Τις προάλλες συνάντησα μια φίλη από τη Γερμανία, η οποία μου αφηγήθηκε μια μάλλον ασυνήθιστη ιστορία.
Αποκαλύφθηκε πρόσφατα ότι τρεις μυστικές αστυνομικίνες είχαν διεισδύσει στο γερμανικό αντιρατσιστικό κίνημα. Με ψεύτικα ονόματα και κατασκευασμένα βιογραφικά, οι νεαρές πρακτόρισσες εμφανίζονταν ως ακτιβίστριες για τα δικαιώματα των μεταναστών και των προσφύγων. Αν και δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν βαρύνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής των κινηματικών πρωτοβουλιών, εντούτοις μπόρεσαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ακτιβιστών και να θεωρούνται ενεργά μέλη του «χώρου». Η πραγματική τους ταυτότητα αποκαλύφθηκε από ένα συνδυασμό συμπτώσεων και συστηματικής έρευνας, μόνο αφότου εξαφανίστηκαν απότομα από τους κύκλους του αντιρατσιστικού κινήματος. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η αστυνομική διείσδυση στόχευσε συλλογικότητες που κινούνται εντός του πλαισίου της νομιμότητας.
«Δεν είχατε καταλάβει τίποτα;» ήταν η εύλογη, νομίζω, ερώτησή μου μετά το τέλος της αφήγησης της φίλης. Ομοίως εύλογη και η απάντηση ότι δεν είχαν καταλάβει κάτι –προφανώς, αν είχαν υποψιαστεί οτιδήποτε θα είχαν πάρει τα μέτρα τους εγκαίρως… Άκουσα, ωστόσο, με ανακούφιση ότι από πλευράς πολιτικού λόγου οι τρεις αστυνομικίνες δεν ήταν εντυπωσιακές – τουλάχιστον το κράτος δεν έχει καταφέρει (ακόμα;) να δημιουργήσει τη δική του διαδικασία αριστερής «στελεχοποίησης». Ό,τι όμως τους έλειπε σε πολιτική κατάρτιση, το αντιστάθμιζαν με τη συνέπειά τους. Και σε ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής, δεν διέφεραν από τους κανονικούς ακτιβιστές. Το ίδιο στυλ είχαν, στα ίδια μπαρ σύχναζαν, η ίδια μουσική τους άρεσε.
–«Κάτι παραπάνω από απλή φιλία είχαν με κανέναν;»
–«Ναι, κάτι είχε παίξει.»
Κλείσαμε τη συνάντηση κουβεντιάζοντας για τις πολιτικές και νομικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί μετά την αποκάλυψη της ταυτότητας των τριών, καθώς και για τα μέτρα αυτοπροστασίας του κινήματος απέναντι στο χαφιεδισμό. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι εγώ είχα κολλήσει σε εκείνο το «Ναι, κάτι είχε παίξει».
Αρκετή ώρα αργότερα, εξακολουθούσα να αναρωτιέμαι τι ακριβώς «είχε παίξει» αλλά και «τι έπαιξε μετά», όταν όλα είχαν αποκαλυφθεί. Τι μπορεί να ένιωσε το τυπάκι που είχε μπει σ’ αυτό το «παιχνίδι» της εξαπάτησης; Τι είχε γίνει εκείνο το απόγευμα, όταν μάταια περίμενε να χτυπήσει η πόρτα· όταν έπαιρνε στο κλειστό κινητό, ξανά και ξανά· όταν ξύπνησε στις 4 το πρωί από την αγωνία για κάποιο μήνυμα –δεν υπήρξε μήνυμα, δεν θα υπάρξει άλλο μήνυμα…
Αλλά κι ύστερα από λίγες εβδομάδες, όταν γύρισε σπίτι από τη συνάντηση όπου είχαν παρουσιαστεί τα αποκαλυπτικά στοιχεία της έρευνας. Εκείνο το βράδυ που έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια και συνειδητοποίησε ότι εκείνη που είχε αγαπήσει, ήταν μια άλλη. Σκέφτηκα το παραλυτικό μούδιασμα που τον διαπέρασε, το κενό μέσα στο οποίο βυθιζόταν, το αβάσταχτο φορτίο της αποκάλυψης που τον συνέθλιβε. Και, πάνω απ’ όλα, τη συντριπτική ανάκληση των περασμένων: εκείνο το άλλο βράδυ που έσκυψε και μέσα από το παράθυρο του ταξί τη φίλησε για πρώτη φορά· το «σ’ αγαπώ» που της είχε ψιθυρίσει για να μην ακούσουν οι υπόλοιποι· τότε που την είδε να βαδίζει στην απέναντι μεριά του δρόμου, εκθαμβωτικά αθώα, και κατάλαβε ότι εκείνη αποτελούσε το νόημα των πάντων. Εκείνη, που ήταν μια άλλη.
Βέβαια, πάντοτε μπαίνει το ερώτημα ποιος ακριβώς είναι αυτός που ποθούμε. Ποια είναι η σχέση της εξιδανικευμένης φασματικής μορφής, που πλάθει το πάθος, με το (ατελές) υπαρκτό πρόσωπο· ποια η συνάφεια της αλήθειας της επιθυμίας με την αλήθεια της πραγματικότητας; Στην ιστορία της φίλης μου, οι δυο αλήθειες μοιάζουν να αντιφάσκουν, σαν ο έρωτας να εκτυλίχθηκε ερήμην της πραγματικότητας. Μεγαλειώδης και ταυτοχρόνως γελοίος.
Είχε σκοτεινιάσει όταν βγήκα στο δρόμο για να πάρω ταξί. Στην απέναντι πλευρά δεν βάδιζε κανείς. Ο ταξιτζής μού ζήτησε να ανεβάσω το παράθυρο για ν’ ανοίξει τον κλιματισμό. Σκέφτηκα πάλι τον τύπο. Όταν θα πέρασε πολύς καιρός, τόσος ώστε να μπορεί πια να κοιμάται τα βράδια, ίσως να βρέθηκε ξανά στον ίδιο εκείνο δρόμο που είχε αντικρίσει άλλοτε το θάμβος της. Κι ίσως τότε να αισθάνθηκε ότι λίγα στη ζωή του είχαν υπάρξει τόσο αληθινά όσο εκείνη, που ήταν μια άλλη. Γιατί είναι αυτή η διαρκώς διαψευδόμενη αλήθεια του πάθους που αποτελεί, έστω και στιγμιαία, το νόημα των πραγμάτων.
Γιάννης Αλμπάνης