florak

«Το ρημάδι το καλό» που έλεγε ο Φλωράκης

Μια από τις πρώτες αναμνήσεις εκλογών που έχω, είναι ο Χαρίλαος Φλωράκης να συζητάει σε προεκλογική περιοδεία με τους κατοίκους ενός χωριού. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας κάποιος του απευθύνεται λέγοντας «μα το ΠΑΣΟΚ δεν είναι λιγότερο κακό από τη ΝΔ;». Ο ηγέτης του ΚΚΕ απαντά με το γνωστό του στιλ: «Εκτός από το λιγότερο κακό, υπάρχει και το ρημάδι το καλό.»

 

Ξεμπερδεύουμε με το παλιό

«Το ρημάδι το καλό» του Χαρίλαου δεν το θυμήθηκα τυχαία. Την αφορμή μού έδωσε η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ της οποίας η κεντρική ιδέα είναι ότι οι ψηφοφόροι δεν πρέπει να επιτρέψουν την επιστροφή στους κυβερνητικούς θώκους του παλιού πολιτικού προσωπικού, έτσι όπως αυτό εκπροσωπείται από τη Νέα Δημοκρατία και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Ο Μεϊμαράκης είναι η διαφθορά, η χρεοκοπία, οι Ρέιτζερς. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δεσμεύεται να υλοποιήσει το 3ο Μνημόνιο («συμφωνία» είναι η μετωνυμία που αντικαθιστά την απαγορευμένη λέξη), αλλά θα επιχειρήσει να αμβλύνει τις πιο ακραίες εκδοχές του καθώς και να διορθώσει τα χρόνια κακώς κείμενα της δημόσιας διοίκησης. Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόσει κατά κύριο λόγο την πολύ κακή (όπως ο ίδιος έλεγε) μνημονιακή πολιτική, αλλά όχι τόσο επιθετικά όσο θα το έκανε η Νέα Δημοκρατία. Σκληρή λιτότητα βέβαια (η επιτήρηση καιροφυλακτεί…), αλλά η ΝΔ θα εφαρμόσει ακόμα σκληρότερη. «Το λιγότερο κακό» που έλεγε κι εκείνος ο συνομιλητής του Χαρίλαου…

Έχω τη γνώμη ότι αυτή η βασική προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή η Νέα Δημοκρατία αποτελεί χειρότερη επιλογή, δεν είναι εσφαλμένη. Η  Νέα Δημοκρατία παραμένει ιδεολογικά ταυτισμένη με το Μνημόνιο. Είναι το κόμμα του κοινωνικού δαρβινισμού, του αυταρχισμού και της ξενοφοβίας. Όσο δεξιά και αν πάει ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ θα είναι πάντα (πολύ) πιο δεξιά. Κατά συνέπεια, νομίζω ότι δεν μπορεί να πείσει η τοποθέτηση ότι τα δύο κόμματα δεν διαφέρουν σε τίποτα –ειδικά αν διατυπώνεται από ανθρώπους που μέχρι πριν λίγες μέρες είχαν ηγετικές θέσεις στο ένα από τα δύο.

 

Ο δρόμος προς το χείριστο

Ας δούμε, όμως, τις πολιτικές επιπτώσεις της λογικής του «λιγότερου κακού». Κατ’ αρχάς, ας θυμηθούμε ότι (όχι και τόσο) παλιότερα το ΠΑΣΟΚ θεμελίωνε την πολιτική επικοινωνία του στην ίδια λογική. Η κοινή εμπειρία των τελευταίων τριάντα ετών πιστοποιεί ότι το «λιγότερο κακό» είναι ο δρόμος που οδηγεί στο χείριστο. Τώρα πια ξέρουμε ότι σε δεδομένες συνθήκες το «λιγότερο κακό» είναι πολύ «κακό», διότι το «λιγότερο» δεν αποτελεί απόλυτο μέγεθος, αλλά εξαρτάται από αυτό με το οποίο συγκρίνεται –το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες διαρκώς «χειροτέρευε», μετακινούταν δηλαδή ολοένα δεξιότερα.

Γνωρίζουμε επίσης ότι υπάρχει και μια άλλη έμμεση επίπτωση, ίσως ακόμα πιο αρνητική, γιατί αφορά την ιδεολογική ηγεμονία στην κοινωνία. Όταν ένα κόμμα που αναφέρεται στην Αριστερά ακολουθεί δεξιόστροφη πολιτική (έστω και με πολύ πιο ήπιο τρόπο από την αυθεντική Δεξιά), αυτή η πολιτική νομιμοποιείται σε κοινωνικές ομάδες που μέχρι εκείνη τη στιγμή την απέρριπταν. Εντέλει, το ΠΑΣΟΚ μετακίνησε προς τα δεξιά την ελληνική κοινωνία, παρά το ότι το ίδιο παρέμεινε λιγότερο δεξιό από τη ΝΔ. Στις μέρες μας, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο (όπως δεσμεύεται προεκλογικά), δεν θα προκαλέσει μόνο περισσότερη δυστυχία στους «από κάτω». Θα έχει διευρύνει επίσης την κοινωνική νομιμοποίηση του Μνημονίου μέσω μιας διαδικασίας ιδεολογικού μιθριδατισμού, παραμένοντας ο ίδιος το «λιγότερο κακό» συγκριτικά με τη ΝΔ. Ποια είναι η μεγαλύτερη δικαίωση μια πολιτικής από το να την εφαρμόζουν οι πιο σκληροί πολέμιοί της;

 

Από τη σκοπιά της Αριστεράς

Πέρα από τις επιπτώσεις στην κοινωνία, η στρατηγική του «λιγότερου κακού» θα επιφέρει μια θεμελιώδη ιδεολογική μετατόπιση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ –άλλωστε έχουμε ήδη αρχίσει να τη βλέπουμε. Η διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ από την Αριστερά στην Κεντροαριστερά (και μάλιστα στη μνημονιακή εκδοχή της) δεν είναι το αποτέλεσμα μια σκοτεινής ίντριγκας, όπως φαίνεται να πιστεύουν όσοι μπερδεύουν την πολιτική δυναμική με τις θεωρίες συνωμοσίας. Η κεντροαριστερή-μνημονιακή διολίσθηση διαμορφώνεται από μια αλυσίδα αποφάσεων που η κάθε μία αν δεν υπαγορεύει την επόμενη, τουλάχιστον την καθιστά μία εκ των εναλλακτικών επιλογών. Ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων, από ένα σημείο και μετά «σε πάει» η ίδια η δυναμική των πραγμάτων: συνθηκολόγηση με τους δανειστές, παραμονή στην κυβέρνηση, δέσμευση για εφαρμογή του Μνημονίου, προκήρυξη εκλογών, προεκλογική καμπάνια στη βάση του «λιγότερου κακού». Η επιλογή για την καμπάνια φαίνεται λογική, με δεδομένο ότι μετά την αποδοχή του Μνημονίου δεν θα μπορούσε εύκολα να αρθρωθεί άλλου τύπου επιχειρηματολογία.

Ωστόσο, δεν πρόκειται απλά για μια «δεξιά» καμπάνια. Η καμπάνια εγκαινιάζει την αλλαγή του κριτηρίου με βάση το οποίο θα κάνουν πολιτική οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ. Με σχηματικό τρόπο, θα λέγαμε ότι αυτό που ιστορικά χαρακτηρίζει την Κεντροαριστερά είναι η αποδοχή των βασικών παραμέτρων του κυρίαρχου πλαισίου και η προσπάθεια να εφαρμοστεί η πιο προοδευτική πολιτική εντός αυτού του πλαισίου. Η μετατόπιση του πλαισίου δεξιότερα (από τον κεϋνσιανισμό στον νεοφιλελευθερισμό και από εκεί στη μνημονιακή άγρια λιτότητα) ωθούσε και την Κεντροαριστερά σε ολοένα πιο δεξιές θέσεις, μιας και η αποδοχή του πλαισίου συνιστούσε την αφετηρία της πολιτικής της. Το βασικό κριτήριο της κεντροαριστερής πολιτικής συγκροτείται από την αντιληψη ότι γενικά ο κόσμος μας (ο μόνος εφικτός…) δεν αλλάζει, αλλά μπορούν αν γίνουν αλλαγές εντός του.

Αντιθέτως, το βασικό πολιτικό κριτήριο της Αριστεράς συγκροτείται με αφετηρία την απόρριψη του κυρίαρχου πλαισίου. Η Αριστερά δεν θέλει μόνο να κάνει αλλαγές εντός του, αλλά να αλλάξει συνολικά τον κόσμο, επειδή ακριβώς θεωρεί ότι δεν είναι ο μόνος εφικτός. Αφετηρία της πολιτικής της είναι αυτό που δικαιούνται οι πολλοί και μπορούν να το πραγματοποιήσουν με την (συν)εργασία τους. Ενώ η Αριστερά προωθεί μεταρρυθμίσεις προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, εντούτοις, ο ορίζοντας της πολιτικής της είναι ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Ο «άλλος κόσμος» που είναι εφικτός και αναγκαίος. Μπορεί αυτός ο ορίζοντας του μετασχηματισμού να είναι σε ορισμένες στιγμές τόσο μακρινός, που να μη γίνεται ορατός στην καθημερινότητα, αλλά οι αριστεροί πάντοτε διαμόρφωναν την καθημερινή πολιτική τους με βάση αυτόν ακριβώς τον ορίζοντα. Για να το πούμε πιο απλά, το βασικό πολιτικό κριτήριο της Αριστεράς είναι το «ρημάδι το καλό» που έλεγε ο Φλωράκης.

Με την επιλογή της λογικής του «λιγότερου κακού», ο ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνεται από το κριτήριο της Αριστεράς. Οι αλλαγές εντός του κυρίαρχου πλαισίου καθίστανται ο ορίζοντας της πολιτικής του: Μνημόνιο ναι, αλλά με μεγαλύτερη χρηματοδότηση· ιδιωτικοποιήσεις ναι, αλλά όχι τον ΑΔΜΗΕ· περικοπές στο ασφαλιστικό ναι, αλλά προσπάθεια να περιοριστούν οι μειώσεις στις συντάξεις· εργαλειοθήκες ΟΟΣΑ ναι, αλλά με κάποιες τροποποιήσεις υπέρ των επαγγελματιών. Η συζήτηση πλέον δεν αφορά το τι πρέπει να γίνει και πώς θα αλλάξουμε το συσχετισμό για το πετύχουμε. Το θέμα είναι τι επιτρέπεται να γίνει εντός ενός συσχετισμού δυνάμεων που δεν αμφισβητείται. Το πολιτικό κριτήριο της Κεντροαριστεράς αντικαθιστά σταδιακά αυτό της Αριστεράς.

 

Το άφαντο καλό

Οι διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.  Όμως κάθε μέρα που περνάει, γίνεται πιο δύσκολο να βρεις σε αυτό το δίλημμα το «ρημάδι το καλό» που έλεγε ο Φλωράκης.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares