prosfuges limani

Προσφυγικό: Εφτά αντιφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής

Στο προσφυγικό η κυβέρνηση δηλώνει ότι θέλει:

  1. Να κάνει πιο αυστηρή τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων με την Τουρκία.
  2. Να μεταφέρει 20.000 πρόσφυγες από τα νησιά στην ενδοχώρα.
  3. Να αυξήσει τις απελάσεις ώστε να φτάσουν τις 10.000 στο τέλος του έτους.
  4. Να περιορίσει δραστικά τη χορήγηση ασύλου και να επιταχύνει τις σχετικές διαδικασίες.

(περισσότερα…)

Περισσότερα

Οι Μανωλάδες και οι Αμυγδαλέζες του μέλλοντος μας

amugdaleza paidi

Από τη σημερινή Εποχή (21/4/2013)

Στις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού, η Χάνα Άρεντ εκτιμούσε ότι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν από τα ευρωπαϊκά κράτη οι απάτριδες-πρόσφυγες του Μεσοπολέμου, προοιωνιζόταν την αντιμετώπιση των Εβραίων από τους ναζί. Οι χιλιάδες αυτοί διωγμένοι από τις εστίες τους, θεωρήθηκαν  υποκείμενα χωρίς δικαιώματα ως μη πολίτες, κάτι που στην πραγματικότητα σήμαινε ότι γίνονταν αντικείμενα της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας και του κρατικού δεσποτισμού. Από αυτή τη σκοπιά, ο διωγμός των Εβραίων θα μπορούσε να προσεγγιστεί όχι σα μια παρά φύσιν εκτροπή των πραγμάτων, αλλά σα μια παροξυμένη εκδοχή όσων συνέβαιναν προπολεμικά.

Ίσως θα μπορούσαμε να βοηθηθούμε από τη σκέψη της Άρεντ στην προσπάθεια μας να αναλύσουμε τα τελευταία συγκλονιστικά γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη Μανωλάδα. Πολλές φορές, ακόμα και άθελα μας, προσεγγίζουμε τα ζητήματα που αφορούν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως  «εξαίρεση», ως κάτι που διαδραματίζεται «έξω» από εμάς, «έξω» από το πεδίο της άμεσης πολιτικής εμπειρίας μας. Ανεξαρτήτως της στάσης μας απέναντι τους, οι μετανάστες και ο πρόσφυγες είναι οι «άλλοι» οι «ξένοι». Το ερώτημα που τίθεται τελικά  είναι αν οι ξένοι δεν είναι και τόσο «ξένοι» ή μάλλον για να το προσδιορίσουμε καλύτερα, αν οι συνθήκες εργασίας των μεταναστών και η αντιμετώπιση τους από τον κρατικό μηχανισμό δεν αποτελούν την εξαίρεση μέσα στο βασίλειο του κράτους δικαίου και της κοινωνικής προστασίας, αλλά συγκροτούν τον νέο κανόνα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τις πολιτικές ελευθερίες. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι αν οι Μανωλάδες και οι Αμυγδαλέζες συνιστούν  τα εργαστήρια όπου διαμορφώνεται το δικό μας μέλλον.

Μια προφανής αντίρρηση στον ισχυρισμό περί εργαστηρίου θα ήταν ότι έναν Έλληνα εργαζόμενο δεν θα τον πυροβολούσαν σε περίπτωση που διεκδικούσε τα δεδουλευμένα του. Ωστόσο, η Μανωλάδα δεν δημιουργήθηκε σήμερα, αλλά ήδη μετράει αρκετά χρόνια εργοδοτικής τρομοκρατίας και ρατσιστικής βίας. Εκείνο που πραγματικά άλλαξε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι η Μανωλάδα έπαψε να είναι η εξωφρενική εξαίρεση της αγοράς εργασίας, ένας θύλακας τριτοκοσμικής μπανανίας εντός μιας κραταιάς χώρας της ευρωζώνης. Όντως σήμερα κανέναν Έλληνα δεν θα τον πυροβολήσουν αν ζητούσε τα δεδουλευμένα του. Όταν όμως πρωτομάθαμε για τη Μανωλάδα, δεν υπήρχε Έλληνας που να μην πληρωθεί για εργασία που είχε κάνει, δεν υπήρχε Έλληνας που να δουλεύει συστηματικά ανασφάλιστος για ψίχουλα, δεν υπήρχε Έλληνας του οποίου οι συνθήκες εργασίας να ορίζονται αποκλειστικά κατά τις βουλές του εργοδότη. Σήμερα η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Αυτό που κάποτε ήταν συνθήκη αποκλειστικά για τους μετανάστες, πλέον αποτελεί κανόνα για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι (ίσως το μεγαλύτερο) των Ελλήνων εργαζομένων. Μάλιστα η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή αν λάβουμε υπ” όψη ότι στο υπό την Cosco λιμάνι του Πειραιά ή στις υπό διαμόρφωση ειδικές οικονομικές ζώνες, θεσμοθετείται επισήμως αυτό που μέχρι τώρα θεωρούταν αυθαίρετη πρακτική της εργοδοσίας. Όντως, λοιπόν, μόνο στη Μανωλάδα πυροβολούν, αλλά ολοένα και περισσότερο μοιάζει η Μανωλάδα να είναι το πρωτοπόρο παράδειγμα που ακολουθεί  η αγορά εργασίας.

