Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο Θυέλλης του Δεκεμβρίου 2015.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν τραγούδαγε πριν τρεις δεκαετίες ο Παπάζογου. Το στιχάκι θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μια συνοπτική περιγραφή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί μετά τη σύναψη του τρίτου Μνημονίου, τις εκλογές τη 20ης Σεπτέμβρη, καθώς και την υπερψήφιση των «προαπαιτούμενων». Παρ’ όλο που το κυβερνών πολιτικό προσωπικό έχει αλλάξει άρδην, η πολιτική σε γενικές γραμμές παραμένει η ίδια. Εντέλει, μικρή σημασία έχει αν το Μνημόνιο το εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ ή η ΝΔ μαζί με το ΠΑΣΟΚ. Θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα, ότι τα πράγματα δεν μένουν απλώς τα ίδια, αλλά χειροτερεύουν. Η λιτότητα επιδρά συσσωρευτικά στην καθημερινότητα των πολλών, ενώ στη γενικευμένη φτώχεια έρχεται να προστεθεί η απογοήτευση από τη διαψευσμένη ελπίδα που εκπροσώπησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Καθεστώς πειθάρχησης
Με την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, και μάλιστα από μια κυβέρνηση που έχει αναφορά στην Αριστερά, αποδεικνύεται ο βασικός ισχυρισμός που διατυπώσαμε ήδη από την εποχή του Καστελλόριζου. Το Μνημόνιο δεν είναι απλώς ένα πρόγραμμα «δημοσιονομικής προσαρμογής». Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Στην πραγματικότητα, συνιστά, από τη μια μεριά, ένα πολιτικό πρόγραμμα για τη μεταφορά των βαρών της κρίσης στους πολλούς προς όφελος των λίγων, και από την άλλη, αποτελεί ένα σχέδιο ριζικής αναδιαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας, με κατευθυντήριες γραμμές τη διαρκή λιτότητα, την κυριαρχία της αγοράς, τον άκρατο ανταγωνισμό, και τη γενικευμένη απορύθμιση. Ένα σχέδιο που διαμορφώνει μια νέα κοινωνία κι έναν νέο τύπο εργαζόμενου. Δηλαδή, πρόκειται για ένα καθεστώς δημοσιονομικής και βιοπολιτικής πειθάρχησης.
Ολοκλήρωση του μνημονιακού σχεδίου
Το τρίτο Μνημόνιο σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του σχεδιασμού των δανειστών. Δεν έχουν πολύ νόημα οι αντιπαραθέσεις είτε για το αν το τρέχον Μνημόνιο είναι πιο σκληρό από τα δύο προηγούμενα, είτε για το αν η σημερινή κυβέρνηση σημείωσε καλύτερες διαπραγματευτικές επιδόσεις από ότι οι προηγούμενες. Τα τρία Μνημόνια αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα ενός ενιαίου, λεπτομερούς κι ανελαστικού προγράμματος. Διατάξεις που ψηφίστηκαν τις προάλλες ως «προαπαιτούμενα», απαντώνται στις μνημονιακές προβλέψεις ήδη από το 2010. Σε ό,τι αφορά δε τις «διαπραγματευτικές επιτυχίες», ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι αυτές όντως είναι υπαρκτές (πράγμα αμφίβολο), σε καμιά περίπτωση δεν μεταβάλλουν το κύριο σώμα των επιβαλλόμενων μέτρων. Μικρή σημασία έχει αν το όριο της μερικής προστασίας της πρώτης κατοικίας είναι στις 30.000€ ή στις 35.000€, από τη στιγμή που σπάει το ταμπού των πλειστηριασμών και τα νοικοκυριά καλούνται να μεταβιβάσουν στις τράπεζες μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος του, στο πλαίσιο μιας ρύθμισης που έχει σα γνώμονα τους τραπεζικούς ισολογισμούς και όχι το δικαίωμα στην κατοικία.
Το οξύμωρο με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ενώ ανήλθε στη διακυβέρνηση επαγγελλόμενος την εκτροπή της μνημονιακής πορείας, εντούτοις, παραμένει στους κυβερνητικούς θώκους ως ο εγγυητής της απρόσκοπτης (για τους δανειστές) ολοκλήρωσης της. Με την καθοδήγηση ενός νέου, άφθαρτου και αριστερής αναφοράς πολιτικού προσωπικού, περνάνε πολύ σκληρά μέτρα χωρίς ανάλογης έντασης αντιδράσεις. Επιπλέον, από τη στιγμή που εφαρμόζουν το Μνημόνιο οι μέχρις πρότινος πολέμιοι του, εμπεδώνεται στην κοινωνία η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (TINA-There Is No Alternative). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διέψευσε μόνο μια μεγάλη ελπίδα, αλλά είναι αυτός που παγιώνει στην κοινωνία την παραίτηση, τη μοιρολατρία, και τον κυνισμό.
Πολλαπλή διάψευση
Η κυβερνητική πολιτική όμως διαψεύδει και σε δύο άλλα πεδία τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Το πρώτο πεδίο είναι αυτό του τρόπου άσκησης πολιτικής, δηλαδή των κριτηρίων στελέχωσης της διοίκησης, της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, της ειλικρίνειας του κυβερνητικού λόγου, του ήθους της διακυβέρνησης. Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι βλέπουμε μια συνταρακτική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν. Η διοίκηση στελεχώνεται με βάση την κομματική ένταξη και την πολιτική νομιμοφροσύνη, οι αποφάσεις παίρνονται ερήμην των πολιτών, η επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης στοχεύει στο να μετατρέψει το μαύρο σε άσπρο, και κάνει πλέον την εμφάνισή της η καθεστωτική λογική. Με δυο λόγια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πολιτεύεται κατά τα ειωθότα.
Η διοικητική επάρκεια αποτελεί το δεύτερο πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση διαψεύδει τις προσδοκίες. Από το αλαλούμ σχετικά με τον ΦΠΑ στην εκπαίδευση έως τον καταιγισμό αντικρουόμενων σεναρίων για το Ασφαλιστικό, και από τον τραγέλαφο με τον Πανούση έως τα καμώματα του Καμμένου, παρατηρούμε την επανάληψη σχεδόν όλων των γνωστών κακώς κειμένων: προτεραιότητα της επικοινωνίας έναντι της πολιτικής ουσίας, έλλειψη ή ακόμα και ανυπαρξία συντονισμού, προφανής ακαταλληλότητα προσώπων που στελεχώνουν καίριες θέσεις, επιφανειακή γνώση των θεμάτων, προχειρότητα. Το δε λεγόμενο παράλληλο πρόγραμμα μοιάζει να έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι για τη διοικητική ανεπάρκεια της κυβέρνησης ουδεμία ευθύνη φέρει ο… Σόιμπλε.
Φθορά, αλλά όχι κατάρρευση
Η διάψευση ελπίδων και προσδοκιών προκαλεί, όπως είναι φυσικό άλλωστε, σημαντική φθορά στην κυβέρνηση. Δεν έχουν συμπληρωθεί τρεις μήνες από την επανεκλογή του, και ο Τσίπρας βλέπει το πολιτικό κεφάλαιό του να συρρικνώνεται συνεχώς. Η περιρρέουσα απογοήτευση, οι αυξανόμενες διαμαρτυρίες, η έλλειψη ενθουσιασμού ακόμα και των πιο φανατικών Συριζαίων, καθώς και η παραίτηση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, συνιστούν ενδείξεις της κυβερνητικής υποχώρησης. Η εξέλιξη των πραγμάτων διαψεύδει όσους προέβλεπαν αδιατάρακτη μακροχρόνια κυριαρχία Τσίπρα, ανεξαρτήτως της ασκούμενης πολιτικής
Ωστόσο, η φθορά δεν είναι το ίδιο πράγμα με την κατάρρευση. Κατ’ αρχάς, στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, η κυβερνητική πλειοψηφία παραμένει ασφαλής, παρά τις ανεξαρτητοποιήσεις Παναγούλη και Νικολόπουλου. Αν και μπορεί κανείς να προβλέψει με ασφάλεια ότι το επερχόμενο νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό θα ταρακουνήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις, είναι απίθανο να απολεστεί η κυβερνητική πλειοψηφία. Επιπλέον, το δίχτυ ασφαλείας που παρέχει ο Βασίλης Λεβέντης, ενισχύει ακόμα περισσότερο την κυβερνητική σταθερότητα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε ούτε η αντιμετώπιση του μέχρι χτες γραφικού πολιτευτή ως δυνάμει κυβερνητικού εταίρου. Προφανώς το φλερτ Τσίπρα-Λεβέντη αποτελεί την πλέον επίσημη νομιμοποίηση της αντι-πολιτικής, αλλά η κυβέρνηση έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι στο όνομα βραχυπρόθεσμων σκοπιμοτήτων είναι έτοιμη να θυσιάσει «περιττές» αξίες κι ευαισθησίες.
