Πέντε ερωτήματα για την παρ” ολίγο απεργία των καθηγητών

apergia

Από την Εποχή της 19/5/2013

 

Η απεργία των καθηγητών έληξε πριν καν αρχίσει. Το άδοξο τέλος αυτής της παρ” ολίγο κινητοποίησης δεν αποτελεί μόνο ήττα για τον κλάδο των καθηγητών. Φέρνει την απογοήτευση σε ένα μεγάλο αριθμό αριστερών αγωνστών/τριών που είχαν δει αυτήν την απεργία με μεγάλη ελπίδα. Ειδικά μάλιστα για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ η πικρία είναι ακόμα μεγαλύτερη μιας και η γενική αίσθηση είναι ότι ο χώρος μας δεν χειρίστηκε τα πράγματα όπως έπρεπε. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αρκετά και πρέπει να συζητηθούν δημόσια, χωρίς διάθεση ανθρωποθυσιών, αλλά και χωρίς να γίνει προσπάθεια να κουκουλωθούν προβλήματα που θα τα ξαναβρούμε μπροστά μας.

 

Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η απεργία μέσα στις εξετάσεις είναι η πλέον αντιδημοφιλής και δύσκολη συνδικαλιστική κινητοποίηση. Αντιδημοφιλής γιατί συγκρούεται με τη βαθιά ριζωμένη φετιχοποίηση των Πανελλαδικών. Δύσκολη, γιατί είναι τελείως θολό πώς μπορεί να περιφρουρηθεί με δεδομένη την παρουσία στα εξεταστικά μαθητών και γονιών. Αν τώρα προσθέσουμε την πολιτική επιστράτευση και την πραγματική απειλή των απολύσεων για όσους θα την αψηφούσαν, μπορούμε να καταλάβουμε τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν.

 

 

Ωστόσο, αν υπήρχε η εκτίμηση ότι δεν ήταν εφικτοί στόχοι το να γίνει η απεργία ή το να σπάσει η επιστράτευση, γιατί δεν λεγόταν αυτό καθαρά; Προς τι οι επαναστατικοί βερμπαλισμοί, αν υπήρχε η πεποίθηση ότι δεν έβγαινε το πράγμα; Την κινητοποίηση ή την πιστεύεις και την παλεύεις με κάθε μέσο ή, σε άλλη περίπτωση, δεν πρέπει να ανοίξει το θέμα καθόλου. Αν πας με τη λογική “και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ” απλά χάνεις και από τις μεριές, και από αυτούς που θέλουν την κινητοποίηση και από αυτούς που δεν τη θέλουν. Τα δε περί “όρων και προϋποθέσεων” δεν ακούγονται πειστικά δεδομένου ότι ένας αγώνας εξαρτάται κυρίως κυρίως από τις διαθέσεις του ίδιου του υποκειμένου και δευτερευόντως από το αν θα δεχτεί στήριξη από άλλους χώρους.

 

 

Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με τις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Είναι πραγματικά απορίας άξιο γιατί δεν κουβέντιασαν το θέμα τη επιστράτευσης. Νομίζω ότι αποτελεί έκφραση μαζικού σουρεαλισμού είκοσι χιλιάδες καθηγητές να μη συζητάνε τι θα κάνουν με την επιστράτευση, αλλά να επικεντρώνονται στην πρόταση του ΔΣ της ΟΛΜΕ η οποία είχε προηγηθεί της επιστράτευσης. Γιατί αυτό που τελικά ψηφίστηκε ως δεύτερο ερώτημα στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ (“αν υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της απεργίας”) δεν ψηφίστηκε από τη βάση του συνδικάτου, δηλαδή από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους που θα έπρεπε να πάρουν και τα ενδεχόμενα ρίσκα; Η εξέλιξη των πραγμάτων έδειξε ότι η τάχα μου “επικοινωνιακή” λογική και οι συνδικαλιστικοί ελιγμοί έχουν κοντά ποδάρια. Ωστόσο, το ζήτημα είναι γενικό και δεν αφορά μόνο το ότι για να κερδηθούν οι εντυπώσεις μιας μέρας, δημιουργήθηκε ένα πρωτοφανές μπάχαλο όπου ο καθένας ερμηνεύει τις αποφάσεις των ΕΛΜΕ κατά το δοκούν. Το βασικό είναι ότι εν έτει 2013 είναι αδιανόητο να μην παίρνεται μια απόφαση ζωής κι (εργασιακού) θανάτου από τους ίδιους τους ανθρώπους που θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της -οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι ενήλικες.

 

 

Το τρίτο ερώτημα αφορά το άρον άρον κλείσιμο της απεργίας. Ακόμα και αν εκτιμήθηκε ότι ο κλάδος δεν μπορούσε να σπάσει την επιστράτευση (πράγμα που ακούγεται λογικό, αλλά που δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά), γιατί δεν επιχειρήθηκε να αναζητηθεί η συνέχεια του αγώνα; Δεν είχε γίνει προφανές ότι με την επιστράτευση το ζήτημα δεν αφορούσε πλέον μόνο τους καθηγητές, αλλά έπαιρνε ευρέα πολιτικά χαρακτηριστικά; Και δεν ήταν εξίσου προφανές ότι η συσπείρωση που αναπτυσσόταν γύρω από τον αγώνα των καθηγητών, δεν αφορούσε τόσο αυτά καθ” αυτά τα αιτήματά τους, όσο την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την αντίσταση στο Μνημόνιο; Ακόμα και αν μικρή η πιθανότητα να γίνει κάτι μεγάλο, η ευκαιρία έμεινε ανεκμετάλλευτη.

Το τέταρτο ερώτημα άπτεται της στάσης των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στους χειρισμούς που έγιναν στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ -αποτελεί πια κοινή παραδοχή ότι ήταν οι χειρότερο δυνατοί. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν στο όνομα της αυτονομίας των κινημάτων, μπορεί μια ομάδα συνδικαλιστών να πάρει μόνη της αποφάσεις που εντέλει επηρεάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως όλον. Είναι άλλο πράγμα το κόμμα να μην καπελώνει και ποδηγετεί τους κοινωνικούς χώρους και άλλο να αφήνονται στην τύχη τους τα πράγματα, όταν μια σύγκρουση έχει πάρει πλέον κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι δυνατόν να παρθεί απόφαση για αναστολή της απεργίας χωρίς να έχει προηγηθεί στοιχειώδης διαβούλευση με τη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ; Αν είχε υπάρξει μια τέτοια διαβούλευση, και η τελική απόφαση θα ήταν καλύτερη και κανείς δεν θα μπορούσε να αποποιηθεί των ευθυνών του -όπως επιχειρείται αυτή τη στιγμή.

 

 

Πέρα όμως από τη συλλογική διαβούλευση, εκ των πραγμάτων τίθεται υπό ερώτηση η κεντρική στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν το ερώτημα είναι απεργία ή όχι στις εξετάσεις, δεν μπορεί η απάντηση να είναι ότι ο αγώνας και τα αιτήματα των καθηγητών είναι δίκαια. Ο Λένιν έλεγε ότι η πολιτική είναι τέχνη του συγκεκριμένου. Σε συγκεκριμένα ερωτήματα πρέπει να δώσεις συγκεκριμένες απαντήσεις γιατί με τις την “εποικοδομητική αμφισημία” δεν μπορείς να χαράξεις πετυχημένη τακτική. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση θα έπρεπε να είναι η ρητή στήριξη της απεργίας, από τη στιγμή που αυτή κηρύχτηκε. Όχι μόνο γιατί ισχύει απολύτως αυτό που εγκαίρως είχε πει ο γραμματέας της νεολαίας μας Ηλίας Χρονόπουλος (καμιά φορά οι νέοι αποδεικνύονται πιο οξυδερκείς από τους ωριμότερους…), ότι δηλαδή είναι μάταιο να κρατηθούν αποστάσεις γιατί εντέλει ο ΣΥΡΙΖΑ θα την χρεωθεί την απεργία. Το βασικό είναι ότι η Αριστερά δεν (πρέπει να) είναι παρατηρητής και αξιολογητής των όρων και προϋποθέσεων των αγώνων. Η Αριστερά οφείλει να είναι μια από τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις του κοινωνικού ανταγωνισμού.

 

 

Γιάννης Αλμπάνης

 

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares