troika-to-hilton-with-velkulesku

Μνημόνιο χωρίς ημερομηνία λήξης

Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο Θυέλλης Νο44

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο της διαπραγμάτευσης για την β αξιολόγησης δεν αφήνουν καμία αμφιβολία: το Μνημόνιο δεν έχει ημερομηνίας λήξης. Όπως είχαμε τονίσει από την εποχή κιόλας του Καστελόριζου, το Μνημόνιο δεν είναι απλώς ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο: ένα σχέδιο βιοπολιτικής πειθάρχησης που αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας «νέας κοινωνίας». Μιας κοινωνίας που θα συγκροτείται με βάση τον Κανόνα του ανταγωνισμού και της απορύθμισης. Κατά συνέπεια, το Μνημόνιο δεν μπορεί να προβλέπει για τον εαυτό του κάποιο τέλος. Είναι ο νέος κόσμος μας. Τα πρόσφατα γεγονότα το απέδειξαν.

Η αποτυχία της κυβέρνησης

Η κυβέρνηση είχε θέσει τρεις βασικούς στόχους της διαπραγματευτικής στρατηγικής της για τη β αξιολόγηση.

  1. Να μην πάρει νέα μέτρα λιτότητας.
  2. Να επιτευχθεί τώρα η συμφωνία για τις μεσοπρόθεσμες ρυθμίσεις του χρέους.
  3. Να εξασφαλίσει την ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου να διοχετευτεί φτηνή ρευστότητα στις τράπεζες.

Σύμφωνα με τα λόγια του Αλέξη Τσίπρα, η κυβέρνηση επεδίωκε «το εξιτήριο από την επιτροπεία και το τέλος της εποχής των μνημονίων που άφησαν τεράστιες πληγές στη χώρα.[…] Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αναμένουμε είναι μία λύση για το χρέος που θα δημιουργεί ένα καθαρό διάδρομο δεκαετίας για την ελληνική οικονομία…»

Τελικά, όλα δείχνουν ότι δεν επιτυγχάνεται κανένας από τους τρεις στόχους:

  1. Ψηφίστηκαν μέτρα 4,9 δισ. και μάλιστα για την περίοδο 2019-20, δηλαδή μετά την τυπική λήξη του προγράμματος. Τα μέτρα πλήττουν χαμηλόμισθους και συνταξιούχους, ενώ τα λεγόμενα «αντισταθμιστικά» δεν θα διοχετεύονται στους ίδιους ακριβώς που υφίστανται τις περικοπές. Επιπλέον, τελούν υπό την αίρεση των προβλέψεων για την επίτευξη των στόχων του πλεονάσματος.
  2. Η Γερμανία μπλόκαρε τη συμφωνία για το χρέος η οποία παραπέμπεται για το 2018.
  3. Η αναβολή της συμφωνίας για το χρέος δεν επιτρέπει την ένταξη της Ελλάδας στο QE, προϋπόθεση της οποίας είναι βιωσιμότητα του χρέους.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το λεγόμενο «ελληνικό ζήτημα» θα παραμείνει ανοιχτό και μετά τη β αξιολόγηση, ενώ η μνημονιακή επιτροπεία δεν πρόκειται να χαλαρώσει.

Διαρκής λιτότητα

Η συμφωνία κυβέρνησης δανειστών διασφαλίζει τη συνέχιση της δρακόντειας λιτότητας έως τουλάχιστον το 2022. Αν και συνήθως η προσοχή όλων μας επικεντρώνεται στα εκάστοτε «νέα μέτρα», το μείζον ζήτημα της δημοσιονομικής πολιτικής είναι οι απαιτήσεις για τα πλεονάσματα. Πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για πέντε χρόνια σημαίνουν ότι θα εφαρμόζεται η πλέον σκληρή εκδοχή νεοφιλελευθερισμού, με τις κοινωνικές δαπάνες να παραμένουν συμπιεσμένες και τον κοινωνικό πλούτο να απομυζείται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε ευρώ που πηγαίνει στο πλεόνασμα, είναι ένα ευρώ που βγαίνει από την «πραγματική οικονομία» και διοχετεύεται για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ακόμα και για μετά το 2022, πηγαίνουμε για πλεονάσματα της τάξης του 2+% που θα πρέπει να επιτυγχάνονται για δεκαετίες. Εν ολίγοις, η δρακόντεια λιτότητα μονιμοποιείται για πάντα.

Να σημειώσουμε επίσης ότι μαζί με τη λιτότητα συνεχίζεται και η επιτροπεία που ελέγχει κι επιβάλλει την επίτευξη των στόχων για τα πλεονάσματα. Έτσι κι αλλιώς, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες υπόκεινται σε ενός είδους επιτροπείας προκειμένου το έλλειμμα τους να μην υπερβαίνει το 3% του προϋπολογισμού τους. Όμως αυτή η επιτροπεία είναι πολύ πιο «χαλαρή» ως προς την αυστηρότητά της σε σχέση με τη μνημονική επιτροπεία στην οποία υπόκειται η Ελλάδα.

Μεγάλες περικοπές

Μια πρώτη γεύση του τι ακριβώς σημαίνουν τα πλεονάσματα της τάξης του 3,5% πήραμε από την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2016. Σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε στο 4,19%, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία. Η μνημονιακή απαίτηση για το πλεόνασμα του 2016 ήταν μόλις 0,5%. Δηλαδή η κυβέρνηση εφάρμοσε 8 φορές περισσότερη λιτότητα από όση της ζήτησαν οι δανειστές.

Κεντρικό στοιχείο του πολιτικού λόγου της ΝΔ και των φιλικών προς αυτή ΜΜΕ είναι η διόγκωση του δημόσιου τομέα από τον ΣΥΡΙΖΑ μέσω κομματικών προσλήψεων, καθώς και η υπερφορολόγηση των «ανθρώπων της αγοράς». Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όμως διαψεύδουν τον ισχυρισμό. Η υπερκάλυψη του στόχου του πλεονάσματος υπήρξε το αποτέλεσμα του πολύ μεγάλου περιορισμού των κρατικών δαπανών. Η δημοσιονομική κατάσταση του 2016 βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με εκείνη του 2014 επί κυβέρνησης Σαμαρά.

Συγκεκριμένα, το 2016 τα κρατικά έσοδα εμφανίζονται αυξημένα κατά 2,653 δισ. σε σχέση με το 2015 (87.,473 δισ. έναντι 84,820 δισ.). Το ποσοστό των εσόδων επί του ΑΕΠ είναι 49,73%, περίπου στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αναλυτικά:

  • Τα έσοδα από τον φόρο στο εισόδημα αυξήθηκαν κατά 1,062 δισ.
  • Τα έσοδα από τους φόρους στην παραγωγή αυξήθηκαν κατά 1.751 δις.
  • Τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 510 εκατομμύρια.
  • Τα έσοδα από τις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις μειώθηκαν κατά 2,035 δις..
  • Τα έσοδα από τις «άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις» αυξήθηκαν κατά 890 εκατομμύρια.
  • Τα έσοδα από «πληρωμές για μη εμπορικούς σκοπούς» αυξήθηκαν κατά 502 εκατομμύρια.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι φόροι είναι μεν αυξημένοι, αλλά η αύξηση αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να δημιουργεί ποιοτική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Προφανώς, η φορολόγηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων είναι άδικη και δυσβάσταχτη. Προκύπτει επίσης ότι έχουν γίνει βήματα στην κατεύθυνση της πάταξης της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής-λαθρεμπορίας, αλλά τα βήματα αυτά δεν είναι τόσο μεγάλα γα να αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα.

Σε ό,τι αφορά τις κρατικές δαπάνες, το 2016 εμφανίζονται μειωμένες κατά 9,062 δισ. σε σχέση με το 2015 (86,185 έναντι 95,247). Το ποσοστό των δαπανών επί του ΑΕΠ είναι 49,%, δηλαδή παραπάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αναλυτικά:

  • Οι δαπάνες για τις πληρωμές μισθών παρέμειναν αμετάβλητες.
  • Οι κοινωνικές δαπάνες είναι αυξημένες κατά 210 εκατομμύρια (λόγω του έκτακτου επιδόματος που δόθηκε στους συνταξιούχους τον Δεκέμβριοι).
  • Οι δαπάνες για κεφαλαιακές μεταβιβάσεις μειώθηκαν κατά 6,173 δισ.
  • Οι δαπάνες για τόκους μειώθηκαν κατά 673 εκατομμύρια.
  • Οι δαπάνες για «ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου» μειώθηκαν κατά 2,090 δις

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η πολύ μεγάλη μείωση των δαπανών οφείλεται στο ότι τι 2016 δεν υπήρξε κόστος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, το οποίο το 2015 ανήλθε στα 4,842 δισ. (το ποσό εγγράφεται στον κωδικό των «κεφαλαιακών μεταβιβάσεων»). Επιπλέον, μεγάλο τμήμα της μείωσης των δαπανών αφορά τη μη ανανέωση του κρατικού εξοπλισμού (κωδικός «ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου»). Τέλος, δεν προκύπτει ότι έχει σημειωθεί αύξηση των μισθοδοτούμενων του δημοσίου.

Το τμήμα του περιορισμού των δαπανών που αφορά τη μη ανανέωση εξοπλισμού δεν μπορεί να επαναληφθεί. Κατά συνέπεια, αν δεν αυξηθεί το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να γίνουν ακόμα πιο μεγάλες περικοπές δαπανών, οι οποίες θα αφορούν τους κωδικούς μισθών και συντάξεων.

Το καθεστώς της αβεβαιότητας

Λιτότητα κι επιτροπεία είναι οι δύο πυλώνες του μνημονιακού καθεστώτος. Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος: η αβεβαιότητα. Όπως έγινε φανερό από τη διαπραγμάτευση της β αξιολόγησης, η Γερμανία δεν επιθυμεί να κάνει τις αναγκαίες κινήσεις για να λήξει οριστικά το «ελληνικό ζήτημα». Η συνέχιση της αβεβαιότητας οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, γιατί λειτουργεί ως διαρκής απειλή που διασφαλίζει την πειθάρχηση. Δεύτερον, γιατί βρισκόμαστε ακόμα στο μεταβατικό στάδιο της μετεξέλιξης της ΕΕ στην κατεύθυνση της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων. Μέχρι να αποσαφηνιστεί ποια ακριβώς θα είναι η ακριβής μορφή της νέας Ευρώπης και, κυρίως, ποια θα είναι η σχέση της «δεύτερης ταχύτητας» με το ευρώ, το «ελληνικό ζήτημα» θα παραμένει σε εκκρεμότητα. Πρόκειται για έναν εφιάλτη χωρίς ορατό τέλος.

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares