Ο πρώην υπουργός της Νέας Δημοκρατίας, Βύρων Πολύδωρας, εξέρχεται από το Μέγαρο Μαξίμου, Αθήνα, Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016. O πρώην υπουργός είναι πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων για τη θέση του προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ

Στο βάθος του ουρανού ήταν ο Πολύδωρας…

Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο Θυέλλης Νο 45

Η υπόθεση της χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών, με (απίστευτο) αποκορύφωμα την πρόταση του σαμουράι Βύρωνα Πολύδωρα για την προεδρία του ΕΣΡ, μονοπωλεί το τελευταίο διάστημα την πολιτική επικαιρότητα. Πέρα από την προφανή τάση του συμπλέγματος πολιτικού συστήματος – ΜΜΕ να αναδεικνύουν «δευτερεύουσες» αντιθέσεις για να συγκαλύπτουν τη μνημονιακή σύμπλευση των δύο μεγάλων κομμάτων, η υπόθεση των αδειών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί συμπυκνώνει βασικά στοιχεία της πολιτικής συγκυρίας.

Νέο  σύστημα συμφερόντων

Κατ” αρχάς, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στη σύγκρουσή της με τους καναλάρχες, η κυβέρνηση θα μπορούσε να καταγάγει περιφανή νίκη. Τα κανάλια βρίσκονταν στο ναδίρ της αξιοπιστίας τους (όπως άλλωστε αποδείχτηκε στο δημοψήφισμα), η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών συμμεριζόταν την ανάγκη ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου, ενώ οι ίδιοι οι καναλάρχες δυσκολεύονταν να συγκροτήσουν συμπαγές μέτωπο λόγω των εσωτερικών ερίδων τους. Αν η κυβέρνηση επέλεγε να παραμείνει ουδέτερη απέναντι στα ποικιλώνυμα συμφέροντα, θα έχαιρε πολύ μεγάλης κοινωνικής στήριξης στην προσπάθεια θεσμοθέτησης για πρώτη φορά ενός συστήματος αδειοδότησης των καναλιών.

Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν επέλεξε την ουδετερότητα, αλλά πριμοδότησε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους. Απέναντι στην παλιά αμαρτωλή διαπλοκή, το Μαξίμου δεν επέλεξε ένα θεσμικό πλαίσιο που να θέτει σε προτεραιότητα την αντικειμενικότητα (όσο είναι αυτή εφικτή βέβαια) της ενημέρωσης, δίνοντας τον πρώτο λόγο στους δημοσιογράφους και τους εργαζόμενους στον Τύπο. Αντιθέτως, η εικόνα που μεταδόθηκε στην κοινή γνώμη (και εν προκειμένω η εικόνα εμπεριέχει πολιτική ουσία) ήταν ότι η κυβέρνηση πριμοδοτούσε συγκεκριμένους εκκολαπτόμενους καναλάρχες. Αν η προκλητική (σε καιρούς πιστωτικής ασφυξίας) δανειοδότηση του Καλογρίτσα από την Τράπεζα Αττικής αποτελούσε την πιο χτυπητή περίπτωση, το φλερτ με τον «σκοτεινό» Μαρινάκη υπήρξε ίσως η πιο επικίνδυνη πολιτικά. Αδιάψευστη απόδειξη της πριμοδότησης συγκεκριμένων συμφερόντων ήταν η προσχώρηση κεντρικών στελεχών των ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ στα υπό δημιουργία κανάλια.

Αμοραλισμός    και επικοινωνιακά τρικ

Η αδιανόητη πρόταση του ακροδεξιού γραφικού Πολύδωρα ήρθε ως επιστέγασμα των κινήσεων της κυβέρνησης στο χώρο των ΜΜΕ. Κινήσεις που δεν αφήνουν αμφιβολίες για την πλήρη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό παιχνίδι των επικοινωνιακών κόλπων και του αμοραλισμού. Προκειμένου να μείνει το κόμμα στην κυβέρνηση, όλα επιτρέπονται. Οι αρχές, το πρόγραμμα και η αισθητική της Αριστεράς πέφτουν βορά στις ορέξεις μιας διακυβέρνησης που αποσκοπεί απλώς στη συνέχισή της.

Η αθλιότητα του παλιού (και ίσως αυριανού…) μπλοκ εξουσίας καναλιών – ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – Ποταμιού, που αντέδρασε λυσσαλέα στο νόμο Παππά, δεν δικαιώνει εξ αντανακλάσεως την κυβέρνηση. Και δεν τη δικαιώνει γιατί η απολύτως δικαιολογημένη και θεμιτή προσπάθεια ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου κατέληξε στην απόπειρα διαμόρφωσης ενός μπλοκ εξουσίας κομμάτων – καναλιών που υποτίθεται ότι θα αντικαθιστούσε το παλαιό. Η κυβέρνηση δεν θέλησε να διαλύσει οριστικά τη διαπλοκή, αλλά να αντικαταστήσει την παλιά διαπλοκή με τη νέα. Από την άλλη, η εύλογα σκληρή κριτική στην κυβέρνηση δεν πρέπει ούτε στιγμή να μας κάνει να υποτιμήσουμε ούτε την ανάγκη δραστικού περιορισμού του ασύδοτου σήμερα τηλεοπτικού κατεστημένου ούτε τον κίνδυνο για τα λαϊκά συμφέροντα που αποτελεί η ΝΔ.

Ραγδαία υποχώρηση της κυβέρνησης

Με το νόμο Παππά η κυβέρνηση επιδίωξε να πιάσει μ” ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια μεριά, θέλησε να στείλει μήνυμα στα λαϊκά στρώματα ότι χτυπάει τα μεγάλα συμφέροντα και μάλιστα αυτά που έχουν γίνει αντικείμενα γενικευμένου μίσους λόγω της στήριξής τους στα μνημόνια και τη στάση τους στο δημοψήφισμα. Από την άλλη, επιχείρησε να βρει πολιτικά στηρίγματα στα «νέα τζάκια» της επικοινωνίας.

Κοινός παρονομαστής των δύο κυβερνητικών στοχεύσεων είναι η ραγδαία υποχώρησης της κοινωνικής υποστήριξης προς την κυβέρνηση. Τόσο το γενικό πολιτικό κλίμα όσο και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων συντείνουν στο ότι η κυβέρνηση όχι μόνο βρίσκεται πίσω από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και ότι η (ήδη μεγάλη) διαφορά διαρκώς διευρύνεται. Και πώς να μη μειώνεται η δημοτικότητα της κυβέρνησης όταν:

Τα μνημονιακά μέτρα χτυπάνε κατεξοχήν τους φτωχούς, που έχουν δει ήδη τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται δραματικά την τελευταία εξαετία.

Δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική ευημερίας για την κοινωνική πλειονότητα, ενώ αναμένουμε νέο γύρο μέτρων που απειλούν τα προνοιακά επιδόματα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Η κυβερνητική προπαγάνδα, έχοντας πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα. Την ώρα που οι κυβερνητικοί ιθύνοντες πανηγυρίζουν ότι «έσωσαν τις συντάξεις», οι συνταξιούχοι στα ATM τις βλέπουν εκ νέου «κουρεμένες».

Ακόμα και αυτό το «ηθικό πλεονέκτημα» εξατμίζεται από την τριβή με ποικιλώνυμα συμφέροντα.

Αριστερό έλλειμμα

Ενώ όμως η κυβέρνηση βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, η κοινωνική αντίσταση παραμένει ισχνή. Πολύ περισσότερο, δεν έχουν γίνει ούτε τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση συγκρότησης ενός συμπαγούς μπλοκ κοινωνικής αντιπολίτευσης. Οι κραυγές και οι κατάρες δεν μπορούν να γεμίσουν το πολιτικό κενό.

Στις αιτίες του από τα αριστερά ελλείμματος θα πρέπει αναμφίβολα να συμπεριλάβουμε τη βαθιά απογοήτευση που σκόρπισαν η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και η ευκολία με την οποία το πολιτικό προσωπικό του υιοθέτησε το μνημονιακό πρόγραμμα. Η Αριστερά αποτελεί πλέον μέρος της κρίσης της πολιτικής και όχι δημιουργική πρόταση διεξόδου από αυτή. Ωστόσο, η απογοήτευση δεν πρέπει να εξηγήσει τα πάντα.

Ο (μάλλον ασαφής) χώρος στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμέτωπος με δύο βασικές προκλήσεις. Πρώτον, πρέπει να πείσει σοβαρές κοινωνικές μερίδες ότι η ρήξη με την ευρωζώνη (την οποία συνεπάγεται η ρήξη με το Μνημόνιο) δεν θα σημάνει περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, όπως διατείνονται ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Και μετά την τραγωδία του ΣΥΡΙΖΑ κανείς δεν πρόκειται να πειστεί με αφελή εξωραϊσμό της κατάστασης και πλειοδοσία υποσχέσεων.

Όμως ακόμα σημαντικότερη μπορεί να είναι η σοβαρή προσπάθεια συγκρότησης κοινωνικών πρωτοβουλιών αντίστασης, όσο «μικρά» και αν είναι τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνονται. Η κοινωνική αντιπολίτευση δεν μπορεί παρά να οικοδομηθεί στο πεδίο των πραγματικών προβλημάτων, εκεί όπου οι άνθρωποι μπορούν να (ξανα)δούν ότι η αντίσταση είναι αποτελεσματική. Εκεί όπου μπορεί να κινητοποιηθεί ξανά ο απογοητευμένος κόσμος που έχει αποσυρθεί σήμερα. Χωρίς την ενεργοποίηση αυτού του κόσμου δεν μπορούν να επιτευχθούν οι μικρές νίκες που θα αποτελέσουν το έναυσμα μιας νέας πορείας. Η αποκλειστική εμμονή με τη «μεγάλη πολιτική» δεν οδηγεί πουθενά αυτή τη στιγμή.

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares