Μόνο ο σεβασμός στις κόκκινες γραμμές μπορεί να καταστήσει βιώσιμη μια συμφωνία

kokkines grammes

Δημοσιεύτηκε στο Red Notebook στι2 13/5/2015

Όλα δείχνουν ότι έχουμε μπει στην τελευταία πράξη του ελληνικού μνημονιακού δράματος. Μέσα στις επόμενες (λίγες) εβδομάδες η διαπραγμάτευση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η αναγκαστική ολοκλήρωση δεν φαίνεται ότι θα είναι αποτέλεσμα της ευόδωσης του διαλόγου μεταξύ των «εταίρων», αλλά αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πιστωτικής ασφυξίας στην οποία έχουν περιέλθει τα κρατικά ταμεία.

Σε προηγούμενα κείμενα είχα συνταχθεί με την άποψη ότι οι δανειστές δεν επιδιώκουν κάποιου είδους (έστω ετεροβαρή) συμβιβασμό. Σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα της διαπραγμάτευσης καθώς και (κυρίως) τις συντονισμένες «διαρροές» των δανειστών, ο πραγματικός στόχος τους ήταν να παγιδέψουν τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Δηλαδή μέσω του χρηματοδοτικού στραγγαλισμού να την οδηγήσουν στο δίλημμα «νέο Μνημόνιο ή μη καταβολή μισθών και συντάξεων». Οι δανειστές θέλουν είτε η κυβέρνηση να ενσωματωθεί στην κυρίαρχη πολιτική είτε να καταρρεύσει υπό το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής.

Η εξέλιξη των πραγμάτων έχει δικαιώσει τον ισχυρισμό περί παγίδευσης. Φτάσαμε στα μέσα Μάη, τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους εξαντλούνται, η χρηματοδότηση δεν απελευθερώνεται έστω και στο ελάχιστο, η συκοφαντική εκστρατεία στα διεθνή ΜΜΕ συνεχίζεται, οι δανειστές όχι μόνο δεν κάνουν βήματα πίσω αλλά προβάλλουν νέες προκλητικές απαιτήσεις –η αξίωση περί ενιαίου ΦΠΑ 23% είναι η πλέον χαρακτηριστική. Ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει δείξει ιδιαίτερα διαλλακτική διάθεση και έχει κάνει σημαντικά βήματα πίσω από το πρόγραμμά της (ίσως υπερβολικά πολλά), η άλλη πλευρά επιμένει να προβάλλει ως σημείο αναφοράς της διαπραγμάτευσης την πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου Μνημονίου. Ο χρόνος τελειώνει και φαίνεται ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που οι δανειστές θα θέσουν στην ελληνική κυβέρνηση το τελικό τελεσίγραφο με τη μορφή μιας μνημονιακής πρότασης «take it or leave it». Είτε θα δεχτούμε το σύνολο των απαιτήσεων τους είτε θα ξεμείνουμε από χρήματα.

Τι δεν μπορεί να γίνει

Απέναντι στην πολύ δύσκολη κατάσταση πρέπει να προσδιοριστεί τι θα θέλαμε να γίνει, τι δεν μπορεί να γίνει, και τι μπορεί να αναγκαστούμε να κάνουμε εντέλει. Το τι θα θέλαμε είναι προφανές: Έναν «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό». Σύμφωνα με αυτό το καλό σενάριο, οι δανειστές στο τέλος της διαπραγμάτευσης κάνουν πίσω, είτε γιατί έχουν θεωρήσει ότι κέρδισαν αρκετά είτε γιατί κάμπτονται από την προοπτική ανεξέλεγκτων καταστάσεων στην Ελλάδα και την ευρωζώνη. Όσο και αν το «καλό σενάριο» μοιάζει να έχει πλέον τις λιγότερες πιθανότητες ευόδωσης, δεν θα πρέπει να του κλείσει κανείς την πόρτα. Αν μη τι άλλο, ο έντιμος συμβιβασμός εκφράζεις ακριβώς τη λαϊκή εντολή που έχει δοθεί στον ΣΥΡΙΖΑ.

Πέρα όμως από το τι θα θέλαμε εμείς να γίνει, υπάρχει και αυτό που θέλουν οι δανειστές. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει ή τουλάχιστον δεν μπορεί να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αυτό που θέλουν οι δανειστές, και απορρίπτει σθεναρά η κυβέρνηση, είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής. Μια συμφωνία που δεν θα αλλάξει την προσέγγιση σε βασικά ζητήματα, όπως τα πλεονάσματα, οι περικοπές, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, το ξεπούλημα δημόσιων αγαθών, το χρέος, δεν πρόκειται να είναι ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά βιώσιμη.

Οικονομικά δεν είναι βιώσιμη γιατί διαιωνίζει τον αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο χρέος-λιτότητα-χρέος. Τυχόν νέα περιοριστικά μέτρα όχι μόνο θα προκαλέσουν περαιτέρω εξαθλίωση των πιο αδύναμων, αλλά θα υπονομεύσουν την όποια προοπτική ανάκαμψης. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς μπορεί να προτείνεται αύξηση της συνολικής επιβάρυνσης του ΦΠΑ (ενός φόρου δηλαδή που πλήττει περισσότερο τους φτωχούς από τους πλούσιους) όταν αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η μνημονιακή πενταετία σήμανε τη φορολογική αφαίμαξη όσων δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φοροδιαφύγουν.

Πέρα όμως από οικονομικά ατελέσφορη, η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής είναι πολιτικά μη ρεαλιστική. Ένα υποτιθέμενο νέο Μνημόνιο θα σήμαινε πτώση της κυβέρνησης και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο. Η μεν Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να την υπερψηφίσει στο σύνολό της, αφού θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για ένα βουλευτή να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του γιατί ψήφισε τα ακριβώς αντίθετα από αυτά για τα οποία τον ψήφισαν. Η δε αντιπολίτευση δεν πρόκειται να δώσει χείρα βοηθείας σε μια παραπαίουσα κυβέρνηση –ήδη ο Σαμαράς κάνει «αντιμνημονιακή» στροφή και ο Άδωνις δηλώνει ότι δεν θα ψηφίσει «γουρούνι στο σακί

Εν ολίγοις, μνημονιακή συμφωνία σημαίνει συνθηκολόγηση άνευ όρων και ιστορική ήττα για την Αριστερά. Γι’ αυτό άλλωστε και η κυβέρνηση δεν πρόκειται να την επιλέξει.

Μονόδρομος οι κόκκινες γραμμές

Ο αμοιβαία επωφελής συμβιβασμός είναι η καλύτερη δυνατή λύση, υπό την έννοια ότι ανοίγει το δρόμο για μια εναλλακτική πολιτική με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς στην οικονομία και την κοινωνία. Ωστόσο, το ευκταίο δεν είναι πάντοτε εφικτό. Αν λόγω αδιαλλαξίας και ιδεολογικού φονταμενταλισμού δεν γίνουν από την πλευρά των δανειστών τα αναγκαία βήματα προς τα πίσω, η κυβέρνηση θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να κάνει άλλες υποχωρήσεις. Οι κόκκινες γραμμές που έχουν τεθεί από τον πρωθυπουργό, είναι απαραβίαστες. Γιατί ακριβώς μόνο ο σεβασμός σε αυτές τις κόκκινες γραμμές μπορεί να καταστήσει μια συμφωνία οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμη. Θέλουμε τον συμβιβασμό, αλλά αν η άλλη πλευρά επιχειρήσει να θέσει το δίλημμα «συνθηκολόγηση ή ρήξη», η συνθηκολόγηση δεν αποτελεί εναλλακτική λύση ούτε για τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε για τον λαό.

Ένα σχόλιο στο “Μόνο ο σεβασμός στις κόκκινες γραμμές μπορεί να καταστήσει βιώσιμη μια συμφωνία

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares