ΣΥΡΙΖΑ και καταλήψεις

tumblr_mgcw2kbrwb1qewhe7o1_1280

Από την Εποχή

Η εβδομάδα ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο για τον ΣΥΡΙΖΑ και κλείνει με τον χειρότερο. Τη Δευτέρα είχαμε δηλαδή μια λαμπρή στιγμή, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπαρατέθηκε μετωπικά με το Mega, το Μπομπολέικο και το όλον σύστημα της διαπλοκής. Την Παρασκευή όμως, είδαμε τη μεγάλη υποχώρηση στο θέμα της καταστολής των καταλήψεων, που σηματοδοτήθηκε από τη συνέντευξη στον Real FM του συντρόφου Τσίπρα. Αν δεν πρόκειται για άστοχες εκφράσεις του προφορικού λόγου, και όντως η απόφαση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αποστασιοποιηθεί από τις διωκόμενες αυτή τη στιγμή καταλήψεις, τότε τόσο το λαϊκό κίνημα  όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπουν σε σκληρή δοκιμασία.

Πρώτα απ’ όλα, αν δεν αναχαιτιστεί τώρα η φασίζουσα γραμμή της κυβέρνησης στο πεδίο των ελευθεριών, πολύ γρήγορα η ίδια η Αριστερά θα βρεθεί σε ασφυκτικό κλοιό. Χτες ήταν οι μετανάστες, σήμερα οι αναρχικοί, αύριο οι αριστεροί και οι συνδικαλιστές. Χτες έπρεπε να καταδικαστεί η «βία», σήμερα η «ανομία», αύριο ο «ιδεολογικός εξτρεμισμός». Χτες ήταν στο στόχαστρο η εξέγερση, σήμερα η πολιτική ανυπακοή, αύριο η όποια  πολιτική δράση εναντιώνεται στο Μνημόνιο. Αν η κατάληψη ενός εγκαταλελειμμένου κι ετοιμόρροπου σπιτιού θεωρείται πλέον έγκλημα καθοσιώσεως, δεν θα θεωρηθεί το ίδιο και μια κατάληψη επιχείρησης από απλήρωτους εργαζόμενους ή ενός άδειου κτιρίου από άστεγους; Κι αν καταδικάζουμε την «ανομία» (sic) εν γένει, πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε τα κινήματα «Δεν Πληρώνω» ή τις επανασυνδέσεις ρεύματος στα σπίτια αυτών των  φτωχοδιαβόλων που παλεύουν για την επιβίωση; Το έχουμε ξαναπεί πολλές φορές: Η υποχωρητικότητα απέναντι στις επιθέσεις του ταξικού αντιπάλου δεν τον καταπραΰνει, αλλά τον οδηγεί στην αποθράσυνση.  Όποιος παίρνει τα λίγα, θα ζητήσει και τα περισσότερα. Ήδη ο Πρετεντέρης επιτίθεται στα… τρομοκρατικά δημοσιεύματα του left.gr με στόχο τη φίμωση της ιστοσελίδας. Ένα νέο ιδιώνυμο αρχίζει να κάνει την εμφάνιση του.

Πέρα όμως από την κεντρικοπολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, το να αφεθούν οι καταλήψεις στις τύχες τους θα δώσει ζωτικό χώρο στους φασίστες. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα η Villa Amalias αποτέλεσε φραγμό στην επέκταση της φαιάς πανούκλας των κατ’ επάγγελμα κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα. Η ανυπαρξία της θα κάνει πολύ πιο εύκολη την εξαγωγή της φασιστικής τρομοκρατικής δραστηριότητας σ’ άλλες γειτονιές του κέντρου. Και ας μην έχει κανένας την αυταπάτη ότι η υιοθέτηση της χρυσαυγίτικης ατζέντας από την κυβέρνηση θα κάνει περιορίσει τους ναζί. Η διεθνής εμπειρία ενισχύει την εκτίμηση ότι θα γίνουν πιο επιθετικοί στο δρόμο και ο λόγος τους πιο ηγεμονικός στο δημόσιο διάλογο.

Αλλά οι καταλήψεις δεν είναι μόνο αντιφασιστικό ανάχωμα. Αυτές καθ’ αυτές χρήζουν υπεράσπισης ως χώροι συλλογικότητας, αυτοοργάνωσης, αντιεμπορευματικής έκφρασης. Σε καταλήψεις, στέκια και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους παίρνει ανάσες κοινωνικότητας και βρίσκει χώρο δημιουργικής πολιτικής δράσης ένας ολόκληρος κόσμος που σε διαφορετική περίπτωση θα ασφυκτυούσε στην αλλοτροιώση της εξατομίκευσης και του εμπορεύματος. Γι’ αυτό η εμβέλεια των αυτοδιαχειριζόμενων στεκιών ξεπέρασε αυτήν του αναρχικού χώρου. Είναι άλλωστε  χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι αριστεροί και αριστερές εμπλέκονται σε ανάλογα εγχειρήματα.

Έχει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ αρκετούς και (ισχυρούς) λόγους για να στηρίξει το κίνημα υπεράσπισης των καταλήψεων. Ωστόσο, νομίζω ότι η στάση που θα υιοθετήσει τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πιο σημαντική για τον ίδιο, παρά για το κίνημα. το οποίο ούτως ή άλλως θα υπάρξει (έστω κι αποδυναμωμένο) γιατί εκφράζει  μια υπαρκτή κοινωνική ανάγκη.  Ένας ΣΥΡΙΖΑ φοβισμένος και υποχωρητικός, ένας ΣΥΡΙΖΑ που εντέλει αποδέχεται το πλαίσιο του αντιπάλου,  όχι μόνο δεν θα μπορέσει να διευρυνθεί, αλλά γρήγορα θα απολέσει τα ερείσματά  του στον (καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμητικά) κόσμο της αντίστασης. Κυρίως όμως θα χάσει τα ερείσματά του στις καρδιές των χιλιάδων αριστερών που είδαν στην υπόθεσή του την πιο μεγάλη ελπίδα των τελευταίων δεκαετιών.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για τον ΣΥΡΙΖΑ

syr


Από την Εποχή της 9/12/12

«Ποιος θα μας το ’λεγε ε;», αναρωτήθηκε ένας καλός σύντροφος και φίλος κοιτάζοντας τους χιλιάδες που είχαν έρθει να ακούσουν την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα την Παρασκευή 30 Νοεμβρίου, πρώτη μέρα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω ότι αυτή η φράση συμπυκνώνει τα άλματα που έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα. Ποιος θα το λέγε πριν από ένα χρόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και θα ανέπτυσσε δυναμική για την εκλογική πρωτιά; Ποιος θα το ’λεγε ότι περισσότεροι από 30.000 αριστεροί και αριστερές θα γράφονταν μέλη του; Και ποιος θα το λέγε, ειδικά σε όσους έχουν ζήσει την ιστορία του εγχειρήματος, ότι θα πηγαίναμε σε μια συνδιάσκεψη με εκλεγμένη από τη βάση τη συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων;

Πρώτος απολογισμός

Ο απολογισμός της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης πρέπει αναμφίβολα να ξεκινήσει από αυτό το τελευταίο σημείο, από το ότι δηλαδή για πρώτη φορά στην ιστορία του, ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει εκλεγμένα σώματα και όργανα. Όσοι και όσες θυμούνται τις ατέρμονες συζητήσεις περί του «ενός μέλους-μίας ψήφου», μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος της προόδου που έχει γίνει. Πρόοδος που δεν αφορά μόνο στην ενοποίηση των συνιστωσών στον ενιαίο πλέον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής διαδικασίας. Για πρώτη φορά τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν χώρο για να ακουστεί η φωνή τους, για πρώτη φορά η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τις επιλογές του συνόλου των Συριζαίων. Προφανώς, υπάρχουν πολλά ακόμα για να γίνουν. Και η «αριστίνδην» τοποθέτηση 75 στελεχών στην Κεντρική Επιτροπή, και ο μικρός χρόνος του προσυνεδριακού διαλόγου, και η ασάφεια σχετικά με τα ενδιάμεσα όργανα καθώς και με την οριζόντια επικοινωνία των τοπικών οργανώσεων, δεν συνάδουν με το πάνδημο αίτημα των μελών  του ΣΥΡΙΖΑ για απόλυτη δημοκρατία μέσα στο φορέα. Ωστόσο, με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, όχι μόνο έγινε η αρχή, αλλά διανύθηκε και το πιο μεγάλο μέρος της διαδρομής προς έναν πραγματικά δημοκρατικό και πλουραλιστικό ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε είναι η ψηφισμένη από το σώμα των συνέδρων Ιδεολογική Διακήρυξη. Η Διακήρυξη δεν είναι μόνο ένα ντοκουμέντο που αποτυπώνει τον πραγματικό ιδελογικοπολιτικό χαρακτήρα του υπαρκτού ΣΥΡΙΖΑ. Εξίσου σημαντικό είναι και το ότι περιγράφει ένα αριστερό, και όχι γενικώς αντιμνημονιακό, κόμμα, το οποίο θέτει ως στρατηγικό στόχο του το σοσιαλισμό, και όχι απλά μια βελτιωμένη εκδοχή του υφιστάμενου συστήματος. Προφανώς στη Διακήρυξη υπάρχουν ασάφειες (όχι πάντα εποικοδομητικές…) καθώς και κομμάτια όπου αποτυπώνεται ένας ορισμένος συντηρητισμός –όπως στη θέση για το μεταναστευτικό. Ωστόσο,  η μεγάλη εικόνα είναι το ότι η Διακήρυξη αποτελεί ένα χρήσιμο οδηγό στην πορεία για τη διαμόρφωση ενός αριστερού ριζοσπαστικού ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ.

Τα ΜΜΕ στάθηκαν ιδιαίτερα στην απόφαση του Αριστερού Ρεύματος, της ΔΕΑ και μέρους του Κόκκινου να κατεβάσουν ξεχωριστή λίστα για την εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής. Αναμφίβολα ο μιντιακός θόρυβος για το ζήτημα είναι υπερβολικός. Στελέχη σαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και τον Αλέκο Καλύβη δεν είναι μόνο ηγέτες μιας τάσης, αλλά αποτελούν εγγυητές της ενότητας  και της νικηφόρας πορείας του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή όμως της ξεχωριστής λίστας ήταν εσφαλμένη. Πρώτον, έδωσε αφορμή για μια ορισμένη σπέκουλα των καθεστωτικών ΜΜΕ. Δεύτερον, με την πόλωση που εκ των πραγμάτων δημιούργησε, απέτρεψε τη δημιουργική όσμωση των διαφορετικών αντιλήψεων. Τρίτον, από τη στιγμή που δεν είχε κατατεθεί εναλλακτικό κείμενο Διακήρυξης στον προσυνεδριακό διάλογο, είναι άκομψο να ανακοινώνεται την παραμονή της ψηφοφορίας η απόφαση για καταγραφή μιας ορισμένης «εσωκομματικής αντιπολίτευσης». Ωστόσο, παρά τα όποια προβλήματα, ο πλουραλισμός και η ελεύθερη έκφραση των τάσεων όχι μόνο καθιστούν πιο πλούσιο τον προβληματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κι ενισχύουν την ενότητά του.

Η στάση της ΑΝΑΣΑ

Η ΑΝΑΣΑ (ΑΚΟΑ, ΡΟΖΑ, μέρος του Κόκκινου, ανένταχτοι) δεν μπορεί παρά να αισθάνεται δικαιωμένη με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα. Ήμαστε οι πρώτοι που θέσαμε, χρόνια τώρα, τόσο τα ζητήματα τόσο της ενοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ όσο και μιας δημοκρατικής λειτουργίας στη βάση των αποφάσεων των μελών του. Το ότι αυτό που κάποτε ήταν περιθωριακό αίτημα μιας συνιστώσας, έχει καταστεί σήμερα κοινός τόπος στον ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει ότι οι ρηξικέλευθες προτάσεις μπορούν να γίνουν πλειοψηφικές στη σημερινή συγκυρία. Ο ιδεολογικός συντηρητισμός και η πολιτική αυτολογοκρισία δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, απλά αναπαράγουν το τέλμα.

Η (σχεδόν ομόφωνη) απόφαση της ΑΝΑΣΑ ήταν να συμπορευτεί στη Συνδιάσκεψη με την Αριστερή Ενότητα του Συνασπισμού. Αυτή η απόφασή μας δεν απορρέει από τακτικίστικους ευκαιριακούς υπολογισμούς για την εκλογή όσο των δυνατόν περισσότερων μελών μας στα όργανα. Αντιθέτως, αποτελεί στρατηγική επιλογή που αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός ηγεμονικού ριζοσπαστικού ρεύματος μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο:

  1. Θα διαμορφώσει τους όρους για τη νικηφόρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Στους δρόμους και τις κάλπες πρέπει να αναδειχθεί εκείνος ο συσχετισμός δύναμης που θα ανατρέψει το μνημονιακό καθεστώς. Η ΑΝΑΣΑ θα αφιερώσει όλες τις δυνάμεις της σε αυτό το σκοπό.
  2. Θα αναχαιτίσει τις ασφυκτικές συστημικές πιέσεις για ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακό πλαίσιο λιτότητας . Οι εκ των υστέρων καταγγελίες και η καλλιέργεια δυσπιστίας λίγο μπορούν να βοηθήσουν. Τα ζητούμενα είναι η ανάληψη της συνευθύνης για την πορεία των πραγμάτων, η επιμονή στο πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, η πίστη στις ιδέες της Αριστεράς, η διαρκής υπενθύμιση ότι η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ταυτισμένη με την κατάργηση των Μνημονίων και την αναδιανομή του κοινωνικού εισοδήματος.
  3. Θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός δημοκρατικού πολιτικού φορέα των μελών του. Έχουμε εμπιστοσύνη τόσο στα στελέχη όσο και στον Αλέξη, αλλά δεν θέλουμε ούτε κόμμα-καρτέλ στελεχών ούτε αρχηγικό κόμμα το οποίο να αναπαράγει ξεπερασμένα πρότυπα του παρελθόντος. Θέλουμε δημοκρατία, θέλουμε σταθερές θεσμισμένες διαδικασίες, θέλουμε ο ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξει στην Πλατεία και να εφαρμόσει θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, οριζόντιας δικτύωσης, λογοδοσίας, ανακλητότητας, εναλλαγής.
  4. Θα επιμείνει στη «δικαιωματική» αντζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Για μας ζητήματα όπως η νομιμοποίηση των μεταναστών, η κατάργηση του κουκουλονόμου, η θεσμοθέτση του γάμου των ομοφυλόφιλων, δεν μπαίνουν στην μπάντα λόγω Μνημονίου. Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κεντρικών διακυβευμάτων για μια Αριστερά άξια του ονόματός της, συστατικό στοιχείο ενός σχεδίου κοινωνικής ηγεμονίας

Η ΑΝΑΣΑ έπαιξε κεντρικό ρόλο στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος για να διατηρηθεί ζωντανός στις πιο δύσκολες ώρες του, συνέβαλε αποφασιστικά στο μεγάλο άλμα προς το 27%. Τώρα δηλώνει και πάλι παρούσα. Αναλαμβάνει την ευθύνη που της αντιστοιχεί για την οικοδόμηση του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ των μεγάλων ανατροπών και των ανοιχτών οριζόντων.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Έξι σημεία για την πολιτική συγκυρία

 

