sinai2

Έξοδος

«Τι να σκέφτεται άραγε;» Κοίταζε τον γέροντα που καθόταν στο κάτω μπαλκόνι καπνίζοντας μονάχος, με το βλέμμα να χάνεται στον κλειστό ορίζοντα των απέναντι πολυκατοικιών. Εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα που η ζέστη σε τύλιγε σα διάφανο υλικό συσκευασίας, πνίγοντας τις ανάσες. Σ’ εκείνη τη γειτονιά που τα διαμερίσματα με τα ορθάνοιχτα παράθυρα ήταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο, που άκουγες όλους τους ήχους από το εσωτερικό τους, λες και αποτελούσαν δωμάτια μιας ενιαίας διακλαδιζόμενης κατοικίας, και όχι χωριστά σπίτια.

«Τι να σκέφτεται άραγε;» Κοίταζε τον γέροντα, ενώ καθόταν στο πάνω μπαλκόνι καπνίζοντας μονάχος, με το βλέμμα του να χάνεται στον κλειστό ορίζοντα των απέναντι πολυκατοικιών. Εκείνον τον ασπρομάλλη παππού με το παχύ μουστάκι που είχε έρθει από τη μακρινή χώρα της ερήμου, πέρα από τις πολυκατοικίες και πιο πέρα από τη μεγάλη θάλασσα, εκεί που ο ορίζοντας είναι ανοιχτός και ο ουρανός κατεβαίνει χαμηλά για να αγκαλιάσει τους ανθρώπους. Σ’ εκείνη τη χώρα όπου τ” αστέρια δείχνανε το δρόμο του και άκουγε μια  γνώριμη λαλιά, σε εκείνη τη χώρα που λογάριαζε για δικό του τόπο, γιατί άλλον τόπο δεν έχουμε παρά εκείνον όπου ξέρουμε τ’ αστέρια και την ανθρώπινη λαλιά. Σ’ εκείνη εκεί τη χώρα που ρήμαζαν οι πόλεις της.

«Τι να σκέφτεται άραγε;» Κοίταζε τον γέροντα, ενώ κανείς δεν καθόταν στα γύρω μπαλκόνια, παρά οι δυο τους που καπνίζανε μονάχοι, οι μόνοι δύο άνθρωποι που είχαν απομείνει σ’ εκείνη την έρημο του μπετόν, όπου ο ουρανός ήταν τόσο ψηλά που δεν μπορούσες να τον αντικρίσεις και ο ορίζοντας τόσο κλειστός που τον ένοιωθες να σε πνίγει. Εκείνος ήταν ξένος σε εκείνη εκεί τη χώρα, ξένα του ήταν τα αστέρια, ξένη και η ανθρώπινη λαλιά. Σ’ εκείνη τη χώρα του μπετόν όπου μόνο οι νέοι μπορούσαν να μάθουνε τα αστέρια και την ανθρώπινη λαλιά, για να την κάνουν με τον καιρό τον δικό τους τόπο. Σ’ εκείνη εκεί τη χώρα που ρήμαζαν οι ξένοι.

«Τι να σκέφτεται άραγε;» Ο γέροντας τον κοίταξε, ενώ καθόταν στο πάνω μπαλκόνι καπνίζοντας μονάχος, με το βλέμμα του να χάνεται στον κλειστό ορίζοντα των απέναντι πολυκατοικιών.  Εκείνον που δεν ήταν πια νέος και είχε περάσει όλη του τη ζωή στην έρημο του μπετόν, όπου ο ουρανός ήταν τόσο ψηλά που δεν μπορούσες να τον αντικρίσεις και ο ορίζοντας τόσο κλειστός που τον ένοιωθες να σε πνίγει. Σ’ εκείνη τη χώρα που δεν λογάριαζε πια για τον δικό του τόπο από τότε που τ’ αστέρια είχαν αλλάξει θέση και δεν σου δείχνανε το δρόμο, και η λαλιά που ήξερε από παιδί, του ακουγόταν πια ξένη. Σ’ εκείνη εκεί τη χώρα που ρήμαζαν οι λέξεις.

«Ξέρω τι σκέφτεται». Κοιτάχτηκαν με τον γέροντα του κάτω μπαλκονιού, με το βλέμμα των ανθρώπων που έχουν καταλάβει πια, εκείνοι οι δυο τελευταίοι άνθρωποι στην απέραντη ερημιά εκείνης της καλοκαιρινής νύχτας όπου η ζέστη σε τύλιγε σα διάφανο υλικό συσκευασίας, πνίγοντας τις ανάσες. Εκείνοι οι δύο τελευταίοι άνθρωποι, παγιδευμένοι σε μια χώρα που δεν την είχαν για δικιά τους και που δεν τους είχε για δικούς της. Σ’ εκείνη τη χώρα όπου τους ήταν ξένα τα αστέρια και η ανθρώπινη λαλιά. Σ’ εκείνη εκεί τη χώρα που ρήμαζε η αγάπη.

«Ξέρω τι πρέπει να σκεφτεί». Ο γέροντας από το κάτω μπαλκόνι τον κοίταξε συνεχίζοντας να καπνίζει, και το βλέμμα του ήταν η προτροπή που αποζητούσε. Εκείνη η προτροπή για να βγάλει από τη θήκη το παλιό σπαθί των ένδοξων μαχών, και ορμητικά να χαράξει στον κορμό του τη βαθιά κάθετη τομή. Σ’ εκείνον τον κορμό που έμεινε σχισμένος, μέχρι  να στραγγίσουν όλα τα δάκρυα από τις φλέβες και να μείνουν ολότελα στεγνές, για να αρχίσει με το ίδιο εκείνο ένδοξο σπαθί να ξεριζώνει ένα-ένα τα όργανα· πρώτα το συκώτι, ύστερα τους πνεύμονες, μετά το πάγκρεας, κι έπειτα το τσαλακωμένο χάρτινο καραβάκι, το τηλέφωνο που δεν απάντησε μια Δευτέρα βράδυ, τη λεωφόρο Αχαρνών· στο τέλος την καρδιά του. Και όταν πια δεν είχε μείνει μέσα του τίποτα από εκείνη εκεί τη ρημαγμένη ξένη χώρα, πήρε ατσαλόσυρμα κι έραψε τη βαθιά κάθετη τομή.

«Τι θα σκέφτεται πια;» Κοίταξε τον γέροντα στο κάτω μπαλκόνι και το βλέμμα του ήταν χαιρετισμός. Εκείνος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που του είχε απομείνει και τώρα τον άφηνε, γιατί τώρα θα διέσχιζε τον κλειστό ορίζοντα των απέναντι πολυκατοικιών, κι έπειτα θα έπλεε πέρα από τη μεγάλη θάλασσα· στο τέλος θα βάδιζε ακόμα πιο πέρα από τη μακρινή χώρα της ερήμου. Γιατί στο τέλος εκείνης της ερήμου ήξερε ότι θα έβρισκε μια νέα γη, όπου τα αστέρια θα έδειχναν το δρόμο του και όπου θα του ήταν γνώριμη η  ανθρώπινη λαλιά, παρ’ όλο που ποτέ του δεν θα την είχε ακούσει. Εκείνη την ξένη γη όπου εκείνος δεν θα της ήταν ξένος, και θα τη λογάριαζε για τον δικό του τόπο.

Κοίταξε για τελευταία φορά τον γέροντα στο κάτω μπαλκόνι, που ξανάναψε τσιγάρο. Κίνησε για την Έξοδο.

 

Γιάννης Αλμπάνης

 

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares