενσωματώσει τη δυσαρέσκεια όλων εκείνων που για άλλα ψήφισαν και άλλα βλέπουν να γίνονται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τρικομματικός συνασπισμός, κάτω από την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, προεκλογικά στηρίχτηκε στο σύνθημα της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου καθώς και της ελάφρυνσης των επαχθέστερων πλευρών της λιτότητας, όπως οι περικοπές των χαμηλών μισθών και συντάξεων. Σήμερα η κυβέρνηση κάνει τα ακριβώς αντίθετα. Δημιουργώντας λοιπόν μια δύναμη που συμμετέχει στην  κυβέρνηση και ταυτοχρόνως κάνει τρόπον τινά «αντιπολίτευση», διαμορφώνεις εκείνους τους αναγκαίους όρους για την ανάδειξη του διάδοχου σχήματος. Γιατί όσο απίθανο μοιάζει να πάρει το σύστημα το ρίσκο της προκήρυξης νέων εκλογών, άλλο τόσο πιθανό είναι αν οξυνθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, να πάμε σε μια εκ βάθρων αναδόμηση της κυβερνητικής συμμαχία. Ήδη στα δύο χρόνια Μνημονίου έχουμε αλλάξει τρεις πρωθυπουργός και δεν μοιάζει αποκύημα καλπάζουσας φαντασίας το να πάμε σχετικά γρήγορα και στον τέταρτο.
  3. Η συρρίκνωση της κοινωνικής συναίνεσης υποκαθίσταται από την όξυνση της κρατικής καταστολής. Είναι μάλλον υπερβολικό να μιλήσουμε για κατάσταση εξαίρεσης αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον με την τυπική έννοια του όρου. Κανένα άρθρο του Συντάγματος δεν έχει ανασταλεί και οι βασικές πολιτικές ελευθερίες θεωρητικά γίνονται σεβαστές. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ζούμε καθημερινά περιστατικά που de facto συρρικνώνουν δικαιώματα και χώρους ελευθερίας, περιστατικά που όλα μαζί διαμορφώνουν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί διαρκή διολίσθηση στην “αυταρχική δημοκρατία”. Με τον όρο “αυταρχική δημοκρατία” εννοούμε ένα καθεστώς που έχει στοιχεία “κατάστασης εξαίρεσης” αν και τυπικά πληρεί τις προδιαγραφές της “κανονικής” αστικής δημοκρατίας. Ενώ δηλαδή τυπικά δεν έχουν ανασταλεί οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ορισμένους από αυτές τελούν στην πραγματικότητα υπό αίρεση. Τα βασανιστήρια στους αναρχικούς αντιφασίστες, η συστηματική αστυνομική βία κατά των διαδηλωτών, οι απαγορεύσεις “συναθροίσεων” κατά την επίσκεψη Μέρκελ, οι συλλήψεις συνδικαλιστών της ΓΕΝΟΠ και του Σκαραμαγκά, οι συνεχείς πράξεις λογοκρισίας (Παστίτσιος, Χυτήριο, κόψιμο ομοφυλοφιλικού φιλιού, Βαξεβάνης, Αρβανίτης), δεν είναι ό,τι πιο ανησυχητικό. Το πιο ανησυχητικό είναι η πλήρης πολιτική κάλυψη που δίνει η κυβέρνηση (κυρίως δια του Δένδια) σε κάθε είδους αστυνομικό τραμπουκισμό και κρατική αυθαιρεσία. Αυτή η ακριβώς η κάλυψη, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό των περιστατικών, εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με παρεκτροπές, αλλά με μια συνεκτική πολιτική που προκρίνει τον αυταρχισμό ως αναγκαία συνθήκη για τη στήριξη του μηνημονιακού καθεστώτος. Από αυτήν τη σκοπιά, έχουμε μπει σε νέα φάση και τίποτα πλέον δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει.