Από το Δελτίο Θυέλλης, περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

  1. Μετά τις εκλογές η λιτότητα όχι μόνο δεν αμβλύνθηκε, αλλά συνεχίζεται ακόμα σκληρότερη. Η πολιτική σκέψη, εν αντιθέσει με άλλους τομείς της ανθρώπινης διάνοιας, έχει το κακό ότι μπορεί να επιβεβαιώνεται πρακτικά. Εν προκειμένω, όσοι προέβλεπαν τις παραμονές των εκλογών του Ιούνη ότι η υπό διαμόρφωση (τότε) τρικομματική κυβέρνηση θα έπαιρνε από την τρόικα μια ορισμένη ελάφρυνση του προγράμματος λιτότητας ως πολιτική προίκα, διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Η τρόικα όχι  μόνο δεν ελάφρυνε το πρόγραμμα, αλλά με το Μνημόνιο 3 παραβιάζει κάθε υποτιθέμενη «κόκκινη γραμμή», επιβάλλοντας χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο, εξοντωτικές περικοπές στις κοινωνικές παροχές, πλήρες ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, νέες μειώσεις στους ήδη ψοφοδεείς μισθούς και συντάξεις. Δηλαδή, η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαίωσε εκ νέου τις κλασικές μαρξιστικές αναλύσεις για την κρίση. Τις περιόδους λοιπόν που η κρίση υπερσυσσώρευσης παροξύνεται, δεν υπάρχει περιθώριο για κανενός είδους πολιτικούς συμβιβασμούς. Η αστική τάξη δεν μπορεί να δώσει καμία «προίκα» σε κανέναν γιατί δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα για τη μεταφορά του κόστους της κρίσης στους εργαζόμενους. Ενδεχόμενες παροχές ή ελάφρυνση της λιτότητας σημαίνουν ότι «οι από πάνω» θα πρέπει να χάσουν μέρος τους πλούτου τους αναλαμβάνοντας μερίδιο από το κόστος της κρίσης, πράγμα που ποτέ δει είναι διατεθειμένοι να πράξουν οικειοθελώς. Συνεπώς, δεν υπάρχουν «προίκες», όπως ακριβώς δεν υπάρχει περιθώριο να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ. Αν το ΠΑΣΟΚ, τα κάθε λογής ΠΑΣΟΚ, αποτελεί έκφραση ενός ορισμένου συμβιβασμού μεταξύ των τάξεων, τότε στις περιόδους όπου το δίλημμα που θέτει η πραγματικότητα είναι το «εμείς ή αυτοί», δεν υπάρχει χώρος για τέτοιου είδους πολιτική.
  2. Η πολιτική κρίση συνεχίζεται. Τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές η τρικομματική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Οι εκλογές σταθεροποίησαν μόνο πρόσκαιρα το πολιτικό σύστημα και σε καμία περίπτωση δεν επέλυσαν τη σοβούσα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Σε πολύ μικρό διάστημα από την εκλογική νίκη της, η τρόικα εσωτερικού χάνει συνεχώς δημοτικότητα (ειδικά το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίζεται) και ήδη είδε τις πρώτες ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, πριν καν ψηφιστούν τα νέα μέτρα. Παρά το ότι κανένας από τους κυβερνητικούς εταίρους δεν αμφισβητεί τη μνημονιακή λογική, οι «αντιρρήσεις» της ΔΗΜΑΡ στα εργασιακά δεν είναι μόνο «θέατρο». Αναμφίβολα κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν επικοινωνιακή στρατηγική για να αποποιηθεί η ΔΗΜΑΡ το πολιτικό κόστος των νέων μέτρων. Ωστόσο, συνιστούν επίσης προσπάθεια να διαμορφωθεί και μια πολιτική στρατηγική που θα ενσωματώσει τη δυσαρέσκεια όλων εκείνων που για άλλα ψήφισαν και άλλα βλέπουν να γίνονται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τρικομματικός συνασπισμός, κάτω από την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, προεκλογικά στηρίχτηκε στο σύνθημα της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου καθώς και της ελάφρυνσης των επαχθέστερων πλευρών της λιτότητας, όπως οι περικοπές των χαμηλών μισθών και συντάξεων. Σήμερα η κυβέρνηση κάνει τα ακριβώς αντίθετα. Δημιουργώντας λοιπόν μια δύναμη που συμμετέχει στην  κυβέρνηση και ταυτοχρόνως κάνει τρόπον τινά «αντιπολίτευση», διαμορφώνεις εκείνους τους αναγκαίους όρους για την ανάδειξη του διάδοχου σχήματος. Γιατί όσο απίθανο μοιάζει να πάρει το σύστημα το ρίσκο της προκήρυξης νέων εκλογών, άλλο τόσο πιθανό είναι αν οξυνθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, να πάμε σε μια εκ βάθρων αναδόμηση της κυβερνητικής συμμαχία. Ήδη στα δύο χρόνια Μνημονίου έχουμε αλλάξει τρεις πρωθυπουργός και δεν μοιάζει αποκύημα καλπάζουσας φαντασίας το να πάμε σχετικά γρήγορα και στον τέταρτο.
  3. Η συρρίκνωση της κοινωνικής συναίνεσης υποκαθίσταται από την όξυνση της κρατικής καταστολής. Είναι μάλλον υπερβολικό να μιλήσουμε για κατάσταση εξαίρεσης αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον με την τυπική έννοια του όρου. Κανένα άρθρο του Συντάγματος δεν έχει ανασταλεί και οι βασικές πολιτικές ελευθερίες θεωρητικά γίνονται σεβαστές. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ζούμε καθημερινά περιστατικά που de facto συρρικνώνουν δικαιώματα και χώρους ελευθερίας, περιστατικά που όλα μαζί διαμορφώνουν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί διαρκή διολίσθηση στην “αυταρχική δημοκρατία”. Με τον όρο “αυταρχική δημοκρατία” εννοούμε ένα καθεστώς που έχει στοιχεία “κατάστασης εξαίρεσης” αν και τυπικά πληρεί τις προδιαγραφές της “κανονικής” αστικής δημοκρατίας. Ενώ δηλαδή τυπικά δεν έχουν ανασταλεί οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ορισμένους από αυτές τελούν στην πραγματικότητα υπό αίρεση. Τα βασανιστήρια στους αναρχικούς αντιφασίστες, η συστηματική αστυνομική βία κατά των διαδηλωτών, οι απαγορεύσεις “συναθροίσεων” κατά την επίσκεψη Μέρκελ, οι συλλήψεις συνδικαλιστών της ΓΕΝΟΠ και του Σκαραμαγκά, οι συνεχείς πράξεις λογοκρισίας (Παστίτσιος, Χυτήριο, κόψιμο ομοφυλοφιλικού φιλιού, Βαξεβάνης, Αρβανίτης), δεν είναι ό,τι πιο ανησυχητικό. Το πιο ανησυχητικό είναι η πλήρης πολιτική κάλυψη που δίνει η κυβέρνηση (κυρίως δια του Δένδια) σε κάθε είδους αστυνομικό τραμπουκισμό και κρατική αυθαιρεσία. Αυτή η ακριβώς η κάλυψη, σε συνδυασμό με το μεγάλο αριθμό των περιστατικών, εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με παρεκτροπές, αλλά με μια συνεκτική πολιτική που προκρίνει τον αυταρχισμό ως αναγκαία συνθήκη για τη στήριξη του μηνημονιακού καθεστώτος. Από αυτήν τη σκοπιά, έχουμε μπει σε νέα φάση και τίποτα πλέον δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει.
  4. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αλλάζει το πολιτικό σκηνικό και δημιουργεί ένα θανάσιμο κίνδυνο για το λαϊκό κίνημα. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν πρέπει να ερμηνεύεται μόνο στη βάση της δυσαρέσκειας και της μιζέριας που γεννάει το Μνημόνιο. Εξίσου σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι α) Η άνοδος των φασιστών είναι και αντανάκλαση της πολύ μεγαλύτερης ανόδου της Αριστεράς, παράγωγο κι αυτή της εκκένωσης του λεγόμενου μεσαίου χώρου που έχει χρεωθεί πολιτικά τη λιτότητα. β) Η ρατσιστική και αντιδημοκρατική προπαγάνδα των ναζί έχει πέραση, γιατί δεν είναι παρά η οξυμένη εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Από τη στιγμή που ο επίσημος πολιτικός κόσμος παρουσιάζει τους μετανάστες ως το απόλυτο κακό και θέτει ως βασικό στόχο (έστω και αν είναι άπιαστος) την απέλαση εκατοντάδων χιλιάδων, ανοίγει ο δρόμος σε όσους παρουσιάζονται ακόμα πιο σκληροί κα αποτελεσματικοί στο κυνήγι κεφαλών. γ) Η σκανδαλώδης συνεργασία της αστυνομία με τους ναζί δεν εξασφαλίζει μόνο ατιμωρησία στους χρυσαυγίτες, αλλά τους παρέχει ζωτικό πολιτικό χώρο, που σε άλλη περίπτωση θα τούς τον είχαν αφαιρέσει οι αντιφασίστες. Αν και πόρρω απέχουμε από τη συγκρότηση ενός πραγματικού φασιστικού κινήματος (επομένως οι συγκρίσεις με τη Βαϊμάρη πρέπει να είναι προσεκτικές), εντούτοις, θα ήταν εθελοτυφλία να μην παρατηρήσουμε ότι η Χρυσή Αυγή αλλάζει το πολιτικό σκηνικό με τρεις τρόπους. Πρώτον, διαφοροποιεί de facto την πολιτική ατζέντα προτάσσοντας όχι μόνο το μεταναστευτικό αλλά την ίδια τη δράση της ως βασικά ζητήματα της δημόσιας συζήτησης. Εκ των πραγμάτων αυτό δίνει ανάσες στο μνημονιακό μπλοκ. Δεύτερον, η Χρυσή Αυγή συγκροτεί ένα ανάχωμα ανάμεσα στις πλατιές μάζες της αντι-πολιτικής και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος που δεν έχει πολιτική παιδεία και είναι αγανακτισμένος, βλέπει στη Χρυσή Αυγή μια τάχα μου “αντισυστημική” εναλλακτική λόγω της αντιμνημονιακής ρητορικής της πεντάρας των ναζί. Τρίτον, ως οργανωμένος (παρα)κρατικός μηχανισμό βίας, η Χρυσή Αυγή έρχεται να συμπληρώσει το έργο της καταστολής. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι με τους ναζί έχουμε πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λύσουμε τώρα που είναι ακόμα σχετικά εύκολο να το κάνουμε.
  5. Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιείται πολύ ψηλά, αλλά βρίσκεται απομονωμένος. Η παράδοξη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ότι ενώ σταθεροποιείται σε τόσο ψηλό σημείο (περίπου στο 30%) που ποτέ δεν είχε καν φανταστεί η ελληνική Αριστερά, εντούτοις, βρίσκεται πιο απομονωμένος από ποτέ. Εξ αριστερών το ΚΚΕ δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένο για οποιαδήποτε συζήτηση, εκ δεξιών η ΔΗΜΑΡ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μνημονιακού μπλοκ. Αυτή η απομόνωση σε συνδυασμό με την όξυνση της καταστολής που παίρνει ακόμα και την μορφή των σεναρίων περί εκτροπής, καθώς και με καθεστωτικές λογικές που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του κόμματος, ασκούν ισχυρές πιέσεις για δεξιά προσαρμογή της συριζικής πολιτκής, Δεδομένου όμως ότι είναι ανέφικτη η συγκρότηση του “νέου ΠΑΣΟΚ”, η δεξιά προσαρμογή σημαίνει στην πραγματικότητα ενσωμάτωση στο μνημονιακό πλαίσιο. Κάτι που βέβαια θα σημάνει το τέλος του σχήματος μιας και αυτό έχει χτιστεί στη βάση της αντίθεσης στο Μνημόνιο. Επομένως, η χάραξη μιας ριζοσπαστικής γραμμής δεν είναι μόνο η “ορθή” επιλογή για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η μόνη που εξασφαλίζει την επιβίωσή του.
  6. Το δρόμο ή θα τον βρούμε ή θα τον ανοίξουμε (Ανίβας). Εν προκειμένω θα τον ανοίξουμε. Ακολουθώντας τη συνταγή  (εμπλουτισμένη όμως με ισχυρή δόση μαχητικού αντιφασισμού) που έριξε δυο κυβερνήσεις και τράνταξε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση: συνεχής και ανυποχώρητος αγώνας, κοινωνική αλληλεγγύη, ριζοσπαστική πολιτική προοπτική για την ανατροπή. Με εμπιστοσύνη στην επινοητικότητα του λαϊκού κινήματος, με πίστη στην προμηθεϊκή δύναμη της εξέγερσης.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Το Καμερούν στον τελικό του Μουντιάλ

Από το Δελτίο Θυέλλης, περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

«Το ποδοσφαιρικό αντίστοιχο είναι να παίζει το Καμερούν με τη Γερμανία τελικό Μουντιάλ». Η ατάκα ανήκει στον Κώστα, στέλεχος του ΣΥΝ από την Κρήτη και φανατικό ποδοσφαιρόφιλο (σταθερό φίλο του Άρη Θεσσαλονίκης). Νομίζω ότι αποδίδει πλήρως τόσο τον αναπάντεχο χαρακτήρα του εκλογικού επιτεύγματος του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τις τεράστιες δυσκολίες της τελικής φάσης του. Επιπλέον, ίσως να μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση της αμφιθυμίας των αριστερών απέναντι στο αποτέλεσμα της κάλπης: Από τη μια μεριά, η στενοχώρια για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η αγωνία για την πολιτική της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης, η οποία επιχειρεί εκ νέου τη σύζευξη της αντιδραστικότητας με την ανικανότητα. Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η αλματώδης αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία. Επομένως, μάλλον είναι δικαιολογημένο αυτό το παράξενο συναίσθημα της χαρμολύπης.

Δεν συμμερίζομαι καθόλου την άποψη κάποιων συντρόφων η οποία συνοψίζεται στο «ευτυχώς που χάσαμε». Όχι, δεν ωφελείται ούτε η κοινωνία αλλά ούτε και η Αριστερά από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο σχηματισμός της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης θα σημάνει περαιτέρω δεινά για τους εργαζόμενους και τους ανέργους, συνέχιση της φορολογικής αφαίμαξης των φτωχών, παγίωση της διάλυσης των κοινωνικών υπηρεσιών. Μα πάνω απ’ όλα, η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής θα σημάνει την ένταση του σημερινού κατήφορου μέχρι της τελικής κατάρρευσης, αλά Αργεντινή. Όσοι και όσες ζουν την οικονομική κρίση ως καταστροφή του προσωπικού κόσμου τους, όσοι και όσες δυσκολεύονται να βρουν τα στοιχειώδη για τη διαβίωσή τους, όσοι και όσες έχουν συντριβεί κάτω από την μπότα του Μνημονίου, δεν αισθάνονται καμία ανακούφιση από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Κακά τα ψέματα. Ένας ολόκληρος κόσμος που βυθίζεται στην απελπισία δύο χρόνια τώρα, είδε στον ΣΥΡΙΖΑ μια αχτίδα φωτός μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Όσες και να είναι οι αδυναμίες του, με τον ΣΥΡΙΖΑ θα υπήρχε μια (έστω και μικρή) πιθανότητα να ανοίξει ο δρόμος για την επιβίωση της κοινωνίας. Με τους μνημονιακούς στην κυβέρνηση πολύ απλά αυτή η πιθανότητα δεν υπάρχει. Δεδομένου λοιπόν ότι η ειδοποιός διαφορά της Αριστεράς με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις είναι ότι ακριβώς θεωρεί τις πολιτικές επιτυχίες της όχι αυτοσκοπό, αλλά μέσο για τη βελτίωση των ζωών «των από κάτω», δεν μπορεί καν να τίθεται στον ενδοαριστερό διάλογο το ότι η δυστυχία των πολλών μπορεί να είναι τρόπον τινά «πολιτικά ωφέλιμη». Η Αριστερά παλεύει για τις πραγματικές ζωές των πραγματικών ανθρώπων και γι’ αυτό ακριβώς ήταν απαραίτητο να κερδίσει στις εκλογές.

Ωστόσο, το ότι χάθηκε μια σημαντική μάχη, δεν σημαίνει ότι χάθηκε ο πόλεμος. Ο πόλεμος θα είχε χαθεί αν η Αριστερά έβγαινε συντετριμμένη από την εκλογική μάχη. Κάθε άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά συνολικά ο κόσμος της Αριστεράς βγαίνει με αυξημένη αυτοπεποίθηση από την εκλογική μάχη. Ο ορίζοντας τόσο του αντικειμενικά εφικτού, όσο και των υποκειμενικών δυνατοτήτων της Αριστεράς έχει πάει πολύ πιο μακριά από όπου βρισκόταν πριν τις 6 Μάη. Επιπλέον, όσο είναι άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι το ένα εκατομμύριο εξακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ασπάζεται το σύνολο των αντιλήψεων και των αξιών της Αριστεράς, άλλο τόσο είναι εθελοτυφλία το να μην αντιλαμβανόμαστε ότι ο νέος γύρος των κοινωνικών αγώνων θα βρει την
Αριστερά με μια πολύ διευρυμένη κοινωνική βάση. Αυτό το νέο δυναμικό που προσέγγισε συνειδητά πια την Αριστερά, μπορεί να αποτελέσει τον κορμό ενός μαζικού και νικηφόρου λαϊκού κινήματος.

Έχω την αίσθηση ότι για να προχωρήσει αυτό το ανανεωμένο λαϊκό κίνημα στο οποίο μόλις αναφέρθηκα, για να μπορέσουμε εντέλει να βγούμε από το Μνημόνιο και να εξασφαλιστεί η επιβίωση της κοινωνίας, απαιτείται η εκπλήρωση τεσσάρων προϋποθέσεων. Θεωρώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο μία από τις οργανωτικές μορφές που παίρνει η λαϊκή αντίσταση, μόνο δύο από τις προϋποθέσεις αφορούν άμεσα το ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε και λέμε λοιπόν :

Πρώτον, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επιμείνει αταλάντευτα τόσο στη σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή όσο και στο χαρακτήρα του ως κόμμα των φτωχών. Η πρωτοφανής προεκλογική τρομοκρατία εγχώριων και ξένων κέντρων εξουσίας, καθώς και οι καθεστωτικές επιθέσεις φιλίας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που πιθανόν να είναι και πιο επικίνδυνες) μπορεί να δημιουργήσουν τον πειρασμό για ένα ορισμένο στρογγύλεμα των θέσεων του επί το…μνημονιακότερον. Στην πραγματικότητα, η διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ σε δεξιότερες θέσεις δεν θα σημάνει μόνο την αποδυνάμωση της λαϊκής αντίστασης, αλλά την απίσχναση του ίδιου του κόμματος. Αναμφίβολα η αντίσταση χρειάζεται το ΣΥΡΙΖΑ ως κεντρική πολιτική έκφραση, εντούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ απλά δεν μπορεί να υπάρξει αν πάψει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του αγωνιζόμενου λαού. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ως όλον στο διάστημα μεταξύ 6 Μαϊου-17 Ιουνίου έδειξε ότι μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις. Σε αυτόν ακριβώς το δρόμο πρέπει να συνεχίσει.

Δεύτερον, ο ΣΥΡΙ ΖΑ πρέπει να πάψει να είναι μια ομοσπονδία αριστερών οργανώσεων που λειτουργεί κατά κύριο λόγο επικοινωνιακά, και να προχωρήσει στη γρήγορη μετατροπή του σε ενιαίο πολιτικό φορέα με δημοκρατικές λειτουργίες. Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η λαϊκή αντίσταση μπορεί να εκφραστεί στις μέρες μας αποκλειστικά από μία και μόνη οργανωτική μορφή, όπως γινόταν στο παρελθόν. Ωστόσο, πιστεύω ότι πλάι στις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και τα δίκτυα αλληλεγγύης, η ύπαρξη τοπικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα κάνουν απλά καμπάνιες, αλλά θα συμμετέχουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής του, μπορεί να οργανώσει πολύ νέο κόσμο στο κίνημα και να συμβάλει στο συντονισμό του αγωνιζόμενου δυναμικού. Επιπλέον, ένας ενιαίος και δημοκρατικός ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει τέλος στη σημερινή «ολιγαρχία των στελεχών», με όλη τη δεξιόστροφη τηλεοπτική αυθαιρεσία που αυτή συνεπάγεται.

Τρίτον, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενωτικών «από τα κάτω» δομών του λαϊκού κινήματος. Μάλλον με μεγάλη σιγουριά μπορούμε να προβλέψουμε ότι ένας νέος κύκλος αντικοινωνικών κυβερνητικών μέτρων, θα προκαλέσει νέο γύρο σκληρών αντιστάσεων. Αν θέλουμε όμως αυτές οι αντιστάσεις να έχουν διάρκεια στο χρόνο, να συντονιστούν, να βαθύνουν το πολιτικό περιεχόμενο τους, καθώς και να αποτελέσουν μια ισχυρή κοινωνική αντι-εξουσία που σήμερα θα αντιπαλέψει το Μνημόνιο και αύριο θα διασφαλίσει ότι η αριστερή κυβέρνηση θα τηρήσει τις υποσχέσεις της, τότε θα πρέπει να βρούμε τρόπους οργάνωσής τους. Ο κίνδυνος βέβαια που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης δομών λαϊκής αντίστασης είναι η μετατροπή τους σε μίνι κοινοβούλια της Αριστεράς και της Αναρχίας. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά δεν πρέπει να μας αποτρέψει από το να προσπαθήσουμε να τις συγκροτήσουμε κατά τρόπο ανοιχτό κι ενωτικό.

Τέταρτον, η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγή πρέπει να θεωρείται στόχος εξίσου σημαντικός με αυτόν του Μνημονίου. Η διατήρηση του υψηλού ποσοστού των ναζί και στη δεύτερη εκλογή, καθώς και το ότι αυτό το 7% επιτεύχθηκε παρά το ότι (ή ίσως επειδή ακριβώς) ο Κασσιδιάρης τραμπούκισε oncamera την Κανέλλη και τη Δούρου, δεν πρέπει να αφήνει πλέον καμία αμφιβολία. Μέσα στην ελληνική κοινωνία υπάρχει ένα κομμάτι κόσμου που και ξέρει καλά τι είναι η Χρυσή Αυγή και ασπάζεται σε γενικές γραμμές τις απόψεις της –αν και όχι απαραίτητα τις ιδελολογικές αφετηρίες της. Επίσης, οι σχεδόν καθημερινές επιθέσεις εναντίον μεταναστών, διαψεύδουν πανηγυρικά όσους «προέβλεπαν» ότι η είσοδος στο κοινοβούλιο θα οδηγούσε τους χρυασαυγίτες σε πιο ήπιες τοποθετήσεις. Η Χρυσή Αυγή αποτελεί κίνδυνο για την Αριστερά όχι μόνο γιατί αποτελεί τον παρακρατικό βραχίονα της κρατικής καταστολής, αλλά προωθείται από τον αστικό κόσμο ως εναλλακτική στην Αριστερά για όσους θέλουν να εκφράσουν την αντίθεση τους στο Μνημόνιο. Το να απαντήσουμε πολιτικά στη Χρυσή Αυγή και το να της αφαιρέσουμε οργανωτικά κάθε ζωτικό χώρο πρέπει να γίνει βασική προτεραιότητα για όλο το κίνημα.

Κλείνοντας, θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι οι πρωτόγνωρες στιγμές που ζούμε απαιτούν νέες στάσεις από όλους μας. Όταν το… Καμερούν φτάνει ένα βήμα πριν το σχηματισμό κυβέρνησης, τότε ανοίγει πλήρως η βεντάλια της ενδεχομενικότητας. Ζούμε μια από τις λιγοστές ιστορικές στιγμές όπου όλα είναι δυνατά. Ας το κατανοήσουμε, ας πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και ας τολμήσουμε το επόμενο άλμα. Μπορούμε!

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Ελπίδα ή Φόβος;

Η προεκλογική περίοδος που λήγει απόψε το βράδυ διαψεύδει με τρόπο πανηγυρικό όσους και όσες πιστεύουν ότι η πολιτική έχει να κάνει μόνο με την ορθολογική εκτίμηση κομματικών προγραμμάτων και προσωπικών συμφερόντων. Το μεγάλο δίλημμα αυτών των εκλογών δεν ήταν ούτε το «ευρώ ή δραχμή», ούτε το «ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο». Στην πραγματικότητα, η ελληνική κοινωνία βρέθηκε (και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να βρίσκεται) ενώπιον ενός ερωτήματος που αφορά πολύ περισσότερο τα συναισθήματά της, παρά τα πολιτικά επιχειρήματα των κομμάτων: Ελπίδα ή Φόβος; Το μεγάλο δίλημμα των επαναληπτικών εκλογών σχετίζεται κυρίως με αυτό που αισθανόμαστε.

Τις μέρες που ακολούθησαν την 6η Μάη, οι πόλοι του νέου δικομματισμού (μιας και το ΠΑΣΟΚ πνέει πλέον τα λοίσθια) αντιπροσώπευσαν ακριβώς τα αντικρουόμενα συναισθήματα της ελπίδας και του φόβου. Από τη μια μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ, που όχι μόνο κατάφερε να απεκδυθεί την ταυτότητα του κόμματος διαμαρτυρίας, αλλά διαμόρφωσε ένα κοινωνικό ρεύμα θετικής ψήφου. Μετά τις 6 Μάη, η στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέρρεε τόσο από την οργή ενάντια στο Μνημόνιο, όσο από την προσδοκία ότι με το ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα μπορούν ν” αλλάξουν, ότι μπορεί να χαραχτεί μια νέα πορεία για τη χώρα. Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες που ένα ελληνικό πολιτικό κόμμα δεν υπερψηφίζεται κατά κύριο λόγο γιατί αποτελεί το «λιγότερο κακό», αλλά γιατί εκπροσωπεί την προσδοκία του «καλού» όπως την αντιλαμβάνεται μεγάλη μερίδα της κοινωνίας.

Στον άλλο πόλο του νέου δικομματισμού, η Νέα Δημοκρατία έπαιξε (και θα συνεχίσει να παίζει) το χαρτί του φόβου. Φόβος για το «άγνωστο» που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, φόβος για μια ενδεχόμενη αποπομπή μας από την ευρωζώνη, φόβος για την πιθανή απώλεια των καταθέσεων. Με δυο λόγια, η Νέα Δημοκρατία στήριξε την εκστρατεία της στην εν πολλοίς αταβιστική τάση των ανθρώπων να στέκονται επιφυλακτικά σε οποιαδήποτε ριζική αλλαγή των συνηθειών τους. Και αυτό στο οποίο έχουν συνηθίσει οι πολίτες της Ελλάδας, είναι να κυβερνάνε ή Δεξιά ή το ΠΑΣΟΚ, και η Αριστερά να μένει στη γωνία, διαμαρτυρόμενη και ακίνδυνη.

Φόβος ή ελπίδα λοιπόν; Το παράδοξο βέβαια είναι ότι το μεγάλο δίλημμα των εκλογών αφορά μόνο στον ένα πόλο του νέου δικομματισμού. Τη ΝΔ την ξέρουν όλοι και όλες, δεν την φοβούνται -για ελπίδα βέβαια ούτε λόγος να γίνεται… Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ζήτημα όλων. Ο διαρκώς αυξανόμενος κόσμος που τον στηρίζει, βλέπει σε αυτόν την ελπίδα για κάτι ριζικά διαφορετικό, ενώ η ΝΔ, τα ΜΜΕ, η εργοδοσία και τα ευρωπαϊκά κέντα προσπαθούν να τον ταυτίσουν με τον φόβο μιας ανεπανόρθωτης καταστροφής. Τι θα βαρύνει τελικά πιο πολύ;

Τούτη την ώρα απάντηση δεν μπορεί να δοθεί. Το μόνο που μπορεί να λεχθεί με σιγουριά είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί αδύνατο πλέον. Ή όπως μου είπε ο συγκινημένος Μπέαρ, στο τέλος της συγκέντρωσης χτες βράδυ: “ποιος θα το πίστευε;”. Χτες στην Ομόνοια υπήρχε πολύς κόσμος και ακόμα περισσότερη ελπίδα, και τον Μπέαρ τον συγκινούν αυτά.

Γιάννης Αλμπάνης, 15/6/12

Περισσότερα

Η ώρα της αυτοδυναμίας για τον ΣΥΡΙΖΑ

«Πρώτη πράξη της κυβέρνησης της Αριστεράς, αμέσως μόλις συγκροτηθεί η νέα Βουλή, θα είναι η ακύρωση του Μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων του.»

Με αυτή τη σαφή φράση στην αρχή κιόλας της παρουσίασης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έδωσε μόνο τέλος στην αμφιταλάντευση του κόμματός του, αλλά σκιαγράφησε το πλαίσιο στο οποίο θα εκτυλιχτεί η πολιτική συγκυρία μετά τις 17 Ιουνίου, αν προκύψει βέβαια κυβέρνηση της Αριστεράς. Πιθανόν, ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο έθεσε ο Τσίπρας το ζήτημα της κατάργησης του Μνημονίου, να αποτελέσει το σημείο καμπής, που θα κρίνει την έκβαση των εκλογών. Ωστόσο, η στοιχειώδης πολιτική σωφροσύνη επιτάσσει να μην κάνει κανείς προβλέψεις (τα αντίθετο μάλλον…) παραμονές εκλογών.

Η αμφιταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ

Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι το κόμμα τους εμφάνισε μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου συμπτώματα διγλωσσίας και αμηχανίας. Το αναπάντεχα θετικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου έφερε τα στελέχη της Αριστεράς αντιμέτωπα με τον… κίνδυνο να εφαρμοστούν όσα για χρόνια επαγγέλλονταν. Για πρώτη φορά από το 1944, η Αριστερά καλείται να αναμετρηθεί με την εφαρμογή του πολιτικού προγράμματός της –το ’89 ο ενιαίος ΣΥΝ στην πραγματικότητα εφάρμοσε το πρόγραμμα της ΝΔ. Απέναντι λοιπόν σε αυτό που ο Μπαντιού θα ονόμαζε αδύνατο που γίνεται δυνατό (ένα πραγματικό Συμβάν), άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασαν επιμένοντας στις προεκλογικές εξαγγελίες του κόμματος (οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούν στα αιτήματα του λαϊκού κινήματος) και άλλα επιχείρησαν να τις τροποποιήσουν επί το μετριοπαθέστερο. Τοποθετήσεις όπως «η πολιτική καταγγελία του Μνημονίου» όχι μόνο διαφοροποιούνται σαφώς από τις συμφωνημένες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακούγονται συμβατές με το σχέδιο της επαναδιαπραγμάτευσης, που προτάσσουν σήμερα οι μέχρι πρότινος διαπρύσιοι θιασώτες της κατά γράμμα εφαρμογής του Μνημονίου. Αυτή η τάση τροποποίησης των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν απορρέει μόνο από ιδεολογικές τοποθετήσεις ή από μια ορισμένη τεχνοκρατική οικονομολογική θεώρηση. Σχετίζεται, ας μην το ξεχνάμε, και με τις τεράστιες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει όποια κυβέρνηση επιχειρήσει να καταργήσει το Μνημόνιο: σκληρή αντίθεση των Ευρωπαίων, υπονόμευση από το εγχώριο τραπεζομιντιακό σύμπλεγμα, πλήρης διάλυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Ασχέτως πάντως με τα «πώς» και «γιατί», δημιουργήθηκε μια εικόνα σύγχυσης και υπαναχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Απέναντι στην πολυγλωσσία, η οποία μάλιστα άρχιζε να στοιχίζει και δημοσκοπικά, όλες οι τάσεις και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συνέκλιναν στο ότι πρέπει να συμφωνηθεί ένα κοινό πλαίσιο, δεσμευτικό για όλους. Επιπλέον, ένα πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ προέτασσε την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας της πολιτικής σε βάρος μιας τεχνοκρατικά θεωρημένης πολιτικής οικονομίας. Αυτό ακριβώς το ρεύμα (που φαίνεται ότι διαπέρασε τον μέχρι τώρα γνωστό εσωκομματικό χάρτη) επέμεινε στην αναγκαιότητα να γίνει σαφής αναφορά στην κατάργηση του Μνημονίου και να δεσμευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ για την ικανοποίηση των βασικών αιτημάτων του λαϊκού κινήματος. Νομίζω ότι είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση σε μια εκδήλωση του ηγετικού στελέχους του ΣΥΝ Αντρέα Καρίτζη: «Το βασικό είναι να στείλουμε καθαρό μήνυμα στα λαϊκά στρώματα ότι στεκόμαστε στο πλάι τους, ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια πλατιά κοινωνική συμμαχία που θα δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ τη νίκη στις εκλογές και θα αποτελέσει μετεκλογικά το βασικό στήριγμα της νέας αριστερής κυβέρνησης.»

Δεν έχω πληροφόρηση για το πώς τοποθετήθηκε ο ίδιος ο Τσίπρας πάνω στο ζήτημα. Ξέρω όμως ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει εδώ και καιρό σε δύο βασικούς άξονες. Πρώτον, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάδειξη κυβέρνησης της Αριστεράς, δεν είναι προεκλογικά πυροτεχνήματα, αλλά ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο. Επομένως, το κόμμα δίνει τη μάχη για να νικήσει και δε ψάχνει προφάσεις για να χάσει αξιοπρεπώς. Δεύτερον, για να κερδηθούν οι εκλογές πρέπει να τεθεί το δημοψηφισματικό δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο». Για να τεθεί λοιπόν το δίλημμα, θα πρέπει να χωρίζει τεράστια απόσταση τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ από αυτές των μνημονιακών κομμάτων. Τελικά την 1η Ιούνη ο Τσίπρας έθεσε το δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο» και παρουσίασε προγραμματικές θέσεις σαφώς ασύμβατες με αυτές του μνημονιακού μπλοκ.

Ανάγκη για καθαρή εντολή

Αυτή ακριβώς η ασυμβατότητα των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνες των μνημονικών δημιουργεί νέα δεδομένα για την εκλογική αναμέτρηση. Το στέλεχος της ΔΗΜΑΡ Σταμάτης Μαλέλης το διατύπωσε σε τηλεοπτική εκπομπή με τον πιο καθαρό τρόπο: Μετά από αυτές τις θέσεις που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να συνεργαστεί μαζί του. Εν τέλει, μπορεί η ΔΗΜΑΡ να συρθεί σε συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε γενικές γραμμές ο Μαλέλης έχει δίκιο. Η ντροπαλή αποδοχή του μνημονιακού πλαισίου από τη ΔΗΜΑΡ δεν συνάδει με τη ρήξη που επαγγέλθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στην παρουσίαση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την αντιπαράθεση με το ευρωγερμανικό διευθυντήριο και το εγχώριο τραπεζομιντιακό σύμπλεγμα, χρειάζεται απαραιτήτως δύο στηρίγματα: Πρώτον, τη μέγιστη δυνατή λαϊκή κινητοποίηση ούτως ώστε η δύναμη του δρόμου να αποτελέσει το αντιστάθμισμα στην εξουσία του χρήματος που θα αντιμάχεται την αριστερή κυβέρνηση. Δεύτερον, την καθαρή εντολή των εκλογέων. Μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν και… ολίγον μνημονικά κόμματα, θα έχει τεράστια δυσκολία στο να έρθει σε ρήξη με το Μνημόνιο, μιας και η εξωτερική πίεση θα μεταφέρεται πολύ εύκολα στο εσωτερικό της. Το έργο της είναι τόσο δύσκολο, που απαιτεί τη μέγιστη δυνατή εσωτερική συνοχή. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι όσο θα προχωράμε προς την ώρα της κάλπης, το δίλημμα που θα αναδεικνύεται επιτακτικά θα είναι: Αυτοδυναμία ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο.

Γιάννης Αλμπάνης, 3/6/12

Περισσότερα

Το “άντε γαμηθείτε” του Αλέξη Τσίπρα

Εδώ και πάρα πολύ καιρό, από τότε δηλαδή που θυμάμαι τον εαυτό το μου, η ενασχόληση με τα κοινά ταυτίζεται με την θεσιθηρία και τον άνομο πλουτισμό. Ο βουλευτής, ο πολιτικός εν γένει, είναι ο λαμόγιος που θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να καβατζώσει την καρέκλα και να τρώει με χρυσά κουτάλια κι αυτός και τα δισέγγονα -ο Άκης αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ιδιαίτερα τα τελευταία δύο μνημονιακά χρόνια, πέραν της λαμογιάς, η πολιτική ταυτίζεται πλήρως με το τσατσιλήκι στην τρόικα και τη βαρβαρότητα απέναντι στο λαό. Επί δύο χρόνια, πρωθυπουργοί και υπουργοί, βουλευτές και μεγαλοδημοσιογράφοι, κάθε λογής γραμματείς και φαρισαίοι, δεν έχουν πει ένα “μα δεν γίνονται αυτά” στην τρόικα και τον ΣΕΒ. Επί δύο χρόνια δεν βρέθηκε ένας σε θέση ευθύνης που να πει ότι “δεν γίνεται να εξοντώσουμε έναν ολόκληρο λαό”. Επί δύο χρόνια δεν βρέθηκε ένας που να πει “άντε γαμηθείτε” και να αναλάβει το προσωπικό κόστος της αξιοπρέπειας.

 Και φτάσαμε σήμερα 8 Μάη, δύο μέρες μετά τον εκλογικό θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ, για να ακούσουμε επιτέλους αυτό το ουρανόμηκες “άντε γαμηθείτε” που περιμέναμε δύο χρόνια τώρα. Αφού επί δύο μέρες οι μνημονιακοί προσπαθούσαν να αγκαλιάσουν σαν πύθωνες τον ΣΥΡΙΖΑ με στόχο είτε να να τον σύρουν σε μνημονιακή κυβέρνηση είτε να τού χρεώσουν το πολιτικό κόστος της προσφυγής στις κάλπες και της αστάθειας· αφού επί δύο μέρες πλέκουν το εγκώμιο του ΣΥΡΙΖΑ οι ίδιοι που τον συκοφαντούσαν με κάθε δυνατό τρόπο· αφού μέχρι και ο Βενιζέλος είπε ότι θέλει τον Τσίπρα πρωθυπουργό, αρκεί βέβαια να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας· φτάσαμε σήμερα στην ώρα της αλήθειας. Ο Τσίπρας παρέλαβε τη διερευνητική εντολή κι έθεσε τους όρους του για το σχηματισμό κυβέρνησης, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ:

 α) Άμεση ακύρωση εφαρμογής των μέτρων του μνημονίου και ειδικότερα περικοπών μισθών – συντάξεων

β) Ακύρωση νόμων που καταργούν στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα (μετενέργεια)

γ) Προώθηση άμεσων αλλαγών στο πολιτικό σύστημα (αλλαγή εκλογικού νόμου, καθιέρωση απλής αναλογικής, κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών)

δ) Δημόσιο έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα. Ζήτησε να δοθεί τώρα στη δημοσιότητα η έκθεση της ΒlackRock

ε) Δημιουργία διεθνούς επιτροπής λογιστικού ελέγχου για να διερευνηθεί το επαχθές του ελληνικού χρέους

 Με πιο απλά λόγια ο Τσίπρας επέλεξε να μη γίνει δωτός πρωθυπουργός της τρόικας, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΕΒ και των ΜΜΕ. Επέλεξε να τηρήσει όσα έλεγε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, αρνούμενος την άμεση πρωθυπουργοποίηση του. Θα μπορούσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει και την άλλη επιλογή, να σχηματίσει δηλαδή κυβέρνηση υπό το φύλλο συκής της “βελτίωσης του Μνημονίου”. Κάτι τέτοιο άλλωστε είχε κάνει η ηγεσία του ενιαίου τότε ΣΥΝ τον Ιούνιο του ’89, όταν συνέπραξε σε εκλογικό σχήμα για το οποίο κανείς δεν είχε κάνει λόγο προεκλογικά. Δικαιολογίες πάντοτε μπορούν να βρεθούν στην πολιτική, ειδικά μπροστά στο δέλεαρ της κυβέρνησης.

Όμως, ο Τσίπρας σήμερα κινήθηκε στον αντίποδα της επιλογής των Φλωράκη-Κύρκου του ’89. Επέλεξε να πει το δικό του μεγάλο “Όχι”, αυτό το “άντε γαμηθείτε” που περιμέναμε εδώ και δύο χρόνια για να το πει κάποιος στην τρόικα, τον ΣΕΒ και τη διαπλοκή.

 Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Αν δηλαδή ο Τσίπρας συμβιβαστεί τελικά ή αν εμείς θα τρώμε ξύλο από τα ΜΑΤ μιας αριστερής κυβέρνησης που θα έχουμε εκλέξει οι ίδιοι. Σήμερα όμως έχουμε αυτό το λυτρωτικό “άντε γαμηθείτε” που δικαιώνει την επιλογή μας στην κάλπη και ίσως ανοίξει νέους δρόμους. Σήμερα το απόγευμα μπορούμε να πάμε στην καφετέρια φουσκωμένοι σαν τα παγώνια. Θα ανοίξουμε και την πολύχρωμη ουρά μας.

Γιάννης Αλμπάνης, 8/5/12

Περισσότερα

Ο Γιάννης του «Κ»

Από το Red Notebook

Θα πρέπει να το θυμίζουμε συνεχώς –ακόμα και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές. Ο σύντροφος μας Γιάννης Μπανιάς (και οποιοσδήποτε άλλος δηλαδή) δεν έφυγε, ούτε αποδήμησε, ούτε ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι, ούτε τίποτα τέτοιο . Ο Γιάννης πέθανε. Έτσι ξερά και καθόλου παρηγορητικά, γιατί εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει «μετά», ότι ό,τι είναι να το κάνουμε πρέπει να το κάνουμε εδώ και τώρα, κι ότι δεδομένης της απουσίας μιας άλλης καλύτερης ζωής με ξανθά παχουλά αγγελούδια και βουνά από πιλάφι, θα πρέπει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να κάνουμε καλύτερη και δικαιότερη αυτήν την πραγματική ζωή, τη μία και μόνη που υπάρχει. Ο Γιάννης Μπανιάς αφιέρωσε τη ζωή του σ’ αυτόν τον σκοπό. Και τώρα που έφτασε η ώρα του (δυστυχώς πρόωρου) απολογισμού, από αυτήν την αφετηρία θα πρέπει να ξεκινάνε οι αποτιμήσεις μας. Ο Γιάννης αυτή τη μία και μόνη ζωή που του δόθηκε, την αφιέρωσε στην Αριστερά, στον αγώνα των απλών ανθρώπων για ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Από την ΕΔΑ και το ΚΚΕ (Εσωτερικού) έως την ΑΚΟΑ και το ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιάννης ταύτισε το βίο του με αυτόν της παράταξης. Ακόμα και στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν το ’89, ο Γιάννης δεν έσπασε και παρέμεινε πιστός στην προσπάθεια να μη σβήσει το κεράκι που είχε απομείνει από τη μεγάλη κομμουνιστική πυρκαγιά των περασμένων δεκαετιών. Έμεινε μια ζωή σταθερός στον αγώνα. Και τώρα που φτάσαμε στο ύστατο σημείωμα για το Γιάννη  (κοίτα να δεις…) οφείλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής στη σταθερότητα της στράτευσης του. Δεν είναι λίγο και γι’ αυτό δεν το έχουν κάνει πολλοί.

Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε το ότι Γιάννης Μπανιάς δεν ήταν γενικά με μια οποιαδήποτε Αριστερά. Η πολιτική δράση του, εντέλει η ίδια η ζωή του, χαράχτηκε από τη μεγάλη αναμέτρηση στο χώρο της «Ανανεωτικής Αριστεράς» , που οδήγησε στη διάσπαση του ΚΚΕ (Εσωτερικού) με τη δημιουργία της ΕΑΡ και του ΚΚΕ Εσωτερικού (Ανανεωτική-Αριστερά). Ο Γιάννη έδωσε από τη πρώτη γραμμή τη μάχη για να μείνει το «Κ» στον τίτλο του κόμματος.  Αυτός και οι σύντροφοι του έκριναν ότι εκείνο το «Κ» είχε τεράστια πολιτική σημασία γιατί προσδιόριζε τον ιδεολογικό ορίζοντα της Αριστεράς. Έναν πολιτικό ορίζοντα που δεν θα πρέπει να είναι ο τοσοδούλης της διαμαρτυρίας και της γενικώς και αορίστως κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά θα πρέπει να είναι μακρινός και μεγάλος, όπως ακριβώς είναι και οι δυνατότητες της εργατικής τάξης. Το «Κ» του Μπανιά και των συντρόφων του προσδιορίζει μια Αριστερά που θέλει να αλλάξει τα θεμέλια του κόσμου, που, όσο και αν τον εξετάζει κριτικά, θέλει να παραμείνει ζωντανή η σύνδεση με τον Οκτώβρη, που επιμένει ότι ο κομμουνισμός αποτελεί το πιο δίκαιο κι ευγενές όραμα. Κι επέμειναν σε αυτό το «Κ» όταν έμοιαζε τίποτα γύρω τους να μη δικαιολογεί την επιλογή τους, όταν κατέρρεαν τα καθεστώτα που είχαν καπηλευτεί και συκοφαντήσει αυτό το «Κ», όταν οι καμποτίνοι υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας αποδεχόμενοι ότι αυτό το «Κ» ήταν ολοκληρωτισμός, καθώς και ότι ήταν ο Κάουτσκι που είχε δίκιο, και όχι ο Λένινν. Όταν όλα πήγαιναν δεξιά, ο Μπανιάς και το ΑΑ πήγαν αριστερά.

Το «αριστερά» του Γιάννη, του ΑΑ και της ΑΚΟΑ δεν ήταν δογματισμός και ξεροκεφαλιά. Είχε ιδεολογικό ψάξιμο και πολιτική αναζήτηση, κριτική ματιά στα πεπραγμένα τόσο γενικά του κομμουνιστικού κινήματος όσο και ειδικά της «ανανέωσης», άνοιγμα στην οικολογία και τα νέα κινήματα, δημιουργία της Εποχής, όχι ως κομματικού οργάνου, αλλά ως εφημερίδας του «χώρου» συνολικά. Ο Γιάννης δεν ήταν ο άνθρωπος που απλά αρνήθηκε την αποκομμουνιστοποίηση και πέρασε τον υπόλοιπο βίο του προσέχοντας μην αλλοιωθεί η μούμια του Λένιν. Ήταν εκεί στα αντιρατσιστικά και τις ευρωπορείες, στη Γένοβα και το Δεκέμβρη, στις δίκες για να καταρρεύσουν τα στημένα κατηγορητήρια. Με τη δική του προσέγγιση (κάπως βαριά και παλαιοκομμουνιστική στα μάτια μου), αλλά πάντοτε εκεί, οπουδήποτε ξεφύτρωνε το νέο.

Η τελευταία μεγάλη πολιτική πράξη του Γιάννη Μπανιά ήταν η συμβολή του στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμβολή αυτή δεν έγκειται μόνο στο ότι ο ίδιος και ΑΚΟΑ είχαν υιοθετήσει τα τελευταία 15 χρόνια την άποψη της ενότητας και της ανασύνθεσης. Εξίσου μεγάλη σημασία είχε και η «αντικειμενική» διάσταση της πολιτικής παρέμβασης τους, το ότι δηλαδή η ΑΚΟΑ αποτέλεσε γέφυρα και δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στο Συνασπισμό και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστερά που συνέπραξαν στο καινούργιο ενωτικό σχήμα. Χωρίς αυτό το δίαυλο, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η Εποχή, η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.

Κλείνοντας, θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει αναφορά σε δύο σημεία που πολλές φορές αποσιωπούνται, ενώ δεν θα έπρεπε. Ο Γιάννης μπήκε στην Αριστερά με περιουσία, και τελειώνει το βίο του φτωχός. Αυτή η περιουσία δεν φαγώθηκε για να κάνει πολιτική καριέρα, αλλά αφιερώθηκε στις ανάγκες της Αριστεράς. Σε εποχές που η ενασχόληση με τα κοινά ταυτίζεται με τον καριερισμό και τον παράνομο πλουτισμό, η αριστερή ανιδιοτέλεια ανθρώπων όπως ο Γιάννης πρέπει να εξαίρεται. Το δεύτερο σημείο είναι ότι η εμμονή στην επιλογή του «Κ» είχε προσωπικό κόστος. Εξαιτίας αυτής της επιλογής, ο Γιάννης όχι μόνο έχασε την  ηγεσία ενός σχετικά μεγάλου κόμματος της Αριστεράς, αλλά βρέθηκε για μεγάλο διάστημα περιθωριοποιημένος, ως επικεφαλής πια μιας μικρής πολιτικής οργάνωσης. Προσωπικά πιστεύω ότι γι’ αυτό, το ότι δηλαδή επέμεινε στην άποψη του αναλαμβάνοντας το κόστος, τού αξίζει ο μεγαλύτερος έπαινος.

Γιάννης Αλμπάνης, 29/3/2012

Περισσότερα

Κι εσείς τι προτείνετε;

Από το Red Notebook

«Κι εσείς τι προτείνετε;»  Το ερώτημα συνοδεύει σταθερά τις εξ αριστερών κριτικές στο Μνημόνιο και την κοινωνική ερήμωση. Στην πραγματικότητα, δεν το θέτουν μόνοι όσοι ειλικρινά αναζητούν εναλλακτικές προτάσεις, αλλά και όσοι υπονοούν δια της ρητορικής ερώτησης ότι το Μνημόνιο, όσο επώδυνο για είναι, αποτελεί μονόδρομο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Το «κι εσείς τι προτείνετε» μπορεί να ηχεί εκνευριστικό όταν διατυπώνεται από τους Ηρακλείς της καθεστωτικής κοινοτοπίας στο Protagon, εντούτοις, αποτελεί το πιο χτυπητό σημάδι της αλλαγής (προς τα αριστερά) της πολιτικής συγκυρίας. Μέχρι πρόσφατα αυτό το ερώτημα δεν διατυπωνόταν ποτέ (ή τουλάχιστον διατυπωνόταν πολύ σπάνια) τόσο γιατί η συντριπτική πλειοψηφία ουδόλως ενδιαφερόταν για το ποιο ακριβώς πρόγραμμα υποστήριζε  η Αριστερά, όσο και γιατί οι νεανικές πρωτοπορίες που εντάσσονταν στο κίνημα, περισσότερο το έπρατταν ορμώμενες από μια ηθική απόρριψη του καπιταλισμού και των ιεραρχικών σχέσεων, παρά από μια καλά θεμελιωμένη ιδεολογική τοποθέτηση. Το «κι εσείς τι προτείνετε» ανταποκρίνεται σε μια συγκυρία όπου ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που όντως προτείνουν οι καθεστωτικές δυνάμεις είναι η συντεταγμένη πορεία από το κακό στο χειρότερο, πράγμα που έχει σα συνέπεια να τείνουν ευήκοα ώτα στις αριστερές φωνές.

Τώρα λοιπόν μας ακούν, και τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι ανάγκη η Αριστερά να κάνει όσο πιο σαφές γίνεται το μήνυμα της. Γιατί τώρα δεν χρειάζεται πια να δώσει δυνάμεις για να πείσει ότι η κατάσταση είναι χάλια –η συντριπτική πλειοψηφία το ξέρει γιατί το ζει καθημερινά. Ούτε χρειάζεται να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια για να πείσε ότι είναι επείγουσα ανάγκη η αλλαγή πορείας –και αυτό τε ξέρουν οι περισσότεροι, γι’ αυτό άλλωστε διατίθενται να ακούσουν τι έχει να πει η Αριστερά. Αν ανατρέξουμε στις αρχαιοελληνικές καταβολές της λέξης, θα θυμηθούμε ότι κρίση δεν είναι μόνο ο κλυδωνισμός του υπάρχοντος, αλλά και το σημείο καμπής όπου το υποκείμενο της δράσης θα πρέπει να κάνει μια επώδυνη επιλογή. Τώρα λοιπόν για τη μεν ελληνική κοινωνία είναι η ώρα της επιλογής, για τη δε Αριστερά η ώρα της παρουσίασης της επιλογής που προτείνει, με όσο πιο απλό, κατανοητό και πειστικό τρόπο γίνεται.

Οι δυσκολίες της επιλογής

Το να παρουσιάσει η Αριστερά την επιλογή που προτείνει, δεν είναι απλό εγχείρημα για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες ο ορίζοντας της αριστερής πολιτικής ήταν η αντίσταση (ριζοσπαστική ή μετριοπαθής) και όχι ένα πρόγραμμα ανατροπής και μετασχηματισμού. Οι τάχα μου «προοδευτικές» προτάσεις κυβερνητικής υπευθυνότητας αποτέλεσαν (κι αποτελούν) εκφράσεις ενσωμάτωσης στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, κι όχι αριστερά εναλλακτικά μοντέλα. Κατά συνέπεια, οι ίδιοι οι αριστεροί μοιάζουν να έχουν «ξεχάσει» τις θεμελιώδεις ιδεολογικές αναφορές της Αριστεράς. Δεύτερον, γιατί η ίδια ακριβώς κοινωνία που αγανακτεί με το Μνημόνιο και λοιδωρεί τους «πολιτικούς», αδυνατεί (ή τέλος πάντως αδυνατούσε έως τώρα) να φανταστεί μια οικονομική οργάνωση που δεν θα βασίζεται στα ιδεολογήματα του ανθρωποφαγικού νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι το μόνο μέτρο που το περιβάλλει σταθερά ως ένα βαθμό η κοινωνική συναίνεση. Ο τρίτος λόγος που εξηγεί τις δυσχέρειες της αριστερής πρότασης , είναι ότι η Αριστερά δεν παίζει μόνη της στο αντιμνημονιακό τερέν. Μπορεί η άνευ όρων προσχώρηση του Σαμαρά στο μνημονιακό μπλοκ να άνοιξε πολιτικό χώρο, αλλά το πολιτικό σύστημα δείχνει γρήγορα ανακλαστικά στην κάλυψη του. Ξεκινώντας από την Άκρα Δεξιά και φτάνοντας στην Κενροαριστερά μπορεί κανείς να βρει τουλάχιστον πέντε κόμματα (Χρυσή Αυγή, Καμμένος, εσχάτως ΛΑΟΣ, Καστανίδης-Κατσέλη, ΔΗΜΑΡ) που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στέκονται κριτικά ή απορρίπτουν το Μνημόνιο. Κι ενώ είναι σχετικά εύκολο να εγκαλέσεις για έλλειψη αξιοπιστίας όσους το εφάρμοσαν ή σκοπεύουν να το εφαρμόσουν (πρώτα ο Θεός,,,), δεν ισχύει το ίδιο για όσους από την αρχή το απέρριψαν ή για όσους στην πορεία δηλώσουν ότι βλέπουν πλέον το πράγματα με άλλο μάτι –και θα είναι πολλοί αυτοί… Σε τι διαφοροποιείται λοιπόν η Αριστερά είτε από τους νεόκοπους αντιμνημομιακούς είτε από τη λαϊκίστικη-ενθικιστική κριτική του Μνημονίου;

Η σκοπιά της Αριστεράς

Η Αριστερά λοιπόν δεν είναι γενικά η παράταξη του αντι-Μνημονίου, αλλά μια παράταξη που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στο Μνημόνιο, από τη σκοπιά όμως ενός ορισμένου πολιτικού προγράμματος: από τη σκοπιά των εργαζομένων (ντόπιων και μεταναστών) και όχι  της «εθνικής οικονομίας»∙ από τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι της (καπιταλιστικής) «ανάπτυξης»∙ από τη σκοπιά της πραγματικής (και γι’ αυτό άμεσης και συμμετοχικής) δημοκρατίας και όχι από αυτή της «σωτηρίας της χώρας». Η «εθνική οικονομία», η «ανάπτυξη» και «η σωτηρία της χώρας» ανήκουν στο λεξιλόγιο όσων θέλουν να βρουν  τρόπους για να διασώσουν το κλυδωνιζόμενο σύστημα.  Για την Αριστερά η πάλη ενάντια στο ευρωπαϊκό διεθυντήριο και την κυβέρνηση των τραπεζιτών δεν είναι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένη με την πάλη ενάντια στην ντόπια εργοδοσία, αλλά και με την επιδίωξη να εφαρμοστεί μια πολιτική αναδιανομής του πλούτου και αλλαγής αντίληψης για την παραγωγή. Η Αριστερά αντιπαλεύει το Μνημόνιο από τη σκοπιά της αντίθεσης της στον καπιταλισμό, και όχι από αυτή της αναζήτησης μιας υποτιθέμενης εύρυθμης λειτουργίας του Στο επόμενο διάστημα, όσο θα είναι αναγκαίο να ξεσκεπαστεί η υποκρισία εκείνων απορρίπτουν το Μνημόνιο για να το εφαρμόσουν στην πράξη, άλλα τόσο πρέπει να καταγγέλλεται ο αντιμνημονιακός «αντιιμπεριαλισμός της πεντάρας» της λαϊκίστικης ακροδεξιάς (είτε απροκάλυπτης είτε ντροπαλής).  Αν με τους πρώτους διατρέχουμε τον κίνδυνο της διαιώνισης της μνημονιακής πολιτικής, με τους δεύτερους μπορεί να ανοίξει για πρώτη φορά η πόρτα στο ενδεχόμενο της επιστροφής των μεσοπολεμικών βρικολάκων –άσε που οι βρικόλακες στο τέλος πάντες τα κάθε λογής μνημόνια εφαρμόζουν…

Λιτό, σαφές και σταθερό μήνυμα

Ωστόσο, η υπενθύμιση των διαφορών που χωρίζουν την Αριστερά με άλλες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις δεν αρκεί για να κάνει την πρόταση της εύληπτη και πειστική. Είναι εξίσου σημαντικό το αριστερό μήνυμα να είναι λιτό, σαφές και σταθερά επαναλαμβανόμενο:

Λιτό, γιατί κανένας δεν μπορεί να θυμηθεί σχοινοτενείς και περίπλοκες τοποθετήσεις.

Σαφές, γιατί κανείς δεν αρκείται σε γενικόλογες απαντήσεις όταν τα ερωτήματα είναι τόσο ξεκάθαρα πιεστικά, όσο η ίδια η επιβίωση του.

Σταθερά επαναλαμβανόμενο, γιατί αν η πολιτική πρόταση διαφοροποιείται κάθε βδομάδα είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη μορφή της, τότε πολύ απλά αυτοαναιρείται. Κάτι που είτε αλλάζει είτε κατά καιρούς αποσιωπάται, δεν μπορεί να γίνει πειστικό.

Με δυο λόγια, η Αριστερά πρέπει να έρθει σε ρίξει με την παράδοση του βερμπαλιστικού πολιτικού λόγου που τον καταλαβαίνουν μόνο οι μυημένοι, του «να τα πούμε όλα για να γίνουμε πολυσυλλεκτικοί» με το οποίο τελικά κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, του  πολυσέλιδου προγράμματος που δεν παίζει κανένα πολιτικό ρόλο γιατί κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να το διαβάσει, της ωριαίας πολιτικής ομιλίας της οποίας το περιεχόμενο κανένας δεν θυμάται μετά το τέλος της. Χρειαζόμαστε λίγα και καθαρά πράγματα, στα οποία να επιμένουμε.

Και αυτά τα λίγα πράγματα θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τέσσερις βασικούς άξονες:

  1. Στην απόρριψη του Μνημονίου και την άρνηση πληρωμής του χρέους, ακόμα και αν αυτό σημάνει τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
  2. Στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και την επιβολή μορατόριουμ στην αποπληρωμή των χρεών των εργαζόμενων  καθώς και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  3. Στην αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος μέσω της αποφασιστικής φορολόγησης του πλούτου και της δωρεάν πρόσβασης για όλους σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγεία και η παιδεία.
  4. Σε ένα επείγον πρόγραμμα καταπολέμησης της ανεργίας μέσω της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και της διευκόλυνσης των εργαζόμενων να πάρουν στα χέρια τους τη διοίκηση όσων επιχειρήσεων απειλούνται με λουκέτο.

Είναι προφανές ότι οι προαναφερθέντες άξονες δεν εξαντλούν την αριστερή πολιτική πρότασης –μπορεί μάλιστα ορισμένοι να τους κρίνουν  ανεπαρκείς. Αποτελούν όμως ένα παράδειγμα του ότι αυτή η πρόταση όχι μόνο πρέπει, αλλά μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες φράσεις. Έχουμε πράγματα να πούμε και μπορούμε να τα πούμε απλά και γρήγορα για να απαντάμε με πειστικότητα στο «κι εσείς τι προτείνετε». Ωστόσο, σε κάθε τέτοια απάντηση είναι απαραίτητο να προστίθεται μια απλή αλλά θεμελιώδης σημείωση: Όσα προτείνει η Αριστερά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από την ίδια, αλλά από τους ίδιους «τους από κάτω». Γιατί αυτό που διαφοροποιεί την Αριστερά από τον αστικό πολιτικό κόσμο, είναι ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της σωτήρα των κατατρεγμένων, αλλά στηρίζεται στη θεμελιώδη πεποίθηση ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Η αριστερή πολιτική πρόταση δεν είναι όχημα ανάθεσης, αλλά πλαίσιο αυτοοργάνωσης και συλλογικής δράσης.

Γιάννης Αλμπάνης 18/3/12

Περισσότερα

Ο Μίκαελ Λεβί για την κρίση της δημοκρατίας (2)

Το δεύτερο μέρος της τοποθέτησης του γάλλου φιλόσοφου Μίκαελ Λεβί στην εκδήλωση του Red Notebook με θέμα «Οι ειδικοί στην εξουσία. Και η δημοκρατία; – Κρίση, Ευρώπη, Αντικαπιταλιστική Αριστερά».. Η εκδήλωση πραγματοιποιήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2011 στην κατάληψη της Τσαμαδού 15.

French Philosopher Micael Löwy speaks about democracy in Athens

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=NC2fXuS9Jos&list=UUSONYtVYKs81a-y59qAkgcg&index=1&feature=plcp]

Περισσότερα