Η νηνεμία πριν τη θύελλα; (6+1 σημεία για την πολιτική συγκυρία)

Ένα κείμενο από το Δελτίο Θυέλλης (περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα) που μόλι κυκλοφόρησε. Γράφτηκε πριν τα τελευταία γεγονότα στην Κύπρο.

    

1.     Το Μνημόνιο οδηγεί στην εξαθλίωση. Αν και στο παρελθόν η Αριστερά έχει εγκληθεί για καταστροφολογικές προβλέψεις που διαψεύδονταν από την πραγματικότητα, αυτή τη φορά η πραγματική κοινωνική καταστροφή που επέφερε το Μνημόνιο ξεπέρασε ακόμα και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. Οι εικόνες της σημερινής Αθήνας, αλλά και άλλων μεγάλων πόλεων, είναι εικόνες που παραπέμπουν σε ένα παρελθόν μέχρι τώρα ξεχασμένο: το μαύρο στρώμα καπνού από τις ξυλόσομπες που καλύπτει τον ουρανό, οι άνθρωποι που κοιμούνται στους δρόμους και αυτοί που ψάχνουν τα σκουπίδια, τα απλωμένα χέρια που περιμένουν ως μάννα εξ ουρανού μια σακούλα λαχανικά, τα κλειστά μαγαζιά. Τα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο χωρίς να έχουν πάρει πρωινό, το ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι, το μαγκάλι που σκότωσε τους φοιτητές στη Λάρισα, η έκρηξη των αυτοκτονιών. Εικόνες που θυμίζουν τις δεκαετίες ’50-’60, χωρίς όμως τη σχετική αισιοδοξία εκείνης της εποχής. Η καθίζηση της ελληνικής οικονομίας μπορεί πλέον να συγκριθεί με την ελεύθερη πτώση της μετασοβιετικής Ρωσίας του Γιέλτσιν. Μια χώρα που γυρνάει δεκαετίες πίσω.

 

  1. Επιχειρούν να επιβάλουν ένα κοινωνικό μοντέλο. Θα ήταν άστοχο να περιορίσει κανείς τις επιπτώσεις του Μνημονίου στη μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού. Με την ιδιωτικοποίηση των υπολειμμάτων του δημόσιου τομέα καθώς και με την πλήρη απορύθμιση της αγοράς εργασίας, δημιουργείται ένα καινούργιο πλαίσιο το οποίο δεν αφαιρεί μόνο ισχύ από τον κόσμο της εργασίας, αλλά μεταβάλλει εκ βάθρων την κοινωνική αντίληψη για τις εργασιακές σχέσεις και τις δημόσιες υπηρεσίες, οδηγώντας τελικά σε μια βίαιη υποτίμηση των προσδοκιών που έχουν οι άνθρωποι για τη ζωή τους. Από τη στιγμή που καταργούνται στην πράξη οι συλλογικές συμβάσεις, είναι φυσικό επόμενο να διαμορφώνεται μια εξατομικευμένη σχέση με την εργασία μέσω της οποίας ο εργαζόμενος αποδέχεται σήμερα ασμένως ό,τι τού φαινόταν χτες αδιανόητο. Επιπλέον, σε έναν κόσμο όπου τα πάντα έχουν εμπορευματοποιηθεί, ακόμα και το νερό, όχι μόνο εντείνεται ο αποκλεισμός από βασικά για την επιβίωση αγαθά, αλλά στενεύει απελπιστικά ο χώρος των αγώνων για συλλογικά δικαιώματα και δημόσιες πολιτικές ανακατανομής. Η κοινωνία που δημιουργεί το Μνημόνιο είναι η κοινωνία του άγριου ανεξέλεγκτου καπιταλισμού που φέρνει στο νου τη Χιλή του Πινοσέτ ή ακόμα χειρότερα τον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα.

  2. Υποχώρηση των κινημάτων… Η υποχώρηση των κινημάτων αντίστασης μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου είναι εμφανής. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν στην αίσθηση αδυναμίας που διαχέεται μετά από σειρά πολύ μαζικών πλην αποτυχημένων αγώνων, η ολική ανελαστικότητα του Μνημονίου που καθιστά αναποτελεσματικούς τους επιμέρους αγώνες και καθιστά την ανατροπή της τρόικας εσωτερικού σε αναγκαία προϋπόθεση για την ικανοποίηση των όποιων επιμέρους αιτημάτων, η αποδυνάμωση των συνδικάτων λόγω της γιγάντωσης της ανεργίας καθώς και της κρίσης αξιοπιστίας τους, οι ψευδαισθήσεις που καλλιεργήθηκαν σε σχέση με την καταβολή της δανειακής δόσης, η πεποίθηση ότι η ανατροπή του Μνημονίου μπορεί να επέλθει εύκολα δια της ανάθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ… Ωστόσο η προσπάθεια αιτιολόγησης της καταγραφείσας υποχώρησης των κινημάτων θα ήταν ατελής, αν δεν υπογράμμιζε τις αδυναμίες του υποκειμενικού παράγοντα. Το ότι δηλαδή εξακολουθούμε να μην έχουμε σταθερές κινηματικές δομές αντίστασης, παρά τις προσπάθειες που έγιναν με τις λαϊκές συνελεύσεις, το ότι δεν αναπτύσσεται σοβαρός διάλογος πάνω στην ανάπτυξη των κινημάτων σε μια δύσκολη συγκυρία, το ότι οι οργανωτικές δομές της Αριστεράς πιο πολύ είναι στραμμένες στην πολιτική εκπροσώπηση των αγώνων παρά στην οργάνωση τους, χωρίς βέβαια να αμφισβητείται η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε αυτόν τον τομέα τα τελευταία χρόνια. Η επινοητικότητα και η αποφασιστικότητα των πιο πολιτικοποιημένων αγωνιστών χρειάζεται πολύ περισσότερο στις περιόδους άμπωτης του κινήματος, παρά όταν η παλίρροια των αγώνων γεμίζει τους δρόμους των πόλεων. Πάντως, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η συμμετοχή στην απεργία της 20ης Φλεβάρη πιθανόν να αποτελεί σημάδι ότι η περίοδος υποχώρησης των κινημάτων βαίνει προς το τέλος της.

  3. …σταθεροποίηση της κυβέρνησης. Όσο εμφανής είναι η υποχώρηση των κινημάτων το τελευταίο διάστημα, άλλο τόσο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η σχετική σταθεροποίηση της κυβέρνησης. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν σταθεροποιήθηκε μόνο γιατί “οι δρόμοι ήταν ήσυχοι”. Μεγάλο ρόλο έχουν παίξει επίσης οι ψευδαισθήσεις που καλλιεργήθηκαν σε σχέση με την καταβολή της δανειακής δόσης. Η απομάκρυνση του κινδύνου άτακτης χρεοκοπίας και η αναμονή του ευρωπαϊκού ρευστού που υποτίθεται ότι θα έπεφτε στην αγορά προφανώς λειτουργούν υπέρ της τρόικας εσωτερικού. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να υποτιμάται η σχεδόν ενστικτώδης διάθεση πολλών ανθρώπων να αποδεχτούν ότι τους φαίνεται ότι μπορεί να διασφαλίσει την επιστροφή στη χαμένη σταθερότητα της οικονομίας και της κοινωνία. Φευ! Τελικά αποδείχτηκε ότι η δανειακή δόση ούτε τόνωσε την αγορά ούτε άνοιξε ένα (έστω και μικρό) παράθυρο στην προοπτική της ανάκαμψης ή έστω της σταθεροποίησης. Η κρίση είναι σταθερά εδώ όπως ακριβώς η μαζική φτώχεια μοιάζει με ζοφερή βεβαιότητα για το μέλλον. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να εκπλήσσει το ότι η προωθητική ώθηση της δόσης μοιάζει να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της και το αρχίζουν εκ νέου οι τριγμοί στο κυβερνητικό σχήμα.

  4. Η καταστολή εξελίσσεται σε βασικό πυλώνα της κυβερνητικής πολιτικής. Η ειδοποιός διαφορά της χρήσης της καταστολής σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν είναι ότι δεν αποτελεί αναγκαίο μέσο επιβολής της κυβερνητικής πολιτικής τις στιγμές που δεν εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση, αλλά τείνει να υποκαταστήσει τη συναίνεση ως βασικό μέσο εμπέδωσης της κυριαρχίας. Η πρωτοφανής εξάπλωση της φτώχειας παράγει σε εξίσου πρωτοφανή κλίμακα κοινωνική αμφισβήτηση “των από πάνω”, πολιτικό ριζοσπαστισμό καθώς και εκτεταμένες παραβατικές συμπεριφορές. Επομένως, η συναίνεση δεν μπορεί να εξασφαλιστεί. Κι εκεί που η πειθώ (ή έστω ο πειθαναγκασμός) δεν μπορεί να λειτουργήσει, μπαίνει στο προσκήνιο ο φόβος. Γι” αυτό και η ολοένα και διευρυνόμενη προληπτική χρήση της καταστολής, γι” αυτό και η δυσανάλογα οξυμένη χρήση κρατικής βίας σε σχέση με το πραγματικό διωκτικό ενδιαφέρον διαφόρων υποθέσεων, γι” αυτό και ο υστερικός εμφυλιοπολεμικός λόγος. Για να λειτουργήσει ο φόβος, πρέπει η απειλή της κρατικής καταστολής να είναι διαρκώς παρούσα και να έχει δώσει απτά δείγματα ότι είναι όντως πραγματική και όχι υποθετική.

  5. Ο πειρασμός του ΣΥΡΙΖΑ. Είτε είναι κανείς υπέρ είτε εναντίον, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον βασική παράμετρο της πολιτικής συγκυρίας, από τη σκοπιά της Αριστεράς και των κινημάτων. Μπροστά στην πραγματική πρόκληση του ξεπεράσματος του 30%, του να πείσει δηλαδή ανθρώπους πέρα από το χώρος της ευρείας κοινωνικής Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να μπαίνει στον πειρασμό του “στρογγυλέματος” των θέσεων του και της διαμόρφωσης ενός πιο μετριοπαθούς προφίλ για να θέλξει ακροατήρια του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε πάλι σε συγκεκριμένα γεγονότα (καταλήψεις, ταξίδια Τσίπρα, εκφωνήσεις για την οικονομική πολιτική) για τα οποία ήδη έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Το βέβαιο είναι ότι ένα ενδεχόμενο “μάζεμα” των αιχμών του ΣΥΡΙΖΑ θα τον οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα αφού ούτε η βάση του (όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις) ούτε τα στελέχη του (όπως φάνηκε στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής) συναινούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Θα το επαναλάβουμε: Στη συγκυρία της πιο άγριας καπιταλιστική κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, δεν υπάρχει χώρος για τον οποίο συμβιβασμό. Η έξοδος από την κρίση απαιτεί ρήξεις και ανατροπές. Και αυτό το έχει καταλάβει το δυναμικό που στρατεύεται στην υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ.

  6. Το γνωστό. Στους δρόμους θα συναντήσουμε την ελπίδα.

 

Περισσότερα

Μικρό σχόλιο για τον αγώνα στο μετρό

 

Roger de La Fresnaye, «Πυροβολικό», 1911

Από τα Ενθέματα της Αυγής της 3/2/2012

Ξεκινώντας, πρέπει να τονίσω ότι θεωρώ την απεργία στο Μετρό ό,τι πιο σημαντικό έχει γίνει το τελευταίο διάστημα, μιας κι έδωσε τέλος στην κινηματική νηνεμία που ακολούθησε την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Επιπλέον, επανέφερε με ένταση στο πολιτικό προσκήνιο το κοινωνικό ζήτημα. Ωστόσο, θα ήθελα να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις που, αν και δεν συνιστούν συγκροτημένη και ολοκληρωμένη άποψη, ίσως μπορούσαν να αποτελέσουν αφορμή ενός διαλόγου που τον έχουμε ανάγκη στην Αριστερά και το κίνημα.

Στο Μετρό, όπως και πριν ένα χρόνο στη Χαλυβουργία, στον αγώνα δεν ηγούνταν «πουλημένοι και γραφειοκράτες εργατοπατέρες», αλλά καθόλα αγωνιστές συνδικαλιστές. Το ότι και οι δύο αυτοί αγώνες ηττήθηκαν, δείχνει –παρά τις διαφορές, και εκτός όλων των άλλων– ότι ο εξαιρετικά δυσμενής συσχετισμός για τις δυνάμεις της εργασίας δεν έχει να κάνει μόνο με τη γραφειοκρατικοποιημένη συνδικαλιστική ηγεσία. Αναμφίβολα, οι κάθε εποχής Παναγόπουλοι έχουν συμβάλει τα μάλα στην πλήρη αποδυνάμωση των συνδικάτων. Ωστόσο, η συνεχής υποχώρηση της οργανωμένης εργατικής τάξης αποτελεί ζήτημα πολύ πιο σύνθετο και συνολικό, το οποίο χρειάζεται να συζητηθεί διεξοδικά.

Δεύτερον, και στις δύο περιπτώσεις, ενώ οι ίδιοι οι εργαζόμενοι επέδειξαν αξιοσημείωτη αγωνιστικότητα, δεν υπήρχε συνεκτικό σχέδιο για την οργάνωση της αλληλεγγύης. Ας θυμηθούμε μια φράση του Νέγκρι: ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει κάθε επιμέρους κοινωνική διεκδίκηση σε κεντρική πολιτική μάχη εφ’ όλης της ύλης. Για τον Σαμαρά, στο Μετρό δεν παιζόταν το μισθολογικό των συγκεκριμένων εργαζόμενων, αλλά συνολικά η αξιοπιστία του Μνημονίου. Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό γιατί η κυβέρνηση όχι μόνο χρησιμοποίησε έναν λόγο γενικού-εθνικού συμφέροντος για να απονομιμοποιήσει την απεργία, αλλά και γιατί επιστράτευσε τελικά την πιο ακραία μορφή κρατικού αυταρχισμού. Επομένως, η οργάνωση της αλληλεγγύης και η συγκρότηση μιας πλατιάς κοινωνικής-πολιτικής συμμαχίας αποτελούν, για τις απεργίες αυτές, σχεδόν εξίσου σημαντικά ζητούμενα με τη διαμόρφωση αγωνιστικών συσχετισμών εντός του κάθε εργασιακού κλάδου.

Τρίτον, δεν μπορούμε, ως αριστεροί, να πιστεύουμε ότι επειδή κάναμε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο, γράψαμε ένα άρθρο ή επειδή το ζήτημα αφορά εργατική διεκδίκηση ο κόσμος θα σπεύσει να κινητοποιηθεί. Έχει παρέλθει προ πολλού η εποχή των κομματικών στρατών και –δυστυχώς–, έπειτα από τρία χρόνια Μνημονίου, τα κινηματικά αντανακλαστικά δεν είναι γρήγορα. Η κινητοποίηση χρειάζεται προετοιμασία και πρέπει να απευθύνεται και να ανοίγεται στον πλατύ κόσμο — και αυτό, βέβαια, δεν είναι πρωτίστως ζήτημα επικοινωνιακό ή ενημερωτικό, αλλά πολιτικό και οργανωτικό.

Τέλος, έχω την αίσθηση ότι σαν κάτι να άλλαξε αυτή τη φορά στη συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στην απεργία. Και πάλι βέβαια άκουγες από πολλούς (τόσο αυτούς που ταλαιπωρούνταν όσο και εκείνους που είναι εξ απόψεως εναντίον των αγώνων) τα γνωστά σχόλια περί συντεχνιών, προνομιούχων κτλ. Για πρώτη φορά όμως ακούγονταν και τα αντίθετα σχόλια, για πρώτη φορά ένιωθες ότι υπήρχε αρκετός κόσμος πέρα από τους… «συνήθεις υπόπτους», που αντιμετώπιζε, αν όχι με συμπάθεια, τουλάχιστον με ανοχή τον συγκεκριμένο αγώνα. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν έχει ξεκινήσει μια υπόγεια κίνηση των συνειδήσεων, που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή (ευτυχώς ίσως…) από πολιτικά επιτελεία και μέσα ενημέρωσης.

 

Γιάννης Αλμπάνης

 

Περισσότερα

Το «Ελληνικό σύμπτωμα» στο Παρίσι: Συνέντευξη με τη Μαρία Κακογιάννη

Από την Εποχή της 27/1/2012

Το περασμένο Σαββατοκύριακο πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι φιλοσοφικό συνέδριο με τίτλο «Το Ελληνικό Σύμπτωμα». Επρόκειτο για μια διοργάνωση του Πανεπιστημίου Παρίσι 8 και της Ecole Normale, στην οποία συμμετείχαν γνωστά ονόματα της ευρωπαϊκής αριστερής διανόησης, όπως ο Τόνι Νέγκρι, ο Ζακ Ρανσιέρ, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο Αλέν Μπαντιού, ο Κώστας Δουζίνας κ.α.. Για το συνέδρια, αλλά και για τον αριστερό φιλοσοφικό στοχασμό που αναπτύσσεται για το Ελληνικό ζήτημα και την κρίση, η Εποχή συζήτησε με τη Μαρία Κακογιάννη. Η Μαρία Κακογιάννη διδάσκει φιλοσοφία στο Παρίσι 8 και είχε τον οργανωτικό συντονισμό του συνεδρίου.

Κατ” αρχάς, θα ήθελα να σάς ρωτήσω ποια ήταν η λογική πάνω στην οποία στηρίχτηκε η διοργάνωση του συνεδρίου. Γιατί ένα συνέδριο στο Παρίσι σχετικά με την Ελλάδα;

Η λογική ήταν μια διεθνιστική στράτευση, να ξεφύγουμε από μια ενδο-ελληνική ανάλυση, αναφορά και τελικά απομόνωση. Η συγκυρία ήταν ότι τυχαίνει να μένω στο Παρίσι και να έχω καλούς φίλους σε ένα Πανεπιστήμιο αρκετά ευέλικτο για να επιτρέπει τέτοια πειράματα.

Το στοίχημα ήταν να μη βάλουμε τους διανοούμενους από την μία και το κοινό από την άλλη και στη μέση την αυτοψία της «ελληνικής κρίσης». Η ιδέα ήταν να αναμείξουμε ανθρώπους με διαφορετικές διαδρομές, διαφορετικούς λόγους, από διαφορετικούς χώρους και χώρες. Ένας από τους δασκάλους μου έλεγε ότι προσπαθούσε να φτιάχνει κείμενα που να είναι σαν γραβιέρα. Θα έλεγα ότι η αρχική ιδέα ήταν ένα συνέδριο-γραβιέρα που διαταράσσει τα σύνορα ανάμεσα στον αφηρημένο στοχασμό και τα κινήματα.

Μόλις έληξε το συνέδριο έλαβα μια ανακοίνωση που με χαροποίησε. Τρεις μέρες μετα οργανωνόταν σε ένα άλλο πανεπιστημιακό ίδρυμα, στις Science-Po του Παρισιού, μια συγκέντρωση στο κεντρικό αμφιθέατρο με συνδικαλιστές και εργαζόμενους από διάφορες επιχειρήσεις που κλείνουν ή κάνουν μαζικές απολύσεις και στις οποίες υπάρχουν απεργιακές κινητοποιήσεις όπως Sanofi, Virgin, Renault, Continental, Air France, κ.α. Δύο κόμματα τις αριστεράς, το Front de gauche και το NPA καλούσαν επίσης σε αυτήν την συγκέντρωση. Σίγουρα πρόκειται για άλλου είδους εγχείρημα, εντούτοις, εντάσσεται στο σχέδιο γραβιεροποίησης των χώρων και συνομιλίας ανάμεσα στους αγώνες που διεξάγονται αυτήν τη στιγμή.

Αν η Ελλάδα είναι το σύμπτωμα, ποια είναι η ασθένεια; Και είναι μόνο η Ευρώπη η ασθενής ή μήπως τελικά νοσεί συνολικά το οικοδόμημα του σύγχρονου καπιταλισμού;

Κατ” αρχάς μια πρώτη αφετηρία είναι ότι δεν θέλω να το παίξω γιατρός του συλλογικού. Νομίζω ότι κάθε φορά που κάποιος θέτει το εαυτό του στη θέση του θεραπευτή της συλλογικότητας, όλες οι καλές διαθέσεις καταλήγουν σε παρεξηγήσεις. Το ζητούμενο δεν είναι μια αντι-διάγνωση (όλος ο καπιταλισμός νοσεί) απέναντι στην κυρίαρχη διάγνωση (η Ελλάδα νοσεί). Αλλά μάλλον η δυνατότητα μετακίνησης απέναντι στο κυρίαρχο λόγο και πως αυτός αποδίδει κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες και τις πλέκει μαζί : σύμπτωμα, ασθένεια, θεραπεία, κτλ.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την «θεραπεία σοκ» την οποία έχουμε κάνει καραμέλα. Όταν η Ναόμι Κλάιν πρότεινε μία αφήγηση αυτού του «καπιταλισμού την καταστροφής» αναφέρονταν στις νεοφιλελεύθερες θεραπείες που κυριάρχησαν από τη δεκαετία ’70 μέχρι τις αρχές του αιώνα. Βρισκόμαστε τότε σε ένα κλίμα γενικευμένης ήττας : το όνειρο μιας τελικής νίκης του προλεταριάτου μετατρέπονταν στο εφιαλτικό τέλος της Ιστορίας. Σημείο προς σημείο οργανωνόταν η ιδεολογική αποδόμηση του κομμουνισμού και του κόκκινου λεξιλογίου, ενώ ταυτόχρονα η ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας (που εμφανίζει το εαυτό της ως απουσία ιδεολογίας) ήταν σχεδόν απόλυτη. Στο πλαίσιο αυτό, οι μικρές τοπικές «κρίσεις» δεν αποτελούσαν κίνδυνο άλλα μάλλον μια καλή αφορμή για «μεταρρυθμίσεις» που ενίσχυαν την λειτουργία και την ηγεμονία του συστήματος. Ένα πολιτικό πραξικόπημα στην Χιλή, ένα τσουνάμι, ένας σεισμός, πολλά είδη «κρίσης» χρησιμοποιούνταν για την επιβολή θεραπείας.

Δεν ξέρω αν μπορούμε και πρέπει να μεταφέρουμε την ίδια αφήγηση σήμερα. Η «κρίση» δεν μοιάζει τοπική άλλα γενικευμένη. Το σύστημα δεν μοιάζει να την χειρίζεται απόλυτα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να βάλουμε στο ίδιο τσουβάλι μία τοπική κρίση όπως ένας σεισμός και την πιο μεγάλη οικονομική κρίση από το 1929. Αλλά κυρίως δε νομίζω ότι ο «θεραπευτής» έχει την ίδια άνετη θέση.

Στην εποχή του Μαρξ και για έναν αιώνα περίπου η κυρίαρχη αφήγηση της χειραφέτησης θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός παράγει την ίδια του την κρίση και τελικά την ανατροπή του. Ήταν ο καιρός των μεγάλων προσδοκιών με όνειρα για μια τελική νίκη. Η σημερινή αφήγηση μοιάζει δεσμευμένη από την ήττα : ο καπιταλισμός παράγει τις κρίσεις του αλλά τελικά τις χρησιμοποιεί για να δυναμώνει τον εαυτό του. Νομίζω ότι δεν είναι η «οντολογία» του καπιταλισμού που άλλαξε (ο παλιός και ο νέος καπιταλισμός), αλλά οι συλλογικές δυνάμεις αντίστασης. Πρέπει λίγο να ξεφύγουμε από την ηττοπάθεια. Όπως είπε και ο Fernadez-Savater που συμμετείχε στην κατάληψη της Del Sol κλείνοντας την ομιλία του στο συνέδριο, ήρθε η στιγμή να ξανασκεφτούμε τι είναι, τι θα μπορούσε να είναι μια «νίκη».

Σίγουρα δε μπορούμε να επανέλθουμε στην ιδέα μιας οριστικής και τελικής νίκης όπως ο επιστημονικός μαρξισμός και το Κόμμα την προέβλεπαν (με την δικτατορία του προλεταριάτου και την αυτοδιάλυση του Κράτους). Και σίγουρα δεν αρκεί μια εκλογική «νίκη» στη light εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας όπως αυτές της δεκαετίας του 80 (με τον Παπανδρέου στην Ελλάδα, τον Μιτεράν στη Γαλλία, κτλ). Πρέπει να ξαναεφεύρουμε την νίκη για την οποία είμαστε ικανοί.

Στον διάλογο σας με τον Ρανσιέρ, ο μεγάλος φιλόσοφος είπε ότι δεν θέλει να μιλήσει για την Ελλάδα, την ίδια στιγμή που συμμετείχε σε μια συζήτηση για την Ελλάδα. Μήπως αυτό είναι ο ορθός τρόπος να συζητήσουμε για την ελληνική περίπτωση, χωρίς δηλαδή να αναφερόμαστε άμεσα σε αυτήν;

Δεν ξέρω να πρόκειται για ορθό τρόπο συζήτησης. Κάτι που κινδυνεύει να μετατραπεί σε ορθό λόγο. Ο ίδιος ο Ρανσιέρ μάλλον θα αντιστεκόταν σ’έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Πάντως η ερώτηση αγγίζει ένα από τα κεντρικά ζητούμενα κάθε πολιτικής, από εκεί ξεκίνησε άλλωστε και ο διάλογος μας : το τοπικό ως ιδιαιτερότητα και η προστασία του ή το τοπικό ως χειραφέτηση με καθολική στράτευση. Η χειραφέτηση των ανέργων είναι για τους ίδιους τους άνεργους ή για όλους, η μάχη στην Ελληνική κατάσταση είναι για τους ίδιους τους Έλληνες ή για όλους, κ.ο.κ.

 Από την άλλη, ο Μπαντιού έκανε και πάλι λόγο για την ανάγκη μιας νέας γλώσσας της Αριστεράς. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι θεμελιώδεις συντακτικές παράμετροι μια τέτοιας γλώσσας;

Από το 68 και μετά ακούμε να λέγεται ότι μια γλώσσα χειραφέτησης μας τελείωσε και ότι χρειάζεται μια νέα. Ο Μπαντιού δεν είναι ο μόνος, θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε το αίτημα για μια νέα γλώσσα σε ετερογενής στοχαστές όπως ο Μπενσαϊντ, ο Νέγκρι και ο Χαρντ, κα. Για κάποιες δεκαετίες το αίτημα αυτό συνοδευόταν από μια κάποια υποτονικότητα των κινημάτων. Είναι ακριβώς η εποχή που ο «καπιταλισμός της καταστροφής» φαίνεται να μην έχει αντίπαλο και εφαρμόζει τις θεραπείες του δεξιά κι αριστερά. Μάλιστα η ίδια η Αριστερά φαινόταν πολύ πρόθυμη να αποκληρώσει το παλιό της λεξιλόγιο και να χωνέψει την ήττα μπαίνοντας ουσιαστικά σε δίαιτα. Τέρμα τα μεγάλα όνειρα, το κόσμος δεν αλλάζει.

Τώρα που τα κινήματα μοιάζουν να επανέρχονται και μάλιστα με κύματα… νομίζω ότι η νέα γλώσσα θα αρχίσει να μιλάει, άλλωστε με παλιές λέξεις που θα ξαναμάθει ή με παλιές ιστορίες που θα αφηγηθεί διαφορετικά, άλλωστε με καινούριες λέξεις που θα αναδυθούν.

Είπα θα «αρχίσει να μιλάει» σα να είναι προγραμματισμένο ενώ είναι το ίδιο το διακύβευμα. Θα κάνω μια παρένθεση. Μία από τις δυνατές στιγμές του συνεδρίου ήταν ο διάλογος ανάμεσα στον Δουζίνα και τον Μπαντιού. Τελειώνοντας την ομιλία του ο Μπαντιού μίλησε για την πολιτική ως συνάντηση ανάμεσα στην «πειθαρχία των ιδεών» και την «έκπληξη του συμβάντος». Μέσα από το διάλογο που ακολούθησε ο Δουζίνας κατάφερε να τον κάνει να δεχτεί, χρησιμοποιώντας την μεταφορά του έρωτα, ότι στην Ελλάδα οι αντιστάσεις «ερωτεύτηκαν» (έπεσαν στον έρωτα λέει η γαλλική έκφραση) και ότι τώρα μένει η δύσκολη διαδικασία της συζυγικής ζωής. “Όπως συμβαίνει και στο έρωτα τα δύσκολα αρχίζουν μετά. Συνεχίζοντας αυτήν τη συζήτηση από εδώ, θα έλεγα ότι, όχι μόνο είναι ζήτημα «συζυγικής ζωής» το κατά πόσο αυτή η καινούρια γλώσσα χειραφέτησης αρχίζει ή όχι να μιλάει, να αρθρώνει σε διάρκεια κι όχι απλά να κραυγάζει στιγμιαία, θα πρόσθετα, για να μην είμαστε μέσα στην αφηρημένη αισιοδοξία, ότι αυτή την στιγμή ζούμε και τα πρώτα « ερωτικά καυγαδάκια».

Τα κύματα των κινημάτων που ξέσπασαν με ένταση σε πολλές χώρες με αποκορύφωμα το 2011 (αραβική άνοιξη, indignados, Occupy wall-street, κτλ) δείχνουν ένα ξύπνημα της Ιστορίας, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Μπαντιού, μετά από παρατεταμένη χειμερία νάρκη, από την άλλη πάλι βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή απέναντι σε ένα σχετικό ξεφούσκωμα. Κάνει κοιλιά που λέμε μπακάλικα. Θα δούμε που, πως και σε ποιο βαθμό θα υπάρξει διάρκεια κι όχι απλά σφοδρά ερωτοτροπήματα μίας εφηβικής νύχτας.

Ακούγοντας αρκετές τοποθετήσεις του συνεδρίου, είχα την αίσθηση της απόλυτης συνέχειας με όσα λέγονταν από τους αριστερούς διανοούμενους πριν την κρίση. Μού φάνηκε δηλαδή σαν να μην έχει αποτυπωθε  στο φιλοσοφικό στοχασμό η τομή που συμβαίνει μετά το 2010 στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Συμφωνείτε με αυτήν την εκτίμηση;

Ναι έχω κι εγώ την αίσθηση ότι δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί μια α-συνέχεια ή τομή. Εξ’ου και μια κάποια μελαγχολία στην οποία προσπαθώ να μην υποκύψω αν και με φλερτάρει συχνά. Δεν νομίζω ότι είμαι μόνη. Κυκλοφορούμε ανάμεσα στην μελαγχολία και την οργή. Οργισμένα αναζητούμε ασυνέχεια και ρήξη, μελαγχολικά βλέπουμε να μην εγγράφεται όσο γρήγορα θα θέλαμε. Είμαστε μέσα σε αυτό, ας μη ζητάμε λογαριασμό από κάποιους μεγάλους αριστερούς διανοούμενους που δεν μας τη δίνουν. Ας μην μετατρέπουμε το αίτημα, σε αίτημα για Αφέντη. Νομίζω ότι είναι σημαντικό : πρώτον, να υπάρχουν και να επαναλαμβάνονται πρωτοβουλίες όπου οι αριστεροί διανοούμενοι να δηλώνουν αλληλέγγυοι στους αγώνες που γίνονται και να μην σιωπούν (προσπάθειες όπως το κάλεσμα «Να σώσουμε τους Έλληνες από τους σωτήρες τους» το οποίο υπογράφτηκε από πολλούς Ευρωπαίους στοχαστές με πρωτοβουλία της Β. Σκούμπη, είναι νομίζω χρήσιμες). Δεύτερον, η νέα γλώσσα της Αριστερά και οι θεμελιώδεις συντακτικές παράμετροι μια τέτοιας γλώσσας δεν θα έρθουν από πεφωτισμένους Αφέντες. Σχήμα που αναπαράγει αυτό που διατίθεται ότι καταπολεμά. Βράζουμε μέσα στο καζάνι όλοι, καθένας και καθεμία έχει ένα μικρό λιθαράκι ρήξης να κατασκευάσει ή να συμμετάσχει στην κατασκευή του.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης. Ξέρω ότι στη δουλειά σας έχετε ασκήσει έντονη κριτική στις διαδικασίες θυματοποίησης. Επιμένετε σε αυτήν τη γραμμή σκέψης, σήμερα που ολόκληροι λαοί γίνονται θύματα της μνημονιακής μηχανής;

Δεν έχω ασκήσει κριτική στις διαδικασίες θυματοποίησης αλλά σε μία μορφή υποκειμενικοποίσησης που χρησιμοποιεί ως κεντρική κατηγορία αυτή του θύματος. Δεν είπα ποτέ ότι δεν υπάρχουν θύματα στο πραγματικό. Και σίγουρα η μνημονιακή μηχανή παράγει όλο και περισσότερα θύματα, αγγίζει όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες, και ανθρώπους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους «στα σίγουρα».

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η έξοδος από τη θέση του θύματος και όχι η περιγραφή της κατάστασης. Νομίζω, αλλά είναι μια πολεμική θέση, ότι η χειραφέτηση δεν είναι μια «συνειδητοποίηση». Η παλιά γλώσσα την χειραφέτησης θεωρούσε ότι αρκεί οι προλετάριοι να συνειδητοποιήσουν την εκμετάλλευση στην οποία υπόκεινται. Και στο πλαίσιο αυτής της γλώσσας, ας θυμηθούμε λίγο τις παρεμβάσεις του Ρανσιέρ, του Φουκό, του Ντελέζ, οι διανοούμενοι είχαν την καλόβολη θέση του καθοδηγητή που φωτίζει τους στραβούς, για την ίδια τους την καταπίεση.

Η δουλειά μου λοιπόν περί θυματοποίσησης ήταν μια επέμβαση στο συμβολικό και στις αφηγήσεις, δεν ήταν καθόλου μια άρνηση ότι υπήρχαν, υπάρχουν, και μάλιστα πολλαπλασιάζονται τα θύματα. Νομίζω ότι ο λόγος της Αριστεράς στη μνημονιακή εποχή έχει να αντιμετωπίσει δυο κοινούς τόπους την ενοχή (αφού δανειστήκαμε πρέπει να πληρώσουμε, «όλοι μαζί τα φάγαμε», κτλ. είναι ο λόγος των κυβερνώντων και των τραπεζικών γραφειοκρατών στις Βρυξέλλες και στα άλλα λημέρια τους) και τη θυματοποίηση (οι καημένοι οι Έλληνες ήμαστε πρωτοπορία στη συμφορά, ο καπιταλισμός μαινόμενος έχει πέσει πάνω μας). Αν κοιτάξει κανείς προς τη Γάζα, την Αϊτή, ή το Μαλί, ο καπιταλισμός δεν περίμενε αυτήν την κρίση για να εξαθλιώσει ολόκληρους λαούς. Νομίζω ότι η θυματοποίηση δεν είναι μια υποκειμενική κατηγορία που ενώνει, μάλλον απομονώνει. Στο μέτρο που νοιώθουμε ιδιαίτεροι και ιδιαίτερα πληγωμένοι, όλα επιτρέπονται και μπορούμε να ρίξουμε όλο το μένος μας σε αυτούς που μπορούμε (τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, κτλ.)

