Τι να πεις στον Κεδίκογλου για το Τρίτο;

trito

Έχει γραφεί ότι όταν στα 1848 τα αυτοκρατορικά στρατεύματα είχαν περικυκλώσει την επαναστατημένη Βιέννη, ο Μπακούνιν πρότεινε στους επαναστάτες να πάρουν τα έργα τέχνης από τα παλάτια και τα μουσεία, και να τα τοποθετήσουν μπροστά στα οδοφράγματα, ούτως ώστε οι στρατιώτες να μην ανοίξουν πυρ. Δεν ξέρω αν είναι αληθινή η ιστορία, εντούτοις, απηχεί μια αλήθεια. Το ότι δηλαδή υπήρξε μια εποχή στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια αυτού του μεγάλου ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, όπου ο σεβασμός στην τέχνη και την κουλτούρα υπήρξε τόσο μεγάλος και τόσο αυτονόητος, ώστε ακούγεται αληθοφανής η υποτιθέμενη πεποίθηση του αναρχικού επαναστάτη Μπακούνιν ότι τα αυτοκρατορικά αντεπαναστατικά στρατεύματα δεν θα μπορούσαν να βάλουν κατά των έργων, αυτά τα ίδια στρατεύματα που θα έσφαζαν τους εξεγερμένους, αν έμπαιναν στην πόλη. Μια ορισμένη αντίληψη για την πνευματική καλλιέργεια και την καλλιτεχνική δημιουργία έμοιαζε κοινή για τους μορφωμένους Ευρωπαίους της εποχής, ακόμα αν ανήκαν σε αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα, ακόμα και αν οι ιδεολογικές τοποθετήσεις τους τούς οδηγούσαν στην αλληλοσφαγή.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα άλλαξαν βέβαια πολλά. Στον 20ο αιώνα είδαμε ότι η Ευρώπη καλλιεργεί μέσα της ένα τέρας που μπορεί να κάψει ανθρώπους και βιβλία, που μπορεί να εξοντώσει καλλιτέχνες και να καταστρέψει τα έργα τους. Ωστόσο, μετά το τέλος του δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, η γενική πεποίθηση, και στα δύο μπλοκ που σχηματίστηκαν, ήταν όχι μόνο πως η προστασία των Τεχνών αποτελεί μέρος των θεμελιωδών αξιών που πρέπει να ενστερνίζονται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά και ότι συνιστά υποχρέωση του κράτους να τις προάγει. Μάλιστα, στον μεταπολεμικό κόσμο, η προστασία και προαγωγή των Τεχνών συνδέθηκε αναπόφευκτα με την έκρηξη των ΜΜΕ και της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης. Οι υψηλές τέχνες έπρεπε να γίνουν κτήμα όλων ή τουλάχιστον όσο το δυνατό περισσότερων. Γι’ αυτό και παντού στην Ευρώπη ιδρύθηκαν ΜΜΕ (ραδιόφωνα και τηλεοράσεις) που βασικό τους σκοπό δεν είχαν τόσο την πολιτική προπαγάνδα, όσο την πνευματική καλλιέργεια του μεγάλου κοινού.

Ο μπαμπάς μου υπήρξε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς αυτή η δημόσια παρέμβαση στην οποία αναφέρθηκα, μπόρεσε όντως να αλλάξει με θετικό τρόπο τους ανθρώπους και να προαγάγει τις Τέχνες. Πιτσιρικάς, τον πήρανε μαθητευόμενο σε ένα τυπογραφείο. Εκεί, οι τυπογράφοι, μάγκες τεχνίτες και λίγο διανοούμενοι ταυτόχρονα, ακούγανε Τρίτο Πρόγραμμα. Επειδή ο μπαμπάς μάλλον τους είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους τυπογράφους και σιγά-σιγά τού έγινε οικεία η μουσική που κυριαρχούσε στη δουλειά, συνέχισε να την ακούει και όταν άλλαξε επάγγελμα. Για πενήντα χρόνια (μισό αιώνα…) άκουγε κάθε μέρα Τρίτο. Επειδή κατά κύριο λόγο άνοιγε ραδιόφωνο κυρίως στη δουλειά και δούλευε πολύ, μπορώ να κάνω τον πολλαπλασιασμό 50Χ300Χ8, και να φτάσω στο συμπέρασμα ότι ο μπαμπάς μου στο πέρασμα του από τη ζωή άκουσε 120.000 ώρες Τρίτου Προγράμματος. Αυτή η υπαρξιακή σχέση με το Τρίτο άλλαξε τον ίδιο, που δεν είχε κανένα ανάλογο backround, και πέρασε και σε μένα. Δεν είναι μόνο ότι, όπως ακριβώς ο μπαμπάς μου, ακούω στη δουλειά Τρίτο Πρόγραμμα –αλλά και στο σπίτι, τα ήσυχα καλοκαιρινά απογεύματα που δεν έχουμε συνεδριάσεις… Είναι και το ότι από πολύ μικρός υιοθέτησα την πεποίθηση ότι γενικά είναι πολύ σημαντικό να προσπαθείς συνεχώς να καλλιεργείσαι, καθώς και, ειδικά, ότι η καλή μουσική είναι η λεγόμενη κλασική. Πεποίθηση που μένει ακλόνητη στο πέρασμα του χρόνου, γιατί δεν σχετίζεται με κάποιο «κήρυγμα» των γονιών (που θα μπορούσε να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα), αλλά με την ίδια την παρουσία της μουσικής στη ζωή σου. Πεποίθηση που συνδέεται στη συνέχεια τόσο αδιάρρηκτα με τις πολιτικές αντιλήψεις σου, που δεν μπορείς να θυμηθείς πότε ακριβώς έφτασες στο συμπέρασμα ότι η Αριστερά δεν είναι μόνο η παράταξη των εργαζομένων αλλά και των καλλιτεχνών, ότι κομμουνισμό δεν θα έχουμε μόνο όταν θα βρίσκουν όλοι ψωμί, αλλά και όταν όλοι θα πηγαίνουν στην όπερα.

Τώρα στο 90,9  δεν παίζει τίποτα . Και μού φαίνεται τόσο δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς για ποιο λόγο πρέπει στο 90,9 και το 95,6 να παίζει Τρίτο. Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε ανθρώπους σαν τον Κεδίκογλου, τον Φαήλο και τον Σαμαρά ότι ο Μάρκος Μωυσίδης πρέπει οπωσδήποτε να ακούγεται στα ερτζιανά, γιατί στην εκπομπή του μαθαίνεις μουσική, γιατί από αυτόν άκουσες πρώτη φορά το Stabat Mater του Περγκολέζι, γιατί είναι σημαντικό για τη ζωή σου να ξέρεις το Stabat Mater είτε σού αρέσει είτε όχι, καθώς και γιατί ο Μωυσίδης δεν υπάρχει περίπτωση να παίξει ποτέ σε κανένα άλλο ραδιόφωνο; Πώς μπορείς να εξηγήσεις στον Κεδίκογλου ότι η εισαγωγή από τον Χρυσό του Ρήνου είναι ένα διαρκές κάλεσμα για να στρέψουμε το βλέμμα μας σε πιο μακρινούς ορίζοντες, και αυτό το κάλεσμα πρέπει να το ακούσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι; Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε αυτόν τον απολίτιστο ακαλλιέργητο εσμό που μας κυβερνάει, ότι χρειαζόμαστε τις ορχήστρες και τους μουσικούς, γιατί η μεγάλη μουσική (για να θυμηθούμε το Όλα τα Πρωινά του Κόσμου) καταπραΰνει το υπαρξιακό άγχος που απορρέει από τη συνείδηση της θνητότητάς μας;

Η απάντηση είναι ότι σε ανθρώπους σαν τον Κεδίκογλου, τον Φαήλο και τον Σαμαρά δεν μπορείς να εξηγήσεις για ποιο λόγο χρειαζόμαστε το Τρίτο ούτε για ποιο λόγο χρειαζόμαστε την ΕΡΤ. Δεν διαθέτουν ούτε το ενδιαφέρον ούτε την ευαισθησία για να καταλάβουν. Δεν διαθέτουν αυτήν την κοινή παιδεία που ένωνε τους επαναστάτες και τους αντεπαναστάτες στη Βιέννη του 1848. Δεν διαθέτουν την έγνοια του πώς θα επιβιώσει ο πολιτισμός, πώς θα επιβιώσει η κοινωνία. Δεν μπορείς να τους εξηγήσεις. Πρέπει να τους διώξεις.

Γιάννης Αλμπάνης
Η αφίσα είναι του Δημήτρη Αρβανίτη

Περισσότερα

Περιμένοντας τους καλικαντζάρους

Από το Red Notebook

«Με τέτοιο χαλασμό, δεν είναι να κυκλοφορεί έξω κανένα πλάσμα του Θεού», σκέφτηκε φωναχτά ο Γιακουμής. Και πολύ καλά το είχε σκεφτεί, γιατί εκεί έξω λυσσομανούσε ο αέρας, ενώ η βροχή ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις απέναντι το σπίτι του Μήτσου του επιστάτη, κι ας ήταν μοναχά πενήντα μέτρα από την αποθήκη. Εκεί στην αποθήκη φύλαγε ο κύριος Δερβέτογλου όλα τα καλά του κόσμου, λάδι, αλεύρι, σαλάμια, όσπρια, τυριά, παστές σαρδέλες, τουρσιά και μαρμελάδες. Από εκεί κάθε πρωί ο Γιακουμής φόρτωνε την καρότσα με τα καλούδια για να μη λείψει τίποτα από το μπακάλικο του κυρίου Δερβέτογλου, το πιο ονομαστό, όχι μόνο στην πόλη τους, αλλά σε όλο το νομό. Κι εκεί ακριβώς, στη μεγάλη αποθήκη, ακούγοντας τις βροντές και τη μανία του αέρα, ο Γιακουμής αισθάνθηκε για πρώτη φορά τυχερός εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς: τυχερός γιατί δεν χρειαζόταν να βρίσκεται έξω μια τέτοια νύχτα· τυχερός, γιατί ο Μήτσος ο επιστάτης τον αγαπούσε, παρόλο που τον έλεγε συνέχεια κουτορνίθι, κι είχε παρακαλέσει τον κύριο Δερβέτοβγλου να τον πάρει στη δούλεψή του, λίγο μετά που πέθανε η μάνα. Να ΄χει καλά ο Θεός τον κύριο Δερβέτογλου που αν και μεγάλος και τρανός, από τους πιο πλούσιους όχι μόνο στην πόλη τους, αλλά σε όλο το νομό, τον λυπήθηκε τον φουκαρά τον Γιακουμή -κι ας τον καρπαζώνει συχνά, φωνάζοντας «Α ρε Γιακουμή, δράμι νιονιό δεν έχεις».

Στην αρχή βέβαια της ημέρας, ο Γιακουμής δεν ένιωθε και τόσο τυχερός. Πού ξανακούστηκε να περάσει παραμονή Πρωτοχρονιάς βαστώντας καραούλι στην σκοτεινή και κρύα αποθήκη! Αλλά πώς μπορούσε πάλι να πει όχι; Περνούσε με την καρότσα μπροστά από το καφενείο του κυρ Ανέστη όταν ο κύριος Δερβέτογλου του ΄κανε νόημα να σταματήσει και να μπει μέσα. Ο Γιακουμής δεν πήγαινε ποτέ στου κυρ Ανέστη, γιατί αυτό δεν ήταν καφενείο για ανθρώπους της σειράς του· εκεί σύχναζαν οι άρχοντες της πόλης. Και τώρα πάλι, με τον κύριο Δερβέτογλου κάθονταν ο κύριος Πετρόπουλος, ο πιο πλούσιος κτηματίας της περιοχής, ο ενωμοτάρχης και ο πάτερ Ευστράτιος, ο αρχιμανδρίτης που λειτουργούσε στην ενορία του κέντρου.