Αναλόγως μπορούμε να προσεγγίσουμε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι αλήθεια ότι προορίζεται αποκλειστικά για τους μετανάστες αυτός ο (μη) τόπος της δικαιικής εξαίρεσης, όπου φυλακίζονται για απροσδιόριστο χρόνο άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα και όπου καταλύεται κάθε έννοια δικαιώματος όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Προχτές όμως διαβάσαμε την κυβερνητική ανακοίνωση ότι ανοίγουν στρατόπεδα για τους οφειλέτες του δημοσίου. Επιπλέον, παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ότι οι επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας δεν στοχεύουν μόνο τους μετανάστες, αλλά επεκτείνονται, θέτοντας στο στόχαστρο τους αστέγους και τους τοξικοεξαρτημένους -είχαν προηγηθεί βέβαια προεκλογικά οι εκδιδόμενες οροθετικές. Δηλαδή, το «καθεστώς εξαίρεσης» που σιγά σιγά έγινε κανόνας για τους μετανάστες, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει τους φτωχούς ή φτωχοποιημένους ντόπιους. Αυτό που χτες ήταν πόλεμος εναντίον των μεταναστών, τώρα εξελίσσεται σε ένα γενικευμένο πόλεμο εναντίον των φτωχών συνολικά.

Συνοψίζοντας, ισχυρίζομαι ότι η εξουσία χρησιμοποιεί τα σώματα των μεταναστών και των προσφύγων (απέναντι στους οποίους οι ντόπιοι συνήθως είναι εχθρικοί) για να εφαρμόσει πολιτικές που όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους ντόπιους, αλλά που μέχρι πριν κάποιο διάστημα θεωρούνταν αδιανόητες -ποιος θα μπορούσε να φανταστεί στρατόπεδα συγκέντρωσης στη μεταπολεμική Ευρώπη; Η εφαρμογή του αδιανόητου στον «ξένο»  δημιουργεί θεσμικό προηγούμενο, με τον καιρό το κανονικοποιεί, κι εντέλει εθίζει την κοινωνία στο να το θεωρεί φυσιολογικό. Όταν η βαρβαρότητα γίνει στοιχείο της καθημερινότητας παύει να μάς σοκάρει. Έχοντας λοιπόν αποδεχτεί το αδιανόητο για τους «άλλους», μπορούμε πολύ εύκολα να το δεχτούμε και για εμάς τους ίδιους. Όταν σπάει το ταμπού, όλα είναι δυνατά.

Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω βέβαια  να υποβαθμίσω τα βάσανα των μεταναστών ή να αρνηθώ ότι οι μετανάστες είναι οι πιο κολασμένοι από τους κολασμένους. Ούτε βέβαια υπαινίσσομαι (πώς θα μπορούσα άλλωστε;) ότι δεν χρειαζόμαστε ένα διακριτό κίνημα αλληλεγγύης στους μετανάστες. Η άποψη που προσπαθώ να στηρίξω  είναι ότι αν οι κρατικές πολιτικές για το μεταναστευτικό αποτελούν τις πρώτες δοκιμές μέτρων που τελικά επεκτείνονται σε όλη την κοινωνία, τότε δεν θα πρέπει να βλέπουμε στην αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες τόσο την έκφραση των διεθνιστικών και ουμανιστικών αξιών της Αριστεράς, όσο την πρώτη γραμμή υπεράσπιση των συμφερόντων των φτωχών στο σύνολο τους. Αν οι Αμυγδαλέζες και οι Μανωλάδες είναι τα εργαστήρια του μέλλοντος μας, τότε ο αγώνας για την κατάργηση τους δεν είναι απλά πράξη συμπαράστασης προς «τα έξω»,  σε κάποιους «άλλους». Αντιθέτως, είναι ένα αγώνας «εντός», για εμάς τους ίδιους. Είναι ένας αγώνας για να μη βυθιστεί συνολικά η κοινωνία στον δεσποτισμό του κεφαλαίου. Υπερασπιζόμενοι τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, υπερασπιζόμαστε εντέλει τους εαυτούς μας μας.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Αλβανοί χορευτές στην Ελληνική πατρίδα

Από το Red Notebook

Ξεφυλλίζοντας το (μάλλον φτωχό) πρόγραμμα της Λυρικής για το μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέττα (μουσική Προκόφιεφ, χορογραφία Τζανέλλα), το μάτι πέφτει σε μια «λεπτομέρεια».  Είναι στο ένθετο με το καστ: «Ντανίλο Ζέκα, Ρωμαίος. Γεννήθηκε στα Τίρανα όπου σπούδασε στην Κρατική Ακαδημία Χορού (1992/96). Την περίοδο 1996/7 συμμετείχε στα Μπαλέτα της Κρατικής Όπερας της Αλβανίας. Το 1997 χόρεψε στη Γενεύη και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε κτλ κτλ». Λίγες σελίδες ποιο πέρα, άλλη μια λεπτομέρεια: « Μπλέντι Λατίφι, Μπενβόλιος. Γεννήθηκε στα Τίρανα. Σπούδασε στην Κρατική Ακαδημία Χορού των Τιράνων και το 1988 έγινε μέλος του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας Αλβανίας (Corps de Ballet). Από το 1991 και εξής συνεργάστηκε με διάφορες ελληνικές ομάδες χορού κτλ κτλ».

Η «λεπτομέρεια» που χτυπάει στο μάτι είναι βέβαια η εθνική καταγωγή των δύο πρωτοκλασάτων χορευτών της Λυρικής. Το βαθιά ριζωμένο μέσα μας στερεότυπο λέει ότι ένας Αλβανός μπορεί να είναι οικοδόμος, υδραυλικός κι εργάτης γης∙ μπορεί επίσης να είναι ληστής κι έμπορος ναρκωτικών –αυτές είναι μάλιστα οι ιδιότητες που ανακαλεί συνήθως ο νους μας στο άκουσμα της λέξης. Αλλά να υπάρχουν Αλβανοί «αστέρια» του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής; Αλβανοί που να χορεύουν με ευαισθησία και τεχνική επάρκεια δύο από τους μεγάλους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου της ορχηστικής τέχνης; Πόσο μάλλον όταν οι δύο χορευτές ανδρώθηκαν καλλιτεχνικά στη γείτονα, και όχι σε κάποιο μητροπολιτικό κέντρο της Δυτικής Ευρώπης… Μα μπορεί η Αλβανία να βγάζει σημαντικούς χορευτές του κλασικού μπαλέτου, οι οποίοι μάλιστα να είναι τόσο καλοί ώστε να κάνουν καριέρα στην Ελλάδα των εκατοντάδων σχολών χορού;

Η απάντηση είναι βέβαια ναι, η Αλβανία βγάζει σπουδαίους χορευτές. Μπορεί να το πιστοποιήσει το κοινό που κατέκλυσε το Μέγαρο για να χειροκροτήσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα της Λυρικής. Το κοινό αυτό που επευφήμησε τους Έλληνες χορευτές και τις Ελληνίδες χορεύτριες, εξίσου με τους ξένους συναδέλφους τους. Γιατί το κοινό χειροκροτεί όχι με βάση την εθνικότητα του καλλιτέχνη, αλλά με βάση το αν ο καλλιτέχνης μπόρεσε να το συγκινήσει. Γι’ αυτό άλλωστε το ελληνικό κοινό, που γενικά δεν φείδεται επευφημιών,  έχει «υιοθετήσει» στο παρελθόν καλλιτέχνες όπως ο Νουρέγιεφ και ο Μορίς Μπεζάρ, αλλά και πιο πρόσφατα η Σιλβί Γκιλέμ.  Στις τέχνες ο καλός αποθεώνεται, ακόμα και αν κατάγεται από το Δέλτα του Κενταύρου.

Αφού λοιπόν είναι καταφατική η απάντηση στο αν η Αλβανία βγάζει πολύ καλούς χορευτές, εύλογα γεννιούνται τρία ερωτήματα. Το πρώτο είναι αν μπορούμε να σκεφτούμε την πραγματικότητα που ζούμε (αυτήν την τόσο πολύπλοκη πραγματικότητα…) πέρα από τα κυρίαρχα στερεότυπα. Το στερεότυπο είναι ένας πολύ απλός τρόπος για να οργανώνει κανείς την αντίληψη του για τον κόσμο (γι’ αυτό πολλές φορές είναι αναγκαίο) και συνήθως έχει σαν αφετηρία μια αληθή διαπίστωση. Είναι αλήθεια λοιπόν ότι οι Αλβανοί (οι μετανάστες εν γένει) είναι συνήθως χειρώνακτες εργάτες. Είναι επίσης ότι αρκετοί μετανάστες (όπως άλλωστε κι ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός Ελλήνων) βγάζει τα προς το ζην παρανομώντας. Αν μείνει κανείς όμως προσκολλημένος στο στερεότυπο (που όπως είπαμε έχει σαν αφετηρία αληθείς διαπιστώσεις) καταλήγει στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Οι μετανάστες δεν είναι μόνο εργάτες ή παράνομοι, αλλά και χορευτές (όπως είδαμε), καθηγητές, νοσηλευτές, δικηγόροι, μεταφραστές, τεχνικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλα πολλά.  Για την ακρίβεια, το εν λόγω στερεότυπο (που καλλιεργείται συστηματικά από τα ΜΜΕ) καλύπτει ένα μικρό μόνο κομμάτι της μεγάλης πραγματικότητας της μετανάστευσης: Σπανίως (σχεδόν ποτέ δηλαδή) βλέπουμε τους μετανάστες στις τηλεοράσεις ως άξιους επαγγελματίες. Όπως επίσης δεν τους βλέπουμε ως θύματα (και όχι θύτες) εγκληματικών πράξεων. Δεν υπάρχει δηλαδή ρεπορτάζ για το μετανάστη που δούλευε στα χωράφια και όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής το αφεντικό φώναξε την αστυνομία να τον πιάσει γιατί δεν είχε χαρτιά∙ ή δεν θα γίνει ειδική εκπομπή για τη μετανάστρια που κάποιος «Γιώργος» της υποσχέθηκε δουλειά στην Ελλάδα για να τη βγάλει εντέλει στο κλαρί. Ενώ λοιπόν είναι αλήθεια ότι  μετανάστες είναι και εργάτες και παράνομοι, εντούτοις, το να γενικεύουμε αυτή τη μερική αλήθεια ισοδυναμεί τελικά με ένα ολόκληρο ψέμα.

Το δεύτερο ερώτημα είναι τι θα είχε συμβεί αν όντως είχε τεθεί σε εφαρμογή το σύνθημα «να φύγουν όλοι οι ξένοι». Το ερώτημα βέβαια είναι υποθετικό, μια άσκηση του νου. Το να διωχτούν κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες από την Ελλάδα και κάποια εκατομμύρια απ’ όλη την Ευρώπη, είναι αδύνατο. Πρόκειται για κάτι πιο απίθανο ακόμα από την εγκαθίδρυση της παγκόσμια ειρήνης. Ας πούμε όμως για την οικονομία της κουβέντας ότι θα  μπορούσε να γίνει. Η πρώτη άμεση επίπτωση θα ήταν ότι το μπαλέτο της Λυρικής θα αντιμετώπιζε φαινόμενα διάλυσης. Με μια πρόχειρη ματιά στο καστ βλέπουμε έναν Ιταλό χορογράφο, και από τους χορευτές, δύο Αλβανούς, έναν Ρουμάνο, έναν Λευκορώσο κι έναν Σέρβο –ίσως να υπάρχουν και άλλοι. Εν ολίγοις, η Λυρική θα είχε πρόβλημα να ανεβάζει πολυπρόσωπες παραγωγές (αφού φαίνεται ότι δεν μπορεί να βρει εύκολα ικανούς Έλληνες χορευτές), κάτι που θα έκανε την πολιτιστική παραγωγή μας φτωχότερη. Ανάλογα φαινόμενα θα είχαμε και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, από τη γεωργία ως τη φροντίδα αρρώστων και ηλικιωμένων. Αν μπορούσε λοιπόν να εφαρμοστεί  το έτσι κι αλλιώς ουτοπικό σύνθημα «να φύγουν όλοι οι ξένοι» δεν θα καταστρέφαμε μόνο τις ζωές χιλιάδων έντιμων ανθρώπων που πασχίζουν με πολύ ιδρώτα να ζήσουν απ’ τη δουλειά τους, αλλά θα κάναμε πιο φτωχή την οικονομία και τον πολιτισμό της χώρας μας.

Το τρίτο κα τελευταίο ερώτημα που προκύπτει από τη διαπίστωση περί πολύ καλών Αλβανών χορευτών, είναι το ποιους θέλουμε τελικά να μετέχουν της κοινής Ελληνικής πατρίδας. Είναι άραγε πιο «Έλληνες» απ’ τους Ζέκα και Λατίφι, οι «εγέρθητοι Καιάδες» που το μόνο που ξέρουν είναι να ανοίγουν κεφάλια και τραγουδάνε ύμνους για το Άουσβιτς; Μήπως είναι πιο αναγκαίος σε αυτήν την Ελληνική πατρίδα ο αλλοεθνής που δημιουργεί και σέβεται το κοινωνικό σύνολο, από τον ντόπιο που έχει κάνει ιδεολογία τη βαρβαρότητα και σπέρνει το φόβο; Μήπως τελικά αυτή η κοινή Ελληνική πατρίδα θα ήταν πολύ πιο φτωχή και μίζερη χωρίς τους Αλβανούς χορευτές της Λυρικής, αλλά θα μπορούσε να ζήσει μια χαρά χωρίς τους Έλληνες νοσταλγούς του Ολοκαυτώματος; Η απάντηση που θα δώσουμε, θα καθορίσει εν πολλοίς την πορεία της κοινωνίας μας στο άμεσο μέλλον.

Γιάννης Αλμπάνης, 13/5/2012

Περισσότερα

Αγάπα τον πλησίον σου

Από το Red Notebook

«Και ποιος είναι ο πλησίον κύριε Βεργολιά;»

Το ερώτημα της 6ης Δημοτικού απαντήθηκε με αναπάντεχο τρόπο (μυστήριες γαρ οι βουλές του Κυρίου), εικοσιπέντε χρόνια μετά. Ο πλησίον ήταν τελικά ένα ζευγάρι συνταξιούχων που είχαν κολλήσει στις γραμμές του τρένου. Αναπάντεχη η απάντηση, όπως αντίστοιχα με αναπάντεχο τρόπο απαντήθηκε ένα ερώτημα που μπορεί να μην τέθηκε στον κ. Βεργολιά, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε σχολικές αίθουσες και κατηχητικά: «Ποιος ακολουθεί σωστά τη διδασκαλία του Ιησού, ποιος είναι τελικά ο καλός χριστιανός;»

Στο Κρυονέρι διαπιστώσαμε ότι οι καλοί χριστιανοί ήταν δύο μη χριστιανοί, δύο μουσουλμάνοι, «λαθραίοι», και χωρίς όνομα –γιατί σε αυτή τη χώρα οι μετανάστες δεν δικαιούνται να έχουν όνομα, όπως ακριβώς είναι πάντοτε ανώνυμοι το «παιδί με το μηχανάκι» και «η κοπέλα που σηκώνει τα τηλέφωνα». Ούτε λοιπόν αυτοί που έχουν πιάσει ονομαστικό στασίδι στην εκκλησία, ούτε οι θεοφοβούμενοι νοικοκυραίοι , ούτε οι ορθόδοξοι, παλιοί και νέοι. Δύο μετανάστες από το Πακιστάν ήταν, που θεώρησαν σκόπιμο να τζογάρουν τη ζωή τους (για να χάσουν στο τέλος), προσπαθώντας να σώσουν ένα ζευγάρι αγνώστων τους. Όχι γιατί είχαν να κερδίσουν κάτι από αυτό, αλλά γιατί θεώρησαν αυτονόητο να σταθούν σε αυτούς που βρέθηκαν δίπλα τους και τους είχαν ανάγκη. Κι ας μην ήταν αυτοί οι πλησίον Πακιστανοί και μουσουλμάνοι, αλλά Έλληνες και χριστιανοί∙ και ας έχουν ταπεινώσει οι Έλληνες τους Πακιστανούς με κάθε δυνατό τρόπο, δεκαπέντε χρόνια τώρα∙ και ας φωνάζουν οι υπουργοί των Ελλήνων ότι οι Πακιστανοί είναι εγκληματίες και γεμάτοι αρρώστιες. Για τους δύο καλούς χριστιανούς, που ήταν όμως μουσουλμάνοι, όλα αυτά τα «και ας» για τα οποία έγινε λόγος, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Αυτό που είχε σημασία ήταν το «αμέσως» για τη σωτηρία των δύο γερόντων, των δύο πλησίον.

Προφανώς, οι δύο Πακιστανοί δεν ακολούθησαν την αλληλουχία των σκέψεων που οδηγεί στο επιβληθεί το ηθικό καθήκον στους εύλογους ανθρώπους δισταγμούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις ούτε σκέφτεσαι, ούτε ανακαλείς αυτά που έχεις διαβάσει. Πράττεις με ενστικτώδη τρόπο τα αυτονόητα σου, αυτά που σ’ έμαθαν από πολύ μικρό οι γονείς σου, σε μια μακρινή ή σε τούτη εδώ την κοντινή πατρίδα. Και προφανώς αυτό που είχαν μάθει οι δυο μετανάστες από πολύ μικροί, ήταν ότι πρέπει να βοηθάνε τον πλησίον που βρίσκεται σε ανάγκη. Έτσι φαίνεται να τους τα είχαν πει οι δικοί τους. Δεν είχε βρεθεί δηλαδή κανείς «μεγάλος» να τους διδάξει από μικρά παιδιά ότι πρέπει να κοιτάνε τη δουλειά τους και να μην μπλέκονται, ότι η ζωή είναι πόλεμος όλων εναντίον όλων.