Το πρόσταγμα «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» δε μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι του τύπου «θύματα απ’όλες τις χώρες ενωθείτε». Μια ριζοσπαστική υποκειμενοποίηση δεν είναι η συνειδητοποίηση, αλλά η έξοδος από τη θέση του θύματος. Στους αγανακτισμένους που όλοι είμαστε, ήρθε η στιγμή να γίνει ξεκαθάρισμα ανάμεσα στα θύματα που θέλουν να σώσουν αυτά που είχαν για την πάρτη τους ή να εκδικηθούν αυτά που έχασαν και αυτούς που παλεύουν για ισότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη για όλους.

Και κάτι για το τέλος: Οι «σταρ» της ευρωπαϊκής αριστερής διανόησης είναι στην πλειοψηφία τους αυτοί που αναδείχθηκαν στη δεκαετία του ’70. Τι συμβαίνει με τους πιο νέους στοχαστές; Γιατί η σκέψη τους δεν γίνεται σημείο αναφοράς για την Αριστερά και τα κινήματα;

Θα ήθελα με τη σειρά μου να σας ρωτήσω ποιους έχετεστο νου σας. Υπάρχουν «σταρ» που αναδείχθηκαν αργότερα, όπως ο Ζίζεκ για παράδειγμα. Δε νομίζω ότι είναι θέμα «γενιάς» με όρους ηλικιακής ομάδας. Νομίζω ότι είναι θέμα των κοινών ερωτημάτων που κάποια στιγμή τίθενται και ο κάθε στοχαστής δοκιμάζει να πειραματιστεί και να διαγράψει την δικιά του διαδρομή. Αρνούμαι επίσης να μιλήσω με όρους κοινωνίας του θεάματος, εξηγώντας τους σημερινούς «σταρ» σαν ένα ακόμα εργαλείο του συστήματος που αναμασάει τα πάντα.

Από τη άλλη έχετε δίκιο ότι οι σημαντικότεροι στοχαστές της ευρωπαϊκής αριστερής διανόησης σήμερα αναδείχθηκαν στην πλειοψηφία τους τη 10ετία του ’70. Αντιμετώπισαν ο καθένας τους με το τρόπο του το συμβάν του ’68. Μέσα και μέσω αυτού του συμβάντος άλλαξε η τοπολογία στοχασμού της πολιτικής. Φύγαμε από τον επιστημονικό μαρξισμό που διαλαλούσε την τελική νίκη, από το υπερβατικό σχήμα που είχε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα (την κομμουνιστική κοινωνία) και μία συγκεκριμένη οργάνωση (το Κόμμα ως διαμεσολαβητικό υποκείμενο της ρήξης), η πάλη των τάξεων ήρθε να πλαισιωθεί από ένα πλήθος αγώνων για τα δικαιώματα των φυλακισμένων, των γυναικών, των μαύρων, των queer, κ.α. Ο κίνδυνος, που οι ίδιοι αυτοί στοχαστές γρήγορα διατύπωσαν, είναι το πέρασμα από τον υπερβατικό δογματισμό που ενώνει εκ των άνω σε μια συνθήκη διάσπασης που αναιρεί τις δυνατότητες ενοποίησης. Τα κοινά προβλήματα που τίθενται σήμερα στις διαδικασίες χειραφέτησης δεν είναι τα ίδια με αυτά που κληρονομήθηκαν μετά την ταραγμένη δεκαετία του 60. Δεν έχουμε έναν επιστημονικό μαρξισμό που μας βαραίνει, έχουμε άλλα βάρη. Είμαστε σε ένα καζάνι που βράζει και τα σημεία αναφοράς έχουν αποπροσανατολιστεί.

Άλλα είπαμε, η γραβιεροποίηση δίνει κάποια δείγματα καινούργιων διαδικασιών.

Τη συνέντευξη πήρε ο Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Ο λίβελος του Mega, ο πιο μεγάλος έπαινος για τον ΣΥΡΙΖΑ

tremi

 

Γράφω εν θερμώ. Μόλις έχω δει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega, το οποίο αφιέρωσε κανένα δεκάλεπτο σε έναν πραγματικό λίβελο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Ύβρεις, συκοφαντίες, απειλές και πολλά πολλά ψέματα εκτοξεύτηκαν εναντίον της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε ότι απειλεί την ελευθερία του τύπου καθώς και ότι θέλει να φιμώσει τους δημοσιογράφους του μεγάλου καναλιού που πάντοτε παρουσιάζουν τις ειδήσεις με αντικειμενικότητα και παρρησία.

Κανονικά, θα ήταν ασυνήθιστη μια τέτοια επίθεση, που δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα, από ένα μέσο ενημέρωσης εναντίον ενός μεγάλου πολιτικού κόμματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποτελεί έκπληξη στην Ελλάδα του Μνημονίου, όπου τα μέσα ενημέρωσης και ο αστικός πολιτικός κόσμος επιστρατεύουν εναντίον της Αριστεράς όλο το αραχνιασμένο ιδεολογικό οπλοστάσιο του μετεμφυλιοπολεμικού αντικομμουνισμού. Ούτε αποτελεί βέβαια έκπληξη το ότι το Mega δεν απαντάει τίποτα για την ταμπακιέρα των καταγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ. Καμία απάντηση για το  αν μεγαλομέταχος του καναλιού συμπεριλαμβάνεται στη λίστα Λαγκάρντ,  για το πώς πήρε ο σταθμός το κολοσσιαίο δάνειο των 98 εκατομμυρίων το οποίο μάλιστα «μειώθηκε» κατά … 88 εκατομμύρια μια μέρα μετά την επίσημη ανακοίνωσή του στο ΧΑΑ, για το αν συμβαδίζει με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας η έκδοση δικαστικού πορίσματος από τον απολύτως αρμόδιο Γιάννη Πρετεντέρη. Κανείς δεν εκπλήσσεται, γιατί στα ΜΜΕ της μνημονιακής Ελλάδας οι κραυγές και η τρομοκρατία έχουν υποκαταστήσει πλήρως τα επιχειρήματα και την ορθολογική πολιτική συζήτηση.

Ωστόσο, αυτή τη φορά κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Προς στιγμή, νόμισα ότι ήταν προσωπική μου αίσθηση. Βλέποντας όμως τις αντιδράσεις πολλών αριστερών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο περί κοινού αισθήματος. Δεν τους φοβόμαστε πλέον. Δεν παρακολουθούμε πια τα δελτία ειδήσεων με την αγωνία «μη μας σκίσουν».  Έχει γίνει συνείδηση στον κόσμο της Αριστεράς ότι τα ΜΜΕ είναι φερέφωνα του Μνημονίου, των πλουσίων, της διαπλοκής και της διαφθοράς· ότι έχουν κεντρικό ρόλο στην επίθεση που δέχονται «οι από κάτω» της Ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια· ότι αποτελούν τον κεντρικό πυλώνα του συστήματος εξουσίας της χώρας· και ότι, πράγμα που είναι μάλλον το σπουδαιότερο, ο μόνος τρόπος που έχει η Αριστερά για να μην την ξεσκίζουν κάθε βράδυ στις 8:00, είναι να λέει αυτά που θέλουν να ακούσουν «οι από πάνω»: «το Μνημόνιο είναι η μόνη λύση, οι μισθοί πρέπει να μειωθούν για να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα, η Υγεία και η Παιδεία κοστίζουν πολύ,  οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μετανάστες φταίνε για όλα, η Villa Amalias ήταν άντρο τρομοκρατών…»  Για τον κόσμο της Αριστεράς, ο λίβελος του Mega αποτελεί τον πιο μεγάλο έπαινο.

Δεν φοβηθήκαμε λοιπόν. Και όχι μόνο δεν φοβηθήκαμε, αλλά αυτή τη φορά αισθανθήκαμε υπερήφανοι για τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί επιτέθηκε με θάρρος στη διαπλοκή, γιατί κατονόμασε το Mega και το Μπομπολέικο και δεν μίλησε γενικώς, γιατί δεν τα «μάζεψε» όταν η διαπλοκή αμόλυσε τα σκυλιά του πολέμου, γιατί στην υπόθεση της λίστας δεν περιόρισε τις ευθύνες στον έτσι κι αλλιώς αποδιομπαίο τράγο Παπακωνσταντίνου, γιατί κατέδειξε ότι η φοροδιαφυγή δεν οφείλεται στην αβελτηρία των ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά αποτελεί πολιτικά οργανωμένο σύστημα προστασίας των πλουσίων. Αισθανθήκαμε υπερήφανοι γιατί αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε. Ένας ΣΥΡΙΖΑ που συγκρούεται και δεν τα στρογγυλεύει, που λέει τους κλέφτες κλέφτες όσα ψηλά και αν βρίσκονται, που έχει τη βούληση να βάλει επιτέλους χέρι στον μονίμως αφορολόγητο πλούτο, που δείχνει ότι θέλει πραγματικά να αλλάξει τα πράγματα και όχι… να προσαρμοστεί ηπίως.

Από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητάει κανείς επίγειους παραδείσους. Να δώσει τη μάχη θέλουμε. Με ειλικρίνεια κι εντιμότητα. Αν υποκύψει, θα τον παρασύρει στην κατάρρευσή του το πολιτικό σύστημα. Αν πολεμήσει μέχρι τέλους, ίσως να μην καταφέρει εντέλει να ανοίξει δρόμο στην ελπίδα, εντούτοις, θα είχε τεράστια συνεισφορά στο να κερδίσει ο λαός μας τη χαμένη αξιοπρέπεια του.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Έξι σημεία για την πολιτική συγκυρία

 

Από το Δελτίο Θυέλλης, περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

  1. Μετά τις εκλογές η λιτότητα όχι μόνο δεν αμβλύνθηκε, αλλά συνεχίζεται ακόμα σκληρότερη. Η πολιτική σκέψη, εν αντιθέσει με άλλους τομείς της ανθρώπινης διάνοιας, έχει το κακό ότι μπορεί να επιβεβαιώνεται πρακτικά. Εν προκειμένω, όσοι προέβλεπαν τις παραμονές των εκλογών του Ιούνη ότι η υπό διαμόρφωση (τότε) τρικομματική κυβέρνηση θα έπαιρνε από την τρόικα μια ορισμένη ελάφρυνση του προγράμματος λιτότητας ως πολιτική προίκα, διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Η τρόικα όχι  μόνο δεν ελάφρυνε το πρόγραμμα, αλλά με το Μνημόνιο 3 παραβιάζει κάθε υποτιθέμενη «κόκκινη γραμμή», επιβάλλοντας χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο, εξοντωτικές περικοπές στις κοινωνικές παροχές, πλήρες ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, νέες μειώσεις στους ήδη ψοφοδεείς μισθούς και συντάξεις. Δηλαδή, η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαίωσε εκ νέου τις κλασικές μαρξιστικές αναλύσεις για την κρίση. Τις περιόδους λοιπόν που η κρίση υπερσυσσώρευσης παροξύνεται, δεν υπάρχει περιθώριο για κανενός είδους πολιτικούς συμβιβασμούς. Η αστική τάξη δεν μπορεί να δώσει καμία «προίκα» σε κανέναν γιατί δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα για τη μεταφορά του κόστους της κρίσης στους εργαζόμενους. Ενδεχόμενες παροχές ή ελάφρυνση της λιτότητας σημαίνουν ότι «οι από πάνω» θα πρέπει να χάσουν μέρος τους πλούτου τους αναλαμβάνοντας μερίδιο από το κόστος της κρίσης, πράγμα που ποτέ δει είναι διατεθειμένοι να πράξουν οικειοθελώς. Συνεπώς, δεν υπάρχουν «προίκες», όπως ακριβώς δεν υπάρχει περιθώριο να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ. Αν το ΠΑΣΟΚ, τα κάθε λογής ΠΑΣΟΚ, αποτελεί έκφραση ενός ορισμένου συμβιβασμού μεταξύ των τάξεων, τότε στις περιόδους όπου το δίλημμα που θέτει η πραγματικότητα είναι το «εμείς ή αυτοί», δεν υπάρχει χώρος για τέτοιου είδους πολιτική.
  2. Η πολιτική κρίση συνεχίζεται. Τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές η τρικομματική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Οι εκλογές σταθεροποίησαν μόνο πρόσκαιρα το πολιτικό σύστημα και σε καμία περίπτωση δεν επέλυσαν τη σοβούσα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Σε πολύ μικρό διάστημα από την εκλογική νίκη της, η τρόικα εσωτερικού χάνει συνεχώς δημοτικότητα (ειδικά το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίζεται) και ήδη είδε τις πρώτες ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, πριν καν ψηφιστούν τα νέα μέτρα. Παρά το ότι κανένας από τους κυβερνητικούς εταίρους δεν αμφισβητεί τη μνημονιακή λογική, οι «αντιρρήσεις» της ΔΗΜΑΡ στα εργασιακά δεν είναι μόνο «θέατρο». Αναμφίβολα κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν επικοινωνιακή στρατηγική για να αποποιηθεί η ΔΗΜΑΡ το πολιτικό κόστος των νέων μέτρων. Ωστόσο, συνιστούν επίσης προσπάθεια να διαμορφωθεί και μια πολιτική στρατηγική που θα ενσωματώσει τη δυσαρέσκεια όλων εκείνων που για άλλα ψήφισαν και άλλα βλέπουν να γίνονται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τρικομματικός συνασπισμός, κάτω από την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, προεκλογικά στηρίχτηκε στο σύνθημα της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου καθώς και της ελάφρυνσης των επαχθέστερων πλευρών της λιτότητας, όπως οι περικοπές των χαμηλών μισθών και συντάξεων. Σήμερα η κυβέρνηση κάνει τα ακριβώς αντίθετα. Δημιουργώντας λοιπόν μια δύναμη που συμμετέχει στην  κυβέρνηση και ταυτοχρόνως κάνει τρόπον τινά «αντιπολίτευση», διαμορφώνεις εκείνους τους αναγκαίους όρους για την ανάδειξη του διάδοχου σχήματος. Γιατί όσο απίθανο μοιάζει να πάρει το σύστημα το ρίσκο της προκήρυξης νέων εκλογών, άλλο τόσο πιθανό είναι αν οξυνθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, να πάμε σε μια εκ βάθρων αναδόμηση της κυβερνητικής συμμαχία. Ήδη στα δύο χρόνια Μνημονίου έχουμε αλλάξει τρεις πρωθυπουργός και δεν μοιάζει αποκύημα καλπάζουσας φαντασίας το να πάμε σχετικά γρήγορα και στον τέταρτο.
  3. Η συρρίκνωση της κοινωνικής συναίνεσης υποκαθίσταται από την όξυνση της κρατικής καταστολής. Είναι μάλλον υπερβολικό να μιλήσουμε για κατάσταση εξαίρεσης αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον με την τυπική έννοια του όρου. Κανένα άρθρο του Συντάγματος δεν έχει ανασταλεί και οι βασικές πολιτικές ελευθερίες θεωρητικά γίνονται σεβαστές. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ζούμε καθημερινά περιστατικά που de facto συρρικνώνουν δικαιώματα και χώρους ελευθερίας, περιστατικά που όλα μαζί διαμορφώνουν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί διαρκή διολίσθηση στην “αυταρχική δημοκρατία”. Με τον όρο “αυταρχική δημοκρατία” εννοούμε ένα καθεστώς που έχει στοιχεία “κατάστασης εξαίρεσης” αν και τυπικά πληρεί τις προδιαγραφές της “κανονικής” αστικής δημοκρατίας. Ενώ δηλαδή τυπικά δεν έχουν ανασταλεί οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ορισμένους από αυτές τελούν στην πραγματικότητα υπό αίρεση. Τα βασανιστήρια στους αναρχικούς αντιφασίστες, η συστηματική αστυνομική βία κατά των διαδηλωτών, οι απαγορεύσεις “συναθροίσεων” κατά την επίσκεψη Μέρκελ, οι συλλήψεις συνδικαλιστών της ΓΕΝΟΠ και του Σκαραμαγκά, οι συνεχείς πράξεις λογοκρισίας (Παστίτσιος, Χυτήριο, κόψιμο ομοφυλοφιλικού φιλιού, Βαξεβάνης, Αρβανίτης), δεν είναι ό,τι πιο ανησυχητικό. Το πιο ανησυχητικό είναι η πλήρης πολιτική κάλυψη που δίνει η κυβέρνηση (κυρίως δια του Δένδια) σε κάθε είδους αστυνομικό τραμπουκισμό και κρατική αυθαιρεσία. Αυτή η ακριβώς η κάλυψη, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό των περιστατικών, εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με παρεκτροπές, αλλά με μια συνεκτική πολιτική που προκρίνει τον αυταρχισμό ως αναγκαία συνθήκη για τη στήριξη του μηνημονιακού καθεστώτος. Από αυτήν τη σκοπιά, έχουμε μπει σε νέα φάση και τίποτα πλέον δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει.
  4. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αλλάζει το πολιτικό σκηνικό και δημιουργεί ένα θανάσιμο κίνδυνο για το λαϊκό κίνημα. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν πρέπει να ερμηνεύεται μόνο στη βάση της δυσαρέσκειας και της μιζέριας που γεννάει το Μνημόνιο. Εξίσου σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι α) Η άνοδος των φασιστών είναι και αντανάκλαση της πολύ μεγαλύτερης ανόδου της Αριστεράς, παράγωγο κι αυτή της εκκένωσης του λεγόμενου μεσαίου χώρου που έχει χρεωθεί πολιτικά τη λιτότητα. β) Η ρατσιστική και αντιδημοκρατική προπαγάνδα των ναζί έχει πέραση, γιατί δεν είναι παρά η οξυμένη εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Από τη στιγμή που ο επίσημος πολιτικός κόσμος παρουσιάζει τους μετανάστες ως το απόλυτο κακό και θέτει ως βασικό στόχο (έστω και αν είναι άπιαστος) την απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων, ανοίγει ο δρόμος σε όσους παρουσιάζονται ακόμα πιο σκληροί κα αποτελεσματικοί στο κυνήγι κεφαλών. γ) Η σκανδαλώδης συνεργασία της αστυνομία με τους ναζί δεν εξασφαλίζει μόνο ατιμωρησία στους χρυσαυγίτες, αλλά τους παρέχει ζωτικό πολιτικό χώρο, που σε άλλη περίπτωση θα τούς τον είχαν αφαιρέσει οι αντιφασίστες. Αν και πόρρω απέχουμε από τη συγκρότηση ενός πραγματικού φασιστικού κινήματος (επομένως οι συγκρίσεις με τη Βαϊμάρη πρέπει να είναι προσεκτικές), εντούτοις, θα ήταν εθελοτυφλία να μην παρατηρήσουμε ότι η Χρυσή Αυγή αλλάζει το πολιτικό σκηνικό με τρεις τρόπους. Πρώτον, διαφοροποιεί de facto την πολιτική ατζέντα προτάσσοντας όχι μόνο το μεταναστευτικό αλλά την ίδια τη δράση της ως βασικά ζητήματα της δημόσιας συζήτησης. Εκ των πραγμάτων αυτό δίνει ανάσες στο μνημονιακό μπλοκ. Δεύτερον, η Χρυσή Αυγή συγκροτεί ένα ανάχωμα ανάμεσα στις πλατιές μάζες της αντι-πολιτικής και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος που δεν έχει πολιτική παιδεία και είναι αγανακτισμένος, βλέπει στη Χρυσή Αυγή μια τάχα μου “αντισυστημική” εναλλακτική λόγω της αντιμνημονιακής ρητορικής της πεντάρας των ναζί. Τρίτον, ως οργανωμένος (παρα)κρατικός μηχανισμό βίας, η Χρυσή Αυγή έρχεται να συμπληρώσει το έργο της καταστολής. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι με τους ναζί έχουμε πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λύσουμε τώρα που είναι ακόμα σχετικά εύκολο να το κάνουμε.
  5. Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιείται πολύ ψηλά, αλλά βρίσκεται απομονωμένος. Η παράδοξη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ότι ενώ σταθεροποιείται σε τόσο ψηλό σημείο (περίπου στο 30%) που ποτέ δεν είχε καν φανταστεί η ελληνική Αριστερά, εντούτοις, βρίσκεται πιο απομονωμένος από ποτέ. Εξ αριστερών το ΚΚΕ δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένο για οποιαδήποτε συζήτηση, εκ δεξιών η ΔΗΜΑΡ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μνημονιακού μπλοκ. Αυτή η απομόνωση σε συνδυασμό με την όξυνση της καταστολής που παίρνει ακόμα και την μορφή των σεναρίων περί εκτροπής, καθώς και με καθεστωτικές λογικές που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του κόμματος, ασκούν ισχυρές πιέσεις για δεξιά προσαρμογή της συριζικής πολιτκής, Δεδομένου όμως ότι είναι ανέφικτη η συγκρότηση του “νέου ΠΑΣΟΚ”, η δεξιά προσαρμογή σημαίνει στην πραγματικότητα ενσωμάτωση στο μνημονιακό πλαίσιο. Κάτι που βέβαια θα σημάνει το τέλος του σχήματος μιας και αυτό έχει χτιστεί στη βάση της αντίθεσης στο Μνημόνιο. Επομένως, η χάραξη μιας ριζοσπαστικής γραμμής δεν είναι μόνο η “ορθή” επιλογή για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η μόνη που εξασφαλίζει την επιβίωσή του.
  6. Το δρόμο ή θα τον βρούμε ή θα τον ανοίξουμε (Ανίβας). Εν προκειμένω θα τον ανοίξουμε. Ακολουθώντας τη συνταγή  (εμπλουτισμένη όμως με ισχυρή δόση μαχητικού αντιφασισμού) που έριξε δυο κυβερνήσεις και τράνταξε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση: συνεχής και ανυποχώρητος αγώνας, κοινωνική αλληλεγγύη, ριζοσπαστική πολιτική προοπτική για την ανατροπή. Με εμπιστοσύνη στην επινοητικότητα του λαϊκού κινήματος, με πίστη στην προμηθεϊκή δύναμη της εξέγερσης.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Σύλληψη Βαξεβάνη: η φοροδιαφυγή χτυπάει την ελευθεροτυπία

 

Η σύλληψη του εκδότη του Hot Doc Κώστα Βαξεβάνη είναι το τέταρτο περιστατικό περιορισμού της ελευθερίας του λόγου μέσα σε λίγες μέρες. Είχαν προηγηθεί η σύλληψη του δημιουργού του Παστίτσιου κατόπιν παραγγελίας της Χρυσής Αυγής, οι τραμπουκισμοί της ναζιστικής συμμορίας στο θέατρο Χυτήριο, καθώς και το «κόψιμο» του ομοφυλοφιλικού φιλιού στο σίριαλ «Ο πύργος του Ντάουντον» από τη διοίκηση της ΕΡΤ. Αυτή τη φορά όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά  σε σχέση με τα τρία προηγούμενα επεισόδια: η απόπειρα φίμωσης δεν αφορά τη διάδοση «έκλυτων ηθών» αλλά μια σημαντική δημοσιογραφική αποκάλυψη που επηρεάζει την πολιτική ζωή της χώρας. Ο Βαξεβάνης συνελήφθη γιατί έκανε αυτό που θα έπραττε οποιοσδήποτε δημοσιογράφος σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου όπου γίνεται στοιχειωδώς σεβαστή η ελευθεροτυπία. Δημοσίευσε δηλαδή μια είδηση εξέχουσας πολιτικής σημασίας.

Η σημασία της δημοσίευσης

Τρεις βασικοί λόγοι εξηγούν την πολιτική σημασία της δημοσίευσης της λίστας Λαγκάρντ, και κατ’ επέκταση τη σύλληψή του:

Πρώτον, η δημοσίευση της λίστας εκθέτει ανεπανόρθωτα όλους τους υπουργούς και τους υπεύθυνους του ΣΔΟΕ που τόσο καιρό την «έψαχναν» και δεν μπορούσαν να τη… βρουν. Η λίστα δεν είχε καταχωνιαστεί κάπου, εν προκειμένω στο αρχείο του Βενιζέλου, όπου οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν πρόσβαση. Το ότι την πήρε στα χέρια του ο Βαξεβάνης, αποδεικνύει ότι η λίστα κυκλοφορούσε ευρέως. Επομένως, η αποσιώπηση της ύπαρξης της δεν οφείλεται στην αβελτηρία της δημόσια διοίκησης, αλλά αποτελεί εσκεμμένη πράξη συγκάλυψης των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Οικονομικών.

Δεύτερον, η δημοσιοποίηση της λίστας γελοιοποιεί όλους τους υποτιθέμενους μηχανισμούς ελέγχου της φοροδιαφυγής. Μια πρόχειρη ματιά στον κατάλογο των ονομάτων αρκεί για να βεβαιωθεί κανείς ότι το ΣΔΟΕ δεν έχει καμιά διάθεση να πατάξει τη (μεγάλη) φοροδιαφυγή.  Είτε είχε δοθεί η σχετική υπουργική εντολή είτε όχι, το αυτονόητο καθήκον κάθε αρμόδιας Αρχής θα ήταν να κάνει μια πρώτη αντιπαραβολή των καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Στο κατάλογο δεν περιλαμβάνονται τίποτα άγνωστα άτομα του υποκόσμου, αλλά επιφανή πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, των οποίων η οικονομική δραστηριότητα είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, και γι’ αυτό ελέγξιμη. Το ότι η λίστα ως αντικείμενο υποκλοπής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο στο ακροατήριο, ουδόλως σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το Μίτο της Αριάδνης μιας ενδεχόμενης έρευνας του ΣΔΟΕ. Πόσο μάλλον όταν ο τότε υπεύθυνος του ΣΔΟΕ δεν δίστασε στην περίπτωση του Σάββα Ξηρού να καταπατήσει τη νομιμότητα χάριν της διωκτικής σκοπιμότητας.

Τρίτον, η δημοσίευση της λίστας Λαγκάρντ ξεσκεπάζει την απύθμενη υποκρισία της ελίτ της χώρας. Οι ίδιοι ακριβώς που επικαλούνται τον πατριωτισμό του λαού για να γίνουν ανεκτά τα μνημονιακά μέτρα, οι ίδιοι ακριβώς που διαβεβαιώνουν ότι αν εφαρμόσουμε το Μνημόνιο δεν πρόκειται να βγούμε από την ευρωζώνη, οι ίδιοι ακριβώς που μιλάνε για εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος και πάταξη των συντεχνιών, βγάζουν τα λεφτά τους στην Ελβετία. Είτε κάνουν φοροδιαφυγή είτε όχι, όσοι βγάζουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να μιλάνε ούτε για δημόσιο συμφέρον ούτε για αναγκαίες θυσίες που επιβάλλει το «καλό της πατρίδας». Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι το εμπόριο του πατριωτισμού που ανθεί σε αυτή τη χώρα, συγκαλύπτει τα πλέον ιδιοτελή συμφέροντα.

Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Εν ολίγοις, η ενδεχόμενη «παρανομία» του Βαξεβάνη ήταν απολύτως αναγκαία για να αποδειχτεί ότι το ίδιο το κράτος λειτουργεί κατά παράβαση της νομιμότητας. Δεν μπορεί να εγκαλείται ο δημοσιογράφος για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν έχουμε γίνει μάρτυρες σειράς πράξεων και παραλείψεων από δημόσιους λειτουργούς που παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα του νόμου για να προστατευτούν οι έχοντες και κατέχοντες της λίστας. Όσοι εγκαλούν τον Βαξεβάνη για τα προσωπικά δεδομένα, διυλίζουν τον κόνωπα και καταπίνουν την κάμηλον.

Είναι μάλλον περιττό να υπογραμμίσουμε την υποκρισία της δικαστικής εξουσίας. Οι δικαστές που κρίνουν καθ’ όλα νόμιμη τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών και των συλληφθέντων διαδηλωτών, κόπτονται τώρα για τα προσωπικά δεδομένα των καταθετών της Ελβετίας. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι όταν η Δικαιοσύνη λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν η νομιμότητα εφαρμόζεται κατά το δοκούν, τότε ακριβώς καταλύεται μια θεμελιώδης αρχή του «κράτους δικαίου»: η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο. Αυτή ακριβώς η κατάλυση σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου επιβεβαιώνουν εκ νέου ότι επιταχύνεται η πορεία προς την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή το καθεστώς εκείνο όπου βασικές ελευθερίες τελούν de facto υπό αναστολή.

Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση του Βαξεβάνη συνιστά πράξη υπεράσπισης των βασικών πολιτικών ελευθεριών, πράξη αντίσταση στον κρατικό αυταρχισμό που στηρίζει το κλυδωνιζόμενο μνημονιακό καθεστώς.

 

Γιάννης Αλμπάνης, 28/10/2012

Περισσότερα

Ανεβαίνοντας επίπεδο (στρατηγική και τακτική στη νέα περίοδο)

Από τη σημερινή Εποχή (27/10/2012)

Το τελευταίο διάστημα, δηλαδή τους μήνες μετά τις εκλογές, σε μια πλατιά μερίδα του «λαού της Αριστεράς» παρατηρείται ένα ορισμένο αίσθημα αμηχανίας ή και αδυναμίας. Είναι πολλοί αυτοί που διατυπώνουν από τη μια μεριά το ερώτημα για το πώς μπορεί να προχωρήσει το λαϊκό κίνημα στην κατεύθυνση της ανατροπής του μνημονιακού καθεστώτος, και από την άλλη κριτικάρουν την Αριστερά (ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ) ότι δεν κάνει αρκετά ή ακόμα και ότι «δεν κάνει τίποτα».

Ρηχά αλλά ψηλότερα

Για να μπορέσουμε να κρίνουμε αυτήν τη διαδεδομένη αίσθηση ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε ένα ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κομμουνιστές, αυτό της διώρυγας του Παναμά. Η διώρυγα του Παναμά αποτελείται στην πραγματικότητα από διαδοχικές δεξαμενές, που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα. Όταν το πλοίο μπαίνει στη δεξαμενή, αυτή γεμίζει νερό. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει και μαζί της το πλοίο, μέχρι να φτάσει στο επίπεδο της επόμενης δεξαμενής και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία μέχρι την κορυφή –οπότε αρχίζει η αντίστροφη πορεία. Κατά την άνοδο, λοιπόν, κάθε φορά που το πλοίο περνάει στην επόμενη δεξαμενή, τα νερά αρχικά είναι ρηχά. Ωστόσο, το ίδιο βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι πριν.

Νομίζω ότι το σχήμα των δεξαμενών του Παναμά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την τρέχουσα κατάσταση του Κινήματος και της Αριστεράς. Μετά το τέλος του προηγούμενου, πρωτοφανούς μαζικότητας και μαχητικότητας, κύκλου αγώνων, καθώς και τις εκλογές του Ιούνη, που έφεραν την Αριστερά στο ιστορικό υψηλό της, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο πολιτικό πεδίο. Είναι προφανές ότι το Κίνημα και η Αριστερά δεν έχουν συνεκτικό σχέδιο για την περίοδο όπως αυτή διαμορφώνεται –οπότε είναι δικαιολογημένο ως ένα βαθμό το αίσθημα αμηχανίας κι αδυναμίας στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή. Ωστόσο, η αναζήτηση του πολιτικού σχεδίου της νέας περιόδου έχει ως αφετηρία μια θέση ισχύος, την οποία λίγους μόνο μήνες πριν δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι μια απεργιακή διαδήλωση της τάξης των 30-40.000 πριν από ενάμισι χρόνο θα θεωρούταν πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ σήμερα θεωρείται ότι απλά πέρασε τη βάση. Είμαστε ισχυροί όσο ποτέ στο παρελθόν, αλλά όχι αρκετά ισχυροί προς το παρόν για να τους ανατρέψουμε

Νέα κατάσταση…

Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως χαρακτηριστικά της νέας κατάστασης τα εξής:

  1. Η νέα κυβέρνηση κλυδωνίζεται, παρά το ότι έχει μόνο τέσσερις μήνες ζωής. Είναι προφανές ότι η αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων και η αδιατάρακτη συνέχιση (ή μάλλον όξυνση) της μνημονιακής πολιτικής έχει ελάχιστη κοινωνική συναίνεση.
  2. Η έλλειψη κοινωνικής συναίνεσης υποκαθίσταται από την αναβάθμιση της κρατικής καταστολής και της φασιστικής βίας, κατά το βιβλικό «όπου δεν πίπτει λόγος…».
  3. Η άνοδος της ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής αλλάζει τα πράγματα, όχι μόνο από τη σκοπιά της πολιτικής ατζέντας. Η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει έναν εν δυνάμει ανταγωνιστή στον κόσμο της αντι-πολιτικής αγανάκτησης. Επιπλέον, η παρουσία της ΧΑ επαναφέρει στο προσκήνιο τον άξονα Αριστερά-Δεξιά πλάι σε αυτόν του Μνημονίου-Αντι-μνημονίου.
  4. Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιεί τη θέση του στην αξιωματική αντιπολίτευση και με ποσοστό γύρω στο 30%. Ωστόσο, βρίσκεται απομονωμένος στο πολιτικό σκηνικό, αφού αυτή τη στιγμή δεν έχει συνομιλητή ούτε εξ αριστερών ούτε εκ δεξιών.
  5. Τέλος, η καθημερινή πια εμπειρία των επιπτώσεων της λιτότητας δημιουργεί πρωτοφανείς καταστάσεις απελπισίας και οργής, που μπορεί να πάρουν είτε τη δημιουργική μορφή της εξέγερσης είτε την (αυτό)καταστροφική του κοινωνικού κανιβαλισμού.

…παλιά και νέα καθήκοντα

Στη νέα περίοδο τα προβλήματα μας έχουν να κάνουν τόσο με τη στρατηγική της ανατροπής όσο και με την τακτική των αντιστάσεων. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι χωρίς ένα συγκεκριμένο μεν, καθολικό δε, στόχο, η αντίσταση δεν έχει νόημα. Δεν αγωνιζόμαστε (πόσο μάλλον να στρατευτούμε πολιτικά…) αν δεν βλέπουμε μια προοπτική (έστω μακρινή) στον αγώνα, αν δεν είναι ορατή η (πολύ μικρή έστω) πιθανότητα νίκης, αν δεν είναι καθαρό (έστω σε γενικές γραμμές) το πού το πάμε. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το μνημονιακό πλαίσιο έχει κλείσει κάθε δρόμο για επιμέρους αλλαγές, το μόνο δυνατό πολιτικό Νόημα της αντίστασης είναι η ανατροπή. Από τη στιγμή που η τρόικα δεν δίνει την παραμικρή «προίκα» στην τρικομματική κυβέρνηση και κρατά μια προκλητικά ανελαστική στάση, η ανατροπή παύει να αποτελεί ηθικό παρακέλευσμα που θέλγει κάποιες φοιτητικές πρωτοπορίες, και αναδύεται ως ρεαλιστική (η μόνη ρεαλιστική!) πολιτική στρατηγική του Κινήματος και της Αριστεράς. Η ανατροπή, και όχι η όποια αδύνατη βελτίωση, του μνημονιακού πλαισίου καθίσταται η μόνη χειροπιαστή προοπτική για τους αντιστεκόμενους. Επομένως, είναι επείγουσα η επανεπιβεβαίωση της ανατροπή ως γενικού πολιτικού Νοήματος που συνέχει τις αντιστάσεις. Και εκείνες οι φωνές (ειδικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ) που προτάσσουν τη λογική της ήπιας προσαρμογής και της υπεύθυνης αντιπολίτευσης δεν φέρνουν μόνο από το παράθυρο συντηρητικές διαστρεβλώσεις ενός μέχρι τώρα πολύ πετυχημένου ριζοσπαστικού σχεδίου, αλλά·υπονομεύουν την προοπτική επικράτησης της Αριστεράς και του Κινήματος. Δεν μπορείς να νικήσεις επικαλούμενος την αδύνατη ουτοπία του μνημονιακού ρεφορμισμού.

Να πάμε στην πλατεία για να μείνουμε

Ωστόσο, πέρα από τη στρατηγική, προβλήματα έχουμε και με την τακτική της αντίστασης. Όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει ακολουθητές του Παναγόπουλου. Η τελετουργία 24ωρη απεργία, Μουσείο, Σύνταγμα, δακρυγόνο, μπιρίτσα και σπίτι, δεν μπορεί να μας οδηγήσει πουθενά. Αυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν πρέπει να συμμετέχουμε στις 24ωρες απεργίες κι ότι δεν είναι γελοιότητα διηπειρωτικού βεληνεκούς το «εγώ θα απεργήσω άμα γίνει απεργία διαρκείας». Σημαίνει ότι πρέπει να δούμε αλλιώς τα πράγματα, να στοχαστούμε με δημιουργικό τρόπο πάνω στην τακτική του Κινήματος.

Σχεδόν όλο το κινηματικό δυναμικό της χώρας παρακολούθησε με ενθουσιασμό τη ζωντανή αναμετάδοση την πρόσφατη περικύκλωση του κοινοβουλίου στη Μαδρίτη από τους Ισπανούς αγανακτισμένους. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στη Μαδρίτη ήταν μάλλον λιγότερος από όσους συμμετείχαν στις τελευταίες απεργιακές διαδηλώσεις στην Αθήνα. Ωστόσο, οι Μαδριλένοι δημιούργησαν ένα πολιτικό γεγονός μεγαλύτερης εμβέλειας από αυτό των Αθηναίων, χωρίς μάλιστα να έχουν προκηρύξει απεργία τα Ισπανικά συνδικάτα. Κι αυτό γιατί η κινητοποίηση στη Μαδρίτη είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: διάρκεια και μαζική μαχητικότητα. Ο κόσμος πήγε στο κοινοβούλιο πήγε για να μείνει ώρες και να ασκήσει τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση. Και όταν άρχισε η καταστολή από την αστυνομία δεν σκόρπισε, αλλά ούτε και κλιμάκωσε την αντιπαράθεση πέραν του σημείου που θα μπορούσε πραγματικά να υποστηριχτεί από την πλειοψηφία του κόσμου που συμμετείχε.

Η επερχόμενη κινητοποίηση για τα νέα μέτρα δεν πρέπει λοιπόν να πάει στο Σύνταγμα και να φύγει όπως ήρθε. Πρέπει να μείνει εκεί όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, δηλαδή της μακράς παραμονής χιλιάδων, θα πρέπει η μεν Αριστερά να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά από την καθιερωμένη πορεία, η δε Αναρχία ένα βήμα πιο πίσω από την εξίσου καθιερωμένη πλέον σύγκρουση στα λουλουδάδικα. Το Σύνταγμα πρέπει να καταληφθεί για πολλές ώρες από το λαό της Αθήνας.

Είναι προφανές ότι η περικύκλωση της Βουλής για να μην περάσουν τα νέα μέτρα δεν είναι η λυδία λίθος για την τακτική του Κινήματος. Όμως, αναδεικνύοντας εκ νέου τη μαζικότητα, τη διάρκεια και τη μαχητικότητα σε κρίσιμα χαρακτηριστικά των κινητοποιήσεων, ανοίγει ο δρόμο για το παραπέρα. Ήτοι, την επαναδραστηριοποίηση  μαζικών ενωτικών δομών αντίστασης στις γειτονιές, και στη συνέχεια, ένα ισχυρό πανελλαδικό κύμα πολιτικής ανυπακοής, το οποίο με τη στήριξη μιας γενικής απεργίας διαρκείας, μπορεί να δημιουργήσει μια καινούργια κατάσταση.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Μας έχουν κηρύξει πόλεμο. Τι δεν καταλαβαίνεις;

 

φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

Από την Εποχή της 14/10/12

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών θα πρέπει να οδηγήσουν στα αναγκαία συμπεράσματα (που λέγανε και οι παλιοί αριστεροί). Έχουμε και λέμε: νέα, πολύ σκληρά, αντικοινωνικά μέτρα χωρίς κανενός είδους «προίκα» για την τρόικα εσωτερικού (η υπό συζήτηση επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά)· όξυνση της κρατικής καταστολής (βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, απαγορεύσεις συναθροίσεων, τρομολάγνα προπαγάνδα, προληπτικές προσαγωγές, δημοσιοποίηση φωτογραφιών συλληφθέντων διαδηλωτών)· ναζιστική, τρομοκρατική δράση της Χρυσής Αυγής με την πλήρη συνεργασία της ΕΛ. ΑΣ (τα βίντεο από τους τραμπουκισμούς στο θέατρο Χυτήριο είναι εξόχως αποκαλυπτικά). Εν ολίγοις, η ταχύτατη διολίσθηση στην «αυταρχική δημοκρατία» και η κρατικά οργανωμένη άνοδος του φασισμού αποτελούν τα αναγκαία συμπληρώματα στην κοινωνική λεηλασία του Μνημονίου. Ξαναγυρνάμε λοιπόν στα κλασικά εικονογραφημένα του εργατικού κινήματος. Τουτέστιν, στους καιρούς της καπιταλιστικής κρίσης, όταν:

α) δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τις όποιες παροχές στους «από κάτω»,

β) οι μηχανισμοί χειραγώγησης και οι θεσμοί διαμεσολάβησης δεν μπορούν να λειτουργήσουν τόσο αποτελεσματικά όσο στο παρελθόν,

τότε όχι μόνο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εξασφαλιστεί ευρεία κοινωνική συναίνεση στις ακολουθούμενες πολιτικές, αλλά η οικονομική κρίση μετατρέπεται σε κρίση πολιτικής νομιμοποίησης της κυρίαρχης ελίτ. Κατά συνέπεια, πρέπει να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί της βίας, είτε κρατικοί (όπως η αστυνομία) είτε παρακρατικοί (η Χρυσή Αυγή), για να διασφαλιστεί η κοινωνική πειθάρχηση. Το αστυνομικό κράτος και η φασιστική τρομοκρατία μετατρέπονται στα τελευταία στηρίγματα της κλυδωνιζόμενης τρόικας εσωτερικού.

Ο αδύνατος συμβιβασμός

Αυτά τα απλά, γνωστά κι εν πολλοίς κοινότοπα φαίνεται να τα αγνοούσε (ή ήθελε να τα αγνοεί) μεγάλο μέρος της Αριστεράς. Στο διάστημα που ακολούθησε τις εκλογές αναπτύχθηκε στους κόλπους της Αριστεράς μια αυταπάτη με δύο  εκφάνσεις, που ξεκίναγαν όμως από την ίδια αφετηρία: ότι είναι δηλαδή εφικτός ένας πολιτικός συμβιβασμός με την άρχουσα τάξη και την τρόικα. Η «δεξιά» εκδοχή της αυταπάτης καλλιέργησε την εντύπωση ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπιζόταν δεξιότερα, σε πιο «υπεύθυνες» και «ρεαλιστικές» θέσεις, θα μπορούσε εντέλει να κερδίσει την κυβερνητική εξουσία με μια σχετική ανοχή των κυρίαρχων ελίτ. Η «αριστερή» εκδοχή της αυταπάτης έβλεπε στον ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ το οποίο θα διαμόρφωνε μια νέου τύπου σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα. Στους καιρούς όμως της πιο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης από τη δεκαετία του ’30 δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεννόησης μεταξύ των τάξεων, κανένας χώρος για νέο ΠΑΣΟΚ. Οι «από πάνω» ούτε θέλουν αλλά ούτε και μπορούν να συμβιβαστούν με τους «από κάτω». Αυτό που θέλουν οι πλούσιοι (και η ζωή θα δείξει αν μπορούν…) είναι να μεταβιβάσουν εξ ολοκλήρου στους φτωχούς το κόστος της κρίσης. Μια τέτοια μεταβίβαση όμως συνεπάγεται μια τόσο μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου που κανείς δεν μπορεί να τη δεχτεί οικειοθελώς. Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, του κοινωνικούς πολέμου σε μια από τις πιο καθαρές μορφές του. Όσο για την Αριστερά θα πρέπει να διαλέξει. Ή θα ενσωματωθεί στο μνηνομιακό μπλοκ ή θα δώσει μέχρι τέλους τον αγώνα για την ανατροπή του. Μέση οδός δεν υπάρχει.

Στους δρόμους, με το κίνημα

Η απέναντι πλευρά μας το λέει με σαφήνεια. Τα ιδεολογήματα περί δύο άκρων και Βαϊμάρης μετατρέπονται σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα της τρόικας εσωτερικού, η κυβέρνηση υιοθετεί τον λόγο της Χρυσής Αυγής για το μεταναστευτικό, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης (προσέξτε: το υπουργείο, δηλαδή το κράτος, όχι ο υπουργός) απειλεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα του… κατεβάσει την κουκούλα, μέλος της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπεται για κακουργήματα και δημοσιοποιείται η φωτογραφία του –μέλος της νεολαίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να μην ξεχνιόμαστε. Τι δεν καταλαβαίνουμε; Τι άλλο περιμένουμε για να αποδεχτούμε αυτό που είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού;

Είναι ώρα λοιπόν να οργανωθούμε, είναι ώρα να προετοιμαστούμε για ένα αγώνα μακράς διάρκειας και μεγάλης σκληρότητας. Να κάνουμε σαφές στην κοινωνία ότι δεν υπάρχουν σωτήρες κι εύκολες λύσεις, αλλά η διέξοδος μπορεί να ανοίξει από την κινητοποίηση όλων μαζί, που προϋποθέτει όμως την ενεργοποίηση του καθενός ξεχωριστά. Να κάνουμε σαφές στο λαό της Αριστεράς ότι η belle époque έχει λήξει και ότι έχουμε μπει στην εποχή της καταπίεσης και της καταστολής, εποχή ανάλογα με όσα είχαν ζήσει οι προηγούμενες γενιές. Να κάνουμε σαφές στους πολιτικούς χώρους ότι η μάχη απέναντι στην κρατική και παρακρατική τρομοκρατία δεν μπορεί να κερδηθεί ούτε με γενικόλογες επικλήσεις στην έννομη τάξη ούτε με την αναβάθμιση της βίας των λίγων και αποφασισμένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ενεργοποιήσουμε τους θεσμούς, όπου χρειαστεί, ή ότι δεν θα σηκώσουμε το γάντι όπου οι τραμπούκοι (ένστολοι ή με πολιτικά) θα επιχειρήσουν να μας διώξουν από το δρόμο. Αυτό που σημαίνει είναι ότι τη νίκη θα μας τη δώσει το κίνημα, η μαζική, αποφασιστική και οργανωμένη κινητοποίηση. Στους δρόμους, όπου έχουμε το στρατηγικό πλεονέκτημα, με τη δράση των πολλών, που είναι το πιο ισχυρό όπλο μας. Στους δρόμους, με τη δράση των πολλών, τους τραντάξαμε. Στους δρόμους, με τη δράση ακόμα πιο πολλών, θα τους ανατρέψουμε.

Γιάννης Αλμπάνης

 

 

Περισσότερα

Συγγνώμη, αλλά δεν θα μπορέσουμε να προσφέρουμε καφέ…

Από το I cook Greek της 14/7/12

Το να πηγαίνεις στην κηδεία κάποιου που δεν ήξερες εν ζωή είναι πραγματική αγγαρεία. Συνήθως το κάνεις είτε για λόγους κοινωνικού κομφορμισμού (το συχνότερο) είτε γιατί έχεις συναισθηματικό δεσμό με κάποιον από τους πενθούντες συγγενείς (το ευγενέστερο)…

Το να έχει όμως και πολλή ζέστη κατά τη διάρκεια της εξοδίου τελετής, κάνει τα πράγματα αφόρητα, χωρίς διάθεση υπερβολής. Ο πόνος των οικείων μουδιάζει τις αισθήσεις, καθιστώντας τους ανθεκτικούς σε αυτόν τον αρρωστημένο καύσωνα της ρύπανσης και του τσιμέντου. Για όλους τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει προστασία καμιά. Απλά λιώνουμε…

«Συγγνώμη, αλλά δεν θα μπορέσουμε να προσφέρουμε καφέ»… Κι εκεί που είμαστε στο να φύγουμε, έχοντας αποχαιρετήσει για τελευταία φορά το μακαρίτη και μην έχοντας αποφύγει για χιλιοστή φορά τη στερεοτυπική (πλην απολύτως ορθή) σκέψη ότι «τίποτα δεν είναι η ζωή κτλ.», τότε σκάει η κεραμίδα. Και μένουμε βουβοί κι έκπληκτοι. Έκπληκτοί γιατί δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε κηδεία στην Ελλάδα χωρίς ελληνικό μέτριο, παξιμαδάκια, κι εκείνο το χρωματιστό υγρό που παριστάνει το κονιάκ. Βουβοί, γιατί ο άνθρωπος στάθηκε ενώπιόν μας με αξιοπρέπεια και θάρρος για να πει μια κουβέντα πολύ πολύ δύσκολη, που ένιωσε όμως ότι έπρεπε οπωσδήποτε να την πει, από υποχρέωση και σεβασμό σε όλους αυτούς που παρευρέθηκαν στον τελευταίο χαιρετισμό.

Μια τέτοια κουβέντα είναι πολύ πολύ δύσκολη γιατί τα ταφικά έθιμά μας (τα οποία δεν ξέρω αν είναι πανάρχαια, αλλά σίγουρα η απαρχή τους χάνεται πολύ πίσω στο χρόνο) δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις θρησκευτικές τελετές και τους στολισμούς με τα λευκά λουλούδια. Εξίσου είναι συνδεδεμένα με το ποτό και το φαγητό, το κοινιάκ την προηγουμένη στο σπίτι που πενθεί, τον καφέ αμέσως μετά την κηδεία, και στο τέλος όλων, την ψαρόσουπα. Μελετημένη πολύ αυτή η πένθιμη βρώση, όχι από κάποιο επιστημονικό κέντρο που ερευνάει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά από αμέτρητους απλούς ανθρώπους του λαού που, επί χρόνια ακόμα πιο αμέτρητα, πάσχιζαν να βρουν τρόπους για να καταπραΰνουν τον πόνο της απώλειας, τη στιγμή ακριβώς που μοιάζει αφόρητος. Έψαξαν, δοκίμασαν, και στο τέλος κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι γύρω από τις τελετουργίες του ποτού και του φαγητού φτιάχνεται η μικρή κοινότητα της συμπαράστασης και της παρηγοριάς, ότι με τα σερβιρίσματα και την κουβεντούλα η οικογένεια του μακαρίτη κρατιέται απασχολημένη και δεν αφήνεται να βυθιστεί στην απόγνωση της μοναξιάς, ότι οι προετοιμασίες για την υποδοχή του κόσμου που έρχεται να συλλυπηθεί, οδηγούν τελικά στην εξουθένωση και το λυτρωτικό αποκαμωμένο ύπνο, ο οποίος προφυλάσσει από την αναμέτρηση με το κενό, την πρώτη κιόλας νύχτα που αυτό έχει απλωθεί στα πάντα. Γι’ αυτό λοιπόν ο καφές και το κονιάκ είναι έθιμο ιερό κι απαραβίαστο, εξίσου σημαντικό με τις άλλες τελετουργίες και τους στολισμούς.

Το ότι πια στα ελληνικά νεκροταφεία ακούγεται το «συγγνώμη, αλλά δεν θα μπορέσουμε να προσφέρουμε καφέ», αποτελεί ίσως το έσχατο σημείο εξαθλίωσης της κοινωνίας μας. Είναι το σημείο εκείνο που η οικονομική κρίση μετατρέπεται σε μια μηχανή ταπείνωσης των ανθρώπων και θρυμματισμού του πολιτισμού τους. Όταν μια οικογένεια που δούλεψε σκληρά μια ζωή, και πάλεψε κόντρα σε αντιξοότητες ,και ονειρεύτηκε άλλα, φτάνει να μην μπορεί να προσφέρει το καφεδάκι για τον αγαπημένο που χάθηκε, έχουμε περάσει πια το όριο, κι από εκεί και πέρα μπορεί ο καθένας να κάνει το οτιδήποτε, γιατί πολύ απλά έχει καταλυθεί κάθε σταθερά που διαμόρφωνε το πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Κι ίσως ακόμα πιο εξοργιστική από την απέραντη δυστυχία που έχει φέρει η μνημονιακή διετία, είναι η στάση διαφόρων «ειδημόνων» στις τηλεοράσεις, που δείχνουν με τόσο κραυγαλέο τρόπο να μην καταλαβαίνουν ότι η συζήτηση δεν έχει να κάνει με «οικονομικούς δείκτες», αλλά με ανθρώπους που δεν μπορούν να κηδέψουν τους δικούς τους κατά πώς πρέπει.

Μετά το αρχικό σάστισμα, κινήθηκα προς το γνωστό μου που μόλις μας είχε μιλήσει. Του έσφιξα το χέρι με πολύ σεβασμό, και του είπα ένα «ζωή σ’ εσάς» αλλιώτικο απ’ ό,τι συνήθως. Δεν εννοούσα μόνο να ζήσετε για να τον θυμάστε, αλλά να ζήσετε και θα δείτε ότι στο τέλος θα βρεθεί και δουλειά, να ζήσετε γιατί η ζωή σάς αξίζει και της αξίζετε, να ζήσετε γιατί η ζωή είναι γι’ αυτούς που στέκονται αξιοπρεπείς απέναντι στην πιο μεγάλη κακουχία. Αυτοί θα φέρουν πίσω την άνοιξη.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Η χώρα όπου δεν υπάρχουν φάρμακα

Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά στην Ελλάδα;” Καταλαβαίνω ότι μπορεί να ακουστεί γελοίο, αρχοντοχωριάτικο, και ξιπασμένο , αλλά διαβάζοντας το ρεπορτάζ του Βήματος για τους καρκινοπαθείς που δεν βρίσκουν φάρμακα, αυτό πρωτοσκέφτηκα. Έκανα δηλαδή την εντελώς βλακώδη σκέψη ότι τέτοιες ιστορίες αντιστοιχούν σε χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής όπου επιχειρούν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα -”δώστε μια συνδρομή για να έχουν τα παιδάκια σιρόπι για τη φυματίωση”. Μετά που το ξανασκέφτηκα, θυμήθηκα ότι μια ανάλογη παπάρα είχε πει ο Μάικλ Μουρ σ” εκείνο το ντοκιμαντέρ για τον Μπους. Για τον Μουρ, η εικόνα των κατοίκων της Νέας Ορλεάνης που περίμεναν εις μάτην τα ελικόπτερα της διάσωσης καθισμένοι στις στέγες των πλημμυρισμένων σπιτιών τους, αντιστοιχούσε σε μια χώρα όπως το Μπαγκλαντές, όχι στην κραταιά Αμερική. Κάπως έτσι κι εγώ, ως γνήσιο βλαμμένο τέκνο της (φευ!) “Ισχυρής Ελλάδας”, έκανα την αντανακλαστική σκέψη ότι μια ιστορία για ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούν να βρουν τα φάρμακα που τους κρατάνε στη ζωή, είναι μια ιστορία της Νιγηρίας και όχι η ιστορία μια χώρας του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης. Τελικά η κρατική προπαγάνδα μας επηρεάζει κατά τρόπο πολύ πιο βαθύ απ” όσο θέλουμε να παραδεχτούμε…

 Στην πραγματικότητα, η αθλιότητα που ζουν οι καρκινοπαθείς, αυτή η απέραντη ντροπή που στιγματίζει την ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα, αποτελεί την πλέον αδιάψευστη απόδειξη ότι η Νιγηρία (την οποία τόσο συμπονάει η κυρία Λαγκάρντ) δεν είναι κάπου εκεί μακριά, αλλά εδώ στη δικιά μας χώρα, μέσα στην ευρωζώνη. Γιατί αν για τους γονείς μας Ευρώπη σήμανε ευημερία, κοινωνικό κράτος και δημοκρατία, και αντιστοίχως η Νιγηρία έφερνε στο νου την εξαθλίωση, τη διαφθορά και τον αυταρχισμό, τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι για τη δικιά μας γενιά τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Η εξαθλίωση, η διαφθορά και ο αυταρχισμός είναι εδώ, και η ευημερία, το κοινωνικό κράτος και η δημοκρατία κάπου αλλού, πού ακριβώς όμως δεν ξέρουμε. Μια χώρα όπου δεν υπάρχουν φάρμακα για τους καρκινοπαθείς δεν ανήκει στην Ευρώπη, τουλάχιστον σε αυτήν την ωραία φανταστική Ευρώπη των γονιών μας. Η Ελλάδα του 2012 ανήκει στην άλλη Ευρώπη, την ήπειρο της ΕΕ και του ΔΝΤ, την ήπειρο που συμπεριλαμβάνει τη Νιγηρία της Shell και τη Χιλή του Πινοσέτ, αυτήν την απέραντη ερημωμένη ήπειρο των αγορών. Το άλλοτε “εκεί” είναι τώρα “εδώ”, το μέχρι χτες “έξω” είναι πλέον “μέσα”.

Και όπως είναι εύλογο, σε μια χώρα που δεν υπάρχουν φάρμακα, περισσεύουν το ψέμα και ο κυνισμός της εξουσίας. Για την ακρίβεια (εδώ πρέπει να θυμηθούμε τον Γκι Ντεμπόρ) το ψέμα “των από πάνω” χάνει την παραδοσιακά ανταγωνιστική σχέση του με την αλήθεια και αυτονομείται. Ομοίως το όποιο “επιχείρημα” των κυβερνώντων χάνει και την τελευταία, προσχηματική έστω, σχέση του με τον ορθολογισμό. Ο Λοβέρδος δικαιούται πλέον περίοπτη θέση στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία, όχι μόνο γιατί εφάρμοσε σε καιρούς τυπικής δημοκρατίας τη φασιστική πρακτική της διαπόμπευσης ασθενών, αλλά γιατί αποτελεί τον εισηγητή της έννοιας της προκαταβολικής πολιτικής ευθύνης. Υπεύθυνοι για το δράμα των καρκινοπαθών δεν είναι οι μνημονιακοί που κυβέρνησαν και κυβερνούν, αλλά οι αριστεροί που ίσως να κυβερνήσουν κάποια στιγμή στο μέλλον. Πρόκειται δηλαδή για τη μοναδική περίπτωση όπου η Θεία Πρόνοια τιμωρεί το αμάρτημα πριν καν αυτό λάβει χώρα, επειδή και μόνο ο υποψήφιος αμαρτωλός το είχε κατά νου.

Τα κακαρίσματα του Υπουργού της Αρρώστιας θα μπορούσαν να προκαλέσουν γέλιο σε έναν τρίτο, σε κάποιον παρατηρητή των τεκταινόμενων. Εμείς όμως που ζούμε στη χώρα όπου δεν υπάρχουν φάρμακα, και όπου άνθρωποι δίπλα μας δίνουν τη μάχη για τη ζωή αβοήθητοι (πλην θαρραλέοι), δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση για γέλια. Μόνο να οργιζόμαστε μπορούμε.

Γιάννης Αλμπάνης, 5/6/12

Περισσότερα