«Γιακουμή, σού έχω μια σημαντική αποστολή για απόψε το βράδυ», είπε με πολύ σοβαρό ύφος ο κύριος Δερβέτογλου. «Επειδή είσαι ο πιο έμπιστος και ικανός άνθρωπός μου, θα πρέπει να κάνεις την πιο δύσκολη δουλειά. Όπως ξέρεις βέβαια, γιατί είσαι άνθρωπος γνωστικός εσύ, απόψε το βράδυ έρχονται οι καλικάντζαροι από τις χώρες του Κάτω Κόσμου για να ρημάξουν το βιος των ανθρώπων. Του διαόλου πλάσματα, σιχαμένα τέρατα που μας ζηλεύουν γιατί ζούμε πάνω στη Γη και χαιρόμαστε το φως του ήλιου. Πέρσι, θα το θυμάσαι σίγουρα, είχαν μπουκάρει στη μεγάλη αποθήκη και είχαν βουτήξει ένα σωρό σαλάμια και μαρμελάδες. Γιακουμή, μόνο σε σένα μπορώ να στηριχτώ για να μην έχουμε τα ίδια και φέτος. Μόνο εσύ μπορείς να μείνεις άγρυπνος φρουρός όλη νύχτα, για να μη μας κλέψουν πάλι τα διαβολοπλάσματα».

Ο Γιακουμής στεκόταν αμήχανος. Είχε βέβαια ακούσει μικρός, πριν πεθάνει η μάνα, ιστορίες για τους καλικαντζάρους που είναι σιχαμένοι και αντίχριστοι, άνθρωποι και πίθηκοι και γαϊδάροι μαζί. Αλλά ποτέ του δεν είχε δει κανέναν, ούτε θυμόταν πέρσι να τους είχαν κλέψει τίποτα από την αποθήκη. Άσε που διακρίνοντας με την άκρη του ματιού του τον ενωμοτάρχη και τον κύριο Πετρόπουλο να κρυφογελάνε, του ΄ρθε ιδέα μήπως ο κύριος Δερβέτογλου του ΄χε στήσει πάλι καμιά φάρσα, σαν τότε που τον είχαν στείλει να ψάχνει τη λαβωμένη νεράιδα στην ακροποταμιά: «Α ρε Γιακουμή, τόσο αγαθιάρης είσαι που όλα τα χάφτεις. Κουκούτσι μυαλό δεν έχεις.». Ο Γιακουμής λοιπόν δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια μεριά δεν μπορούσε να παρακούσει την εντολή του κυρίου Δερβέτογλου, που να του δίνει ο Θεός χρόνια για τη μεγάλη χάρη που του ΄χε κάνει· από την άλλη όμως δεν ήθελε να τον ταράξουν στην καζούρα τα μπακαλόπαιδα.

Ο πάτερ Ευστράτιος, ξακουστός σε όλο το νομό για την αγιότητα και τα σοφά κηρύγματα του, τον έβγαλε από την αμηχανία. «Γιατί διστάζεις, παιδί μου; Το να προστατεύσεις την περιουσία του αφέντη σου από τα πλάσματα του διαβόλου είναι θεάρεστο έργο. Αυτός είναι ο σκοπός μας επί Γης, όπως λένε τα θεία Ευαγγέλια. Να προστατεύουμε τα έργα του Κυρίου από τις στρατιές του Αντίχριστου». Και με αυτά τα θαυμαστά λόγια ο φτωχός ο Γιακουμής πείστηκε να φυλάξει καραούλι Παραμονή Πρωτοχρονιάς στην αποθήκη του κυρίου Δερβέτογλου, γιατί σκέφτηκε ότι ένας άγιος άνθρωπος σαν τον πάτερ Ευστράτιο δεν θα τον κορόιδευε ποτέ. Άλλωστε τόσες φορές είχε ακούσει, πριν πεθάνει η μάνα, για το ρημαδιό που έκαναν οι καλικάντζαροι. Έτσι, με το που έπεσε ο ήλιος, πήρε ένα ματσούκι και κίνησε για τη σκοτεινή και κρύα αποθήκη.

Με την καταιγίδα θα είχε ξεπαγιάσει, αν δεν είχε έρθει ο Μήτσος ο επιστάτης φέρνοντας μια βαριά μπατανία, κάμποσο παστό και ένα φλασκί κρασί. Του άναψε και τη λάμπα. «Κοίτα μην ξαγρυπνήσεις όλο το βράδυ – δεν υπάρχει λόγος. Οι πόρτες αμπαρώνουν καλά· οι καλικάντζαροι δεν μπορούν να μπουν. Να ΄χουμε καλή χρονιά ρε Γιακουμή», είπε ο Μήτσος, που ήταν καλός άνθρωπος, αλλά φοβόταν τον κύριο Δερβέτογλου γιατί είχε πέντε στόματα να θρέψει. «Καλή χρονιά στην οικογένεια», απάντησε βαριά ο Γιακουμής που, παρά τα λόγια του πάτερ Ευστράτιου, δεν του φαινόταν τυχερό να πρέπει να περάσει την παραμονή μέσα στην αποθήκη. Άλλαξε γνώμη μόνο όταν άρχισε να λυσσομανάει ο αέρας, κι η βροχή να πέφτει τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις απέναντι το σπίτι του Μήτσου του επιστάτη, οπότε ο Γιακουμής αισθάνθηκε τυχερός που ήταν κάτω από στέγη, σκεπασμένος με την μπαντανία, και μπορούσε να κατεβάσει μερικές γουλιές από το κρασί του Μήτσου. «Με τέτοιο χαλασμό, δεν είναι να κυκλοφορεί έξω κανένα πλάσμα του Θεού».

Κάτι η ζεστασιά της μπαντανίας, κάτι η κούραση της ημέρας, κάτι που είχε κάνει κάμποσες φορές το πηγαινέλα από την αποθήκη γιατί το μαγαζί είχε πολύ κόσμο, κάτι τέλος το κρασί του Μήτσου, τον Γιακουμή τον πήρε ύπνος ανέφελος, όπως συμβαίνει με τους καλούς ανθρώπους. Και θα κοιμόταν μέχρι το πρωί της Πρωτοχρονιάς, αν δεν τον ξυπνούσε ένας γδούπος από τα μισά της αποθήκης, στα αριστερά, όπως κοίταζες την πόρτα. Πετάχτηκε κατευθείαν, γιατί είχε πιει αρκετά για να βαρύνει αλλά όχι για να πέσει αναίσθητος, άρπαξε το ματσούκι με το ένα χέρι και τη λάμπα με το άλλο, κι έτρεξε κατά τη μεριά του θορύβου. «Ακίνητοι, σατανάδες καλικάντζαροι, πίσω και σας έφαγα!». Αλλά οι σατανάδες που είχαν σπάσει το τζάμι του φεγγίτη για να πηδήξουν μέσα στην αποθήκη του κυρίου Δερβέρογλου δεν φάνηκαν στον Γιακουμή και τόσο διαβολικοί. Ήταν βέβαια τριχωτοί, βρωμιάρηδες κι έμοιαζαν με αγρίμια. Δύσκολα θα τους έλεγες ανθρώπους. Όπως τους φώτισε η λάμπα όμως, ήταν κουρελήδες, καταγδαρμένοι και τελείως μουσκεμένοι. Όταν μάλιστα πλησίασε με το ματσούκι να αιωρείται απειλητικά ψηλά στον αέρα, τους είδε να τρέμουν και το φόβο να κυριεύει τα παράξενα κόκκινα μάτια τους, ίδια με των ζώων. «Να βρούμε απάγκιο θέλουμε μόνο. Δεν θα πειράξουμε τίποτα, κύριε», ψέλλισε ένας απ΄ τους εισβολείς που είχαν πια κολλήσει στον τοίχο. Και ο Γιακουμής, που κανένας μέχρι τότε δεν τον είχε φωνάξει κύριο, σάστισε για τα καλά. Ήταν απολύτως έτοιμος να παλέψει μέχρι θανάτου με τα τάγματα του Εξαποδώ για να υπερασπιστεί την περιουσία του κυρίου Δερβέτογλου. Αυτό άλλωστε ήταν το καθήκον των Χριστιανών. Δεν του ΄κανε καρδιά όμως να ξυλοφορτώσει τούτα τα βρεγμένα και φοβισμένα πλάσματα, που είχαν μπουκάρει μέσα γιατί έξω χάλαγε ο κόσμος. Έτσι κι αλλιώς, να χτυπάς τους αδύναμους δεν το ΄βρισκε σωστό, πόσο μάλλον όταν βρίσκονταν σε ανάγκη και ικέτευαν. Άσε που τον είχαν πει κύριο, κι αυτό τον είχε συγκινήσει τόσο, ώστε ένοιωθε υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευγένεια. Έτσι, ο Γιακουμής κάθισε σαστισμένος και αμίλητος για κάμποσες στιγμές, με τη λάμπα στο ένα χέρι και το άλλο να κρατάει απειλητικά ψηλά το ματσούκι. Μέχρι που τελικά ο πήρε την απόφαση του και κατέβασε το ματσούκι.

Με το πιο αυστηρό ύφος που μπορούσε να πάρει, περίπου όπως είχε ακούσει να μιλά ο ενωμοτάρχης, τους είπε θα μπορούσαν να μείνουν μέχρι να περάσει η θύελλα, προειδοποιώντας όμως ότι ο ίδιος θα έμενε ξάγρυπνος και στην παραμικρή κίνηση θα τους ξυλοφόρτωνε άγρια. Τους απείλησε ότι αν πήγαιναν να εκμεταλλευτούν την καλοσύνη του, θα έφευγαν μισεροί από κει μέσα. Οι καλικάντζαροι έπεσαν στα πόδια του, τον ευχαρίστησαν με δάκρυα στα μάτια, του υποσχέθηκαν ότι θα έμεναν ήσυχοι όλη τη νύχτα κι ευχήθηκαν να του το ανταποδώσει ο Θεός, πράγμα που μπέρδεψε πολύ τον Γιακουμή γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα πλάσματα του Διαβόλου επικαλούνται τον Κύριο και Σωτήρα μας. Όπως και να έχει όμως, ξαγρύπνησε παρακολουθώντας τους καλικάντζαρους να λαγοκοιμούνται με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο. Τα παράξενα πλάσματα κράτησαν το λόγο τους, κι ούτε που σάλεψαν όλη νύχτα.

Σαν άρχισε να ξημερώνει και κόπασε η θύελλα, ο Γιακουμής τους άνοιξε την πόρτα για να τραβήξουν το δρόμο τους. Φεύγοντας, ο τελευταίος, ο ίδιος που του είχε μιλήσει προηγουμένως, γύρισε και του ξανάπε: «Να στο ανταποδώσει ο Θεός, γιατί εμάς κανείς δεν μάς λυπάται, όλο μας κυνηγάνε». Ο Γιακουμής δεν απάντησε τίποτα. Μαντάλωσε πάλι την πόρτα, έσβησε τη λάμπα, έξω φώταγε άλλωστε, σκεπάστηκε με την μπαντανία και αφέθηκε στον ήσυχο ύπνο όσων έχουν κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών. Ήταν πια Πρωτοχρονιά.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Χριστούγεννα στις 4 Φλεβάρη

Από τα Ενθέματα της Αυγής, η οποία κυκλοφορεί σήμερα Σάββατο 22 Δεκέμβρη.

Όταν έφτασε 25 του Δεκέμβρη χωρίς να έρθουν τα Χριστούγεννα, δεν έκανε εντύπωση στους ανθρώπους της πολιτείας. Έτσι κι αλλιώς, τις μέρες εκείνες τίποτα δεν συνέβαινε όπως παλιά. Και τα πράγματα είχαν σταματήσει για τόσο καιρό να κυλάνε όπως θα έπρεπε, που οι περισσότεροι δεν ήθελαν πια να θυμηθούν πώς ήταν πριν. Πριν αλλάξουν όλα, πριν το φως του ήλιου σταματήσει να διαπερνάει τα σύννεφα, πριν ο ουρανός αρχίσει να βρέχει στάχτη, πριν η γη γίνει στείρα και οι πηγές ν’ αναβλύζουν λάσπη. Προτού η σιωπή απλωθεί και γίνουν όσα γίνονταν στο βουλευτήριο.

Ούτε οι προφητείες των Ιερών Γραφών, ούτε οι σοφοί δημογέροντες που θυμούνταν τις ιστορίες από την αρχή του κόσμου είχαν προβλέψει όσα τρομερά θα έρχονταν. Κανένας δεν το περίμενε, κανένας δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι εκείνο το φθινόπωρο δεν θα έπεφτε βροχή, αλλά στάχτη, κι ότι ο ουρανός θα ήταν διαρκώς σκοτεινός, χωρίς να αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να φτάνουν στην πολιτεία. Στην αρχή όλοι έμειναν άφωνοι και κανένας δεν μπορούσε να το εξηγήσει, γιατί κανένας δεν είχε ξαναδεί ποτέ να βρέχει στάχτη από τον ουρανό, κι ούτε οι Ιερές Γραφές, ούτε οι σοφοί δημογέροντες μπορούσαν να βοηθήσουν. Οι περισσότεροι πιάστηκαν απ’ αυτό που φαινόταν πιο εύκολο: «Κάτι παροδικό είναι, η στάχτη δεν θα κρατήσει πολύ».

Η στάχτη όμως δεν σταμάτησε. Κι η έκπληξη γρήγορα έγινε φόβος, και μετά, πολύ γρήγορα πάλι, ο φόβος έγινε απελπισία και πανικός. Έτσι οι λιτανείες, όπου στην αρχή πηγαίνανε μια χούφτα άνθρωποι, έπειτα από λίγο έμοιαζαν με τεράστιες συγκεντρώσεις στις οποίες συμμετείχε όλη η πολιτεία. Ο κόσμος προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια κι έψελνε ύμνους. Στην αρχή παρακαλούσαν το Θεό να τούς βοηθήσει και να αρχίσει να βρέχει πάλι νερό· μετά όμως ακούστηκαν στην πολιτεία ύμνοι παλιοί, που οι περισσότεροι νόμιζαν ότι είχαν ξεχαστεί γιατί είχαν γραφτεί πολύ παλιά, όταν ο κόσμος γεννιόταν· ύμνοι στους μοχθηρούς θεούς του Κάτω Κόσμου για να λυπηθούν τους ανθρώπους και να σταματήσει να βρέχει στάχτη.

Όμως ούτε ο Θεός ούτε οι αρχαίοι χθόνιοι θεοί έσωσαν τους ανθρώπους της πολιτείας. Οι λιτανείες, οι ύμνοι και οι προσευχές δεν έκαναν τις αχτίδες του ήλιου να φτάσουν στην πολιτεία, δεν σταμάτησαν τον ουρανό να βρέχει στάχτη. Και όταν πια μαθεύτηκε ότι η σοδειά είχε  χαθεί και ότι δεν μπορούσε να βρεθεί καμία πηγή με πόσιμο νερό, τότε σταμάτησαν και οι προσευχές και οι ύμνοι και οι μεγάλες λιτανείες. Μόνο ψίθυροι ακούγονταν πια στην πολιτεία· ψιθύριζαν δυο-δυο, δυο-τρεις, γιατί κανένας δεν τολμούσε να φωνάξει αυτό που όλοι καταλάβαιναν ότι θα γινόταν σε λίγο· ίσα που το ξεστόμιζε στους λίγους που εμπιστευόταν. Γνώριζαν όλοι ότι οι αποθήκες με το στάρι θα άδειαζαν σε λίγες εβδομάδες· αλλά πριν από τις αποθήκες του σταριού θα άδειαζαν οι δεξαμενές του νερού. Μόνο ψιθυριστά μπορούσαν λοιπόν να πουν αυτό που όλοι καταλάβαιναν ότι έπρεπε να γίνει.

Οι ψίθυροι σταμάτησαν όταν το συμβούλιο των δημογερόντων ανακοίνωσε τις αποφάσεις του. Η ανακοίνωση των σοφών ήταν οι τελευταίες λέξεις που ακούστηκαν.  Όλοι συμφώνησαν με την απόφαση, αλλά από εκείνη τη στιγμή κανένας δεν ξαναμίλησε. Σιωπή απλώθηκε στην πολιτεία· μια γκρίζα και άνυδρη σιωπή, σαν τη στάχτη που είχε καλύψει τα πάντα.

Δεν μίλαγαν πια ούτε καν οι άτυχοι που έχαναν κάθε μέρα στην κλήρωση της κεντρικής πλατείας. Έπαιρναν αμίλητοι το δρόμο για το βουλευτήριο, χωρίς να προσπαθούν να το σκάσουν από το κακό που τους είχε βρει. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε κάπου αλλού να πάνε γιατί τα είχε καλύψει όλα η στάχτη· κι αν ακόμα βρισκόταν αυτό το «κάπου», ήταν σίγουρο ότι θα τους έπιαναν οι άλλοι που δεν είχαν κληρωθεί, και θα τους οδηγούσαν πάλι στο βουλευτήριο, εκεί που η μοίρα τους αναπόφευκτα το είχε γράψει. Εκεί οι σοφοί δημογέροντες, τώρα πια δήμιοι και χασάπηδες, δεν συνεδρίαζαν, αλλά έκοβαν τα κεφάλια των άτυχων της κλήρωσης της κεντρικής πλατείας·  και στη συνέχεια στράγγιζαν τα σώματά τους από το αίμα και το έδιναν στους υπόλοιπους για να ξεδιψάσουν· και μετά τεμάχιζαν τα άψυχα σώματα των άτυχων και τα έδιναν στους υπόλοιπους για να χορτάσουν την πείνα τους. Η ανακοίνωση το είχε εξηγήσει πολύ καθαρά: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να επιζήσει η πολιτεία, μέχρι να έρθουν οι φωτεινές μέρες κι η κανονική βροχή. Δεν είναι ευχάριστο σε κανέναν μας, μα έτσι πρέπει να γίνει».

Οι τυχεροί που δεν είχαν κληρωθεί, εξίσου αμίλητοι με τους άτυχους, περίμεναν υπομονετικά στις ουρές που οδηγούσαν από την κεντρική πλατεία στο βουλευτήριο, για να ξεδιψάσουν με το αίμα και να χορτάσουν με τις σάρκες όσων στεκόντουσαν πριν λίγο στο πλάι τους. Οι λέξεις είχαν στερέψει πια στην πολιτεία. Λίγο πιο μετά στέρεψαν και τα δάκρυα.

Στις 25 Δεκέμβρη τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν λοιπόν. Και πώς θα μπορούσαν να έρθουν όταν όλα είχαν καλυφθεί από τη στάχτη, και ο ουρανός ήταν διαρκώς σκοτεινός, και η γη ήταν στείρα, και οι πηγές ανέβλυζαν λάσπη, και η σιωπή είχε απλωθεί στην πολιτεία; Πώς θα μπορούσαν να έρθουν τα Χριστούγεννα όταν οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να θυμούνται τους παλιούς καιρούς για να μπορέσουν να αντέξουν όσα γίνονταν στο βουλευτήριο· όσα οι ίδιοι έκαναν στο βουλευτήριο. Κι οι μέρες περνούσαν όμοιες και σκοτεινές, αφήνοντας πίσω τους τις 25 Δεκέμβρη, χωρίς καν να μπορεί κανείς με σιγουριά αν εκείνο τον καιρό είχε αλλάξει ο χρόνος.

Μέχρι που μια μέρα, όμοια και σκοτεινή με όλες τις άλλες, εκεί που όλοι οι άνθρωποι της πολιτείας είχαν μαζευτεί πάλι στην κεντρική πλατεία για την κλήρωση, κάτι μοναδικό, θαυμαστό και αναπάντεχο συνέβη. Ένα μικρό παιδί, που το όνομά του κανείς δεν ήξερε, αλλά όλοι θυμούνταν να το έχουν ξαναδεί κάποτε, άρχισε να κλαίει. Το μοναδικό, θαυμαστό και αναπάντεχο δεν ήταν βέβαια το ότι οι κάτοικοι της πολιτείας έβλεπαν μετά από τόσο καιρό κάποιον να κλαίει. Ούτε το ότι το παιδί έκλαιγε, ενώ είχε σταθεί τυχερό και δεν είχε κληρωθεί. Το μοναδικό, θαυμαστό και αναπάντεχο ήταν το ότι όλοι μονομιάς κατάλαβαν αυτά τα δάκρυα τι ήθελαν να πουν· σαν να τους αποκαλύφθηκε ξαφνικά αυτό που ήταν μέχρι τότε καλά κρυμμένο. Και αποφάσισαν να σώσουν όσους είχαν κληρωθεί και να μην ξανακάνουν πια κληρώσεις, γιατί όλοι τους, σαν από θαύμα, είχαν ακούσει τα δάκρυα του μικρού παιδιού, που κανένας δεν ήξερε το όνομά του, αλλά όλοι θυμούνταν να το έχουν ξαναδεί κάποτε. Αυτά τα δάκρυα που έλεγαν ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα, παρά να φαγωθούν μεταξύ τους.

Το ημερολόγιο έγραφε 4 Φλεβάρη, και τα Χριστούγεννα είχαν έρθει στην πολιτεία.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Ο διαρκής ενεστώτας του Πολυτεχνείου

 

Παλιότερα, ένας δημοσιογράφος αναρωτιόταν σε κάποια επέτειο του Μάη γιατί το 1968 έμοιαζε τόσο κοντινό στον παρόντα χρόνο, εν αντιθέσει πχ με το 1972 ή το 1984 που φάνταζαν πολύ μακρινά, για την ακρίβεια χαμένα στη διαστρική τάφρο του απολεσθέντος χρόνου. Η αναρώτηση αυτή για το ’68 και το Μάη μού φαίνεται ότι πάει γάντι στο 1973 και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Γιατί λοιπόν το Πολυτεχνείο του ’73 μοιάζει τόσο σημερινό, τόσο πολύ βγαλμένο από την εποχή μας, εν αντιθέσει π.χ. με το 1993 που μοιάζει πολύ πιο παλιό; Γιατί 39 χρόνια τώρα (που δεν είναι και λίγα, όπως και να το κάνουμε…), κάθε χρόνο χιλιάδες διαφορετικοί νέοι και νέες κάθε φορά κατεβαίνουν στην πορεία και διαδηλώνουν για τα διαφορετικά ζητήματα των διαφορετικών εποχών, θεωρώντας όμως σταθερά ότι το Πολυτεχνείο είναι μια δικιά τους υπόθεση; Γιατί το Πολυτεχνείο εκτυλίσσεται σταθερά, 39 χρόνια τώρα, σε ένα διαρκή Ενεστώτα;

Μια πρώτη εξήγηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στον ιδιότυπο γιορτασμό της επετείου. Παρά το ότι κάποια στιγμή το κράτος αναγνώρισε και ως ένα βαθμό υιοθέτησε την επέτειο, εξαρχής ο γιορτασμός του Πολυτεχνείου ήταν (και παρέμεινε έτσι) μια υπόθεση του Κινήματος, των φοιτητικών συλλόγων, της Αριστεράς, των αναρχικών. Ωστόσο, οι οργανωμένες δυνάμεις από μόνες τους δεν θα μπορούσαν ούτε να κρατήσουν τη ζωντάνια της κινητοποίησης κάθε χρόνο, ούτε να καθορίσουν τον τρόπο που βλέπουν το ’73 όσοι γεννήθηκαν πολύ αργότερα απ’ αυτό. Αναμφίβολα η συμβολή τους είναι μεγάλη, αλλά ο δεσμός του Πολυτεχνείο με την ελληνική κοινωνία (τουλάχιστον με το προοδευτικό κομμάτι της) είναι πολύ βαθύς, τόσο ώστε να μην μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την επίδραση του Κινήματος.

Νομίζω ότι η βασική εξήγηση για την εγγύτητα που νιώθουμε με το ’73 είναι ότι το Πολυτεχνείο αποτελεί μια εξέγερση που άλλαξε τα πράγματα, και τα άλλαξε πολύ. Για την ακρίβεια είναι η εξέγερση που εγκαινίασε την ιστορική περίοδο στην οποία ζούμε ακόμα –αν και όλα δείχνουν ότι η αυλαία της έχει αρχίσει να πέφτει… Είναι αλήθεια ότι το Πολυτεχνείο δεν γκρέμισε τη χούντα. Η χούντα γκρεμίστηκε από την εισβολή στην Κύπρο. Ωστόσο, οι εξεγερμένοι του ’73 γέννησαν μια ηγεμονική κοινωνική συνείδηση που κατέστησε αδύνατη την ελεγχόμενη από το στρατό μεταβίβαση της εξουσίας στους πολιτικούς –δηλαδή ό,τι έγινε αργότερα στη Χιλή και την Τουρκία. Ήταν αυτή ακριβώς η κοινωνική συνείδηση που μετέτρεψε τη γενική επιστράτευση του ’74 σε θανάσιμο κίνδυνο για το καθεστώς κι είχε σαν αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πτώσης των συνταγματαρχών. Πολύ περισσότερο όμως, ήταν αυτή η γεννημένη στο Πολυτεχνείο κοινωνική συνείδηση που επέβαλε την τιμωρία των κεφαλών της χούντας, την εγκαθίδρυση για πρώτη φορά στην Ελληνική ιστορία μιας «φυσιολογικής» αστικής δημοκρατίας, τη διαμόρφωση ενός νέου κομματικού χάρτη, καθώς και την πρωτοφανή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων. Εν ολίγοις, το αίμα των παιδιών δεν πήγε χαμένο, το Πολυτεχνείο άλλαξε τα πράγματα.

Προφανώς δεν τα άλλαξε όσο θα έπρεπε, όσο θα μπορούσε, και (κυρίως) όσο ονειρεύονταν οι πιο ριζοσπάστες από τους δημιουργούς του. Ο πρωτόγνωρος αέρας χειραφέτησης που φύσηξε από την Πατησίων δεν βρήκε την αναγκαία ενίσχυση από την Αριστερά (η οποία παρέμεινε σταθερά πιστή στον Οκτώβρη ενώ η κοινωνία είχε μπει στη νέα εποχή του Νοέμβρη), κατεστάλη στη συνέχεια από τον 330 με τις 15.000 απολύσεις συνδικαλιστών και (κυρίως) από τη δολοφονική επίθεση στην πορεία το 1980, για να εγκλωβιστεί εν τέλει στην «εφικτή» λύση του ΠΑΣΟΚ. Κάπου εκεί ο άνεμος της χειραφέτησης έδωσε τη θέση του στην άπνοια της παραίτησης για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου η δημοκρατία που γεννήθηκε στη Μεταπολίτευση μοιάζει με μια σαπισμένη ολιγαρχία διάγουσα τις τελευταίες ημέρες της.

Όλα αυτά τα χρόνια, το Πολυτεχνείο παρέμεινε σταθερά παρόν. Γιατί το αποτύπωμα της συνείδησης που γέννησε το Πολυτεχνείο μπορούσε να ανιχνευτεί στον τρόπο λειτουργίας της Ελληνικής κοινωνίας, μέχρι και την άφιξη της τρόικας. Έναν τρόπο λειτουργίας ο οποίος λάμβανε πάντοτε υπόψη ως ένα βαθμό (ή τουλάχιστον διατεινόταν ότι το έκανε) τις ανάγκες «των από κάτω». Το φάντασμα της «μεταπολίτευσης» που διαρκώς ξορκίζουν οι μνημονιακοί, δεν είναι παρά η παραδοχή που έκανε η άρχουσα τάξη μετά το Πολυτεχνείο και την πτώση της χούντας, ότι θα έπρεπε να αναγνωρίσει πραγματικά δικαιώματα στους «από κάτω» και να τους εξασφαλίσει ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Αυτήν ακριβώς την παραδοχή αναιρεί σήμερα η τρόικα, αυτήν ακριβώς την παραδοχή απεχθάνονται οι απολογητές του Μνημονίου.

Όμως όλα αυτά τα χρόνια το Πολυτεχνείο ήταν παρόν και με ένα διαφορετικό τρόπο: Ως διαρκής υπενθύμιση (για άλλους απειλητική και για άλλους ελπιδοφόρα) ότι ενίοτε οι «από κάτω» μπορούν να αλλάξουν τον ρου της Ιστορίας και να εκτροχιάσουν τις κάθε λογής ειρηνικές μεταβάσεις. Ότι ενίοτε την Ιστορία τη γράφουν τα οδοφράγματα. Ότι οι απλοί άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

 

Γιάννης Αλμπάνης 16/11/2012

Περισσότερα

Διακοπές στα κρυφά

Από το I cookGreek Σεπτεμβρίου (www.icookgreek.com)

Παλιότερα, τέτοιες ημέρες, προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε την μετακαλοκαιρινή μελαγχολία μα κάτι χαζοσυζητήσεις για τις διακοπές, όπου ακολουθούσαμε με θρησκευτική ευλάβεια το πρωτόκολλο της ανταλλαγής άχρηστων ως επί το πλείστον πληροφοριών: «πού πήγατε;», «από κόσμο πώς ήταν;», «οι τιμές;», «η θάλασσα; κρύα;» και άλλα τέτοια…

…Μού φαίνεται ότι η περί διακοπών κουβεντούλα είχε βασικό σκοπό να μάς δώσει την αίσθηση ότι τρόπον τινά οι ωραίες μέρες του Αυγούστου έβρισκαν τη συνέχειά τους μέσα στο Σεπτέμβρη, ότι δεν είχαμε παραδοθεί πλήρως στο ενδεκάμηνο μαγγανοπήγαδο του 9:00-5:00. Άσε δε που καμιά φορά το «καλά, ήταν φανταστικά στην Ανάφη και από θάλασσα δεν σου λέω τίποτα» μπορούσε να αποτελέσει την απαρχή της επόμενης καλοκαιρινής εξόρμησης: «Δεν πάμε Ανάφη; Η Κλειώ πέρασε σούπερ με τον Ρούλη» -αν και τότε μάλλον δεν λέγαμε σούπερ…

Φέτος είναι διαφορετικά τα πράγματα. Η μεταδιακοπική κουβεντούλα μάς έχει αφήσει χρόνους συνοδεύοντας σε ένα άλλο χλοερό (κι ελπίζω ευτυχισμένο) τόπο το δώρο των Χριστουγέννων και τον κατώτατο μισθό. Φέτος δεν έχει τέτοια. Κατ’ αρχάς, έχουν σπάσει οι παρέες κι είμαστε λίγο μόνοι μας, παρέα με τον καναπέ και τα σίριαλ της HBO από την ιντερνετική τηλεόραση. Σιγά σιγά, και χωρίς να το καταλάβουμε, έχουμε κλειστεί, όχι γιατί κάτι συνέβη με τους κολλητούς, αλλά γιατί έχει φύγει η όρεξη, ή μάλλον γιατί η όρεξη να κοιτάς το άγχος που έχει απλωθεί στο ταβάνι ή να χαζεύεις στο facebook είναι αντιστρόφως ανάλογη της όρεξης για παρέα. Φύγαμε, ήρθαμε, γυρίσαμε για τα καλά, και «τα παιδιά ακόμα να τα δούμε». Συν του ότι η τηλεόραση είναι απείρως πιο φτηνή (οικονομικά και συναισθηματικά) από την ταβέρνα και το μπαρ. Με την τηλεόραση δεν ξοδεύεις αν και ξοδεύεσαι στο έπακρο.

Όμως, ας μη γελιόμαστε. Δεν είναι μόνο το ότι έχουν σπάσει οι παρέες λόγω της γενικευμένης κατάθλιψης. Μάλλον η κύρια αιτία που δεν κουβεντιάζουμε τα των διακοπών είναι ότι ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε απ’ αυτούς που κάπως τα καταφέραμε να πάμε για μπάνια φέτος, ότι είχαμε δουλειά κι επαρκές εισόδημα για να μπορέσουμε να πάμε κάπου. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, αυτοί που έμειναν Αθήνα φέτος παρέα με το ίντερνετ. Και αυτό το «πολλοί» δεν είναι στατιστικό μέγεθος που το παρουσιάζουν τα κανάλια για να δείξουν πως νοιάζονται. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με αριθμούς, αλλά με φίλους και γνωστούς που έχασαν δουλειές ή έζησαν την εμπειρία του «μαμά μού συρρίκνωσαν το μισθό» ή τα λεφτά που είχαν για τις διακοπές, τα τσίμπησε η εφορία υπέρ δανειστών και λαμογιών –αν παίρνεις 1.000 ευρώ μισθό, είναι εύλογο να δώσεις 600 ευρώ φόρο γιατί είσαι ζάμπλουτος και τεράστια καπιτάλα. Φίλοι και γνωστοί μας, που έπηξαν στην Αθήνα τον Αύγουστο, κατεβάζοντας ταινίες και τραγούδια.

Πώς μπορείς λοιπόν να ανοίξεις κουβέντα περί διακοπών όταν οι άλλοι δεν έχουν πάει; Τι ακριβώς να συζητήσεις όταν ξέρεις καλά ότι ο χώρος της ανεμελιάς έχει μείνει τοσοδούλης –και λίγο θέλει για να εξαφανιστεί τελείως; Και ποιος ο λόγος να τα πεις δηλαδή, όταν κάνει μπαμ ότι η συζήτηση περί νησιών και θαλασσών δεν χαλαρώνει τον άλλο, αλλά εντείνει την απογοήτευση και το άγχος του; Καλό είναι να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όσο και αν όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι για την έκρηξη της φτώχειας φταίει η γενική κατάσταση που προκαλούν τα μνημόνια, για τον καθένα ξεχωριστά η κρίση βιώνεται ως η δική του προσωπική χρεοκοπία. Στην ανθρωποφάγα κοινωνία μας η φτώχεια θεωρείται (ασχέτως του τι λέγεται δημοσίως) «προσωπική αποτυχία», και τον φτωχό (ιδιαίτερα το νεόφτωχο που τού είναι πολύ πρόσφατες οι «παλιές καλές μέρες») τον κατατρέχει πάντοτε το ερώτημα «τι λάθος έκανα κι έφτασα ως εδώ. Γι’ αυτό το ζήτημα των διακοπών το προσπερνάς, δεν αναρτάς στο facebook την ηλιοκαμένη κορμάρα σου με μαγιό (όσο και αν αυτό προκαλεί απογοήτευση στα κορίτσια), και προχωράς παρακάτω στην ημερήσια διάταξη: «Τι έκανες με δουλειά;», «πήραν τα παιδιά όλα τα βιβλία στο σχολείο;», «λες να μας πετάξουν από το ευρώ μετά τις αμερικάνικες εκλογές;» και άλλα τέτοια –άλλωστε ο καθένας φτιάχνει τη δική του ημερήσια διάταξη.

Βέβαια, και σένα που κατάφερες και πήγες σου μένει ένα ίζημα μιζέριας. Γιατί το νιώθεις ότι και η δική σου ζωή έχει μικρύνει όταν περνάς από «το περάσαμε καλά» στο «πάλι καλά που πήγαμε». Γιατί η Αστυπάλαια δεν έχει και πολύ νόημα όταν δεν μπορείς να την κουβεντιάσεις με τους άλλους, γιατί δεν υπάρχουν νησίδες ανεμελιάς σ’ ένα αρχιπέλαγος αγωνίας. Δεν υπάρχει ευτυχία κατά μόνας.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Δυο αγόρια που φιλήθηκαν τα ξημερώματα

Δεν τον γνώρισα στην αρχή. Μού μίλησε στην είσοδο του Φεστιβάλ με την εγκαρδιότητα του παλιού γνωστού. Όσο όμως και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ από πού γνωριζόμαστε, γιατί γνωριζόμαστε σίγουρα, αφού με φώναξε με τ’ όνομά μου. Τον χαιρέτισα λοιπόν κι εγώ με αυτό το ύφος της ευπροσήγορης ενοχικής αμηχανίας που συνήθως παίρνουμε όταν προσπαθούμε να κρύψουμε ότι δεν θυμόμαστε κάποιον που κατά τα φαινόμενα θα έπρεπε να γνωρίζουμε. Η αδυναμία της μνήμης σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί πράξη υποτίμησης κι έκφραση αλαζονείας.

Κι όπως συμβαίνει πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις, ο τύπος κατάλαβε ότι δεν τον θυμόμουν, πράγμα που μ’ έριξε σε ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία. «Δεν με θυμάσαι ρε μαλάκα; Ο … είμαι από το σχολείο.» Έβγαλα βέβαια το πομπώδες «α!» που συνοδεύει πάντοτε αυτές τις εξ αποκαλύψεως ενεργοποιήσεις της μνήμης, όμως το θεσμικά καθιερωμένο «α!» δεν συνοδεύτηκε από τα τεράστια χαμόγελα και τις διαχυτικές αγκαλιές , όπως αυτές ορίζονται από την αυστηρή εθιμοτυπία των συμπτωματικών reunion. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, παγωμένο στο τελείωμα του «α!» Τι διάολο ήθελε αυτός στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ;

Με τον… ήμαστε μαζί στο σχολείο. Δεν θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στην εποχή, γιατί τα «καλύτερά μας χρόνια» μού προκαλούν ανατριχίλα φρίκης και μόνο στο άκουσμά τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για χρόνια ερμητικού εγκλεισμού χωρίς προαυλισμό και αδιάκοπης δουλειάς χωρίς ωράριο. Είναι επίσης χρόνια που χτίζονται «παντοτινές φιλίες», οι οποίες ευτυχώς αποσυντίθενται με την ανάρτηση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών –«ανάρτηση»: την εποχή στην οποία αναφέρομαι δεν υπήρχε internet, οπότε τα αποτελέσματα των εξετάσεων τα διάβαζες τοιχοκολλημένα, τη μουσική την αντέγραφες σε κασέτες και τις τσόντες τις έκανες download από τον περιπτερά.

Ο … ήταν μιαν από αυτές τις «παντοτινές φιλίες» που παίρνουν απολυτήριο το καλοκαίρι της ενηλικίωσης. Για την ακρίβεια, ο συγκεκριμένος, ως φίλος, είχε αποφοιτήσει νωρίτερα. Αρχικά κάναμε αρκετή παρέα. Τον είχα γνωρίσει στην κατάληψη (όπως και όλους τους άλλους), άκουγε ροκ (πράγμα σπάνιο για την εποχή μετά Κοσκωτά και προ Κουρτ  Κομπέιν), πλακωνόταν με τα ΜΑΤ στο γήπεδο (τουλάχιστον έτσι έλεγε…), έπινε αρντάν (και όχι μόνο), και γενικά ήταν εναντίον του συστήματος –γαμώ τη φάση του. Δυστυχώς, ο γράφων εκείνη την εποχή είχε επηρεαστεί πολύ από τον «Ντέμιαν» που είχε διαβάσει, καθώς και από ένα απόσπασμα του Μαρκούζε που δεν είχε διαβάσει (αν κι έλεγε το αντίθετο),αλλά το είχε ακούσει σε μια εκδήλωση σχετικά με κάτι το οποίο αδυνατεί πλέον να θυμηθεί. Ο εν λόγω συμμαθητής λοιπόν αποτελούσε αναμφίβολα το αρχέτυπο της εξεγερσιακής περιθωριοποιημένης νεολαίας που κατοικεί στην ενδοχώρα του Αβραξά, πολύ πέρα από τη μεθόριο της μεσοαστικής κανονικότητας. Επίσης, ήταν πολύ ωραία γκόμενα η αδερφή του, πράγμα που όπως και να το κάνουμε, διευκόλυνε την επιδιωκόμενη συνάντηση της πολιτικής πρωτοπορίας με το κοινωνικό υποκείμενο.

Όταν όμως τελείωσαν οριστικά οι καταλήψεις κι εξίσου οριστικά άρχισε η Μακεδονία μαζί με τα συλλαλητήρια και τους Σέρβους αδερφούς, ο τύπος άρχισε να λέει κάτι περίεργα. Στην αρχή για τα δίκαια της Σερβίας και την απειλή του μουσουλμανικού τόξου (τι τερατώδεις μαλακίες έχουμε ακούσεις σε αυτή τη χώρα…), μετά για τους Αλβανούς που μας παίρνουν τις δουλειές και μας κλέβουν, στο τέλος τον τσιμπήσαμε να διαβάζει και τη Χρυσή Αυγή, οπότε επήλθε η ισόβια στέρηση της φιλάθλου ιδιότητας και η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Στο σχετικό δικαστικό συμβούλιο κρίθηκε βλάκας και καμένος από τα χάπια, οπότε απορρίφθηκε η χρήση ισχύος εναντίον του –συνέτεινε και το ελαφρυντικό της ωραίας αδερφής. Ωστόσο, οφείλω να σημειώσω ότι ο front man του hardcore μουσικού σχήματος του σχολείου, ο οποίος ήταν άρρωστος και απουσίασε από το κονγκλάβιο, έσπασε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης τη γραμμή και τον πλάκωσε σε κανά δυο κλωτσιές , την ώρα που το μαθητικό σύνολο προσερχόταν για τον πρωινό εκκλησιασμό.

Κατόπιν της όλης εξιστορήσεως, υποθέτω ότι γίνεται κατανοητό γιατί έμεινα σύξυλος όταν τον είδα στο Αντιρατσιστικό. Πόσο μάλλον που φαινόταν τελείως νορμάλ, κουλ τύπος και καθόλου βλάκας ή καμένος. Όμως η αρχική μου έκπληξη μετατράπηκε σε πραγματική εμπειρία θρησκευτικής έκστασης, όταν μού σύστησε το τυπάκι που ήταν δίπλα του (και μαλακωδώς εγώ δεν είχα καταλάβει ότι ήταν παρέα του) ως κολλητό του. Ο κολλητός εκτός από κολλητός, είχε αραβικό όνομα, και κατά πάσα πιθανότητα ερχόταν από κάποια χώρα του Μαγκρέμπ. Εν ολίγοις, ο φασίστας συμμαθητής μου ήρθε στο Αντιρατσιστικό, παρέα με μετανάστη, και δη μουσουλμάνο… Αν τώρα συνυπολογίσουμε ότι κόντεψε να γίνει πρωθυπουργός ο Τσίπρας, εύλογα γκρεμίζονται και οι τελευταίες αμφιβολίες για το ότι έχουν φτάσει τα ύστερα του κόσμου, πράγμα που με σαφήνεια είχαν προβλέψει οι Μάγια για το 2012.

Μετά την γκράντε αποκάλυψη, ακολουθήσαμε αυτή τη φορά κατά γράμμα το εθιμοτυπικό πρωτόκολλο των συμπτωματικών reunion, και είπαμε όλα τα άνευ νοήματος «με τι ασχολείσαι», «έχεις παιδιά» κτλ κτλ. Στο τέλος αυτοί τράβηξαν κατά μέσα να δουν το Φεστιβάλ, κι εγώ έξω στο δρόμο να βιγλίσω μη μας την πέσουν οι χρυσαυγίτες. «Όλα εντάξει στην πάνω είσοδο», είπα στο γουόκι τόκι, κάνοντας εκείνη τη στιγμή τη στερεοτυπική, σε βαθμό κακουργηματικής βλακείας, σκέψη: «ρε παιδάκι μου πώς αλλάζουν τα πράγματα.»

Όμως το ότι τα πράγματα αλλάζουν άρδην στην εποχή του Μνημονίου, δεν σημαίνει ότι δεν διατηρούνται και ορισμένες σταθερές. Μια από αυτές τις αναλλοίωτες σταθερές είναι ότι το Αντιρατσιστικό σφυράει οριστική λήξη τα ξημερώματα. Γενικά η μάζα σπάει με το τέλος της συναυλίας, οι υπόλοιποι κατά τις 4:00, αλλά πάντοτε υπάρχει εκείνη η συνειδητή και αποφασισμένη πρωτοπορία, η οποία κατά το πρότυπο των τελευταίων υπερασπιστών της Φαλούτζα, παραμένει αμετακίνητη στις φεστιβαλικές επάλξεις μέχρι τελευταίας ρανίδας μπίρας∙ αυτοί οι happy few που παίρνουν τη μεγάλη απόφαση της τακτικής (φευ! επ’ ουδενί στρατηγικής όμως!) αναδίπλωσης με το χάραγμα της καινούργιας ημέρας.

Εκείνη λοιπόν την ώρα που οι happy few την κάνουν, το πορτοκαλί της καινούργιας μέρας αναμετράται με το μοβ τη φθίνουσας νύχτας, και ακόμα και οι κομμουνιστές επιτρέπουν στον εαυτό τους να αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε, αν το μοβ νικούσε για μια φορά και το πορτοκαλί υποχωρούσε κατηφές, εκείνη λοιπόν την ώρα των μεγάλων ελπίδων και των ακόμα μεγαλύτερων διαψεύσεων, τους είδα ξανά. Περπάταγαν πλάι πλάι, τρεκλίζοντας λίγο και γελώντας πολύ, κάνοντας ο ένας στον άλλο τις μπούρδες πειράγματα που ταιριάζουν στις μικρές ώρες και τις πολλές μπίρες. Στην έξοδο πια, όταν πλέον είχε γίνει φανερό ότι το μοβ θα έχανε για μια ακόμα φορά τη μάχη με το πορτοκαλί, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ήταν ένα εκκωφαντικά μοβ φιλί, που μπορούν να το δώσουν μόνο όσοι πρόκειται σε λίγο «στον έρωτα να δοθούν ευτυχείς», μόνοι όσοι δονούνται από την ακλόνητη πίστη ότι η δική τους αγάπη θα αντέξει και δεν θα «ξωκείλει τελικά στους υφάλους της καθημερινότητας».

«Όλα εντάξει στην πάω είσοδο», είπα στο γουόκι τόκι, αναρωτώμενος αν ήταν ο έρωτας που έκανε τον παλιό συμμαθητή μου ν’ αλλάξει γνώμη για τους μετανάστες. Το πιο πιθανό βέβαια είναι ότι ο νεοφασμός του ήταν μια από τις εφηβικές εμμονές που χάνονται με την ενηλικίωση. Δεν μπορούσα όμως να αντισταθώ στην υπόθεση ότι εν προκειμένω τα πράγματα μπορεί να μην είχαν ακολουθήσει την πεπατημένη. Ίσως κάποια άλλα ξημερώματα, την ώρα των μοβ ελπίδων και των πορτοκαλί διαψεύσεων, τα χείλη από το Μαγκρέμπ να κατίσχυσαν του μίσους και της προκατάληψης. Μ’ άρεσε πολύ αυτή η εκδοχή, η λιγότερο πιθανή.

Γιάννης Αλμπάνης 15/7/12

Περισσότερα

Το καλοκαίρι επέστρεψε, αλλά ο Σουάν είναι άρρωστος

Image

Από το Red Notebook

Το σύνθημα της επιστροφής του καλοκαιριού το έδωσε η Φιλιώ, το βράδυ που βγήκαν τα’ αποτελέσματα:  «Και πού λέτε να πάμε διακοπές;» Έξι λέξεις που επανέφεραν την κανονική ροή των εποχών, κλείνοντας όλον αυτόν τον παράξενο μήνα που είχαμε σταματήσει να νοιώθουμε τη ζέστη, βυθισμένοι στον παγωμένο ωκεανό της πολιτικής έξαψης. Το καλοκαίρι γύρισε μαζί με τις διακοπές, μαζί με τη ζέστη, μαζί με αυτούς που πρέπει να κυβερνάνε, με αυτούς που πάντοτε κυβερνάγανε, και όλον αυτόν το παράξενο μήνα φάνηκε (ή τουλάχιστον έτσι είχαμε πιστέψει…) ότι θα βλέπαμε τη στιγμή που επιτέλους θα έπαυαν να κυβερνάνε, προς δόξα των χαμένων ανά τους αιώνες. Το βράδυ των αποτελεσμάτων, η Φιλιώ φώναξε να έρθουν τα λευκά σπίτια των Κυκλάδων για να μάς συνοδεύσουν με ασφάλεια  στις Πετριές, όπου θυμόμαστε καθαρά ότι ήμαστε τόσο ευτυχείς κι ανέμελοι που μπορούσαμε ακόμα και να χάσουμε τον αναπνευστήρα από τη μάσκα του Μίμη, χωρίς να γίνουμε Βενεζουέλα. Την Κυριακή το βράδυ, το καλοκαίρι επέστρεψε σ’ένα πλοίο από το Κάιρο, γιατί ενώ είχαμε καταφέρει τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, με την Ταξιαρχία Ρίμινι δεν μπορέσαμε.

Την επόμενη μέρα, ήταν Δευτέρα κανονικά, κι είχαμε διαφύγει τον κίνδυνο να έρθει κατευθείαν η Τρίτη. Η Δευτέρα όλον αυτόν τον παράξενο μήνα φώναζε ευτυχισμένη ότι είχε βρει άλλον έρωτα και ότι θα την άφηνε για πάντα τη βδομάδα, αλλά την τελευταία στιγμή οι καταθέτες την έπεισαν να μείνει, γιατί τα παιδιά δίνουν εξετάσεις, και θα το έπαιρναν βαριά, αν από την Κυριακή πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στην Τρίτη. Η Δευτέρα λοιπόν ήταν εκεί στη θέση της, και μαζί με αυτήν ήταν καλοκαίρι, κι εμείς ζεσταθήκαμε κι ιδρώσαμε για πρώτη φορά εδώ κι ένα μήνα. Όλοι ήταν ανακουφισμένοι κι ιδρωμένοι, γιατί ήταν κανονικά καλοκαίρι και Δευτέρα, κι επειδή «και για σας θα είναι καλύτερα, θα δείτε». Και όπως συμβαίνει εδώ και κάποιο καιρό τις Δευτέρες (είτε είναι καλοκαίρι είτε όχι), όλοι πήγαιναν στο υποθηκοφυλακείο για να πάρουν πιστοποιητικά προικοσυμφώνου και μεταβίβασης, ούτως ώστε να υποθηκευτεί ο οικογενειακός τάφος στα Άνω Τζότζουλα, πράγμα που αποδεδειγμένα ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της επαναδιαπραγμάτευσης και των λευκών σπιτιών στις Κυκλάδες.

Τώρα είναι Κυριακή, και όλα είναι κανονικά και στη θέση τους. Έχω κλείσει τα πατζούρια, ο Γεώργιος έχει κερδίσει το δημοψήφισμα, τα παιδιά φωνάζουν στο δρόμο, ποστάρουμε για τη μπάλα, και ο Τάσος λέει να πάμε στο Αγκίστρι γιατί κάνει πολλή ζέστη. Είναι όλα κανονικά και καλοκαίρι, ο παράξενος μήνας μοιάζει να μην συνέβη ποτέ. Όπως κάθε κανονικό καλοκαίρι, ο Σουάν είναι σε μια δεξίωση και κουβεντιάζει με τον πρίγκιπα ντε Γκερμάντ. Τα πατζούρια είναι κλειστά, η ζέστη μπαίνει από τις γρίλιες, τα παιδιά θα πάνε για παγωτό• έτσι συμβαίνει όλα τα καλοκαίρια. Μόνο που αυτή τη φορά ο Σουάν δεν κυνηγάει πια την Οντέτ, γιατί είναι πολύ άρρωστος κι ετοιμάζεται να πεθάνει. Ο πρίγκιπας τον παίρνει παράμερα και του εκμυστηρεύεται ότι έχει πειστεί για των αθωότητα του Ντρέιφους. Τον ρωτάει με αγωνία  αν όντως υπήρξε όλος αυτός ο παράξενος μήνας. Ο Σουάν μειδιά και του δείχνει στο I phone του το tweet που έστειλαν οι σύντροφοι. Γράφει ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η κυβέρνηση του λαού που θα καταργήσει οριστικά τα καλοκαίρια.

Γιάννης Αλμπάνης 25/6/12

Περισσότερα

Ο εφιάλτης των Πανελλαδικών

Είμαι ξανά τρίτη λυκείου στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Ηλιούπολης. Ο καθηγητής μπαίνει στην τάξη και μοιράζει τις κόλλες για τις Πανελλαδικές. Συνειδητοποιώ ότι ήρθε η ώρα της αλήθειας, αλλά εγώ δεν έχω βγάλει την  ύλη. Δεν ξέρω τις απαντήσεις, δεν μπορώ να σκεφτώ να γράψω κάτι, δεν έχω τρόπο να αποφύγω τον πανικό. Πανικός γιατί όλα έχουν τελειώσει∙ πανικός γιατί έχω εγκλωβιστεί και δεν υπάρχει τρόπος να βγω έξω για να ξεφύγω. Αυτή την ώρα του πιο βαθιού σκοταδιού, αρχίζω ν σκέφτομαι ότι όλο το σκηνικό είναι παράλογο. Πώς μπορεί να είμαι πάλι τρίτη λυκείου αφού έχω πάρει πτυχίο; Τι διάολο συμβαίνει, ποια νοσηρή γραφειοκρατική διάταξη με ανάγκασε να γυρίσω στα σχολικά θρανία ενώ έχω αφήσει πίσω μου τα πανεπιστημιακά έδρανα; Στο σημείο που κορυφώνεται  η αγωνιώδης αναρώτηση για τον προφανή παραλογισμό της κατάστασης, πάντοτε ξυπνάω. Σηκώνομαι από το κρεβάτι ευτυχής όχι μόνο για τελείωσε ο εφιαλτικός πανικός, αλλά και γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναγυρίσω στο σχολείο και να ξαναδώσω Πανελλαδικές.

Ο εφιάλτης που μόλις περιέγραψα σε αδρές γραμμές,  είναι σταθερά ίδιος τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσο όμοιος κάθε φορά και τόσο σταθερά επαναλαμβανόμενος, που μπορώ πλέον να προβλέψω τις νυχτερινές εμφανίσεις του. Ξέρω καλά ότι όποτε είμαι αγχωμένος (με το κίνημα, με τα φράγκα ή με τους έρωτες) θα δω τον εφιάλτη των Πανελλαδικών. Θα τον ξαναδώ επίσης κάθε φορά, τέτοιον καιρό, που τα παιδιά πάνε να δώσουν και αρχίζει η γνωστή παπαρολογία των ΜΜΕ καθώς και των συμβεβλημένων με αυτά καθηγητών φροντιστηρίων: «Τα θέματα ήταν βατά, όποιος ήξερε έγραφε» ή «το δεύτερο ερώτημα ήταν για πολύ καλά προετοιμασμένους υποψηφίους». Είκοσι χρόνια από τότε που έδωσα, η αντανακλαστική αντίδραση στην παραμικρή αναφορά σε εξετάσεις, σχολεία κτλ είναι σε πρώτο χρόνο μια βαθιά, ορμώμενη από τα σώψυχα μου, απέχθεια∙ σε δεύτερο είναι η ανακούφιση που δεν θα χρειαστεί να το ξαναπεράσω. Δηλαδή, όπως ακριβώς αισθάνομαι όταν ξυπνάω από τον εφιάλτη των Πανελλαδικών.

Παρά το ότι το στερεότυπο είναι ότι το τέλος του λυκείου είναι «τα καλύτερα μας χρόνια», για μένα (φαντάζομαι και για πολλούς άλλους) είναι τα χρόνια που θέλεις να αφήσεις πίσω και να μη ξαναγυρίσει ποτέ σ’ αυτά, ει δυνατόν να τα ξεχάσεις κιόλας. Είναι τα χρόνια που δουλεύεις από το πρωί μέχρι βράδυ, έχοντας παραιτηθεί εξαρχής από κάθε διεκδίκηση ελεύθερου χρόνου. Αν το ωράριο των υποψηφίων φοιτητών, σχολείο-φροντιστήριο-διάβασμα-ύπνος, εφαρμοζόταν σε κάποιο κινέζικο εργοστάσιο της Apple, οι ανά τον κόσμο οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων θα εξεγείρονταν ενάντια στην προκλητική καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πώς μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος δουλεύοντας μόνο, χωρίς τον ελάχιστο χρόνο για τον εαυτό του; Κι όμως, σε αυτήν την απίστευτη βαρβαρότητα υποβάλλονται δεκάδες χιλιάδες νέα παιδιά, και μάλιστα όχι ως αποτέλεσμα μιας διεστραμμένης συλλογικής τιμωρίας ενός αιμοσταγούς παρανοϊκού δικτάτορα τύπου  Ίντι Αμίν Νταντά, αλλά ως έμπρακτη έκφραση της αγάπης των γονιών τους καθώς και της έγνοιας να κάνουν «ό,τι καλύτερο για το μέλλον του παιδιού». Ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να βρει μια ορθολογική εξήγηση για το ότι για δεκαετίες  οι ενήλικες στην Ελλάδα βασανίζουν τους ανήλικους κατ’ αυτόν τον άθλιο τρόπο.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο αβάσταχτος κόπος που σε κάνει να μη θέλεις ούτε να το σκέφτεσαι το Λύκειο. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι ζεις μες στην ξεφτίλα. Ενώ πλέον είσαι κι αισθάνεσαι ενήλικος, ενώ έχεις περάσει ένα τα πιο μεγάλα τεστ ενηλικίωσης, δηλαδή να κυνηγηθείς με τα ΜΑΤ στο γήπεδο ή στην πορεία, κι ενώ, το σημαντικότερο όλων,  έχεις πλέον την εμπειρία του βαθύτερου νοήματος της ζωής (έστω στην ψοφοδεή εκδοχή που παίρνει αυτή η εμπειρία στην εφηβεία), όλη η υπόλοιπη κοινωνία, με πρώτους και καλύτερους τους γονείς σου, σε αντιμετωπίζουν σαν παιδί. Και μάλιστα σαν παιδί ιδιαίτερα ευάλωτο κι απροστάτευτο, υποψήφιος γαρ. Κανένας δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για τα τεράστια επιτεύγματα σου, κανένας δεν σου πιστώνει τις επιτυχίες σου, κανένας δεν σε φοβάται, αν και είναι ολοφάνερο ότι αποτελείς απειλή. Ενώ αισθάνεσαι σκληρός σαν μέταλλο, η κοινωνία σού συμπεριφέρεται σαν ζυμάρι που δεν πρέπει να κόψει.

Γι’ αυτό λοιπόν  κάθε χρόνο τέτοια εποχή, βλέπω τον εφιάλτη των Πανελλαδικών και μετά  ξυπνάω ανακουφισμένος που δεν θα ξαναζήσω ποτέ τα «καλύτερα μου χρόνια». Όσο για τα παιδιά που δίνουν από σήμερα το πρωί, μια μόνο φράση: Κουράγιο αδέρφια, στο εξής δεν πρόκειται να σας συμβεί τίποτα χειρότερο.

Γιάννης Αλμπάνης, 21/5/2012

Περισσότερα

Το βίντεο-απάτη του Mega και η δύναμη του διαδικτύου

Όταν ήμουν στο Κάιρο, γνώρισα τον Μοχάμεντ Αμπντεφατάχ. Ο Μοχάμεντ είναι ένας νεαρός δημοσιογράφος και ακτιβιστής. Στις πρώτες μέρες της επανάστασης της πλατείας Ταχρίρ, όταν οι διαδηλωτές συγκρούονταν λυσσασμένα με την αστυνομία για να μπορέσουν να προσεγγίσουν την πλατεία, ο Μοχάμεντ μαζί με άλλους συντρόφους του βρέθηκε πολύ στριμωγμένος μπροστά σε ένα κυβερνητικό κτίριο. Οι δυνάμεις της καταστολής τούς είχαν περικυκλώσει, τούς έριχναν συνέχεια δακρυγόνα, και δεν φαινόταν να υπάρχει καμιά διαφυγή. Οι διαδηλωτές πανικοβλήθηκαν  γιατί ούτε να αναπνεύσουν μπορούσαν, αλλά ούτε και να τρέξουν προς οποιαδήποτε στιγμή. Εκείνη τη στιγμή της απελπισίας, ο Μοχάμεντ έστειλε από το κινητό του στο Twitter δύο μηνύματα που καλούσαν τους άλλους διαδηλωτές σε βοήθεια. Τελικά τη γλίτωσε, αν και κρατήθηκε από την αστυνομία για κάποιες ώρες. Την επόμενη το απόγευμα είδε έκπληκτος ότι το μήνυμα του στο Twitter είχε αναπαραχθεί χιλιάδες φορές και είχε μάλιστα αναρτηθεί στα σάιτ των New York Times και του BBC. Τη στιγμή που μιλούσαμε, ο Μοχάμεντ είχε 13.000 followers στο Twitter –πολύ αμφιβάλλω αν υπάρχει Ευρωπαίος πολιτικός που να έχει λογαριασμό Twitter με τέτοια νούμερα.

Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μετά την κουβέντα με το Μοχάμεντ, αναρωτιόμουν αν κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί στην Ευρώπη. Δηλαδή αν το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν όντως τόση δύναμη ή είναι οι ιδιάζουσες συνθήκες των Αραβικών κρατών που αναδεικνύουν τα ψηφιακά εργαλεία σε βασικά μέσα αντίστασης.

Πηγαίνοντας  να ξεπαρκάρω

Μετά το τέλος της πορείας της 17 Νοέμβρη, δεν κατευθύνθηκα μαζί με το υπόλοιπο μπλοκ του Δικτύου προς το Στέκι Μεταναστών (όπως συνήθως), αλλά προς το Νέο Κόσμο όπου είχα παρκάρει, μιας και οι σταθμοί του Μετρό ήταν (αδικαιολόγητα) κλειστοί και δεν θα μπορούσα να φύγω εύκολα από το κέντρο. Λόγω αυτής της σύμπτωσης, γύρισα σπίτι νωρίς και είδα το δελτίο του Mega στις 8:00.  Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της πορείας, ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν πλάνα συγκρούσεων διαδηλωτών-αστυνομίας που δεν κολλάγανε με την προχτεσινή μέρα: ήταν πολύ πιο φωτεινά από το μουντό απόγευμα της 17ης Νοέμβρη, οι συγκρούσεις ήταν πολύ πιο μεγάλης κλίμακας από τα χτεσινά μικροεπεισόδια, και, κυρίως, εμφανίζονταν δύο πανό («Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» και «Συλλογή υπογραφών για δημοψήφισμα») τα οποία ήταν στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων των Αγανακτισμένων το περασμένο καλοκαίρι, αλλά δεν τα έχω ξαναδεί έκτοτε. Οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι τα πλάνα ήταν από 28-29 Ιούνη και είχαν μπει «χωτά» στο ρεπορτάζ. Επειδή όμως, παρά τους «τάφους» της Τιμισοάρα και τον «θνήσκοντα» κορμοράνο του Περσικού, παραμένουμε όμηροι του στερεότυπου ότι η εικόνα λέει την αλήθεια, προσπάθησα να επιβεβαιώσω την εντύπωση που μού είχε δημιουργηθεί. Τηλεφώνησα στον Κώστα που σήκωνε όλο τον Ιούνη το κίτρινο πανό για τους τραπεζίτες και τον ρώτησα αν το είχε κατεβάσει ξανά στην πορεία του Πολυτεχνείου. Μού απάντησε έκπληκτος  ότι δεν είχε ιδέα, οπότε κατάλαβα ότι το Mega την είχε στήσει τη δουλειά.

Το facebook πολλαπλασιάζει τη δύναμη του μηνύματος

Έκανα την πρώτη ανάρτηση στο facebook την Πέμπτη το βράδυ –ακόμα δεν είχε ανέβει στο σάιτ του καναλιού το βίντεο από το κεντρικό δελτίο. Αρκετοί φίλοι αλλά και «φίλοι» στο fb σχολίασαν πως  είχαν ψυλλιαστεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το ρεπορτάζ, αλλά δεν μπορούσαν να το προσδιορίσουν. Καταλάβαιναν δηλαδή ότι οι η κλίμακα των συγκρούσεων που έβλεπαν στις οθόνες τους, δεν ανταποκρινόταν σε όσα είχα δει ιδίοις όμμασι στην πορεία, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι όντως είχε γίνει τηλεοπτική απάτη. Στην πραγματικότητα, τα πλάνα ήταν έτσι μονταρισμένα που δεν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί εύκολα σε ποια εποχή ήταν γυρισμένα. Μόνο αν είχες μια πολύ καλή εικόνα των κινητοποιήσεων των Αγανακτισμένων μπορούσες να αντιληφθείς την απάτη.

Όλοι όσοι επικοινωνήσαμε εκείνο το βράδυ, μοιραζόμαστε το ίδιο συναίσθημα, ότι δηλαδή  οι τηλεδημοσιογράφοι μάς κορόιδευαν απροκάλυπτα. Κανείς βέβαια δεν έχει αμφιβολίες για τη «δημοσιογραφία» που υπηρετεί το Mega. Τα δελτία ειδήσεων του είναι ένα μοναδικό υβριδικό μείγμα ανακοινώσεων αραβικής χούντας και καφενειακής κουβεντούλας. Η κανονική ροή ειδήσεων έχει καταργηθεί (δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο) κι έχει αντικατασταθεί από ένα ωριαίο τηλε-πηγαδάκι των δημοσιογράφων-αστέρων, που οποίοι εδώ κι ενάμιση χρόνο μάς επαναλαμβάνουν συνεχώς πόσο αναγκαία είναι τα μέτρα και πόσο φταίμε εμείς για τη χρεοκοπία (σαν να επέρριπτε ο καπετάνιος του Τιτανικού την ευθύνη του ναυαγίου στους μούτσους). Όμως, αυτή τη φορά δεν είχαμε απλή διαστρέβλωση της αλήθειας, αλλά συνολική κατασκευή της «πληροφορίας».  Η εντύπωση που αποκόμιζε ο τηλεθεατής ήταν ότι στην πορεία είχε γίνει της μουρλής, ενώ δεν είχε γίνει κάτι ιδιαίτερο. Αυτού του τύπου η κατασκευή παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο 1984 του Όργουελ. Επιπλέον, μάς κάνει να ανακαλέσουμε δύο ακόμα ανάλογα  περιστατικά που βαρύνουν το εν λόγω κανάλι. Στις 12 Μάρτη 2007  ο συνδικαλιστής της ΟΛΜΕ Γρηγόρης Καλομοίρης δέχεται μια άθλια επίθεση στην εκπομπή Ανατροπή. Κατηγορείται ως υποκινητής των μεγάλων επεισοδίων της 8 Μάρτη, με βάση ένα βίντεο που τον δείχνει να συμμετέχει σε κορδόνι διαδηλωτών, το οποίο «τατζάρεται» με τους αστυνομικούς. Στην πραγματικότητα, το βίντεο είναι από διαδήλωση της 19ης Φλεβάρη. Το δεύτερο (και πολύ πιο γνωστό) περιστατικό αφορά βέβαια στο βίντεο από τη δολοφονία του Αλέξη Γργογορόπουλου, το οποίο επενδύθηκε με ήχους από σπασίματα, για να ενισχυθεί ο ισχυρισμός του δολοφόνου Κορκονέα ότι την ώρα της δολοφονίας γίνονταν εκτεταμένα επεισόδια. Και τότε το έγκυρο κανάλι είχε μιλήσει για «τεχνικό λάθος».

Την επόμενη μέρα, το βίντεο του δελτίου ήταν διαθέσιμο στο σάιτ του Mega. Κατά συνέπεια, μπορούσε να αναπαραχθεί για να δουν κι άλλοι την απάτη. Ανάρτησα στον τοίχο μου το βίντεο μαζί με ένα πρόχειρο σχόλιο, από αυτά που στέλνουμε στο fb. Στη συνέχεια έστειλα το ποστ σε κάποιες λίστες που συμμετέχω, καθώς και σε δύο σάιτ εναλλακτικής ενημέρωσης: το Red Notebook και το TVXS. Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν μια τελείως απρόσμενη τροπή, που μοιάζει αρκετά (αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό) με την αρχική ιστορία του Μοχάμεντ. Πάρα πολλοί αναδημοσίευσαν το αρχικό μήνυμα, το μετέφεραν από τοίχο σε τοίχο, το τροποποίησαν, το σχολίασαν, το διέδωσαν πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Το θέμα έγινε ακόμα πιο γνωστό όταν  ο Δήμος ανέβασε το επίμαχο τμήμα του δελτίου στο Dailymotion, σουλούπωσε το αρχικό σημείωμα κι έκανε την ανάρτηση στο Red Notebook (το TVXS δεν δημοσίευσε τίποτα). Άλλα μπλογκ αναδημοσίευσαν το Red, το βίντεο ανέβηκε και στο youtube, το θέμα μαθεύτηκε. Τελικά, στο βραδινό δελτίο ειδήσεων το Mega ζήτησε συγγνώμη για το συμβάν, μιλώντας για (ένα ακόμα) τεχνικό λάθος. Το λάθος χρεώθηκε στο βοηθό σκηνοθέτη, ο οποίος μαθαίνω ότι απολύθηκε.

Δεν ξέρω αν υπήρξαν και άλλες αρχικές πηγές για να αποκαλυφθεί η απάτη. Ξέρω όμως ότι χάρη στη δύναμη που δίνει στους πολίτες το διαδίκτυο γενικά, και τα κοινωνικά δίκτυα ειδικά, πάρα πολλοί μοιράστηκαν ένα πρόχειρο σημείωμα που απλά ήθελε να εκφράσει την αγανάκτηση για την απροκάλυπτη κοροϊδία από το «έγκυρο» κανάλι. Αυτή η διαδικτυακή κινητοποίηση δεν έγινε ούτε από κάποιον οργανωμένο χώρο, ούτε βάσει συγκεκριμένου σχεδίου. Έγινε γιατί είμαστε πολλοί και πολλές αυτοί που έχουμε κόψει το «δε γαμιέται» (γιατί στην  πράξη «γαμιέται πολύ) και έχουμε πια τα κατάλληλα εργαλεία διαδραστικής επικοινωνίας για να αποκαλύψουμε τη συνεχή διαστρέβλωση της αλήθειας από τα ΜΜΕ. Όσο ακόμα το διαδίκτυο παραμένει ελεύθερο πρέπει να το αξιοποιήσουμε στο έπακρο.

Και οι αντιρρήσεις…

Ωστόσο, υπήρξαν και κάποιοι που δεν συμφώνησαν με την αναφορά μας στο 1984 του Όργουελ. Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος (με τον οποίο είχα μια φεϊσμπουκική επικοινωνία, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά) έκρινε αυτήν την αναφορά εξόφθαλμα υπερβολική, σε βαθμό μάλιστα που αποδυναμώνει την θεμιτή κριτική στα media. Απέδωσε τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων πλάνων στον πολύ πιεστικό και πρόχειρο τρόπο που λειτουργεί η τηλεόραση. Τα επιχειρήματα του Τατσόπουλου δεν με έπεισαν. Οι λόγοι:

α) Δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά γιατί κάποιος ανατρέχει σε πλάνα αρχείου, ενώ έχει μπόλικο φρέσκο υλικό το οποίο έχει μοντάρει πριν λίγη ώρα.

β) Δεν μπορεί  επίσης να εξηγηθεί λογικά γιατί το προχτεσινό «τεχνικό λάθος» είχε ανάλογο πολιτικό χαρακτήρα με το «λάθος» του 2008.

γ) Δεν μπορεί τέλος να εξηγηθεί λογικά γιατί κάποιος που θέλει να χρησιμοποιήσει πλάνα αρχείου δεν ανατρέχει σε παλιότερες πορείες του Πολυτεχνείου, αλλά στις κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων.

Ωστόσο, ακόμα και αν ο Τατσόπουλος έχει δίκιο κι εμείς είμαστε υπερβολικοί (αριστεριστές γαρ), το πολιτικό ζήτημα παραμένει. Ο τεχνικός έκανε «λάθος» γιατί οι εργαζόμενοι της τηλεόρασης έχουν εμπεδώσει πλέον τη γραμμή της διεύθυνσης τους: οι διαδηλώσεις πρέπει να παρουσιάζονται με τρομακτικό και απειλητικό τρόπο, και το ρεπορτάζ να αναπαράγει το στερεότυπο ότι «50 κουκουλοφόροι έκαψαν την Αθήνα», είτε κάηκε είτε δεν κάηκε η Αθήνα, είτε ήταν λίγοι αυτοί που συγκρούστηκαν με την αστυνομία είτε χιλιάδες, όπως τον Δεκέμβρη του 2008. Κατά συνέπεια, και από τη σκοπιά του «τεχνικού λάθους» η διεύθυνση του καναλιού είναι έκθετη και η απόλυση του τεχνικού είναι απολύτως υποκριτική.

Επίλογος

Παραφράζουμε τον Σέξπιρ στο Βασιλιά Λιρ: Όσα η τηλεόραση κρύβει, το διαδίκτυο ξεσκεπάζει.

Γιάννης Αλμπάνης 19/11/11

Περισσότερα

Ποιοι είναι στ’ αλήθεια οι ζωντανοί και ποιοι οι πεθαμένοι;

Από το Red Notebook

 

«Το φως φέγγει στο σκοτάδι, το σκοτάδι δεν μπόρεσε να το καταπνίξει»

Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο

 

Στο τέλος της ωραίας ταινίας Η Αποστολή του Ρόλαντ Τζόφι, ο καρδινάλιος Αλταμιράνο αναρωτιέται ποιος είναι στ’ αλήθεια ζωντανός: ο ίδιος που επιβίωσε υποκύπτοντας στις εντολές του Πάπα και της Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας, ή ο πατέρας Γκάμπριελ και ο Ροντρίγκο Μεντόζα που έπεσαν μαχόμενοι για τα δίκαια των ιθαγενών.

Την Αποστολή την ξαναθυμήθηκα σήμερα, που ξαναέκανα για μια ακόμα χρονιά τις σκέψεις που κάνω κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, στις επετείους του Πολυτεχνείου. Τι θα έκανε άραγε τώρα ο Καλτεζάς; Τι θα είχαν απογίνει οι νέοι με τις φαβορίτες και τις κοτλέ καμπάνες, που ανεμίζουν την αγαθότητα της εξέγερσης στα επετειακά ασπρόμαυρα φιλμ; Αν είχε επιζήσει ο Χάρης του Αναγνωστάκη, μήπως θα είχαμε πιο πολλές πιθανότητες να αντικρύσουμε τις πολιτείες μας λουσμένες στην Αλήθεια και το αίθριο το φως; Αν και ίσως, κάθε χρόνο το ίδιο… και είναι πραγματικά παράξενο (ή ίσως όχι και τόσο…) το ότι κάθε ερώτημα για το Μιχάλη, και τους πιο παλιούς του Πολυτεχνείου, και τους ακόμα πιο παλιούς, που δεν φοβήθηκαν να τα βάλουν με τη θριαμβεύουσα Αυτοκρατορία, κάθε ερώτημα για όλους αυτούς που αποφάσισαν να ορίσουν τη σύμβαση του θανάτους τους όταν δεν μπορούσαν πια να ορίσουν τη σύμβαση της ζωής τους, είναι ερώτημα σε χρόνο Ενεστώτα. Είναι ερώτημα για το τώρα και για εμάς, όχι για το τότε και για κείνους. Όλα αυτά τα εάν και ίσως, που σκέφτομαι τις μέρες του Πολυτεχνείου, είναι τα εάν και τα ίσως τα δικά μου και των συγκαιρινών μου. Για το αν θα τα καταφέρουμε με όσα τεράστια που το ‘φερε η τύχη να πρέπει να κάνουμε, για το αν θα καταντήσουμε μικροί και τοσοδούληδες σαν υπουργοί πρώην αγωνιστές. Γιατί όλες αυτές οι χαμένες φιγούρες των ασπρόμαυρων επετειακών φιλμ, βρίσκονται εδώ ανάμεσα μας, στις δικές μας πορείες και συγκρούσεις, στο Σύνταγμα και τις γειτονιές, εκεί οπουδήποτε υπάρχουν κάποιοι που αποφασίζουν να τα βάλουν με τον Πάπα και την Πορτογαλική Αυτοκρατορία –γιατί αυτό τους φαίνεται σωστό, παρά το ότι όλοι λένε ότι η μάχη είναι από τα πριν χαμένη. Γιατί όσοι έπεσαν επειδή επέλεξαν να σταθούν όρθιοι, είναι οι συνομιλητές μας στις πιο ωραίες μας κουβέντες, φρουροί και ιχνηλάτες όσων πρέπει να γίνουν, όσων πρέπει να κάνουμε. Και είναι  εδώ δίπλα μας, όχι μόνο γιατί κατάφεραν να ξεφύγουν από τις σφαίρες και τα γκλομπ της λήθης, αλλά (πράγμα που τελικά ήταν το δυσκολότερο) και από τον επίσημο εορτασμό, την Επιτροπής Φορέων, την Πρυτανεία, καθώς και  από το «στις λίστες του κόμματος μας συμμετέχει και ο Μίκης Φιρίκης, δολοφονημένος αγωνιστής του Πολυτεχνείου

Ωστόσο, εκτός από τους πεθαμένους που είναι ζωντανοί, υπάρχουν και οι ζωντανοί που στην πραγματικότητα μοιάζουν να έχουν πεθάνει εδώ και καιρό. Παρόντες-απόντες σε ένα καρναβάλι φαντασμάτων. Είναι όσοι υποτάχτηκαν  χωρίς μάχη στους Πάπες και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα της εποχής τους, όσοι έκαναν ιδεολογία τους φόβους τους, όσοι κατάλαβαν ότι είναι εύκολο να κοροϊδέψεις τους άλλους και επέλεξαν να κερδίσουν από αυτό. Ζωντανοί-νεκροί, που ξέρουν ότι οι μελλοντικοί βιογράφοι έχουν καταδικάσει από τώρα την σαραντάχρονη λαμπρή καριέρα τους σε μισή ακροτελεύτια αράδα, κάτω από το μεγάλο κεφάλαιο της μιας και μόνης νύχτας, που όλα έγιναν δυνατά και εκείνοι ήταν ακόμα κάποιοι άλλοι. Αυτή τη νύχτα της οποίας το έκθαμβο φως, τελικά δεν σκιάστηκε σε σχεδόν σαράντα χρόνια αγορών και νεκροτομείων.

Το ερώτημα λοιπόν του κινηματογραφικού καρδινάλιου Αλταμιράνο είναι εύλογο. Ποιοι είναι αλήθεια οι ζωντανοί και ποιοι οι πεθαμένοι;

Γιάννης Αλμπάνης 16/11/11

Περισσότερα