Αγάπα τον πλησίον σου. Στην πόλη μας δεν έχουμε τζαμιά για να προσευχηθούν για τις ψυχές τους όσοι τους είχαν συναντήσει στη ζωή. Ούτε νεκροταφείο για να τους βάλουμε κατά πώς πρέπει και θα το ήθελαν κι οι ίδιοι. Γι’ αυτό σκέφτομαι τη Μεγάλη Παρασκευή που θα πάω στη δικιά μας την εκκλησία, να τους  ανάψω ένα κεράκι και να ζητήσω από τον Κύριο, όταν έρθει στα πράγματα, να μην ξεχάσει τους δύο Πακιστανούς που θυσίασαν τη ζωή τους για να σώσουν τους δύο Έλληνες γερόντους. Μπορεί  εγώ να είμαι άθεος και αυτοί οι δύο να ήταν μουσουλμάνοι, αλλά Κύριε μου σε μια χώρα που όλοι Σε επικαλούνται και κανείς δεν Σε φοβάται, αυτοί οι δύο αλλόθρησκοι, ξένοι και «λαθραίοι», έκαναν πράξη τη διδασκαλία Σου. Να τους θυμηθείς λοιπόν όταν έρθεις στα πράγματα. Δεν τους χρειάζονται βουνά από πιλάφια, ποτάμια από μέλι και χίλιες παρθένες να τους αγαπάνε. Τους αρκεί ένα μέρος να μην τους κυνηγάνε και να τους φωνάζουν με τ’ όνομα τους.

Γιάννης Αλμπάνης, 8/4/12

Περισσότερα

Μετανάστες, οι Εβραίοι της μνημονιακής εποχής

Από το Red Notebook

Αν κάποιος είχε αμφιβολίες για το κατά πόσο η μνημονιακή εποχή μας έχει αναλογίες με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης , παρακολουθώντας το δελτίο ειδήσεων του Μέγκα το βράδυ της 26ης Μαρτίου, σίγουρα θα άλλαζε άποψη. Η παρουσίαση της ανακοίνωσης για τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών έγινε με τους όρους του κλασικού φασισμού. Οι μετανάστες σταθερά συσχετίζονταν με τις χωματερές, οι δε αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έβρισκαν την αναλογία τους στα τοπικά κινήματα ενάντια στην εγκατάσταση ΧΥΤΑ. Οι μετανάστες που ζουν στο κέντρο της Αθήνας παρουσιάστηκαν «σαν υγειονομική βόμβα που απειλεί την υγεία μας», καθώς  και σαν φορείς (εννοείται) της εγκληματικότητας. Η συνάφεια με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι ναζί τους Εβραίους είναι προφανής: άνθρωποι-σκουπίδια που στην πραγματικότητα έχουν εκπέσει της ανθρώπινης ιδιότητας , μολυσματικές εστίες που απειλούν την καθαρότητα και την υγεία του εθνικού σώματος, στυγεροί εγκληματίες που ληστεύουν τους φιλήσυχους γηγενείς εργαζόμενους. Σήμερα, ξέρουμε από την ιστορική εξέλιξη, ότι η απανθρωποποίηση των Εβραίων αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εξόντωση τους.

Μια κρατική πολιτική

Θα ήταν ευχής έργο η παρουσίαση του καναλιού για την οποία μόλις έγινε λόγος, να συνιστούσε μια από τις γνωστές φασίζουσες υπερβολές στις οποίες μας έχει συνηθίσει η τηλεόραση της διαπλοκής. Δυστυχώς, οι « έγκριτοι δημοσιογράφοι» των 8:00 κινήθηκαν στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος με τις δηλώσεις που έκανε ο υπουργός καταστολής Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, αναγγέλλοντας την ίδρυση των στρατοπέδων. Με το γνωστό του ύφος, υβρίδιο μάνατζερ πολυεθνικής και επιθεωρητή Κάλαχαν, ο Χρυσοχοϊδης δήλωσε: «Παρουσίασα επίσης, στους κ. Περιφερειάρχες και στους Δημάρχους, τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσουν αυτά τα κέντρα φιλοξενίας. Καθώς και ότι αυτή τη στιγμή, η χώρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο ζήτημα δημόσιας υγείας. Υπάρχει μία «βόμβα» δημόσιας υγείας. Χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται παρανόμως σε επιχειρήσεις εστίασης, παραγωγής τροφίμων και αυτή τη στιγμή αυτό που προέχει είναι να προστατεύσουμε μεταξύ των άλλων και τη δημόσια υγεία. Εκεί, λοιπόν, στους χώρους αυτούς που θα δημιουργηθούν θα υπάρχουν υποδομές υγείας προκειμένου αυτοί οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν τα όποια προβλήματα με τρόπο αποτελεσματικό έτσι ώστε να επιστρέψουν στις πατρίδες τους υγιείς και να μη μεταδίδουν και εκεί τα νοσήματα τα οποία έχουν εδώ για λόγους που έχουν να κάνουν με τον τρόπο διαβίωσής τους.» Και στη συνέχεια: «Κάνω έκκληση στις τοπικές κοινωνίες, στους εκπροσώπους της Αυτοδιοίκησης, στους κ. Περιφερειάρχες. Τους καλώ όλους να συνεργαστούμε και να δουλέψουμε μαζί για να δώσουμε απάντηση στην αγωνία των πολιτών για ασφάλεια, για δημόσια υγεία, για κοινωνική ειρήνη και κοινωνική συνοχή. Δεν μπορούμε να το υποστούμε αυτό άλλο.»  Επομένως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μιντιακές υπερβολές, αλλά με μια κεντρικά σχεδιασμένη κρατική πολιτική.

Αποδιοπομπαίοι τράγοι

Στη δεύτερη αποστροφή των δηλώσεων Χρυσοχοϊδη μπορεί εύκολα να ανιχνεύσει τις πολιτικές-προεκλογικές σκοπιμότητες της αιφνίδιας ανακοίνωσης για τα στρατόπεδα, λίγες ημέρες μετά την αλλαγή ηγεσία στο Υπουργείο Καταστολής. Το μνημονιακό μπλοκ επιχειρεί να αλλάξει την ατζέντα εν όψει εκλογών, στρέφοντας το ενδιαφέρον από το αδιέξοδο της ακολουθούμενης πολιτικής προς την υστερία για το μεταναστευτικό. Δεν είναι το Μνημόνιο που ευθύνεται για την απώλεια της «ασφάλειας», την επιδείνωσης της «δημόσιας υγείας», τη διασάλευση  της «κοινωνικής ειρήνης» και τη διάρρηξη της «κοινωνικής συνοχής», αλλά οι μετανάστες. Δεν είναι οι μνημονιακές πολιτικές κυβέρνησης, τρόικας κι εργοδοσίας που έχουν ρίξει την κοινωνία στη μιζέρια, αλλά οι ξένοι εργάτες που είτε έρχονται στην Ελλάδα για το μεροκάματο είτε περνάνε από τη χώρα με κατεύθυνση την Ευρώπη. Δεν είναι το αστικό πολιτικό προσωπικό, δηλαδή ο Χρυσοχοΐδης και οι συνεργάτες του, που οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή, αλλά όσοι είναι τελείως αμέτοχοι των μεγάλων πολιτικών αποφάσεων και υφίστανται την πιο άγρια εκμετάλλευση. Οι θύτες του «ελληνικού εγκλήματος» προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τα πιο μεγάλα θύματα των πράξεων τους. Θέλουν  να μετατρέψουν  τους μετανάστες στους αποδιοπομπαίους τράγους της κοινωνικής κρίσης, στους αποδέκτες της γενικευμένης οργής για την εξαθλίωση. Στρέφοντας τους φτωχούς ενάντια σε αυτούς που είναι ακόμα πιο φτωχοί, οι πλούσιοι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι –και οι παρελάσεις να διεξάγονται ομαλώς…  Στο σημείο αυτό, δηλαδή στη μετατροπή των μεταναστών σε αποδιοπομπαίους τράγους, ανιχνεύεται η δεύτερη αναλογία με τους Εβραίους της Βαϊμάρης. Και τότε δεν ήταν οι καπιταλιστές που ευθύνονταν για την άγρια εκμετάλλευση και την απέραντη φτώχεια, δεν ήταν οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού στις οποίες οφείλονταν η κρίση και η έκρηξη της ανεργίας. Όχι, ήταν οι Εβραίοι που είχαν μαχαιρώσει πισώπλατα το γερμανικό στρατό στον Μεγάλο Πόλεμο και συνέχιζαν να απομυζούν την ικμάδα του έθνους. Κι εδώ, η ιστορική εξέλιξη δεν αφήνει χώρο για παρανοήσεις: τα πογκρόμ και η θεσμοθέτηση των διακρίσεων οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση του συνόλου των εργαζομένων κι εντέλει στην καταστροφή του πολέμου.

Φυλάκιση χωρίς έγκλημα

Ο Χρυσοχοΐδης, ο Σαμαράς και οι «έγκριτοι δημοσιογράφοι» θέλουν να φυλακίσουν χιλιάδες μετανάστες  όχι γιατί έχουν διαπράξει κάποια παρανομία, αλλά με βάση ακριβώς την ιδιότητά τους ως μετανάστες. Η παράνομη είσοδος σε μια χώρα είναι μια διοικητική παράβαση, πταισματικού χαρακτήρα, που σε καμιά περίπτωση δεν προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Δεν υπάρχει εύλογη αντιστοιχία  ανάμεσα σε αυτήν την παράβαση και την πολύμηνη κράτηση  που προβλέπεται στα στρατόπεδα. Ο εγκλεισμός του μετανάστη λαμβάνει χώρα εξαιτίας σκοπιμοτήτων εξωτερικών των δικών του πράξεων, δηλαδή χάριν της γενικής αποτροπής της μετανάστευσης, καθώς και μιας νεφελώδους «προστασίας» της κοινωνικής ειρήνης και της δημόσια υγείας. Ένας ολόκληρος πληθυσμός τίθεται εκτός της προστασίας τους νόμου, γίνεται αυτομάτως αντικείμενο καταστολής και κολασμού –και ξανά ο νους μας στους Εβραίους του Ράιχ…

Αριστερή πολιτική

Λόγω της κρίσης, η Ελλάδα έχει πάψει πλέον να είναι τόπος υποδοχής μεταναστών. Όσοι φτάνουν εδώ, έχουν τελικό προορισμό τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Επιπλέον, είναι πάρα πολλοί οι μετανάστες που εγκαταλείπουν τη χώρα ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά έξαρση μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι ότι έχουμε μια πρωτοφανή έξαρση της φτώχειας και της εξαθλίωση (ελέω Μνημονίου), με ταυτόχρονη παντελή απουσία οποιασδήποτε μέριμνας για όσους περιθωριοποιούνται –είτε αυτοί είναι ντόπιοι είτε μετανάστες. Οι καταστάσεις εξαθλίωσης στο κέντρο της Αθήνας δεν οφείλονται στη μετανάστευση, αλλά στη διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών, στο ότι χιλιάδες άνθρωποι (ντόπιοι και μετανάστες) δεν έχουν ένα πιάτο φαΐ και στέγη για το βράδυ. Το δεύτερο πράγμα που συμβαίνει, είναι ότι οι έλεγχοι και τα μπλόκα στα δυτικά σύνορα της χώρας καθυστερούν (χωρίς βέβαια τελικά να αποτρέπουν) τη διέλευση των μεταναστών. Κατά συνέπεια, η τράνζιτ παραμονή στην Ελλάδα επιμηκύνεται, σε καθεστώς μάλιστα απουσίας οποιασδήποτε μέριμνας. Σε αυτά τα δύο σημεία, δηλαδή την  κοινωνική πρόνοια και τη συνθήκη Δουβλίνο 2, η Αριστερά μπορεί να πει πολλά πράγματα, και μάλιστα ωραία, πολιτικότατα και πιασάρικα. Πριν φτάσουμε όμως σε αυτά τα ωραία και πολιτικά, θα πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε τις δύο ιδεολογικές αφετηρίες της Αριστεράς (γιατί οτιδήποτε άλλο δεν είναι Αριστερά). Πρώτον, με το φασισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν διαπραγματευόμαστε, τον πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις. Εξήντα χρόνια μετά τη Μακρόνησο δεν επιτρέπεται να ανεχτούμε την αναβίωση του εφιάλτη. Δεύτερον, θεωρούμε τους μετανάστες αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης. Δεν τους αντιμετωπίζουμε με συμπάθεια, αλλά είμαστε σύντροφοι και συναγωνιστές τους. Γιατί εμείς οι αριστεροί είμαστε μ’ εκείνο το ουρανόμηκες «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Με αυτό είμαστε εμείς, χωρίς μα και αλλά. Η αναγκαία πολιτική έπεται.

Για όσους θέλουν να ψάξουν το θέμα των στρατοπέδων, τα βιβλία του Τζόρτσιο Αγκάμπεν Homo Sacer  και Κατάσταση Εξαίρεσης μπορεί να φανούν πολύ χρήσιμα

Γιάννης Αλμπάνης 26/3/2012

Περισσότερα

Πρώτη μέρα στα (Πίσω) Θρανία

Ξεκίνησε σήμερα η σχολική χρονιά για τα Πίσω Θρανία με (τι άλλο;) τις εγγραφές των μεταναστών μαθητών. Οι εθελοντές  δάσκαλοι και οι μαθητές συναντήθηκαν στο Στέκι Μεταναστών (Τσαμαδού 13, Εξάρχεια) και διαμόρφωσαν το πρόγραμμα των μαθημάτων για την περίοδο που ανοίγει.

Τα  Πίσω Θρανία δημιουργήθηκαν το 1997 με πρωτοβουλία του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Μεταναστών. Εδώ  και δεκατέσσερα χρόνια, χάρη στην ανιδιοτελή προσφορά δεκάδων δασκάλων, περισσότεροι από 2.000 μετανανάστες έχουν μάθει ελληνικά εντελώς δωρεάν.

Όλα αυτά τα χρόνια, τα Πίσω Θρανία κατάφεραν να συγκροτήσουν έναν σημαντικό κινηματικό αντιθεσμό που συμβάλλει ιδιαίτερα στην κοινωνική ένταξη τ ων μεταναστών και την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ ντόπιων και ξένων εργαζομένων.

Για πληροφορίες για τα μαθήματα ή για να έρθετε σε επαφή με τα Πίσω Θρανία τηλ. 210 3813928 (Δευτέρα-Παρασκευή, 5:00μμ-8:00μμ)

Περισσότερα