Η εισήγηση της Μάνιας Μπαρσέφσκι στην ανοιχτή συζήτηση με θέμα : “Η Αριστερά απέναντι στην κυβέρνηση σωτηρίας του Μνημονίου”. Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στην κατάληψη της Τσαμαδού 15 στις 14/11/11/
Δανείζομαι τη διατύπωση ενός συντρόφου, την οποία θεωρώ εξαιρετικά γλαφυρή για την περιγραφή της πολιτικής κατάστασης που βιώνουμε σήμερα: ότι «αν σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού ο πλούτος εθεωρείτο αναφαίρετο δικαίωμα των κατόχων μέσων παραγωγής και φυσικός νόμος», σήμερα, οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και υποστηρικτές του σκηνικού Αποκάλυψης που διαμορφώνει για την κοινωνία η πολιτική της τρόικας σε αγαστή συμφωνία με το άγριο νεοφιλελεύθερο κυβερνητικό μέτωπο, «υποστηρίζουν (και εφαρμόζουν) ότι η φτώχεια και η περιθωριοποίηση των πολλών αποτελεί υποχρέωση για τη μεγέθυνση του πλούτου των λίγων, ως μοναδική προϋπόθεση για τη συνοχή και τη συνέχεια της κοινωνίας». Για να υλοποιηθεί αυτή η ακριβώς η πολιτική του κοινωνικού πολέμου είναι απαραίτητα τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, οι πρωθυπουργοποιήσεις μη εκλεγμένων «τεχνοκρατών», η ενσωμάτωση της ρατσιστικής Άκρας Δεξιάς στις κυβερνητικές συμμαχίες, η αποφυγή με κάθε τρόπο της έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Το σχέδιο λεηλασίας της κοινωνίας δεν συνάδει με τις βασικές λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας. Η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι μια κατ” εξοχήν ακροδεξιά κυβέρνηση, όχι τόσο γιατί συμμετέχουν σ” αυτή διάφορα μπουμπούκια του ελληνικού νεοφασισμού, αλλά γιατί η διαμόρφωση της ήταν το αποτέλεσμα των εκβιασμών από την ΕΕ, τις τράπεζες, τον ΣΕΒ και τα ΜΜΕ, αλλά και γιατί επί της ουσίας καλείται να υλοποιήσει την πιο άγρια αντιλαϊκή πολιτική μετά την πτώση της χούντας.
Δεν θα αναλώσω το χρόνο της εισήγησης της Ρόζας σε μία περιγραφή του ζοφερού τοπίου της εξαθλίωσης που διαμορφώνεται για την πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας (και όχι μόνο), στις μακροοικονομικές συνέπειες της παρατεταμένης ύφεσης που δημιουργούν για την ελληνική οικονομία τα συνοδευτικά μέτρα του μνημονίου και της νέας δανειακής σύμβασης της 26ης Οκτωβρίου, ή σε μία αναλυτική καταγραφή των αιτίων της καπιταλιστικής κρίσης, τα βάρη της οποίας φορτώνονται στις πλάτες μας. Θα περιοριστώ να επισημάνω ότι η κρίση αυτή είναι δομική – συστημική και ότι ο καπιταλισμός και ενδογενείς αντιθέσεις έχει, και γεννά από τη φύση του τέτοιου είδους κρίσεις σε πολλές ιστορικές συγκυρίες. Εκείνο όμως που μας αφορά πάρα πολύ άμεσα είναι ότι ανατρέπεται σήμερα το «κοινωνικό συμβόλαιο» ισορροπίας ανάμεσα στις ταξικά αντιτιθέμενες δυνάμεις έτσι όπως το γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που γίνεται με έναν πρωτοφανή, βίαιο και αντικοινωνικό τρόπο.
Και παρότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι απουσιάζουν οι σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις (ή και οι καλές αριστερές αναλύσεις ή προθέσεις), η συστημική ενσωμάτωση που εσωτερίκευσε η αριστερά επί πολλές δεκαετίες τόσο στο πολιτικό όσο και στο συνδικαλιστικό επίπεδο, καθώς και η αποκοπή της από τα πιο καταπιεσμένα στρώματα των εργαζομένων, δρουν σήμερα ανασχετικά στην προσπάθεια της να οργανώσει αξιόπιστους, αποτελεσματικούς, ανατρεπτικούς και αντισυστημικούς αγώνες.
Συνέπεια της αμηχανίας που αισθάνθηκε η αριστερά μετά το έντονο ξέσπασμα της κρίσης ήταν και ο μηχανιστικός τρόπος που επιχείρησε να αναζητήσει λύσεις. Αν και χρήσιμες επί της ουσίας, οι συζητήσεις που έγιναν εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ για το ευρώ ή δραχμή, άμεση παύση πληρωμών ή επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, αποκόπτονταν συχνά από το ταξικό τους πλαίσιο αναφοράς. Και το ταξικό αυτό πλαίσιο είναι ακριβώς η αντιστροφή του κυρίαρχου αστικού ιδεολογήματος που προαναφέρθηκε, ότι δηλαδή ότι η μεγέθυνση του πλούτου των λίγων και η εξαθλίωση των πολλών όχι μόνο δεν αποτελεί όρο για τη συνέχιση της κοινωνίας, αλλά, αντιθέτως , η αναδιανομή του πλούτου των λίγων και η διοχέτευσή του στους πολλούς αποτελεί εκ των «ων ουκ άνευ» όρο για την όποια έξοδο από την κρίση. Με λίγα λόγια, ο ΓΑΠ ορθά έλεγε προεκλογικά ότι «χρήματα υπάρχουν». Υπάρχουν όμως στις τσέπες της πλουτοκρατίας, υπάρχουν στα κέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και αυτούς τους πόρους, η αριστερά, αν θέλει να έχει μία αξιόπιστη και ειλικρινή πρόταση, οφείλει να κάνει σαφές ότι σκοπεύει να δημεύσει και αναδιανείμει για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, την επιδότηση των ανέργων, για την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό και εν γένει για τη μακροπρόθεσμη παραγωγική ανάπτυξη της χώρας.
Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο, έστω κι αν δεν αποτελεί ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα αλλά μάλλον μεταβατικό σχέδιο, προϋποθέτει (εν μέρει τουλάχιστον) ανατροπή του ισχύοντος καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται ωστόσο για ένα σχέδιο που διαφέρει από το να λέμε απλώς ότι θέλουμε να γίνουν εκλογές, παρότι δεν διαφωνούμε με το αίτημα της διεξαγωγής τους. Είναι ριζικά διαφορετικό όμως να λες ότι χρειάζεται ανατροπή του συστήματος σε μία σοσιαλιστική προοπτική, και διαφορετικό να επαναλαμβάνεις μονότονα το αίτημα των εκλογών, εν είδει πανάκειας στην κρίση. Μία αριστερά χωρίς αξιόπιστη απάντηση στην κρίση και χωρίς να έχει διαμορφώσει στην κοινωνία το αίτημα της συστημικής ανατροπής, χωρίς να έχει καταφέρει να συγκροτήσει μέσα στους εργαζόμενους μία άλλη συνείδηση για τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας, ακόμα κι αν κατάφερνε να σχηματίσει κυβέρνηση, δεν θα είχε τα εργαλεία να κάνει τίποτα το ριζικά διαφορετικά από αυτό που κάνει σήμερα ο κυβερνών νεοφιλελεύθερος συνασπισμός. Ή θα κατέρρεε πολύ γρήγορα.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η άρνηση πληρωμής του χρέους, στο σύνολό του ή εν μέρει. Εδώ, κάποιες συζητήσεις πρέπει να γίνουν απλούστερες. Είναι τέτοιο το βάθος του χρέους, που, απλούστατα, δεν μπορεί να πληρωθεί. Ωστόσο, ένα περαιτέρω «κούρεμα» του υπό την υπάρχουσα κυβέρνηση, θα ισοδυναμούσε με χαριστική βολή στο ασφαλιστικό σύστημα. Συνεπώς, και αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να τίθεται γενικώς, αλλά να συνδέεται με το αίτημα της κοινωνικής ανατροπής.
Το ίδιο ισχύει και για το ερώτημα ευρώ ή δραχμή και, υπό αυτή την έννοια, η απόφαση που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ «καμία θυσία για το ευρώ» είναι σωστή. Ασφαλώς το ευρώ δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αφού μετακυλύει στην εργασία τα όποια ελλείμματα της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, μία επιστροφή στη δραχμή και οι ραγδαίες υποτιμήσεις που επέρχονταν θα δημιουργούσαν εξίσου σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Όμως, μπροστά στο δίλλημα ευρώ ή κοινωνικά δικαιώματα (και αντιστοίχως παραμονή ή έξοδος από την Ε.Ε.), δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι πρέπει να υποστηρίξουμε τη δεύτερη επιλογή.
Χρειαζόμαστε, άρα, ένα στοιχειωδώς συντεταγμένο πρόγραμμα που να επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία: Αναδιανομή του πλούτου υπέρ των φτωχών, εθνικοποίηση τραπεζών, δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας, δραστική περικοπή των εξοπλιστικών δαπανών, άρνηση αναγνώρισης όλων των αντεργατικών – αντικοινωνικών νόμων και των μνημονίων που ψήφισε η προγενέστερη ή ψηφίζει η σημερινή κυβέρνηση, αποκατάσταση όλων των δικαιωμάτων που απώλεσαν οι εργαζόμενοι. Αυτή είναι και η ενιαία βάση πάνω στην οποία, ανεξαρτήτως διαφοροποιήσεων, θα μπορούσε να συσπειρωθεί ένα ευρύ μέτωπο τόσο της κοινωνίας όσο και της αριστεράς.
Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει σκληρούς ταξικούς κοινωνικούς αγώνες, αγώνες που συχνά θα συγκρούονται με την αστική νομιμότητα του αυταρχικού κράτους έκτακτης ανάγκης που διαμορφώνεται και που, εξ ορισμού, έρχονται σε αντίθεση με τη λογική της δυνατότητας σύμπηξης εθνικών (υπερταξικών) μετώπων. Προϋποθέτει επίσης κόσμο που βρίσκεται διαρκώς στο δρόμο και διεκδικεί, εκεί που δημιουργούνται οι πραγματικοί αντικαπιταλιστικοί συσχετισμοί. Το Σύνταγμα ήταν μία σημαντική αρχή, τόσο στο επίπεδο της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση, όσο και της διαμόρφωσης νέων κινηματικών διεργασιών και προταγμάτων αλληλεγγύης. Το στοίχημα είναι να το ανασυντάξουμε σε μία νέα πιο εποικοδομητική βάση, χωρίς τις όποιες επιμέρους αγκυλώσεις ή στρεβλώσεις υπήρξαν.
Μία τέτοια «μη ήπια» αντιπαράθεση με την κυβέρνηση όχι μόνο θα έφερνε στο προσκήνιο την αριστερά σε όλη την προεκλογική περίοδο, δρώντας καταλυτικά υπέρ της διαφοροποίησης της από το «μαύρο μέτωπο» (όπως λέει και η Παπαρήγα), αλλά θα δημιουργούσε και ουσιαστικό χώρο για συστράτευση και κοινούς αγώνες με τους εργαζόμενους άλλων χωρών, είτε εντός, είτε και εκτός Ευρώπης και Ε.Ε. Και σε αυτό έγκειται η ουσιαστική διεθνιστική συνεισφορά μας, δεδομένου ότι, όλο και περισσότερο, γίνεται σαφές πως η κρίση «μολύνει» ένα ευρύτατο φάσμα χωρών, και μάλιστα εκτός του στενού πλαισίου του ευρωπαϊκού νότου, με πανομοιότυπες, σχεδόν, συνέπειες για τους εργαζόμενους.
Το σχέδιο αυτό προϋποθέτει επίσης έμπρακτη υλοποίηση του συνθήματος «κανένας μόνος του στην κρίση», με τη συγκρότηση δομών είτε κοινωνικής ανυπακοής (όπως πχ το μέτωπο ενάντια στα χαράτσια), όσο και δομών αλληλεγγύης για την επιβίωση. Έχοντας βεβαίως σαφές πως δεν μπορούσαν μεν να υποκαταστήσουν την έλλειψη κρατικών κοινωνικών υποδομών, αλλά θα μπορούσαν να αναδείξουν ένα άλλου τύπου παράδειγμα αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης.
Κλείνοντας, θέλω να πω ότι η αριστερά πρέπει να αρχίσει να αναζητά ένα σχέδιο εναλλακτικής αλληλέγγυας οικονομίας, ξαναβάζοντας παράλληλα στο προσκήνιο ζητήματα που έχουμε απολέσει ως ένα βαθμό στη ροή των εξελίξεων, όπως της οικολογίας ή της αντιπαράθεσης με τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες που ζουν στη χώρα μας αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εργατικής τάξης, ότι πάνω τους έγινε η «πρόβα» για τη δυνατότητα ύπαρξης ανθρώπων με μειωμένα ή ανύπαρκτα δικαιώματα και ότι ο ρατσισμός είναι ένα από τα κύρια όπλα με τα οποία το «μαύρο μέτωπο» θα επιχειρήσει να αλλοτριώσει και να αποπροσανατολίσει την κοινωνία.