Χαμηλό ηθικό
Το μέλλον όμως της κυβέρνησης και, πολύ περισσότερο του Μνημονίου, θα κριθεί κατά κύριο λόγο στους δρόμους, από την ενεργοποίηση της ίδιας της κοινωνίας. Η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε με πικρό τρόπο ότι ακόμα και όταν οι προθέσεις είναι οι καλύτερες, η ανάθεση οδηγεί στο αδιέξοδο. Τα πράγματα δεν αλλάζουν παρά μόνο όταν τα αλλάζουμε. Και η αλήθεια είναι ότι παρά την παρουσία ενός αξιοσημείωτου κινηματικού δυναμικού, ειδικά στη νεολαία, η ισχύς των κινημάτων είναι αναντίστοιχη με το βάθος της κοινωνικής κρίσης. Ενώ η απεργιακή κινητοποίηση έδειξε ότι ο κόσμος του κινήματος παραμένει ενεργός, ωστόσο, η περιρρέουσα κοινωνική δυσαρέσκεια απέχει από το να μετατραπεί σε πολιτική ενεργοποίηση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βασική αιτία για την αδυναμία των κινημάτων, είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης «των από κάτω». Οι άνθρωποι που πίστεψαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να φέρει την αλλαγή, κινητοποιήθηκαν για να τον στηρίξουν, περίμεναν στωικά στις ουρές των ATM, και κατήγαγαν τη μεγαλειώδη νίκη του Όχι, είδαν μέσα σε μια νύχτα τους πόθους τους να θρυμματίζονται. Είναι επόμενο να δυσκολεύονται να πιστέψουν αυτή τη στιγμή ότι η αντίσταση μπορεί να φέρει αποτέλεσμα και ότι οι ίδιοι έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την πορεία των πολιτικών πραγμάτων. Παγιδευμένοι στο Μνημόνιο, βυθιζόμαστε όλο και πιο βαθιά στην απελπισία.
Ανόρθωση του ηθικού
Η ανόρθωση του ηθικού «των από κάτω» πρέπει να γίνει βασική προτεραιότητα για όσους αντιπαλεύουν το Μνημόνιο από τη σκοπιά της Αριστεράς. Η αυτοπεποίθηση δεν ξαναβρίσκεται όμως ούτε με ευχές για το δέον γενέσθαι ούτε με κατάρες για τους αντιπάλους.
Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται δουλειά για να ανασυγκροτηθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις. Δουλειά στα κινήματα σημαίνει αυτοπρόσωπη συμμετοχή και όχι επίκληση τους, στοχασμός πάνω στη στρατηγική και την τακτική τους, καθώς και προσαρμογή της δράσης στις νέες συνθήκες, οι οποίες δεν προσδιορίζονται μόνο από αυτό καθαυτό το 3ο Μνημόνιο, αλλά και από την αποτυχία του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο δεν πρέπει να μετατρέπουμε την απογοήτευση σε ιδεολογία, άλλο τόσο δεν έχει νόημα να απαντάμε στην υποταγή με απογείωση από την πραγματικότητα.
Η δεύτερη προϋπόθεση για να αρχίσει να γίνεται ξανά πειστική η πρόταση της αντίστασης, είναι ο συντονισμός της δράσης των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Μετά την αποτυχία της «μεγάλης ενότητας» που εκπροσώπησε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος των σεχταριστικών αναδιπλώσεων και τον μοναχικών πορειών. Ακόμα και όσοι-ες δεν ασπάζονται θεωρητικά την αντίληψη της ενότητας στη δράση, σίγουρα θα έχουν αντιληφθεί στην καθημερινή εμπειρία τους ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια της πολιτικής αυταρέσκειας και της οργανωτικής αυτάρκειας. Οι ενωτικές πρωτοβουλίες αυτή τη στιγμή δεν είναι η ικανή συνθήκη για να καταστεί νικηφόρα η αντίσταση, όπως συνέβαινε το προηγούμενο διάστημα, αλλά η αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουν να υπάρξουν οι αντιστάσεις.
Γιάννης Αλμπάνης