  4. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αλλάζει το πολιτικό σκηνικό και δημιουργεί ένα θανάσιμο κίνδυνο για το λαϊκό κίνημα. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν πρέπει να ερμηνεύεται μόνο στη βάση της δυσαρέσκειας και της μιζέριας που γεννάει το Μνημόνιο. Εξίσου σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι α) Η άνοδος των φασιστών είναι και αντανάκλαση της πολύ μεγαλύτερης ανόδου της Αριστεράς, παράγωγο κι αυτή της εκκένωσης του λεγόμενου μεσαίου χώρου που έχει χρεωθεί πολιτικά τη λιτότητα. β) Η ρατσιστική και αντιδημοκρατική προπαγάνδα των ναζί έχει πέραση, γιατί δεν είναι παρά η οξυμένη εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Από τη στιγμή που ο επίσημος πολιτικός κόσμος παρουσιάζει τους μετανάστες ως το απόλυτο κακό και θέτει ως βασικό στόχο (έστω και αν είναι άπιαστος) την απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων, ανοίγει ο δρόμος σε όσους παρουσιάζονται ακόμα πιο σκληροί κα αποτελεσματικοί στο κυνήγι κεφαλών. γ) Η σκανδαλώδης συνεργασία της αστυνομία με τους ναζί δεν εξασφαλίζει μόνο ατιμωρησία στους χρυσαυγίτες, αλλά τους παρέχει ζωτικό πολιτικό χώρο, που σε άλλη περίπτωση θα τούς τον είχαν αφαιρέσει οι αντιφασίστες. Αν και πόρρω απέχουμε από τη συγκρότηση ενός πραγματικού φασιστικού κινήματος (επομένως οι συγκρίσεις με τη Βαϊμάρη πρέπει να είναι προσεκτικές), εντούτοις, θα ήταν εθελοτυφλία να μην παρατηρήσουμε ότι η Χρυσή Αυγή αλλάζει το πολιτικό σκηνικό με τρεις τρόπους. Πρώτον, διαφοροποιεί de facto την πολιτική ατζέντα προτάσσοντας όχι μόνο το μεταναστευτικό αλλά την ίδια τη δράση της ως βασικά ζητήματα της δημόσιας συζήτησης. Εκ των πραγμάτων αυτό δίνει ανάσες στο μνημονιακό μπλοκ. Δεύτερον, η Χρυσή Αυγή συγκροτεί ένα ανάχωμα ανάμεσα στις πλατιές μάζες της αντι-πολιτικής και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος που δεν έχει πολιτική παιδεία και είναι αγανακτισμένος, βλέπει στη Χρυσή Αυγή μια τάχα μου “αντισυστημική” εναλλακτική λόγω της αντιμνημονιακής ρητορικής της πεντάρας των ναζί. Τρίτον, ως οργανωμένος (παρα)κρατικός μηχανισμό βίας, η Χρυσή Αυγή έρχεται να συμπληρώσει το έργο της καταστολής. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι με τους ναζί έχουμε πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λύσουμε τώρα που είναι ακόμα σχετικά εύκολο να το κάνουμε.
  5. Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιείται πολύ ψηλά, αλλά βρίσκεται απομονωμένος. Η παράδοξη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ότι ενώ σταθεροποιείται σε τόσο ψηλό σημείο (περίπου στο 30%) που ποτέ δεν είχε καν φανταστεί η ελληνική Αριστερά, εντούτοις, βρίσκεται πιο απομονωμένος από ποτέ. Εξ αριστερών το ΚΚΕ δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένο για οποιαδήποτε συζήτηση, εκ δεξιών η ΔΗΜΑΡ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μνημονιακού μπλοκ. Αυτή η απομόνωση σε συνδυασμό με την όξυνση της καταστολής που παίρνει ακόμα και την μορφή των σεναρίων περί εκτροπής, καθώς και με καθεστωτικές λογικές που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του κόμματος, ασκούν ισχυρές πιέσεις για δεξιά προσαρμογή της συριζικής πολιτκής, Δεδομένου όμως ότι είναι ανέφικτη η συγκρότηση του “νέου ΠΑΣΟΚ”, η δεξιά προσαρμογή σημαίνει στην πραγματικότητα ενσωμάτωση στο μνημονιακό πλαίσιο. Κάτι που βέβαια θα σημάνει το τέλος του σχήματος μιας και αυτό έχει χτιστεί στη βάση της αντίθεσης στο Μνημόνιο. Επομένως, η χάραξη μιας ριζοσπαστικής γραμμής δεν είναι μόνο η “ορθή” επιλογή για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η μόνη που εξασφαλίζει την επιβίωσή του.
  6. Το δρόμο ή θα τον βρούμε ή θα τον ανοίξουμε (Ανίβας). Εν προκειμένω θα τον ανοίξουμε. Ακολουθώντας τη συνταγή  (εμπλουτισμένη όμως με ισχυρή δόση μαχητικού αντιφασισμού) που έριξε δυο κυβερνήσεις και τράνταξε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση: συνεχής και ανυποχώρητος αγώνας, κοινωνική αλληλεγγύη, ριζοσπαστική πολιτική προοπτική για την ανατροπή. Με εμπιστοσύνη στην επινοητικότητα του λαϊκού κινήματος, με πίστη στην προμηθεϊκή δύναμη της εξέγερσης.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares