Μόνο ο σεβασμός στις κόκκινες γραμμές μπορεί να καταστήσει βιώσιμη μια συμφωνία

kokkines grammes

Δημοσιεύτηκε στο Red Notebook στι2 13/5/2015

Όλα δείχνουν ότι έχουμε μπει στην τελευταία πράξη του ελληνικού μνημονιακού δράματος. Μέσα στις επόμενες (λίγες) εβδομάδες η διαπραγμάτευση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η αναγκαστική ολοκλήρωση δεν φαίνεται ότι θα είναι αποτέλεσμα της ευόδωσης του διαλόγου μεταξύ των «εταίρων», αλλά αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πιστωτικής ασφυξίας στην οποία έχουν περιέλθει τα κρατικά ταμεία.

Σε προηγούμενα κείμενα είχα συνταχθεί με την άποψη ότι οι δανειστές δεν επιδιώκουν κάποιου είδους (έστω ετεροβαρή) συμβιβασμό. Σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα της διαπραγμάτευσης καθώς και (κυρίως) τις συντονισμένες «διαρροές» των δανειστών, ο πραγματικός στόχος τους ήταν να παγιδέψουν τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Δηλαδή μέσω του χρηματοδοτικού στραγγαλισμού να την οδηγήσουν στο δίλημμα «νέο Μνημόνιο ή μη καταβολή μισθών και συντάξεων». Οι δανειστές θέλουν είτε η κυβέρνηση να ενσωματωθεί στην κυρίαρχη πολιτική είτε να καταρρεύσει υπό το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής.

Η εξέλιξη των πραγμάτων έχει δικαιώσει τον ισχυρισμό περί παγίδευσης. Φτάσαμε στα μέσα Μάη, τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους εξαντλούνται, η χρηματοδότηση δεν απελευθερώνεται έστω και στο ελάχιστο, η συκοφαντική εκστρατεία στα διεθνή ΜΜΕ συνεχίζεται, οι δανειστές όχι μόνο δεν κάνουν βήματα πίσω αλλά προβάλλουν νέες προκλητικές απαιτήσεις –η αξίωση περί ενιαίου ΦΠΑ 23% είναι η πλέον χαρακτηριστική. Ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει δείξει ιδιαίτερα διαλλακτική διάθεση και έχει κάνει σημαντικά βήματα πίσω από το πρόγραμμά της (ίσως υπερβολικά πολλά), η άλλη πλευρά επιμένει να προβάλλει ως σημείο αναφοράς της διαπραγμάτευσης την πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου Μνημονίου. Ο χρόνος τελειώνει και φαίνεται ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που οι δανειστές θα θέσουν στην ελληνική κυβέρνηση το τελικό τελεσίγραφο με τη μορφή μιας μνημονιακής πρότασης «take it or leave it». Είτε θα δεχτούμε το σύνολο των απαιτήσεων τους είτε θα ξεμείνουμε από χρήματα.

Τι δεν μπορεί να γίνει

Απέναντι στην πολύ δύσκολη κατάσταση πρέπει να προσδιοριστεί τι θα θέλαμε να γίνει, τι δεν μπορεί να γίνει, και τι μπορεί να αναγκαστούμε να κάνουμε εντέλει. Το τι θα θέλαμε είναι προφανές: Έναν «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό». Σύμφωνα με αυτό το καλό σενάριο, οι δανειστές στο τέλος της διαπραγμάτευσης κάνουν πίσω, είτε γιατί έχουν θεωρήσει ότι κέρδισαν αρκετά είτε γιατί κάμπτονται από την προοπτική ανεξέλεγκτων καταστάσεων στην Ελλάδα και την ευρωζώνη. Όσο και αν το «καλό σενάριο» μοιάζει να έχει πλέον τις λιγότερες πιθανότητες ευόδωσης, δεν θα πρέπει να του κλείσει κανείς την πόρτα. Αν μη τι άλλο, ο έντιμος συμβιβασμός εκφράζεις ακριβώς τη λαϊκή εντολή που έχει δοθεί στον ΣΥΡΙΖΑ.

Πέρα όμως από το τι θα θέλαμε εμείς να γίνει, υπάρχει και αυτό που θέλουν οι δανειστές. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει ή τουλάχιστον δεν μπορεί να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αυτό που θέλουν οι δανειστές, και απορρίπτει σθεναρά η κυβέρνηση, είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής. Μια συμφωνία που δεν θα αλλάξει την προσέγγιση σε βασικά ζητήματα, όπως τα πλεονάσματα, οι περικοπές, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, το ξεπούλημα δημόσιων αγαθών, το χρέος, δεν πρόκειται να είναι ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά βιώσιμη.

Οικονομικά δεν είναι βιώσιμη γιατί διαιωνίζει τον αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο χρέος-λιτότητα-χρέος. Τυχόν νέα περιοριστικά μέτρα όχι μόνο θα προκαλέσουν περαιτέρω εξαθλίωση των πιο αδύναμων, αλλά θα υπονομεύσουν την όποια προοπτική ανάκαμψης. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς μπορεί να προτείνεται αύξηση της συνολικής επιβάρυνσης του ΦΠΑ (ενός φόρου δηλαδή που πλήττει περισσότερο τους φτωχούς από τους πλούσιους) όταν αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η μνημονιακή πενταετία σήμανε τη φορολογική αφαίμαξη όσων δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φοροδιαφύγουν.

Πέρα όμως από οικονομικά ατελέσφορη, η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής είναι πολιτικά μη ρεαλιστική. Ένα υποτιθέμενο νέο Μνημόνιο θα σήμαινε πτώση της κυβέρνησης και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο. Η μεν Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να την υπερψηφίσει στο σύνολό της, αφού θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για ένα βουλευτή να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του γιατί ψήφισε τα ακριβώς αντίθετα από αυτά για τα οποία τον ψήφισαν. Η δε αντιπολίτευση δεν πρόκειται να δώσει χείρα βοηθείας σε μια παραπαίουσα κυβέρνηση –ήδη ο Σαμαράς κάνει «αντιμνημονιακή» στροφή και ο Άδωνις δηλώνει ότι δεν θα ψηφίσει «γουρούνι στο σακί

Εν ολίγοις, μνημονιακή συμφωνία σημαίνει συνθηκολόγηση άνευ όρων και ιστορική ήττα για την Αριστερά. Γι’ αυτό άλλωστε και η κυβέρνηση δεν πρόκειται να την επιλέξει.

Μονόδρομος οι κόκκινες γραμμές

Ο αμοιβαία επωφελής συμβιβασμός είναι η καλύτερη δυνατή λύση, υπό την έννοια ότι ανοίγει το δρόμο για μια εναλλακτική πολιτική με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς στην οικονομία και την κοινωνία. Ωστόσο, το ευκταίο δεν είναι πάντοτε εφικτό. Αν λόγω αδιαλλαξίας και ιδεολογικού φονταμενταλισμού δεν γίνουν από την πλευρά των δανειστών τα αναγκαία βήματα προς τα πίσω, η κυβέρνηση θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να κάνει άλλες υποχωρήσεις. Οι κόκκινες γραμμές που έχουν τεθεί από τον πρωθυπουργό, είναι απαραβίαστες. Γιατί ακριβώς μόνο ο σεβασμός σε αυτές τις κόκκινες γραμμές μπορεί να καταστήσει μια συμφωνία οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμη. Θέλουμε τον συμβιβασμό, αλλά αν η άλλη πλευρά επιχειρήσει να θέσει το δίλημμα «συνθηκολόγηση ή ρήξη», η συνθηκολόγηση δεν αποτελεί εναλλακτική λύση ούτε για τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε για τον λαό.

Περισσότερα

Να μην πέσουμε στην παγίδα των δανειστών

 Hampstead Heath Fair 1949, later print Wolfgang Suschitzky born 1912 Gift Eric and Louise Franck London Collection 2013 http://www.tate.org.uk/art/work/P13431

Δημοσιεύτηκε στο Red Notebook στις 23/4/2015

Η τροπή που έχει πάρει η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους «θεσμούς», δεν θα έπρεπε να αφήνει αμφιβολίες για τις προθέσεις των δανειστών. Ενώ στους δύο μήνες που ακολούθησαν από τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη η κυβέρνηση έκανε αλλεπάλληλες συμβιβαστικές προτάσεις και διαμόρφωσε μια συνεκτική λίστα μέτρων (αρκετά από τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ), η άλλη πλευρά δεν μετακινήθηκε από τις θέσεις της ή τουλάχιστον δεν μετακινήθηκε τόσο όσο χρειαζόταν για να φτάσει σε εκείνη την ενδιάμεση περιοχή όπου θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένας έντιμος συμβιβασμός. Η όποια «πρόοδος» στο ζήτημα του πλεονάσματος δεν μεταβάλλει τη γενική εικόνα. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραπλανά ο ισχυρισμός περί «μη ολοκληρωμένου ελληνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων. Οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς και λεπτομερείς είναι και κοστολογημένες. Στην πραγματικότητα, το «μη ολοκληρωμένο» σημαίνει «μη μνημονιακό».

Μνημονιακά μέτρα ή «χρεοκοπία»

Οι δανειστές φαίνεται ότι ακολουθούν παρελκυστική τακτική, επιμένοντας στη μνημονιακή λογική. Επιδιώκουν, από τη μια μεριά, να εξαντληθούν τα ταμειακά αποθέματα της χώρας, και από την άλλη, να φθαρεί η λαϊκή υποστήριξη της κυβέρνησης. Για την ακρίβεια, το δεύτερο αποτελεί συνέπεια του πρώτου, αφού το πρόβλημα ρευστότητας οδηγεί σε καθυστέρηση των κρατικών πληρωμών, κάτι που εκ των πραγμάτων δυσκολεύει την καθημερινότητα. Η πολιτικά αποδυναμωμένη κυβέρνηση μιας οικονομικά εξαντλημένης χώρας θα βρεθεί στο τέλος ενώπιον του αμείλικτου διλήμματος: αποδοχή μνημονιακών μέτρων ή «χρεοκοπία». Αν κρίνουμε από μεγάλο αριθμό πρόσφατων δημοσιευμάτων του διεθνούς Τύπου («χρεοκοπία της Ελλάδας εντός ευρωζώνης»), η προσπάθεια είναι να φτάσουμε στο «σημείο μηδέν» σε στιγμή που το κράτος δεν έχει μπροστά του κάποια πληρωμή στους διεθνείς πιστωτές, αλλά υποχρεώσεις στο εσωτερικό –εν προκειμένω, η «χρεοκοπία» ορίζεται ως εσωτερική στάση πληρωμών. Ο λόγος του συγκεκριμένου timing είναι να προκληθεί στην κυβέρνηση καταστροφική πολιτική φθορά (τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά), χωρίς οι δανειστές να διακινδυνεύσουν τις εισπράξεις τους.

Να ξεφύγουμε από την παγίδα

Ο χρόνος τρέχει σε βάρος της κυβέρνησης και η χειρότερη επιλογή είναι να αφεθούν τα πράγματα να κυλήσουν όπως τώρα. Η λύση δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση των δανειστών. Τους τρεις τελευταίους μήνες έχουν δείξει με κάθε δυνατό τρόπο ότι όχι μόνο δεν έχουν καλή θέληση, αλλά ότι επιδιώκουν διακαώς την ταχεία πτώση της κυβέρνησης και την ήττα του νέου ευρωπαϊκού πολιτικού παραδείγματος που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Η απρόσκοπτη ροή της διαπραγμάτευσης ως έχει, θα οδηγήσει εντέλει στο να τεθεί η κυβέρνηση ενώπιον του διλήμματος «χρεοκοπία ή μνημονιακά μέτρα». Τώρα είναι η ώρα για τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες που θα εκτρέψουν την πορεία της διαπραγμάτευσης για να αποφευχθεί το διαφαινόμενο αδιέξοδο. Τρεις θα μπορούσαν να είναι οι άξονες τέτοιων πρωτοβουλιών: Πρώτον, πρέπει την «ώρα μηδέν» να μην την ορίσουν οι δανειστές, αλλά η ελληνική πλευρά, δεδομένου ότι ο χρόνος ορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συντεταγμένες των εξελίξεων. Δεύτερον, η πληρωμή μισθών και συντάξεων πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων των δανειστών, όπως άλλωστε είχε υπογραμμίσει ο Αλέξης Τσίπρας στην επιστολή του προς την Άνγκελα Μέρκελ. Τρίτον, απέναντι στο εκβιαστικό δίλημμα των δανειστών πρέπει να τεθεί ανοιχτά μια τρίτη εναλλακτική, αυτή της ρήξης με τους δανειστές. Μια εναλλακτική αναμφίβολα επώδυνη, που μπορεί όμως στις σημερινές συνθήκες να είναι η λιγότερο κακή από αυτές που καλούμαστε να επιλέξουμε. Είναι προφανές ότι την επιλογή της ρήξης δεν μπορεί να την κάνει η κυβέρνηση μόνη της, αλλά θα πρέπει να προσφύγει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη λαϊκή ετυμηγορία. Ο λαός πρέπει να μπει στο επίκεντρο των εξελίξεων για να ξεφύγουμε από την παγίδα που μεθοδικά στήνουν οι δανειστές.

Περισσότερα

Το Grexit είναι προτιμότερο από ένα τρίτο Μνημόνιο

grexit

Δημοσιεύτηκε στο Red Notebook στις 15/3/2015

 

Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου στο Eurogroup αποτέλεσε την καλύτερη δυνατή επιλογή (ή τουλάχιστον τη λιγότερο κακή) μεταξύ των πραγματικών εναλλακτικών που είχε μπροστά της εκείνη τη στιγμή η νέα ελληνική κυβέρνηση. Με τη συμφωνία η κυβέρνηση μπόρεσε να ξεφύγει από την «παγίδα θανάτου» (μέσω του στραγγαλισμού του τραπεζικού συστήματος) που της είχαν στήσει οι διεθνείς κι εγχώριοι σκληροπυρηνικοί της λιτότητας. Επιπλέον, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, σε ένα επίσημο διπλωματικό έγγραφο καταγράφηκαν στοιχεία μιας εναλλακτικής λογικής για την αντιμετώπιση της κρίσης, στον αντίποδα των αντιλήψεων με βάση τις οποίες διαμορφώθηκαν τα μνημόνια. Από την άλλη, μιας και δεν πρέπει να ωραιοποιούμε την κατάσταση, η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη εμπεριείχε και σημαντικές παραχωρήσεις από την ελληνική πλευρά, τουλάχιστον συγκριτικά με το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ –οι ΑΝΕΛ δεν έχουν ζήτημα με τις ιδιωτικοποιήσεις…

Μια συμφωνία που δεν εφαρμόζεται

Σχεδόν ένα μήνα μετά τη συμφωνία Ελλάδας-Eurogroup, η κατάσταση έχει διαμορφωθεί ως εξής. Η κυβέρνηση αρχίζει να εφαρμόζει το πρόγραμμά της (Μέτρα Αντιμετώπισης Ανθρωπιστικής Κρίσης, Ανασύσταση ΕΡΤ, Ρύθμιση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών στο Δημόσιο-100 δόσεις), ενώ τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών είναι στην Αθήνα για να αντλήσουν στοιχεία σχετικά με την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει παραβιάσει σε κανένα σημείο τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Αντιθέτως, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή το Εurogroup, δεν την εφαρμόζει. Για την ακρίβεια, διάφοροι κύκλοι του έχουν προβεί σε σειρά πράξεων και παραλείψεων που οδηγούν στην πλήρη υπονόμευσή της.

Η υπονόμευση της συμφωνίας από τους ακραία συντηρητικούς ευρωπαϊκούς κύκλους έχει δύο εκφάνσεις. Η πρώτη είναι η διαρκής προσπάθεια να διολισθήσουμε από το περιεχόμενο της συμφωνίας σε αυτό του Μνημονίου και της 5ης αξιολόγησης. Δεν είναι μόνο οι συνεχείς αναφορές διαφόρων ιθυνόντων (με προεξάρχοντα τον Σόιμπλε) σε «μνημόνιο» και «τρόικα». Πιο σημαντική είναι η προσπάθεια επαναφοράς στο τραπέζι πολιτικών που κινούνται έξω από το συμφωνημένο πλαίσιο και συνιστούν μέρος όσων είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.

Αλλά η βασική έκφανση της υπονόμευσης της συμφωνίας αποτελεί το μπλοκάρισμα της χρηματοδότης του ελληνικού Δημοσίου. Σχεδόν ένα μήνα μετά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, όχι μόνο δεν έχει ανοίξει η στρόφιγγα της δανειακής χρηματοδότησης, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν επιτρέπει καν μια μικρή αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου για την έκδοση έντοκων γραμματίων ώστε να καλυφθούν όπως-όπως οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Με πιο απλά λόγια, αν τον Φλεβάρη ήταν το τραπεζικό σύστημα που απειλούταν με ασφυξία, τώρα είναι η σειρά του Δημοσίου.

Προς ένα αδυσώπητο δίλημμα;

Χωρίς να έχουμε την παραμικρή ροπή στις θεωρίες συνωμοσίας, και διατηρώντας πάντα την αυτοσυγκράτηση που είναι αναγκαία όταν πρόκειται κανείς να προβεί σε πολιτικές εικασίες, η μέχρι τώρα συμπεριφορά των ακραία συντηρητικών ευρωπαϊκών κύκλων μπορεί να οδηγήσει στο εξής συμπέρασμα: Μέσω της χρηματοδοτικής ασφυξίας , επιχειρούν να θέσουν την ελληνική κυβέρνηση προ του αδυσώπητου διλήμματος «Τρίτο μνημόνιο ή Grexit». Θέλουν δηλαδή να φέρουν τα πράγματα σε εκείνο το οριακό σημείο που η κυβέρνηση θα πρέπει να υποταχτεί και να προδώσει τη λαϊκή εντολή προκειμένου να καλύψει τις στοιχειώδεις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου και να παραμείνει στην ευρωζώνη.

Η συμπεριφορά τους δεν υπαγορεύεται βέβαια από τη όποια οικονομική λογική. Τα χρήματα που έχει ανάγκη η Ελλάδα (λίγα δισεκατομμύρια) είναι σταγόνα στον ωκεανό της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο δε ελληνικός προϋπολογισμός έχει σταθερά πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ η νέα κυβέρνηση διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά με χρηστό τρόπο.

Το ζήτημα είναι βαθιά πολιτικό. Οι κυρίαρχες δυνάμεις της ευρωπαϊκής συντήρησης θέλουν να συντρίψουν πολιτικά τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ για να δολοφονήσουν εν τη γενέσει του ένα εναλλακτικό πολιτικό παράδειγμα με πανευρωπαϊκή ακτινοβολία. Χτυπάνε τον ΣΥΡΙΖΑ για να τελειώσουν με το Podemos και το Sinn Fein.

Επιπλέον, η ραγδαία άνοδος του δεξιού λαϊκισμού στη Γερμανία ωθεί τον συνασπισμό εξουσίας υπό την Μέρκελ στη συντηρητικοποίηση και, κυρίως, την εθνική περιχαράκωση. Το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε λειτουργεί πολύ περισσότερο σαν μια γερμανική ηγεσία, παρά σαν μια ευρωπαϊκή ηγεμονική δύναμη.

Οι δύσκολες επιλογές

Η κυβέρνηση μέχρι τώρα έχει αποδείξει ότι έχει σαν θεμελιώδη αρχή το σεβασμό στη λαϊκή εντολή. Για πρώτη φορά έχουμε μια κυβέρνηση που βασική έγνοια της είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολλών και όχι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των λίγων. Επίσης, η κυβέρνηση, σε αυτές τις πρώτες εβδομάδες, έδειξε ότι εκτός από εντιμότητα, διαθέτει και πολιτικό κριτήριο, αφού και ελιγμούς έκανε και συμμαχίες οικοδόμησε. Αυτό που λογικά πράττει τώρα η κυβέρνηση είναι η συνέχιση της οικοδόμησης συμμαχιών με στόχο να αρθεί το αδιέξοδο και να μην ευοδωθούν τα σχέδια των σκληροπυρηνικών της λιτότητας. Υπάρχει ακόμα η δυνατότητα να τα καταφέρει.

Ωστόσο, αν τα πράγματα φτάσουν στο έσχατο σημείο, και το δίλημμα είναι «Τρίτο Μνημόνιο ή Grexit», η απάντηση μια κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας επουδενί μπορεί να είναι «Τρίτο Μνημόνιο». Και αυτό όχι γιατί ο Grexit είναι η βασιλική οδός προς την ανάπτυξη, όπως αφελώς ορισμένο διατείνονται –κάθε άλλο: το Grexit θα σημάνει πτώση του ΑΕΠ και θα υπαγορεύσει περιοριστικές πολιτικές. Ούτε μόνο γιατί πολιτικά αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να «σηκώσει» μνημονιακές πολιτικές –το διακύβευμα αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο σημαντικό από το όποιο (καλώς εννοούμενο) κομματικό συμφέρον.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που πρέπει να οδηγήσουν στην (πραγματικά επώδυνη) επιλογή του Grexit αν τα πράγματα εντέλει φτάσουν στο όριο. Ο πρώτος είναι ότι τα όποια μνημονιακά υφεσιακά μέτρα αναγκαστεί να πάρει η κυβέρνηση, δεν θα είναι ούτε τα τελευταία ούτε θα ανοίξουν το δρόμο στην ανάκαμψη για τους πολλούς. Αντιθέτως, η διατήρηση του μνημονιακού πλαισίου εγγυάται, από τη μια μεριά, τη διαρκή λήψη νέων μέτρων όταν δεν πιάνονται οι (άπιαστοι) στόχοι του προγράμματος, και από την άλλη, παγιώνει την οικονομική στασιμότητα (με ύφεση ή πολύ μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης), αφού δεν προβλέπει πολιτικές για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Το Grexit είναι πολύ επώδυνο (γι’ αυτό και ορθά δεν ήταν η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά σε βάθος χρόνου μπορεί να ανοίξει προοπτικές που δεν υπάρχουν στο μνημονιακό πλαίσιο.

Ο βασικός όμως λόγος που αν τα πράγματα (με ευθύνη των Ευρωπαίων) φτάσουν στο όριο, δεν μπορεί να αποτελέσει επιλογή το τρίτο Μνημόνιο, δεν είναι αυστηρά οικονομικός. Το τρίτο Μνημόνιο θα σημάνει μια άνευ προηγουμένου ταπείνωση του λαού, ιδιαίτερα σε μια στιγμή που οι εκλογές έχουν φέρει έναν άνεμο ελπίδας και ανάτασης. Ένας λαός ταπεινωμένος όχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί πολιτικά αξιοπρεπής μέσα στην Ευρώπη, αλλά ούτε και να φανεί δημιουργικός στο οικονομικό πεδίο –η ψυχολογία συνιστά βασική πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας. Ο ταπεινωμένος λαός θα βυθιστεί στον κυνισμό και την απάθεια, με κίνδυνο να στραφεί στις δυνάμεις του φασιστικού σκότους, Παράλληλα, η ταπείνωση του ελληνικού λαού θα ενταφιάσει την αριστερή ελπίδα σε όλη την Ευρώπη.

Αν λοιπόν τα πράγματα φτάσουν στο όριο, κι έχουμε να διαλέξουμε αυστηρά μεταξύ πολύ επώδυνων επιλογών, πρέπει να προτιμήσουμε τη λιγότερό κακή, αυτήν δηλαδή που δεν αποκλείει και την παραμικρή ακτίνα φωτός.

 

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Ο ΣΥΡΙΖΑ περνάει μπροστά

samaras-daxtylo-vouli1Από την Εποχή της 29/12/2013

Η πο­λι­τι­κή πα­λά­ντζα γέρ­νει υ­πέρ του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν έ­χει κα­τα­γρα­φεί έ­να ο­ρια­κό ση­μείο, με­τά το ο­ποίο ο συ­σχε­τι­σμός των πο­λι­τι­κών δυ­νά­μεων αλ­λά­ζει κα­τά τρό­πο α­νε­πί­στρε­πτο. Φαί­νε­ται  ό­τι η ψή­φι­ση των νο­μο­θε­τη­μά­των για το φό­ρο α­κι­νή­των και τους πλει­στη­ρια­σμούς ση­μα­το­δο­τεί έ­να τέ­τοιο ο­ρια­κό ση­μείο, με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να περ­νά­ει μπρο­στά α­πό τη Νέα Δη­μο­κρα­τία.

Τη δια­φο­ρά δεν την κά­νουν τό­σο οι δη­μο­σκο­πή­σεις οι ο­ποίες στο σύ­νο­λό τους α­πο­τυ­πώ­νουν προ­βά­δι­σμα της α­ξιω­μα­τι­κής α­ντι­πο­λί­τευ­σης. Από τη στιγ­μή που πα­ρα­πά­νω α­πό το 40% των ε­ρω­τώ­με­νων δεν δί­νει α­πα­ντή­σεις, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι οι δη­μο­σκο­πή­σεις, (α­κό­μα και οι πιο άρ­τιες ε­πι­στη­μο­νι­κά) μπο­ρούν να δώ­σουν μό­νο α­δρές εν­δεί­ξεις των κοι­νω­νι­κών τά­σεων, και ό­χι να α­πο­τε­λέ­σουν λε­πτο­με­ρή α­πο­τύ­πω­σή τους.

Τη με­γά­λη δια­φο­ρά την κά­νουν, α­πό τη μια με­ριά, αυ­τό που θα λέ­γα­με η γε­νι­κή αί­σθη­ση της συ­γκυ­ρίας, και α­πό την άλ­λη, οι πραγ­μα­τι­κές πιέ­σεις που α­σκού­νται στους βου­λευ­τές της συ­μπο­λί­τευ­σης α­πό τους ψη­φο­φό­ρους τους. Η γε­νι­κή αί­σθη­ση εί­ναι, λοι­πόν, ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα εί­ναι ο νι­κη­τής στις ευ­ρωε­κλο­γές. Στη δε Βου­λή δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ού­τε έ­νας βου­λευ­τής της συ­μπο­λί­τευ­σης να υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται έν­θερ­μα την α­κο­λου­θού­με­νη πο­λι­τι­κή. Η κρι­τι­κή στον Γ. Στουρ­νά­ρα α­πό τους βου­λευ­τές της ΝΔ και του ΠΑ­ΣΟΚ τεί­νει πλέ­ον να γί­νει ο κα­νό­νας, ό­χι η ε­ξαί­ρε­ση.

Η συρ­ρί­κνω­ση της ε­πιρ­ροής της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν ο­φεί­λε­ται μό­νο στη συσ­σώ­ρευ­ση των μνη­μο­νια­κών δει­νών για ό­σους έ­χουν ή­δη πέ­σει θύ­μα­τα της πο­λι­τι­κής της «ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης». Εξί­σου ση­μα­ντι­κό εί­ναι το ό­τι με τη φο­ρο­λό­γη­ση των α­κι­νή­των και το ά­νοιγ­μα του πα­ρα­θύ­ρου για τους πλει­στη­ρια­σμούς, η κυ­βέρ­νη­ση έρ­χε­ται σε  ευ­θεία σύ­γκρου­ση με πα­ρα­δο­σια­κά συ­ντη­ρη­τι­κά α­κρο­α­τή­ρια, τα ο­ποία μέ­χρι τώ­ρα τη στή­ρι­ζαν σχε­τι­κά. Όλα δεί­χνουν  ό­τι βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε νέα δια­δι­κα­σία άρ­σης σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των με­σαίων στρω­μά­των, α­νά­λο­γη με αυ­τή πριν ε­νά­μι­σι χρό­νο με τα α­σθε­νέ­στε­ρα οι­κο­νο­μι­κά. Όπως και να ‘χει, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­χει αέ­ρα νί­κης, πράγ­μα που ό­λοι κα­τα­λα­βαί­νουν.

Τα τρία στοιχήματα

Ο Σα­μα­ράς ε­πεν­δύει σε πα­ρο­χές, δια­τά­ρα­ξη της συ­νο­χής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νί­σχυ­ση άλ­λων α­ρι­στε­ρών ψη­φο­δελ­τίων. Το ό­τι έ­χει αρ­χί­σει η α­ντί­στρο­φη μέ­τρη­ση για την κυ­βέρ­νη­ση,  επ’ ου­δε­νί ση­μαί­νει ό­τι ο Σα­μα­ράς και οι άν­θρω­ποί του θα πε­ρι­μέ­νουν πα­θη­τι­κά το μοι­ραίο. Φαί­νε­ται ό­τι το Μα­ξί­μου ρί­χνει τα λε­φτά του (που δεν εί­ναι και πολ­λά, ε­δώ που τα λέ­με) σε τρία στοι­χή­μα­τα. Το πρώ­το, εί­ναι ό­τι γύ­ρω στον Απρί­λιο οι τροϊκα­νοί θα α­πο­δε­χτούν την ύ­παρ­ξη πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος. Αυ­τό, υ­πο­τί­θε­ται, ό­τι θα ε­πι­τρέ­ψει στην κυ­βέρ­νη­ση να μοι­ρά­σει πε­ρί­που 700 ε­κα­τομ­μύ­ρια σε έν­στο­λους και συ­ντα­ξιού­χους. Πα­ράλ­λη­λα, η κυ­βέρ­νη­ση ευελ­πι­στεί ό­τι οι τροϊκα­νοί θα δώ­σουν κά­ποιο σή­μα για τη ρύθ­μι­ση του χρέ­ους, που θα μπο­ρέ­σει να το χρη­σι­μο­ποιή­σει στην προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρίο­δο. Εννο­εί­ται ό­τι δεν μι­λά­με για πραγ­μα­τι­κό κού­ρε­μα, αλ­λά για  ευ­κο­λίες πλη­ρω­μής -για πα­ρά­δειγ­μα, διε­τές πά­γω­μα πλη­ρω­μής το­κο­χρε­ο­λυ­σίων.

Η δεύ­τε­ρη κί­νη­ση του Μα­ξί­μου εί­ναι να ε­νι­σχύ­σει αυ­τές που το ί­διο θεω­ρεί φυ­γό­κε­ντρες δυ­νά­μεις μέ­σα στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ο τρό­πος που έ­χει ε­πι­λε­χτεί για να διαρ­ρη­χθεί η συ­νο­χή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εί­ναι να πα­ρου­σιά­ζε­ται η η­γε­σία του κόμ­μα­τος α­να­ξιό­πι­στη, υ­πο­κρι­τι­κή κι εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο μνη­μο­νια­κό πλαί­σιο. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δη­μο­σίευ­μα του «Βή­μα­τος» πε­ρί δή­θεν συν­διαλ­λα­γής Τσί­πρα-Ρεν -στο ί­διο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό άρ­θρο πε­ρι­γρά­φο­νταν και διά­λο­γοι στε­λε­χών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με ευ­ρω­παίους α­ξιω­μα­τού­χους σε «συ­να­ντή­σεις» που ό­μως δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­καν πο­τέ.  Το Μα­ξί­μου πι­στεύει ό­τι αν πα­γιω­θεί η ει­κό­να μιας δε­ξιάς με­τα­τό­πι­σης της η­γε­σίας τού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα ο­δη­γη­θεί σε α­πο­χώ­ρη­ση α­πό το κόμ­μα!

Η τρί­τη  κυ­βερ­νη­τι­κή κί­νη­ση εί­ναι η ε­νί­σχυ­ση των α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών που λει­τουρ­γούν α­ντα­γω­νι­στι­κά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και θα μπο­ρού­σαν να του κό­ψουν ψή­φους. Γι’ αυ­τό οι Ηρα­κλείς του Μνη­μο­νίου, ό­πως ο Γεωρ­γιά­δης, ε­ξά­ρουν τη συ­νέ­πεια και το ή­θος του ΚΚΕ, γι’ αυ­τό και η υ­περ­προ­βο­λή του Αλα­βά­νου α­πό τα δια­πλε­κό­με­να ΜΜΕ.

Όμως το Αρι­στε­ρό Ρεύ­μα έ­χει ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στη δη­μιουρ­γία και την ε­νό­τη­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νώ ο δη­μο­ψη­φι­σμα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας των ευ­ρωε­κλο­γών πε­ριο­ρί­ζει εκ των πραγ­μά­των την δυ­να­μι­κή α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών, ε­κτός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Το πο­λι­τι­κό μέλ­λον του Σα­μα­ρά ε­να­πό­κει­ται λποι­πόν στην κα­λή διά­θε­ση των τροϊκα­νών. Οι κυ­βερ­νώ­ντες δεν εί­ναι βέ­βαια α­φε­λείς. Γνω­ρί­ζουν ό­τι με το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα και μια υ­πό­σχε­ση για το χρέ­ος δεν κερ­δί­ζο­νται ε­κλο­γές που πραγ­μα­το­ποιού­νται σε μια κα­τα­στραμ­μέ­νη χώ­ρα. Γι’ αυ­τό και το σα­μα­ρι­κό antinews έ­χει ή­δη αρ­χί­σει το «μα­σάζ» στον κό­σμο της ΝΔ με άρ­θρα που υ­πο­βαθ­μί­ζουν την πο­λι­τι­κή ση­μα­σία του α­πο­τε­λέ­σμα­τος των ευ­ρωε­κλο­γών.  Πι­στεύουν ό­τι αν η δια­φο­ρά α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κρα­τη­θεί σε «λο­γι­κό» ε­πί­πε­δο (π.χ. κά­τω του 3%), θα θεω­ρη­θεί α­να­στρέ­ψι­μη κι ε­πο­μέ­νως δεν θα υ­πάρ­χει χώ­ρος αμ­φι­σβή­τη­σης του πρω­θυ­πουρ­γού.

Μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς Σα­μα­ρά. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό το τι ε­πι­διώ­κει ο πρω­θυ­πουρ­γός και το πε­ρι­βάλ­λον του, τμή­μα­τα του μνη­μο­νια­κού πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού α­περ­γά­ζο­νται άλ­λα σχέ­δια. Μια με­γά­λη ήτ­τα της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν συ­νε­πά­γε­ται αυ­το­μά­τως προ­σφυ­γή σε βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές. Εί­ναι πια προ­φα­νές ό­τι σε πε­ρί­πτω­ση συ­ντρι­πτι­κής ήτ­τας Σα­μα­ρά στις ευ­ρωε­κλο­γές, θα ε­πι­διω­χτεί σχη­μα­τι­σμός κυ­βέρ­νη­σης α­πό την υ­φι­στά­με­νη Βου­λή. Μια μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς τον Σα­μα­ρά στην πρω­θυ­πουρ­γία, κα­τά το πρό­τυ­πο της κυ­βέρ­νη­σης Πα­πα­δή­μου, θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει τμή­μα­τα της ΔΗ­ΜΑ­Ρ, την Α­ΝΕ­Λ, κα­θώς και των α­νε­ξαρ­τη­το­ποιη­μέ­νων βου­λευ­τών. Εί­ναι εν­δει­κτι­κές άλ­λω­στε οι δη­λώ­σεις της Ντό­ρας Μπα­κο­γιάν­νη.

«Πολιτική ανωμαλία»

Το σε­νά­ριο της νέ­ας κυ­βέρ­νη­σης χω­ρίς Σα­μα­ρά μπο­ρεί να δια­σφα­λί­ζει την α­πρό­σκο­πτη ε­μπέ­δω­ση του Μνη­μο­νίου, ε­ντού­τοις α­ντι­με­τω­πί­ζει δύο πο­λύ σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα. Το πρώ­το εί­ναι ό­τι αν οι μνη­μο­νια­κοί έ­χουν συ­ντρι­βεί στις ευ­ρωε­κλο­γές, ο­ποια­δή­πο­τε μνη­μο­νια­κή κυ­βερ­νη­τι­κή λύ­ση θα στε­ρεί­ται κοι­νω­νι­κής νο­μι­μο­ποίη­σης με α­πο­τέ­λε­σμα να δι­καιού­ται ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να μι­λά­ει για δια­στρέ­βλω­ση της λαϊκής βού­λη­σης και κα­μα­ρί­λα. Το δεύ­τε­ρο πρό­βλη­μα εί­ναι η α­ντί­δρα­ση του ί­διου του Σα­μα­ρά. Ήδη ο πρω­θυ­πουρ­γός στη συ­νέ­ντευ­ξή του στην «Κα­θη­με­ρι­νή» χα­ρα­κτη­ρί­ζει σχέ­διο πο­λι­τι­κής α­νω­μα­λίας ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη κυ­βέρ­νη­ση α­πό τη ση­με­ρι­νή Βου­λή, χω­ρίς τον ί­διο στον πρω­θυ­πουρ­γι­κό θώ­κο. Επο­μέ­νως, δεν εί­ναι κα­θό­λου βέ­βαιο ό­τι θα συ­ναι­νέ­σει σε ο­ποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια που θα ο­δη­γεί στην πο­λι­τι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποίη­σή του.

Με­τα­ξύ κοι­νω­νι­κής α­πό­γνω­σης και α­δυ­να­μίας του κι­νή­μα­τος. Αν η γε­νι­κευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο ο­δη­γεί στην άρ­ση των σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης και την α­πί­σχναν­ση της κυ­βέρ­νη­σης, η προ­φα­νής α­δυ­να­μία των κι­νη­μά­των δί­νει στους μνη­μο­νια­κούς με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ε­λιγ­μών. Λαμ­βά­νο­ντας υ­πό­ψη την έ­κτα­ση της κοι­νω­νι­κής ε­ρή­μω­σης που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο, η κυ­βέρ­νη­ση θα έ­πρε­πε να μας εί­χε α­φή­σει χρό­νους προ πολ­λού. Από τη στιγ­μή ό­μως που οι δρό­μοι εί­ναι ά­δειοι και η κοι­νω­νι­κή α­γα­νά­κτη­ση δεν παίρ­νει τη μορ­φή του γε­νι­κού ξε­ση­κω­μού,  οι μνη­μο­νια­κοί μπο­ρούν α­κό­μα να δια­χει­ρί­ζο­νται την ε­ξαι­ρε­τι­κά δυ­σχε­ρή θέ­ση τους, και να κά­νουν σχέ­δια για με­τά τις ευ­ρωε­κλο­γές. Ακό­μα και αν πέ­σουν τον Μάη, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τρο­μα­κτι­κό το πό­σο ζη­μιά μπο­ρούν να προ­κα­λέ­σουν στην κοι­νω­νία αυ­τούς τους πέ­ντε μή­νες.

Το να α­νοί­ξει η δίο­δος ώ­στε η λά­βα της κοι­νω­νι­κής α­γα­νά­κτη­σης να ε­κρα­γεί στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο εί­ναι α­πο­λύ­τως α­να­γκαίο για να  στε­νέ­ψουν α­σφυ­κτι­κά τα πε­ρι­θώ­ρια των μνη­μο­νια­κών. Όσο η πο­λι­τι­κή διε­ξά­γε­ται μό­νο στο πε­δίο των θε­σμών και της ε­πι­κοι­νω­νίας, οι δυ­νά­μεις του Μνη­μο­νίου θα δια­τη­ρούν με­γά­λο μέ­ρος της δυ­να­τό­τη­τάς τους να ε­λίσ­σο­νται πο­λι­τι­κά.

 Γιάννης Αλμπάνης

Η πο­λι­τι­κή πα­λά­ντζα γέρ­νει υ­πέρ του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν έ­χει κα­τα­γρα­φεί έ­να ο­ρια­κό ση­μείο, με­τά το ο­ποίο ο συ­σχε­τι­σμός των πο­λι­τι­κών δυ­νά­μεων αλ­λά­ζει κα­τά τρό­πο α­νε­πί­στρε­πτο. Φαί­νε­ται  ό­τι η ψή­φι­ση των νο­μο­θε­τη­μά­των για το φό­ρο α­κι­νή­των και τους πλει­στη­ρια­σμούς ση­μα­το­δο­τεί έ­να τέ­τοιο ο­ρια­κό ση­μείο, με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να περ­νά­ει μπρο­στά α­πό τη Νέα Δη­μο­κρα­τία.

Τη δια­φο­ρά δεν την κά­νουν τό­σο οι δη­μο­σκο­πή­σεις οι ο­ποίες στο σύ­νο­λό τους α­πο­τυ­πώ­νουν προ­βά­δι­σμα της α­ξιω­μα­τι­κής α­ντι­πο­λί­τευ­σης. Από τη στιγ­μή που πα­ρα­πά­νω α­πό το 40% των ε­ρω­τώ­με­νων δεν δί­νει α­πα­ντή­σεις, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι οι δη­μο­σκο­πή­σεις, (α­κό­μα και οι πιο άρ­τιες ε­πι­στη­μο­νι­κά) μπο­ρούν να δώ­σουν μό­νο α­δρές εν­δεί­ξεις των κοι­νω­νι­κών τά­σεων, και ό­χι να α­πο­τε­λέ­σουν λε­πτο­με­ρή α­πο­τύ­πω­σή τους.

Τη με­γά­λη δια­φο­ρά την κά­νουν, α­πό τη μια με­ριά, αυ­τό που θα λέ­γα­με η γε­νι­κή αί­σθη­ση της συ­γκυ­ρίας, και α­πό την άλ­λη, οι πραγ­μα­τι­κές πιέ­σεις που α­σκού­νται στους βου­λευ­τές της συ­μπο­λί­τευ­σης α­πό τους ψη­φο­φό­ρους τους. Η γε­νι­κή αί­σθη­ση εί­ναι, λοι­πόν, ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα εί­ναι ο νι­κη­τής στις ευ­ρωε­κλο­γές. Στη δε Βου­λή δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ού­τε έ­νας βου­λευ­τής της συ­μπο­λί­τευ­σης να υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται έν­θερ­μα την α­κο­λου­θού­με­νη πο­λι­τι­κή. Η κρι­τι­κή στον Γ. Στουρ­νά­ρα α­πό τους βου­λευ­τές της ΝΔ και του ΠΑ­ΣΟΚ τεί­νει πλέ­ον να γί­νει ο κα­νό­νας, ό­χι η ε­ξαί­ρε­ση.

Η συρ­ρί­κνω­ση της ε­πιρ­ροής της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν ο­φεί­λε­ται μό­νο στη συσ­σώ­ρευ­ση των μνη­μο­νια­κών δει­νών για ό­σους έ­χουν ή­δη πέ­σει θύ­μα­τα της πο­λι­τι­κής της «ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης». Εξί­σου ση­μα­ντι­κό εί­ναι το ό­τι με τη φο­ρο­λό­γη­ση των α­κι­νή­των και το ά­νοιγ­μα του πα­ρα­θύ­ρου για τους πλει­στη­ρια­σμούς, η κυ­βέρ­νη­ση έρ­χε­ται σε  ευ­θεία σύ­γκρου­ση με πα­ρα­δο­σια­κά συ­ντη­ρη­τι­κά α­κρο­α­τή­ρια, τα ο­ποία μέ­χρι τώ­ρα τη στή­ρι­ζαν σχε­τι­κά. Όλα δεί­χνουν  ό­τι βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε νέα δια­δι­κα­σία άρ­σης σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των με­σαίων στρω­μά­των, α­νά­λο­γη με αυ­τή πριν ε­νά­μι­σι χρό­νο με τα α­σθε­νέ­στε­ρα οι­κο­νο­μι­κά. Όπως και να ‘χει, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­χει αέ­ρα νί­κης, πράγ­μα που ό­λοι κα­τα­λα­βαί­νουν.

Τα τρία στοιχήματα

Ο Σα­μα­ράς ε­πεν­δύει σε πα­ρο­χές, δια­τά­ρα­ξη της συ­νο­χής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νί­σχυ­ση άλ­λων α­ρι­στε­ρών ψη­φο­δελ­τίων. Το ό­τι έ­χει αρ­χί­σει η α­ντί­στρο­φη μέ­τρη­ση για την κυ­βέρ­νη­ση,  επ’ ου­δε­νί ση­μαί­νει ό­τι ο Σα­μα­ράς και οι άν­θρω­ποί του θα πε­ρι­μέ­νουν πα­θη­τι­κά το μοι­ραίο. Φαί­νε­ται ό­τι το Μα­ξί­μου ρί­χνει τα λε­φτά του (που δεν εί­ναι και πολ­λά, ε­δώ που τα λέ­με) σε τρία στοι­χή­μα­τα. Το πρώ­το, εί­ναι ό­τι γύ­ρω στον Απρί­λιο οι τροϊκα­νοί θα α­πο­δε­χτούν την ύ­παρ­ξη πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος. Αυ­τό, υ­πο­τί­θε­ται, ό­τι θα ε­πι­τρέ­ψει στην κυ­βέρ­νη­ση να μοι­ρά­σει πε­ρί­που 700 ε­κα­τομ­μύ­ρια σε έν­στο­λους και συ­ντα­ξιού­χους. Πα­ράλ­λη­λα, η κυ­βέρ­νη­ση ευελ­πι­στεί ό­τι οι τροϊκα­νοί θα δώ­σουν κά­ποιο σή­μα για τη ρύθ­μι­ση του χρέ­ους, που θα μπο­ρέ­σει να το χρη­σι­μο­ποιή­σει στην προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρίο­δο. Εννο­εί­ται ό­τι δεν μι­λά­με για πραγ­μα­τι­κό κού­ρε­μα, αλ­λά για  ευ­κο­λίες πλη­ρω­μής -για πα­ρά­δειγ­μα, διε­τές πά­γω­μα πλη­ρω­μής το­κο­χρε­ο­λυ­σίων.

Η δεύ­τε­ρη κί­νη­ση του Μα­ξί­μου εί­ναι να ε­νι­σχύ­σει αυ­τές που το ί­διο θεω­ρεί φυ­γό­κε­ντρες δυ­νά­μεις μέ­σα στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ο τρό­πος που έ­χει ε­πι­λε­χτεί για να διαρ­ρη­χθεί η συ­νο­χή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εί­ναι να πα­ρου­σιά­ζε­ται η η­γε­σία του κόμ­μα­τος α­να­ξιό­πι­στη, υ­πο­κρι­τι­κή κι εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο μνη­μο­νια­κό πλαί­σιο. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δη­μο­σίευ­μα του «Βή­μα­τος» πε­ρί δή­θεν συν­διαλ­λα­γής Τσί­πρα-Ρεν -στο ί­διο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό άρ­θρο πε­ρι­γρά­φο­νταν και διά­λο­γοι στε­λε­χών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με ευ­ρω­παίους α­ξιω­μα­τού­χους σε «συ­να­ντή­σεις» που ό­μως δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­καν πο­τέ.  Το Μα­ξί­μου πι­στεύει ό­τι αν πα­γιω­θεί η ει­κό­να μιας δε­ξιάς με­τα­τό­πι­σης της η­γε­σίας τού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα ο­δη­γη­θεί σε α­πο­χώ­ρη­ση α­πό το κόμ­μα!

Η τρί­τη  κυ­βερ­νη­τι­κή κί­νη­ση εί­ναι η ε­νί­σχυ­ση των α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών που λει­τουρ­γούν α­ντα­γω­νι­στι­κά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και θα μπο­ρού­σαν να του κό­ψουν ψή­φους. Γι’ αυ­τό οι Ηρα­κλείς του Μνη­μο­νίου, ό­πως ο Γεωρ­γιά­δης, ε­ξά­ρουν τη συ­νέ­πεια και το ή­θος του ΚΚΕ, γι’ αυ­τό και η υ­περ­προ­βο­λή του Αλα­βά­νου α­πό τα δια­πλε­κό­με­να ΜΜΕ.

Όμως το Αρι­στε­ρό Ρεύ­μα έ­χει ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στη δη­μιουρ­γία και την ε­νό­τη­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νώ ο δη­μο­ψη­φι­σμα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας των ευ­ρωε­κλο­γών πε­ριο­ρί­ζει εκ των πραγ­μά­των την δυ­να­μι­κή α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών, ε­κτός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Το πο­λι­τι­κό μέλ­λον του Σα­μα­ρά ε­να­πό­κει­ται λποι­πόν στην κα­λή διά­θε­ση των τροϊκα­νών. Οι κυ­βερ­νώ­ντες δεν εί­ναι βέ­βαια α­φε­λείς. Γνω­ρί­ζουν ό­τι με το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα και μια υ­πό­σχε­ση για το χρέ­ος δεν κερ­δί­ζο­νται ε­κλο­γές που πραγ­μα­το­ποιού­νται σε μια κα­τα­στραμ­μέ­νη χώ­ρα. Γι’ αυ­τό και το σα­μα­ρι­κό antinews έ­χει ή­δη αρ­χί­σει το «μα­σάζ» στον κό­σμο της ΝΔ με άρ­θρα που υ­πο­βαθ­μί­ζουν την πο­λι­τι­κή ση­μα­σία του α­πο­τε­λέ­σμα­τος των ευ­ρωε­κλο­γών.  Πι­στεύουν ό­τι αν η δια­φο­ρά α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κρα­τη­θεί σε «λο­γι­κό» ε­πί­πε­δο (π.χ. κά­τω του 3%), θα θεω­ρη­θεί α­να­στρέ­ψι­μη κι ε­πο­μέ­νως δεν θα υ­πάρ­χει χώ­ρος αμ­φι­σβή­τη­σης του πρω­θυ­πουρ­γού.

Μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς Σα­μα­ρά. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό το τι ε­πι­διώ­κει ο πρω­θυ­πουρ­γός και το πε­ρι­βάλ­λον του, τμή­μα­τα του μνη­μο­νια­κού πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού α­περ­γά­ζο­νται άλ­λα σχέ­δια. Μια με­γά­λη ήτ­τα της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν συ­νε­πά­γε­ται αυ­το­μά­τως προ­σφυ­γή σε βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές. Εί­ναι πια προ­φα­νές ό­τι σε πε­ρί­πτω­ση συ­ντρι­πτι­κής ήτ­τας Σα­μα­ρά στις ευ­ρωε­κλο­γές, θα ε­πι­διω­χτεί σχη­μα­τι­σμός κυ­βέρ­νη­σης α­πό την υ­φι­στά­με­νη Βου­λή. Μια μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς τον Σα­μα­ρά στην πρω­θυ­πουρ­γία, κα­τά το πρό­τυ­πο της κυ­βέρ­νη­σης Πα­πα­δή­μου, θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει τμή­μα­τα της ΔΗ­ΜΑ­Ρ, την Α­ΝΕ­Λ, κα­θώς και των α­νε­ξαρ­τη­το­ποιη­μέ­νων βου­λευ­τών. Εί­ναι εν­δει­κτι­κές άλ­λω­στε οι δη­λώ­σεις της Ντό­ρας Μπα­κο­γιάν­νη.

«Πολιτική ανωμαλία»

Το σε­νά­ριο της νέ­ας κυ­βέρ­νη­σης χω­ρίς Σα­μα­ρά μπο­ρεί να δια­σφα­λί­ζει την α­πρό­σκο­πτη ε­μπέ­δω­ση του Μνη­μο­νίου, ε­ντού­τοις α­ντι­με­τω­πί­ζει δύο πο­λύ σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα. Το πρώ­το εί­ναι ό­τι αν οι μνη­μο­νια­κοί έ­χουν συ­ντρι­βεί στις ευ­ρωε­κλο­γές, ο­ποια­δή­πο­τε μνη­μο­νια­κή κυ­βερ­νη­τι­κή λύ­ση θα στε­ρεί­ται κοι­νω­νι­κής νο­μι­μο­ποίη­σης με α­πο­τέ­λε­σμα να δι­καιού­ται ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να μι­λά­ει για δια­στρέ­βλω­ση της λαϊκής βού­λη­σης και κα­μα­ρί­λα. Το δεύ­τε­ρο πρό­βλη­μα εί­ναι η α­ντί­δρα­ση του ί­διου του Σα­μα­ρά. Ήδη ο πρω­θυ­πουρ­γός στη συ­νέ­ντευ­ξή του στην «Κα­θη­με­ρι­νή» χα­ρα­κτη­ρί­ζει σχέ­διο πο­λι­τι­κής α­νω­μα­λίας ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη κυ­βέρ­νη­ση α­πό τη ση­με­ρι­νή Βου­λή, χω­ρίς τον ί­διο στον πρω­θυ­πουρ­γι­κό θώ­κο. Επο­μέ­νως, δεν εί­ναι κα­θό­λου βέ­βαιο ό­τι θα συ­ναι­νέ­σει σε ο­ποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια που θα ο­δη­γεί στην πο­λι­τι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποίη­σή του.

Με­τα­ξύ κοι­νω­νι­κής α­πό­γνω­σης και α­δυ­να­μίας του κι­νή­μα­τος. Αν η γε­νι­κευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο ο­δη­γεί στην άρ­ση των σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης και την α­πί­σχναν­ση της κυ­βέρ­νη­σης, η προ­φα­νής α­δυ­να­μία των κι­νη­μά­των δί­νει στους μνη­μο­νια­κούς με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ε­λιγ­μών. Λαμ­βά­νο­ντας υ­πό­ψη την έ­κτα­ση της κοι­νω­νι­κής ε­ρή­μω­σης που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο, η κυ­βέρ­νη­ση θα έ­πρε­πε να μας εί­χε α­φή­σει χρό­νους προ πολ­λού. Από τη στιγ­μή ό­μως που οι δρό­μοι εί­ναι ά­δειοι και η κοι­νω­νι­κή α­γα­νά­κτη­ση δεν παίρ­νει τη μορ­φή του γε­νι­κού ξε­ση­κω­μού,  οι μνη­μο­νια­κοί μπο­ρούν α­κό­μα να δια­χει­ρί­ζο­νται την ε­ξαι­ρε­τι­κά δυ­σχε­ρή θέ­ση τους, και να κά­νουν σχέ­δια για με­τά τις ευ­ρωε­κλο­γές. Ακό­μα και αν πέ­σουν τον Μάη, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τρο­μα­κτι­κό το πό­σο ζη­μιά μπο­ρούν να προ­κα­λέ­σουν στην κοι­νω­νία αυ­τούς τους πέ­ντε μή­νες.

Το να α­νοί­ξει η δίο­δος ώ­στε η λά­βα της κοι­νω­νι­κής α­γα­νά­κτη­σης να ε­κρα­γεί στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο εί­ναι α­πο­λύ­τως α­να­γκαίο για να  στε­νέ­ψουν α­σφυ­κτι­κά τα πε­ρι­θώ­ρια των μνη­μο­νια­κών. Όσο η πο­λι­τι­κή διε­ξά­γε­ται μό­νο στο πε­δίο των θε­σμών και της ε­πι­κοι­νω­νίας, οι δυ­νά­μεις του Μνη­μο­νίου θα δια­τη­ρούν με­γά­λο μέ­ρος της δυ­να­τό­τη­τάς τους να ε­λίσ­σο­νται πο­λι­τι­κά.

– See more at: http://left.gr/news/o-syriza-pernaei-mprosta-oi-mnimoniakoi-organonoyn-tin-amyna-toys#sthash.RJka0TP1.dpuf

Η πο­λι­τι­κή πα­λά­ντζα γέρ­νει υ­πέρ του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν έ­χει κα­τα­γρα­φεί έ­να ο­ρια­κό ση­μείο, με­τά το ο­ποίο ο συ­σχε­τι­σμός των πο­λι­τι­κών δυ­νά­μεων αλ­λά­ζει κα­τά τρό­πο α­νε­πί­στρε­πτο. Φαί­νε­ται  ό­τι η ψή­φι­ση των νο­μο­θε­τη­μά­των για το φό­ρο α­κι­νή­των και τους πλει­στη­ρια­σμούς ση­μα­το­δο­τεί έ­να τέ­τοιο ο­ρια­κό ση­μείο, με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να περ­νά­ει μπρο­στά α­πό τη Νέα Δη­μο­κρα­τία.

Τη δια­φο­ρά δεν την κά­νουν τό­σο οι δη­μο­σκο­πή­σεις οι ο­ποίες στο σύ­νο­λό τους α­πο­τυ­πώ­νουν προ­βά­δι­σμα της α­ξιω­μα­τι­κής α­ντι­πο­λί­τευ­σης. Από τη στιγ­μή που πα­ρα­πά­νω α­πό το 40% των ε­ρω­τώ­με­νων δεν δί­νει α­πα­ντή­σεις, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι οι δη­μο­σκο­πή­σεις, (α­κό­μα και οι πιο άρ­τιες ε­πι­στη­μο­νι­κά) μπο­ρούν να δώ­σουν μό­νο α­δρές εν­δεί­ξεις των κοι­νω­νι­κών τά­σεων, και ό­χι να α­πο­τε­λέ­σουν λε­πτο­με­ρή α­πο­τύ­πω­σή τους.

Τη με­γά­λη δια­φο­ρά την κά­νουν, α­πό τη μια με­ριά, αυ­τό που θα λέ­γα­με η γε­νι­κή αί­σθη­ση της συ­γκυ­ρίας, και α­πό την άλ­λη, οι πραγ­μα­τι­κές πιέ­σεις που α­σκού­νται στους βου­λευ­τές της συ­μπο­λί­τευ­σης α­πό τους ψη­φο­φό­ρους τους. Η γε­νι­κή αί­σθη­ση εί­ναι, λοι­πόν, ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα εί­ναι ο νι­κη­τής στις ευ­ρωε­κλο­γές. Στη δε Βου­λή δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ού­τε έ­νας βου­λευ­τής της συ­μπο­λί­τευ­σης να υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται έν­θερ­μα την α­κο­λου­θού­με­νη πο­λι­τι­κή. Η κρι­τι­κή στον Γ. Στουρ­νά­ρα α­πό τους βου­λευ­τές της ΝΔ και του ΠΑ­ΣΟΚ τεί­νει πλέ­ον να γί­νει ο κα­νό­νας, ό­χι η ε­ξαί­ρε­ση.

Η συρ­ρί­κνω­ση της ε­πιρ­ροής της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν ο­φεί­λε­ται μό­νο στη συσ­σώ­ρευ­ση των μνη­μο­νια­κών δει­νών για ό­σους έ­χουν ή­δη πέ­σει θύ­μα­τα της πο­λι­τι­κής της «ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης». Εξί­σου ση­μα­ντι­κό εί­ναι το ό­τι με τη φο­ρο­λό­γη­ση των α­κι­νή­των και το ά­νοιγ­μα του πα­ρα­θύ­ρου για τους πλει­στη­ρια­σμούς, η κυ­βέρ­νη­ση έρ­χε­ται σε  ευ­θεία σύ­γκρου­ση με πα­ρα­δο­σια­κά συ­ντη­ρη­τι­κά α­κρο­α­τή­ρια, τα ο­ποία μέ­χρι τώ­ρα τη στή­ρι­ζαν σχε­τι­κά. Όλα δεί­χνουν  ό­τι βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε νέα δια­δι­κα­σία άρ­σης σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των με­σαίων στρω­μά­των, α­νά­λο­γη με αυ­τή πριν ε­νά­μι­σι χρό­νο με τα α­σθε­νέ­στε­ρα οι­κο­νο­μι­κά. Όπως και να ‘χει, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­χει αέ­ρα νί­κης, πράγ­μα που ό­λοι κα­τα­λα­βαί­νουν.

Τα τρία στοιχήματα

Ο Σα­μα­ράς ε­πεν­δύει σε πα­ρο­χές, δια­τά­ρα­ξη της συ­νο­χής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νί­σχυ­ση άλ­λων α­ρι­στε­ρών ψη­φο­δελ­τίων. Το ό­τι έ­χει αρ­χί­σει η α­ντί­στρο­φη μέ­τρη­ση για την κυ­βέρ­νη­ση,  επ’ ου­δε­νί ση­μαί­νει ό­τι ο Σα­μα­ράς και οι άν­θρω­ποί του θα πε­ρι­μέ­νουν πα­θη­τι­κά το μοι­ραίο. Φαί­νε­ται ό­τι το Μα­ξί­μου ρί­χνει τα λε­φτά του (που δεν εί­ναι και πολ­λά, ε­δώ που τα λέ­με) σε τρία στοι­χή­μα­τα. Το πρώ­το, εί­ναι ό­τι γύ­ρω στον Απρί­λιο οι τροϊκα­νοί θα α­πο­δε­χτούν την ύ­παρ­ξη πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος. Αυ­τό, υ­πο­τί­θε­ται, ό­τι θα ε­πι­τρέ­ψει στην κυ­βέρ­νη­ση να μοι­ρά­σει πε­ρί­που 700 ε­κα­τομ­μύ­ρια σε έν­στο­λους και συ­ντα­ξιού­χους. Πα­ράλ­λη­λα, η κυ­βέρ­νη­ση ευελ­πι­στεί ό­τι οι τροϊκα­νοί θα δώ­σουν κά­ποιο σή­μα για τη ρύθ­μι­ση του χρέ­ους, που θα μπο­ρέ­σει να το χρη­σι­μο­ποιή­σει στην προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρίο­δο. Εννο­εί­ται ό­τι δεν μι­λά­με για πραγ­μα­τι­κό κού­ρε­μα, αλ­λά για  ευ­κο­λίες πλη­ρω­μής -για πα­ρά­δειγ­μα, διε­τές πά­γω­μα πλη­ρω­μής το­κο­χρε­ο­λυ­σίων.

Η δεύ­τε­ρη κί­νη­ση του Μα­ξί­μου εί­ναι να ε­νι­σχύ­σει αυ­τές που το ί­διο θεω­ρεί φυ­γό­κε­ντρες δυ­νά­μεις μέ­σα στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ο τρό­πος που έ­χει ε­πι­λε­χτεί για να διαρ­ρη­χθεί η συ­νο­χή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εί­ναι να πα­ρου­σιά­ζε­ται η η­γε­σία του κόμ­μα­τος α­να­ξιό­πι­στη, υ­πο­κρι­τι­κή κι εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο μνη­μο­νια­κό πλαί­σιο. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δη­μο­σίευ­μα του «Βή­μα­τος» πε­ρί δή­θεν συν­διαλ­λα­γής Τσί­πρα-Ρεν -στο ί­διο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό άρ­θρο πε­ρι­γρά­φο­νταν και διά­λο­γοι στε­λε­χών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με ευ­ρω­παίους α­ξιω­μα­τού­χους σε «συ­να­ντή­σεις» που ό­μως δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­καν πο­τέ.  Το Μα­ξί­μου πι­στεύει ό­τι αν πα­γιω­θεί η ει­κό­να μιας δε­ξιάς με­τα­τό­πι­σης της η­γε­σίας τού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα ο­δη­γη­θεί σε α­πο­χώ­ρη­ση α­πό το κόμ­μα!

Η τρί­τη  κυ­βερ­νη­τι­κή κί­νη­ση εί­ναι η ε­νί­σχυ­ση των α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών που λει­τουρ­γούν α­ντα­γω­νι­στι­κά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και θα μπο­ρού­σαν να του κό­ψουν ψή­φους. Γι’ αυ­τό οι Ηρα­κλείς του Μνη­μο­νίου, ό­πως ο Γεωρ­γιά­δης, ε­ξά­ρουν τη συ­νέ­πεια και το ή­θος του ΚΚΕ, γι’ αυ­τό και η υ­περ­προ­βο­λή του Αλα­βά­νου α­πό τα δια­πλε­κό­με­να ΜΜΕ.

Όμως το Αρι­στε­ρό Ρεύ­μα έ­χει ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στη δη­μιουρ­γία και την ε­νό­τη­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νώ ο δη­μο­ψη­φι­σμα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας των ευ­ρωε­κλο­γών πε­ριο­ρί­ζει εκ των πραγ­μά­των την δυ­να­μι­κή α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών, ε­κτός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Το πο­λι­τι­κό μέλ­λον του Σα­μα­ρά ε­να­πό­κει­ται λποι­πόν στην κα­λή διά­θε­ση των τροϊκα­νών. Οι κυ­βερ­νώ­ντες δεν εί­ναι βέ­βαια α­φε­λείς. Γνω­ρί­ζουν ό­τι με το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα και μια υ­πό­σχε­ση για το χρέ­ος δεν κερ­δί­ζο­νται ε­κλο­γές που πραγ­μα­το­ποιού­νται σε μια κα­τα­στραμ­μέ­νη χώ­ρα. Γι’ αυ­τό και το σα­μα­ρι­κό antinews έ­χει ή­δη αρ­χί­σει το «μα­σάζ» στον κό­σμο της ΝΔ με άρ­θρα που υ­πο­βαθ­μί­ζουν την πο­λι­τι­κή ση­μα­σία του α­πο­τε­λέ­σμα­τος των ευ­ρωε­κλο­γών.  Πι­στεύουν ό­τι αν η δια­φο­ρά α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κρα­τη­θεί σε «λο­γι­κό» ε­πί­πε­δο (π.χ. κά­τω του 3%), θα θεω­ρη­θεί α­να­στρέ­ψι­μη κι ε­πο­μέ­νως δεν θα υ­πάρ­χει χώ­ρος αμ­φι­σβή­τη­σης του πρω­θυ­πουρ­γού.

Μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς Σα­μα­ρά. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό το τι ε­πι­διώ­κει ο πρω­θυ­πουρ­γός και το πε­ρι­βάλ­λον του, τμή­μα­τα του μνη­μο­νια­κού πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού α­περ­γά­ζο­νται άλ­λα σχέ­δια. Μια με­γά­λη ήτ­τα της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν συ­νε­πά­γε­ται αυ­το­μά­τως προ­σφυ­γή σε βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές. Εί­ναι πια προ­φα­νές ό­τι σε πε­ρί­πτω­ση συ­ντρι­πτι­κής ήτ­τας Σα­μα­ρά στις ευ­ρωε­κλο­γές, θα ε­πι­διω­χτεί σχη­μα­τι­σμός κυ­βέρ­νη­σης α­πό την υ­φι­στά­με­νη Βου­λή. Μια μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς τον Σα­μα­ρά στην πρω­θυ­πουρ­γία, κα­τά το πρό­τυ­πο της κυ­βέρ­νη­σης Πα­πα­δή­μου, θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει τμή­μα­τα της ΔΗ­ΜΑ­Ρ, την Α­ΝΕ­Λ, κα­θώς και των α­νε­ξαρ­τη­το­ποιη­μέ­νων βου­λευ­τών. Εί­ναι εν­δει­κτι­κές άλ­λω­στε οι δη­λώ­σεις της Ντό­ρας Μπα­κο­γιάν­νη.

«Πολιτική ανωμαλία»

Το σε­νά­ριο της νέ­ας κυ­βέρ­νη­σης χω­ρίς Σα­μα­ρά μπο­ρεί να δια­σφα­λί­ζει την α­πρό­σκο­πτη ε­μπέ­δω­ση του Μνη­μο­νίου, ε­ντού­τοις α­ντι­με­τω­πί­ζει δύο πο­λύ σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα. Το πρώ­το εί­ναι ό­τι αν οι μνη­μο­νια­κοί έ­χουν συ­ντρι­βεί στις ευ­ρωε­κλο­γές, ο­ποια­δή­πο­τε μνη­μο­νια­κή κυ­βερ­νη­τι­κή λύ­ση θα στε­ρεί­ται κοι­νω­νι­κής νο­μι­μο­ποίη­σης με α­πο­τέ­λε­σμα να δι­καιού­ται ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να μι­λά­ει για δια­στρέ­βλω­ση της λαϊκής βού­λη­σης και κα­μα­ρί­λα. Το δεύ­τε­ρο πρό­βλη­μα εί­ναι η α­ντί­δρα­ση του ί­διου του Σα­μα­ρά. Ήδη ο πρω­θυ­πουρ­γός στη συ­νέ­ντευ­ξή του στην «Κα­θη­με­ρι­νή» χα­ρα­κτη­ρί­ζει σχέ­διο πο­λι­τι­κής α­νω­μα­λίας ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη κυ­βέρ­νη­ση α­πό τη ση­με­ρι­νή Βου­λή, χω­ρίς τον ί­διο στον πρω­θυ­πουρ­γι­κό θώ­κο. Επο­μέ­νως, δεν εί­ναι κα­θό­λου βέ­βαιο ό­τι θα συ­ναι­νέ­σει σε ο­ποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια που θα ο­δη­γεί στην πο­λι­τι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποίη­σή του.

Με­τα­ξύ κοι­νω­νι­κής α­πό­γνω­σης και α­δυ­να­μίας του κι­νή­μα­τος. Αν η γε­νι­κευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο ο­δη­γεί στην άρ­ση των σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης και την α­πί­σχναν­ση της κυ­βέρ­νη­σης, η προ­φα­νής α­δυ­να­μία των κι­νη­μά­των δί­νει στους μνη­μο­νια­κούς με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ε­λιγ­μών. Λαμ­βά­νο­ντας υ­πό­ψη την έ­κτα­ση της κοι­νω­νι­κής ε­ρή­μω­σης που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο, η κυ­βέρ­νη­ση θα έ­πρε­πε να μας εί­χε α­φή­σει χρό­νους προ πολ­λού. Από τη στιγ­μή ό­μως που οι δρό­μοι εί­ναι ά­δειοι και η κοι­νω­νι­κή α­γα­νά­κτη­ση δεν παίρ­νει τη μορ­φή του γε­νι­κού ξε­ση­κω­μού,  οι μνη­μο­νια­κοί μπο­ρούν α­κό­μα να δια­χει­ρί­ζο­νται την ε­ξαι­ρε­τι­κά δυ­σχε­ρή θέ­ση τους, και να κά­νουν σχέ­δια για με­τά τις ευ­ρωε­κλο­γές. Ακό­μα και αν πέ­σουν τον Μάη, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τρο­μα­κτι­κό το πό­σο ζη­μιά μπο­ρούν να προ­κα­λέ­σουν στην κοι­νω­νία αυ­τούς τους πέ­ντε μή­νες.

Το να α­νοί­ξει η δίο­δος ώ­στε η λά­βα της κοι­νω­νι­κής α­γα­νά­κτη­σης να ε­κρα­γεί στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο εί­ναι α­πο­λύ­τως α­να­γκαίο για να  στε­νέ­ψουν α­σφυ­κτι­κά τα πε­ρι­θώ­ρια των μνη­μο­νια­κών. Όσο η πο­λι­τι­κή διε­ξά­γε­ται μό­νο στο πε­δίο των θε­σμών και της ε­πι­κοι­νω­νίας, οι δυ­νά­μεις του Μνη­μο­νίου θα δια­τη­ρούν με­γά­λο μέ­ρος της δυ­να­τό­τη­τάς τους να ε­λίσ­σο­νται πο­λι­τι­κά.

– See more at: http://left.gr/news/o-syriza-pernaei-mprosta-oi-mnimoniakoi-organonoyn-tin-amyna-toys#sthash.RJka0TP1.dpuf

Η πο­λι­τι­κή πα­λά­ντζα γέρ­νει υ­πέρ του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν έ­χει κα­τα­γρα­φεί έ­να ο­ρια­κό ση­μείο, με­τά το ο­ποίο ο συ­σχε­τι­σμός των πο­λι­τι­κών δυ­νά­μεων αλ­λά­ζει κα­τά τρό­πο α­νε­πί­στρε­πτο. Φαί­νε­ται  ό­τι η ψή­φι­ση των νο­μο­θε­τη­μά­των για το φό­ρο α­κι­νή­των και τους πλει­στη­ρια­σμούς ση­μα­το­δο­τεί έ­να τέ­τοιο ο­ρια­κό ση­μείο, με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να περ­νά­ει μπρο­στά α­πό τη Νέα Δη­μο­κρα­τία.

Τη δια­φο­ρά δεν την κά­νουν τό­σο οι δη­μο­σκο­πή­σεις οι ο­ποίες στο σύ­νο­λό τους α­πο­τυ­πώ­νουν προ­βά­δι­σμα της α­ξιω­μα­τι­κής α­ντι­πο­λί­τευ­σης. Από τη στιγ­μή που πα­ρα­πά­νω α­πό το 40% των ε­ρω­τώ­με­νων δεν δί­νει α­πα­ντή­σεις, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι οι δη­μο­σκο­πή­σεις, (α­κό­μα και οι πιο άρ­τιες ε­πι­στη­μο­νι­κά) μπο­ρούν να δώ­σουν μό­νο α­δρές εν­δεί­ξεις των κοι­νω­νι­κών τά­σεων, και ό­χι να α­πο­τε­λέ­σουν λε­πτο­με­ρή α­πο­τύ­πω­σή τους.

Τη με­γά­λη δια­φο­ρά την κά­νουν, α­πό τη μια με­ριά, αυ­τό που θα λέ­γα­με η γε­νι­κή αί­σθη­ση της συ­γκυ­ρίας, και α­πό την άλ­λη, οι πραγ­μα­τι­κές πιέ­σεις που α­σκού­νται στους βου­λευ­τές της συ­μπο­λί­τευ­σης α­πό τους ψη­φο­φό­ρους τους. Η γε­νι­κή αί­σθη­ση εί­ναι, λοι­πόν, ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα εί­ναι ο νι­κη­τής στις ευ­ρωε­κλο­γές. Στη δε Βου­λή δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ού­τε έ­νας βου­λευ­τής της συ­μπο­λί­τευ­σης να υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται έν­θερ­μα την α­κο­λου­θού­με­νη πο­λι­τι­κή. Η κρι­τι­κή στον Γ. Στουρ­νά­ρα α­πό τους βου­λευ­τές της ΝΔ και του ΠΑ­ΣΟΚ τεί­νει πλέ­ον να γί­νει ο κα­νό­νας, ό­χι η ε­ξαί­ρε­ση.

Η συρ­ρί­κνω­ση της ε­πιρ­ροής της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν ο­φεί­λε­ται μό­νο στη συσ­σώ­ρευ­ση των μνη­μο­νια­κών δει­νών για ό­σους έ­χουν ή­δη πέ­σει θύ­μα­τα της πο­λι­τι­κής της «ε­σω­τε­ρι­κής υ­πο­τί­μη­σης». Εξί­σου ση­μα­ντι­κό εί­ναι το ό­τι με τη φο­ρο­λό­γη­ση των α­κι­νή­των και το ά­νοιγ­μα του πα­ρα­θύ­ρου για τους πλει­στη­ρια­σμούς, η κυ­βέρ­νη­ση έρ­χε­ται σε  ευ­θεία σύ­γκρου­ση με πα­ρα­δο­σια­κά συ­ντη­ρη­τι­κά α­κρο­α­τή­ρια, τα ο­ποία μέ­χρι τώ­ρα τη στή­ρι­ζαν σχε­τι­κά. Όλα δεί­χνουν  ό­τι βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε νέα δια­δι­κα­σία άρ­σης σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των με­σαίων στρω­μά­των, α­νά­λο­γη με αυ­τή πριν ε­νά­μι­σι χρό­νο με τα α­σθε­νέ­στε­ρα οι­κο­νο­μι­κά. Όπως και να ‘χει, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­χει αέ­ρα νί­κης, πράγ­μα που ό­λοι κα­τα­λα­βαί­νουν.

Τα τρία στοιχήματα

Ο Σα­μα­ράς ε­πεν­δύει σε πα­ρο­χές, δια­τά­ρα­ξη της συ­νο­χής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νί­σχυ­ση άλ­λων α­ρι­στε­ρών ψη­φο­δελ­τίων. Το ό­τι έ­χει αρ­χί­σει η α­ντί­στρο­φη μέ­τρη­ση για την κυ­βέρ­νη­ση,  επ’ ου­δε­νί ση­μαί­νει ό­τι ο Σα­μα­ράς και οι άν­θρω­ποί του θα πε­ρι­μέ­νουν πα­θη­τι­κά το μοι­ραίο. Φαί­νε­ται ό­τι το Μα­ξί­μου ρί­χνει τα λε­φτά του (που δεν εί­ναι και πολ­λά, ε­δώ που τα λέ­με) σε τρία στοι­χή­μα­τα. Το πρώ­το, εί­ναι ό­τι γύ­ρω στον Απρί­λιο οι τροϊκα­νοί θα α­πο­δε­χτούν την ύ­παρ­ξη πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος. Αυ­τό, υ­πο­τί­θε­ται, ό­τι θα ε­πι­τρέ­ψει στην κυ­βέρ­νη­ση να μοι­ρά­σει πε­ρί­που 700 ε­κα­τομ­μύ­ρια σε έν­στο­λους και συ­ντα­ξιού­χους. Πα­ράλ­λη­λα, η κυ­βέρ­νη­ση ευελ­πι­στεί ό­τι οι τροϊκα­νοί θα δώ­σουν κά­ποιο σή­μα για τη ρύθ­μι­ση του χρέ­ους, που θα μπο­ρέ­σει να το χρη­σι­μο­ποιή­σει στην προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρίο­δο. Εννο­εί­ται ό­τι δεν μι­λά­με για πραγ­μα­τι­κό κού­ρε­μα, αλ­λά για  ευ­κο­λίες πλη­ρω­μής -για πα­ρά­δειγ­μα, διε­τές πά­γω­μα πλη­ρω­μής το­κο­χρε­ο­λυ­σίων.

Η δεύ­τε­ρη κί­νη­ση του Μα­ξί­μου εί­ναι να ε­νι­σχύ­σει αυ­τές που το ί­διο θεω­ρεί φυ­γό­κε­ντρες δυ­νά­μεις μέ­σα στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ο τρό­πος που έ­χει ε­πι­λε­χτεί για να διαρ­ρη­χθεί η συ­νο­χή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εί­ναι να πα­ρου­σιά­ζε­ται η η­γε­σία του κόμ­μα­τος α­να­ξιό­πι­στη, υ­πο­κρι­τι­κή κι εν­σω­μα­τω­μέ­νη στο μνη­μο­νια­κό πλαί­σιο. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δη­μο­σίευ­μα του «Βή­μα­τος» πε­ρί δή­θεν συν­διαλ­λα­γής Τσί­πρα-Ρεν -στο ί­διο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό άρ­θρο πε­ρι­γρά­φο­νταν και διά­λο­γοι στε­λε­χών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με ευ­ρω­παίους α­ξιω­μα­τού­χους σε «συ­να­ντή­σεις» που ό­μως δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­καν πο­τέ.  Το Μα­ξί­μου πι­στεύει ό­τι αν πα­γιω­θεί η ει­κό­να μιας δε­ξιάς με­τα­τό­πι­σης της η­γε­σίας τού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα ο­δη­γη­θεί σε α­πο­χώ­ρη­ση α­πό το κόμ­μα!

Η τρί­τη  κυ­βερ­νη­τι­κή κί­νη­ση εί­ναι η ε­νί­σχυ­ση των α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών που λει­τουρ­γούν α­ντα­γω­νι­στι­κά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και θα μπο­ρού­σαν να του κό­ψουν ψή­φους. Γι’ αυ­τό οι Ηρα­κλείς του Μνη­μο­νίου, ό­πως ο Γεωρ­γιά­δης, ε­ξά­ρουν τη συ­νέ­πεια και το ή­θος του ΚΚΕ, γι’ αυ­τό και η υ­περ­προ­βο­λή του Αλα­βά­νου α­πό τα δια­πλε­κό­με­να ΜΜΕ.

Όμως το Αρι­στε­ρό Ρεύ­μα έ­χει ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στη δη­μιουρ­γία και την ε­νό­τη­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ε­νώ ο δη­μο­ψη­φι­σμα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας των ευ­ρωε­κλο­γών πε­ριο­ρί­ζει εκ των πραγ­μά­των την δυ­να­μι­κή α­ρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών, ε­κτός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Το πο­λι­τι­κό μέλ­λον του Σα­μα­ρά ε­να­πό­κει­ται λποι­πόν στην κα­λή διά­θε­ση των τροϊκα­νών. Οι κυ­βερ­νώ­ντες δεν εί­ναι βέ­βαια α­φε­λείς. Γνω­ρί­ζουν ό­τι με το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα και μια υ­πό­σχε­ση για το χρέ­ος δεν κερ­δί­ζο­νται ε­κλο­γές που πραγ­μα­το­ποιού­νται σε μια κα­τα­στραμ­μέ­νη χώ­ρα. Γι’ αυ­τό και το σα­μα­ρι­κό antinews έ­χει ή­δη αρ­χί­σει το «μα­σάζ» στον κό­σμο της ΝΔ με άρ­θρα που υ­πο­βαθ­μί­ζουν την πο­λι­τι­κή ση­μα­σία του α­πο­τε­λέ­σμα­τος των ευ­ρωε­κλο­γών.  Πι­στεύουν ό­τι αν η δια­φο­ρά α­πό τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κρα­τη­θεί σε «λο­γι­κό» ε­πί­πε­δο (π.χ. κά­τω του 3%), θα θεω­ρη­θεί α­να­στρέ­ψι­μη κι ε­πο­μέ­νως δεν θα υ­πάρ­χει χώ­ρος αμ­φι­σβή­τη­σης του πρω­θυ­πουρ­γού.

Μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς Σα­μα­ρά. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό το τι ε­πι­διώ­κει ο πρω­θυ­πουρ­γός και το πε­ρι­βάλ­λον του, τμή­μα­τα του μνη­μο­νια­κού πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού α­περ­γά­ζο­νται άλ­λα σχέ­δια. Μια με­γά­λη ήτ­τα της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά δεν συ­νε­πά­γε­ται αυ­το­μά­τως προ­σφυ­γή σε βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές. Εί­ναι πια προ­φα­νές ό­τι σε πε­ρί­πτω­ση συ­ντρι­πτι­κής ήτ­τας Σα­μα­ρά στις ευ­ρωε­κλο­γές, θα ε­πι­διω­χτεί σχη­μα­τι­σμός κυ­βέρ­νη­σης α­πό την υ­φι­στά­με­νη Βου­λή. Μια μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση χω­ρίς τον Σα­μα­ρά στην πρω­θυ­πουρ­γία, κα­τά το πρό­τυ­πο της κυ­βέρ­νη­σης Πα­πα­δή­μου, θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει τμή­μα­τα της ΔΗ­ΜΑ­Ρ, την Α­ΝΕ­Λ, κα­θώς και των α­νε­ξαρ­τη­το­ποιη­μέ­νων βου­λευ­τών. Εί­ναι εν­δει­κτι­κές άλ­λω­στε οι δη­λώ­σεις της Ντό­ρας Μπα­κο­γιάν­νη.

«Πολιτική ανωμαλία»

Το σε­νά­ριο της νέ­ας κυ­βέρ­νη­σης χω­ρίς Σα­μα­ρά μπο­ρεί να δια­σφα­λί­ζει την α­πρό­σκο­πτη ε­μπέ­δω­ση του Μνη­μο­νίου, ε­ντού­τοις α­ντι­με­τω­πί­ζει δύο πο­λύ σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα. Το πρώ­το εί­ναι ό­τι αν οι μνη­μο­νια­κοί έ­χουν συ­ντρι­βεί στις ευ­ρωε­κλο­γές, ο­ποια­δή­πο­τε μνη­μο­νια­κή κυ­βερ­νη­τι­κή λύ­ση θα στε­ρεί­ται κοι­νω­νι­κής νο­μι­μο­ποίη­σης με α­πο­τέ­λε­σμα να δι­καιού­ται ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να μι­λά­ει για δια­στρέ­βλω­ση της λαϊκής βού­λη­σης και κα­μα­ρί­λα. Το δεύ­τε­ρο πρό­βλη­μα εί­ναι η α­ντί­δρα­ση του ί­διου του Σα­μα­ρά. Ήδη ο πρω­θυ­πουρ­γός στη συ­νέ­ντευ­ξή του στην «Κα­θη­με­ρι­νή» χα­ρα­κτη­ρί­ζει σχέ­διο πο­λι­τι­κής α­νω­μα­λίας ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη κυ­βέρ­νη­ση α­πό τη ση­με­ρι­νή Βου­λή, χω­ρίς τον ί­διο στον πρω­θυ­πουρ­γι­κό θώ­κο. Επο­μέ­νως, δεν εί­ναι κα­θό­λου βέ­βαιο ό­τι θα συ­ναι­νέ­σει σε ο­ποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια που θα ο­δη­γεί στην πο­λι­τι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποίη­σή του.

Με­τα­ξύ κοι­νω­νι­κής α­πό­γνω­σης και α­δυ­να­μίας του κι­νή­μα­τος. Αν η γε­νι­κευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο ο­δη­γεί στην άρ­ση των σχέ­σεων πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης και την α­πί­σχναν­ση της κυ­βέρ­νη­σης, η προ­φα­νής α­δυ­να­μία των κι­νη­μά­των δί­νει στους μνη­μο­νια­κούς με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ε­λιγ­μών. Λαμ­βά­νο­ντας υ­πό­ψη την έ­κτα­ση της κοι­νω­νι­κής ε­ρή­μω­σης που προ­κα­λεί το Μνη­μό­νιο, η κυ­βέρ­νη­ση θα έ­πρε­πε να μας εί­χε α­φή­σει χρό­νους προ πολ­λού. Από τη στιγ­μή ό­μως που οι δρό­μοι εί­ναι ά­δειοι και η κοι­νω­νι­κή α­γα­νά­κτη­ση δεν παίρ­νει τη μορ­φή του γε­νι­κού ξε­ση­κω­μού,  οι μνη­μο­νια­κοί μπο­ρούν α­κό­μα να δια­χει­ρί­ζο­νται την ε­ξαι­ρε­τι­κά δυ­σχε­ρή θέ­ση τους, και να κά­νουν σχέ­δια για με­τά τις ευ­ρωε­κλο­γές. Ακό­μα και αν πέ­σουν τον Μάη, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τρο­μα­κτι­κό το πό­σο ζη­μιά μπο­ρούν να προ­κα­λέ­σουν στην κοι­νω­νία αυ­τούς τους πέ­ντε μή­νες.

Το να α­νοί­ξει η δίο­δος ώ­στε η λά­βα της κοι­νω­νι­κής α­γα­νά­κτη­σης να ε­κρα­γεί στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο εί­ναι α­πο­λύ­τως α­να­γκαίο για να  στε­νέ­ψουν α­σφυ­κτι­κά τα πε­ρι­θώ­ρια των μνη­μο­νια­κών. Όσο η πο­λι­τι­κή διε­ξά­γε­ται μό­νο στο πε­δίο των θε­σμών και της ε­πι­κοι­νω­νίας, οι δυ­νά­μεις του Μνη­μο­νίου θα δια­τη­ρούν με­γά­λο μέ­ρος της δυ­να­τό­τη­τάς τους να ε­λίσ­σο­νται πο­λι­τι­κά.

Γιάν­νης Αλμπά­νης

– See more at: http://left.gr/news/o-syriza-pernaei-mprosta-oi-mnimoniakoi-organonoyn-tin-amyna-toys#sthash.VNH0J2rO.dpuf

Περισσότερα

Το χαμένο εξάμηνο και η κερδισμένη ζωή

dioikhtikoi

Από το Red Notebook

Στο ντοκιμαντέρ «Η Δίκη των Βασανιστών», που προβλήθηκε τις προάλλες από το κανάλι της Βουλής, ο Θεοφιλογιαννάκος επιχειρεί κάποια στιγμή να δικαιολογήσει την αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου. Λέει χαρακτηριστικά ότι όλο το 1973 δεν είχαν ανοίξει οι σχολές λόγω των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Προσθέτει μάλιστα ότι είχε δημιουργηθεί τέτοιο κοινωνικό πρόβλημα, που ο πατέρας μιας φοιτήτριας από την Ξάνθη τού είχε τηλεφωνήσει για να επιληφθεί του θέματος.

Ο δυστυχής πατέρας απείλησε μάλιστα τον φιλότιμο εθνικόφρονα ανακριτή ότι θα έφερνε την κόρη πίσω στο χωριό, αν δεν άρχιζαν τα μαθήματα. Τι να κάνουν λοιπόν κι οι χουντικοί; Κατέβασαν τα τανκς για να μην υπονομευτεί το μέλλον του παιδιού.

Αν και δεν είναι ορθό να εξομοιώνουμε τη σημερινή αυταρχική και φαλκιδευμένη δημοκρατία με τη δικτατορία (εκτός όλων των άλλων, γιατί με αυτόν τον τρόπο μηδενίζουμε τις κατακτήσεις του Πολυτεχνείου), εντούτοις, είναι προφανείς οι ομοιότητες των εξηγήσεων του Θεοφιλογιαννάκου με τον σημερινό κυρίαρχο λόγο περί χαμένου εξαμήνου. Οι οιμωγές του Mega, οι συνεντεύξεις των απελπισμένων φοιτητών που δεν μπορούν να κάνουν μάθημα, η αγωνία του κυρίου Αρβανιτόπουλου για το «μέλλον των παιδιών» μοιάζουν να έρχονται από την εποχή του Θεοφιλογιαννάκου. Ή ίσως από ακόμα πιο παλιά.

Στην πραγματικότητα η προπαγανδιστική πατέντα περί υπεράσπισης του απλού-ανθρώπου-που- θέλει- να-κάνει-τη-δουλειά-του, δεν είναι του Αρβανιτόπουλου, όπως ακριβώς δεν ήταν και του Θεοφιλογιαννάκου. Ανάλογα ήταν και τα «επιχειρήματα» του προ της Γαλλικής Επανάστασης Παλαιού Καθεστώτος απέναντι στους «αργόσχολους» ριζοσπάστες, οι οποίοι απειλούσαν τους θεοσεβούμενους εργατικούς υπηκόους.

Αντιμέτωπος με την κοινωνική ανταρσία (ή έστω την υποψία ότι αυτή επίκειται…), ο εκάστοτε Άρχων ενδύεται τον μανδύα του προστάτη των αδυνάμων που πλήττονται από τη διατάραξη της κανονικότητας. Των ίδιων ακριβώς αδυνάμων που ο Άρχων περιφρονεί και ποδοπατά καθημερινά. Ο στόχος αυτής της στρεψοδικίας είναι να αλλάξει τους όρους με τους οποίους συζητιέται το επίδικο: δεν είναι πια ο αγώνας των αδυνάμων εναντίον των δυνατών, αλλά η σύγκρουση των κατ’ επάγγελμα ταραχοποιών (εν προκειμένω των «συνδικαλιστικών μειοψηφιών) με τους πραγματικούς αδύναμους, τους οποίους έρχεται να υπερασπιστεί ο Άρχων-πατέρας.

Θα μπορούσε κανείς να αντικρούσει την κυβερνητική προπαγάνδα περί χαμένου εξαμήνου, λέγοντας ότι είναι στο χέρι της κυβέρνησης να μη χαθεί, αν ανακαλέσει τις απολύσεις των διοικητικών. Ή ότι, ακόμα και αν ανοίξει εντέλει το πανεπιστήμιο, ο δόλιος πρωτοετής τον οποίο περιφέρει η ΔΑΠ στα κανάλια, θα δυσκολευτεί να γραφτεί στη Σχολή, γιατί δεν θα υπάρχει πλέον υπάλληλος να παραλάβει τη φόρμα του –εκτός βέβαια αν αναλάβουν οι πρυτάνεις τις εγγραφές. Πρόκειται για απολύτως ορθά επιχειρήματα, γιατί η απεργία των διοικητικών δεν είναι μόνο ένας απολύτως δίκαιος αγώνας για να σώσουν το μεροκάματό τους, αλλά και μια πράξη υπεράσπισης της στοιχειώδους λειτουργίας των δημόσιων πανεπιστημίων.

Όμως όσο ορθά και αν είναι τα δύο αντεπιχειρήματα, για τα οποία έγινε μόλις λόγος, δεν αρκούν. Γιατί όταν τα πράγματα φτάνουν στο όριό τους, μπορεί να χρειαστεί να χαθούν κι εξάμηνα, και μεροκάματα, και η βολή μας, και ίσως πράγματα ακόμα πιο σημαντικά. Γιατί δεν υπάρχει αγώνας χωρίς κόστος, όπως δεν γίνεται ανατροπή χωρίς εξέγερση. Γιατί όταν στραγγαλίζουν μια ολόκληρη γενιά, η ζωή μπορεί να κερδηθεί μόνο στους δρόμους.

Γιάννης Αλμπάνης 19/11/2013

Περισσότερα

Το no story των α­πο­λύ­σεω­ν

Από την Εποχή της 8/9/2013

Με­τά τον πιο «γε­μά­το» με πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα Αύ­γου­στο των τε­λευ­ταίων ε­τών, φαί­νε­ται ό­τι με τον ερ­χο­μό του φθι­νο­πώ­ρου α­να­δύε­ται μια νέα πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία, η ο­ποία δεν ση­μα­το­δο­τεί­ται α­πό α­να­τρο­πές, αλ­λά α­πό την ό­ξυν­ση τά­σεων που ή­δη εί­χα­με πα­ρα­τη­ρή­σει το προ­η­γού­με­νο διά­στη­μα.

Σπά­ζο­ντας το «τα­μπού των α­πο­λύ­σεων»

Ασφα­λώς βα­σι­κή συ­νι­στώ­σα της νέ­ας συ­γκυ­ρίας α­πο­τε­λεί το σπά­σι­μο του «τα­μπού των α­πο­λύ­σεων στο δη­μό­σιο», για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με το λε­ξι­λό­γιο των μνη­μο­νια­κών ιε­ρά­κων. Το προ­α­ναγ­γελ­θέν στα κεί­με­να των μνη­μο­νίων (και πολ­λά­κις δια­ψευ­σθέν α­πό τις ε­κά­στο­τε μνη­μο­νια­κές κυ­βερ­νή­σεις) κύ­μα α­πο­λύ­σεων στο δη­μό­σιο συ­νι­στά μια πραγ­μα­τι­κή τρα­γω­δία. Από τη μια με­ριά, ε­νι­σχύει με χι­λιά­δες νέ­ους α­νέρ­γους τον ή­δη τε­ρά­στιο στρα­τό των αν­θρώ­πων που έ­χουν χά­σει τη δου­λειά τους. Από την άλ­λη, για τους δη­μό­σιους υ­παλ­λή­λους που α­πο­λύο­νται, το να ξα­να­βρούν δου­λειά μοιά­ζει α­νέ­φι­κτο, τό­σο λό­γω της ύ­φε­σης, ό­σο και λό­γω του ό­τι η ι­διαί­τε­ρη ερ­γα­σια­κή ε­μπει­ρία τους δύ­σκο­λα μπο­ρεί να α­ξιο­ποιη­θεί στον ι­διω­τι­κό το­μέα. Άνθρω­ποι που μέ­χρι τώ­ρα εί­χαν ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νο έ­να α­ξιο­πρε­πές βιο­τι­κό ε­πί­πε­δο, κα­τα­στρέ­φο­νται, χω­ρίς ο­ρα­τή προο­πτι­κή α­νά­τα­ξης της κα­τά­στα­σης.
Όμως, ση­μα­ντι­κό πλήγ­μα υ­φί­στα­νται α­κό­μα και ό­σοι δεν συ­μπε­ρι­λη­φθούν σε αυ­τό το κύ­μα α­πο­λύ­σεων. Η ου­σια­στι­κή κα­τάρ­γη­ση της μο­νι­μό­τη­τας στο δη­μό­σιο σε συν­δυα­σμό με τα τε­λείως αυ­θαί­ρε­τα κρι­τή­ρια βά­σει των ο­ποίων κα­ταρ­τί­ζο­νται οι λί­στες των α­πο­λύ­σεων, δη­μιουρ­γεί μια πε­ριρ­ρέ­ου­σα α­τμό­σφαι­ρα α­να­σφά­λειας και κα­χυ­πο­ψίας. Το βα­σι­κού α­τού της δη­μο­σιοϋπαλ­λη­λίας, δη­λα­δή η ερ­γα­σια­κή στα­θε­ρό­τη­τα, χά­νε­ται και μα­ζί με αυ­τό θρυμ­μα­τί­ζο­νται τρό­ποι ζωής κα­θώς και θε­με­λιώ­δεις α­ντι­λή­ψεις, που θεω­ρού­νταν μέ­χρι τώ­ρα οι «στα­θε­ρές» με­γά­λου τμή­μα­τος της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας.
Κα­τα­στρο­φή, λοι­πόν, για τους α­πο­λυ­μέ­νους και φό­βος για ό­σους μέ­νουν στις θέ­σεις τους. Όπως εί­ναι ε­πό­με­νο, η δρα­μα­τι­κή αλ­λα­γή, που φέρ­νουν οι α­πο­λύ­σεις στο δη­μό­σιο, διευ­ρύ­νει πε­ραι­τέ­ρω τα αι­σθή­μα­τα δυ­σα­ρέ­σκειας, α­πο­γοή­τευ­σης, διά­ψευ­σης και α­γα­νά­κτη­σης που κά­θε άλ­λο πα­ρά μειο­ψη­φι­κά εί­ναι στην Ελλά­δα του Μνη­μο­νίου. Η ρα­γδαία μείω­ση των ερ­γα­τι­κών ει­σο­δη­μά­των μα­ζί με τη γι­γά­ντω­ση των α­πο­λύ­σεων στον ι­διω­τι­κό το­μέα δη­μιούρ­γη­σαν ε­κεί­νη την κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη, ε­ξαι­τίας της ο­ποίας εί­δα­με τις πρω­το­φα­νείς λαϊκές κι­νη­το­ποιή­σεις των πλα­τειών, το πο­λι­τι­κό τέ­λος του δι­κομ­μα­τι­σμού, κα­θώς και τη συ­γκλο­νι­στι­κή ά­νο­δο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Κα­τά συ­νέ­πεια, έ­χου­με σο­βα­ρούς λό­γους να ει­κά­σου­με ό­τι οι χι­λιά­δες α­πο­λύ­σεις στο δη­μό­σιο θα α­να­δια­τά­ξουν εκ νέ­ου τον πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­μεων. Θα ή­ταν βέ­βαια σο­βα­ρό λά­θος να α­κο­λου­θή­σου­με τη μπα­κα­λί­στι­κη λο­γι­κή ε­νός ο­ρι­σμέ­νου «σο­βιε­τι­κού μαρ­ξι­σμού», θεω­ρώ­ντας ό­τι νο­μο­τε­λεια­κά η φτω­χο­ποίη­ση ο­δη­γεί στον ρι­ζο­σπα­στι­σμό. Ωστό­σο, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι κά­ποιος-α που μέ­σα σε μια νύ­χτα γκρε­μί­ζε­ται α­πό την μι­κρα­στι­κή «νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νη» στην πε­ρι­θω­ριο­ποίη­ση της α­νερ­γίας, θα α­κού­σει πο­λύ πιο ευ­νοϊκά, α­πό ό,τι στο πα­ρελ­θόν, τις φω­νές που α­ντι­στρα­τεύο­νται το μνη­μό­νιο.

No story at all

Πέ­ρα α­πό τις α­πο­λύ­σεις στο δη­μό­σιο, η νέα συ­γκυ­ρία ε­πη­ρεά­ζε­ται α­πό την εμ­φα­νή α­που­σία ε­νός α­ξιό­πι­στου πο­λι­τι­κού σχε­δίου α­πό την πλευ­ρά της κυ­βέρ­νη­σης. Πι­θα­νόν να εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά τα τε­λευ­ταία τρία χρό­νια που το μνη­μο­νια­κό μπλοκ δεν έ­χει να «που­λή­σει» στους «α­πό κά­τω». Το λε­γό­με­νο success story α­πο­δεί­χτη­κε πύρ­γος α­πό τρα­που­λό­χαρ­τα που τα σκόρ­πι­σε ο αέ­ρας. Αυ­τή τη στιγ­μή, ό­χι μό­νο λοι­πόν δεν υ­πάρ­χει success story, αλ­λά ό­λα δεί­χνουν ό­τι δεν υ­πάρ­χει story at all. Δεν υ­πάρ­χει, δη­λα­δή, μια στοι­χειω­δώς πει­στι­κή α­φή­γη­ση που να μπο­ρεί να χρυ­σώ­σει το χά­πι της φτώ­χειας, υ­πο­σχό­με­νη ό­τι μια και­νούρ­για προο­πτι­κή μπο­ρεί να α­νοί­ξει για τους πο­λί­τες που υ­πο­φέ­ρουν. Η έ­ξο­δος στις α­γο­ρές έ­χει πα­ρα­πεμ­φθεί στις ελ­λη­νι­κές κα­λέν­δες, το τέ­λος της ύ­φε­σης διαρ­κώς α­να­βάλ­λε­ται, η υ­πό­σχε­ση για δρα­στι­κή μείω­ση της α­νερ­γίας ού­τε καν εκ­στο­μί­ζε­ται και η πε­ρι­βό­η­τη χα­λά­ρω­ση με­τά τις γερ­μα­νι­κές ε­κλο­γές μοιά­ζει φρού­δα ελ­πί­δα. Επι­πρό­σθε­τα, η ε­πί­ση­μη πα­ρα­δο­χή ό­τι τα νού­με­ρα δεν βγαί­νουν και θα χρεια­στεί και­νούρ­γιο χρη­μα­το­δο­τι­κό πα­κέ­το (κι ε­πο­μέ­νως κι άλ­λα μέ­τρα) κα­θι­στά την ει­κό­να α­κό­μα πιο ζο­φε­ρή.
Εί­ναι, βέ­βαια, ε­ξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον ό­τι στην προ­ε­κλο­γι­κή εκ­στρα­τεία της Γερ­μα­νίας ό­λες οι πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις το­πο­θε­τού­νται σαν να προ­ε­ξο­φλούν ό­τι τα δά­νεια προς την Ελλά­δα δεν θα α­πο­πλη­ρω­θούν πο­τέ. Ωστό­σο, α­κό­μα και αν υ­πάρ­ξει κού­ρε­μα του χρέ­ους στο ο­ποίο θα δο­θεί μια άλ­λη ο­νο­μα­σία (κά­τι που προς το πα­ρόν δια­ψεύ­δε­ται ε­πι­σή­μως), οι ε­πι­πτώ­σεις για τους ερ­γα­ζό­με­νους και τους α­νέρ­γους δεν θα εί­ναι ευερ­γε­τι­κές. Οποια­δή­πο­τε α­πο­μείω­ση του χρέ­ους, α­πό τη μια με­ριά, θα συ­νο­δευ­τεί με α­παλ­λο­τρίω­ση α­πό τους δα­νει­στές ση­μα­ντι­κών πε­ριου­σια­κών στοι­χείων του δη­μο­σίου, και α­πό την άλ­λη, δεν θα συ­νε­πά­γε­ται ει­σο­δη­μα­τι­κή ε­νί­σχυ­ση των α­σθε­νέ­στε­ρων. Η φτώ­χεια, η α­πορ­ρύθ­μι­ση της α­γο­ράς ερ­γα­σίας και η ι­διω­τι­κο­πο­ποίη­ση των πά­ντων δεν α­πο­τε­λούν συ­γκυ­ρια­κά φαι­νό­με­να που α­πορ­ρέ­ουν α­πό τις «δα­νεια­κές υ­πο­χρεώ­σεις της χώ­ρας», αλ­λά συ­νι­στούν τους πυ­λώ­νες ε­νός και­νούρ­γιου κοι­νω­νι­κού μο­ντέ­λου που ε­πι­βάλ­λε­ται, ε­νός μο­ντέ­λου ά­κρα­του κα­πι­τα­λι­σμού. Το γε­γο­νός, λοι­πόν, ό­τι έ­χει γί­νει προ­φα­νής η δια­τή­ρη­ση του μνη­μο­νια­κου πλαι­σίου για πολ­λά χρό­νια, συρ­ρι­κνώ­νει τη συ­ναί­νε­ση στην κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή. Στο ε­πι­χεί­ρη­μα του «α­να­γκαίου κα­κού», πά­νω στο ο­ποίο οι­κο­δο­μή­θη­κε η πο­λι­τι­κή ΝΔ, ΠΑ­ΣΟΚ και ΔΗ­ΜΑ­Ρ, αυ­το­μά­τως α­ντι­τεί­νε­ται πλέ­ον το ε­ρώ­τη­μα «α­να­γκαίο για ποιο σκο­πό;». Τι νό­η­μα έ­χει η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη λι­τό­τη­τα αν δεν ο­δη­γεί σε έ­ξο­δο α­πό την κρί­ση σε έ­να ο­ρα­τό μέλ­λο­ν; Το ε­ρώ­τη­μα τί­θε­ται α­πό ο­λοέ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρους και πει­στι­κή α­πά­ντη­ση δεν μπο­ρεί να πά­ρει α­πό την κυ­βερ­νη­τι­κή πλευ­ρά.

Για­τί πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή η κυ­βέρ­νη­ση

Αν, λοι­πόν, η κοι­νω­νι­κή δυ­σφο­ρία διο­γκώ­νε­ται λό­γω των α­πο­λύ­σεων την ί­δια στιγ­μή που η συ­ναί­νε­ση στο μνη­μο­νια­κό μπλοκ συρ­ρι­κνώ­νε­ται α­φού δεν δια­θέ­τει πει­στι­κό πο­λι­τι­κό σχέ­διο, για­τί η κυ­βέρ­νη­ση εμ­φα­νί­ζε­ται στα­θε­ρή; Θα μπο­ρού­σα­με να α­πο­δώ­σου­με αυ­τήν την (φαι­νο­με­νι­κή;) στα­θε­ρό­τη­τα της κυ­βέρ­νη­σης σε τρεις βα­σι­κές αι­τίες.
Πρώ­τα α­π’ ό­λα, η κι­νη­μα­τι­κή ά­πνοια ε­νι­σχύει την κυ­βέρ­νη­ση. Ενώ ο κό­σμος α­πορ­ρί­πτει τη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, ε­ντού­τοις, εμ­φα­νί­ζε­ται α­πρό­θυ­μος στο να κι­νη­το­ποιη­θεί μα­ζι­κά. Αυ­τή την α­προ­θυ­μία θα πρέ­πει να την α­πο­δώ­σου­με α­πό τη μια στην αί­σθη­ση που έ­χει δη­μιουρ­γη­θεί με­τά τις δια­δο­χι­κές ήτ­τες των τε­λευ­ταίων ε­τών, ό­τι οι κι­νη­το­ποιή­σεις εί­ναι μά­ταιες, και α­πό την άλ­λη, στο φό­βο ό­τι η συμ­με­το­χή σε μια α­περ­γία μπο­ρεί να έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα την α­πό­λυ­ση του ερ­γα­ζο­μέ­νου –κά­τι που ι­σχύει πλέ­ον και στο δη­μό­σιο. Ωστό­σο, η κι­νη­το­ποίη­ση συ­μπα­ρά­στα­σης στην ΕΡΤ σε συν­δυα­σμό με τα πρώ­τα μη­νύ­μα­τα που έρ­χο­νται α­πό τις συ­νε­λεύ­σεις των κα­θη­γη­τών δεί­χνουν ό­τι δεν εί­ναι α­πί­θα­νη η α­να­τρο­πή της υ­φι­στά­με­νης ητ­το­πά­θειας. Θα χρεια­στεί, βέ­βαια, συ­μπα­ρά­τα­ξη ό­λων των κι­νη­μα­τι­κών δυ­νά­μεων και α­μέ­ρι­στη υ­πο­στή­ρι­ξη στους κλά­δους που θα βγουν στο δρό­μο.
Η δεύ­τε­ρη αι­τία της κυ­βερ­νη­τι­κής στα­θε­ρό­τη­τας θα πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θεί στη δια­μόρ­φω­ση ε­νός α­ντι­δρα­στι­κού κοι­νω­νι­κού μπλοκ. Ο πραγ­μα­τι­κός κοι­νω­νι­κός δι­χα­σμός α­νά­με­σα σε ό­σους πλήτ­το­νται πιο πο­λύ α­πό το μνη­μό­νιο και σε ό­σους με κά­ποιο τρό­πο τα κα­τα­φέρ­νουν, η πο­λι­τι­κή πό­λω­ση που προέ­κυ­ψε α­πό την ά­νο­δο του λαϊκού κι­νή­μα­τος και την ε­κλο­γι­κή ε­πι­τυ­χία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, κα­θώς και η εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή ρη­το­ρεία των κυ­βερ­νη­τι­κών προ­πα­γαν­δι­στι­κών μη­χα­νι­σμών έ­χουν δια­μορ­φώ­σει μια α­ντι-α­ρι­στε­ρή, α­ντερ­γα­τι­κή κι α­ντι­κι­νη­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή πα­ρά­τα­ξη, ό­χι α­με­λη­τέ­ας μα­ζι­κό­τη­τας. Εν α­ντι­θέ­σει με την πε­ρίο­δο των πλα­τειών, αυ­τός ο λαός της Δε­ξιάς ό­χι μό­νο δεν τεί­νει ευή­κοον ους στο λό­γο της Αρι­στε­ράς, αλ­λά την α­ντι­με­τω­πί­ζει ως α­πει­λή κι ε­σω­τε­ρι­κό ε­χθρό. Στο α­να­φερ­θέν φι­λο­μνη­μο­νια­κό κοι­νω­νι­κό μπλοκ πρέ­πει να προ­στε­θεί και το α­κρο­α­τή­ριο της Χρυ­σής Αυ­γής, το ο­ποίο ό­σο πα­ρα­μέ­νει στους κόλ­πους της, θα εν­στερ­νί­ζε­ται ο­λοέ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο τα ε­γκλη­μα­τι­κά ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα της.
Όσον α­φο­ρά τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ο ο­ποίος εί­ναι το α­ντί­πα­λο πο­λι­τι­κό δέ­ος στους μνη­μο­νια­κούς, πα­ρά τη ση­μα­ντι­κή πρόο­δο που ση­μα­το­δο­τεί η ε­νο­ποίη­ση του σχή­μα­τος, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δέ­χε­ται βο­λές και α­πό τα δε­ξιά και α­πό τα α­ρι­στε­ρά. Από τα δε­ξιά, για­τί κρί­νε­ται ό­τι αν υ­λο­ποιη­θεί η πο­λι­τι­κή πρό­τα­σή του, τα πράγ­μα­τα μπο­ρούν να γί­νουν α­κό­μα χει­ρό­τε­ρα κά­τω α­πό την πίε­ση των ευ­ρω­παίων. Από τα α­ρι­στε­ρά, για­τί ε­κτι­μά­ται ό­τι νε­ρώ­νει το κρα­σί υιο­θε­τώ­ντας πιο με­τριο­πα­θείς θέ­σεις. Ο κοι­νός τό­πος και των δύο κρι­τι­κών προ­σεγ­γί­σεων εί­ναι ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πρέ­πει να προ­σπα­θή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο για να κα­τα­στή­σει η­γε­μο­νι­κή την πο­λι­τι­κή πρό­τα­σή του. Μια πρό­τα­ση που πρέ­πει να υ­πη­ρε­τεί με α­πτό τρό­πο τα συμ­φέ­ρο­ντα των φτω­χών, να εμ­φα­νί­ζε­ται στο κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο ως η έκ­φρα­ση του Γε­νι­κού Κα­λού, και να εκ­προ­σω­πεί­ται α­πό έ­να πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό που πεί­θει ό­τι μπο­ρεί να την ε­φαρ­μό­σει με ε­πάρ­κεια.

Γιάν­νης Αλμπά­νης

Περισσότερα

Το τέλος του σχεδίου της ΔΗΜΑΡ

dmar_414x290

Από το Red Notebook

Κουβέλης όπως Καρατζαφέρης; Το ερώτημα διατυπώθηκε από πολλούς μετά την απόφαση της ΔΗΜΑΡ να εγκαταλείψει την κυβέρνηση Σαμαρά. Το σενάριο της απίσχνανσης του κόμματος μετά την αιφνίδια αλλαγή γραμμής του, μοιάζει όντως πολύ πιθανό, όπως άλλωστε έγινε και με το ΛΑΟΣ. Ο χρόνος θα δείξει αν τελικά ο Φώτης Κουβέλης θα μπορέσει να συγκρατήσει εκείνη την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που απαιτούνται για την κοινοβουλευτική επιβίωσή του. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος, μπορούμε να ισχυριστούμε με αρκετή σιγουριά ότι το πολιτικό σχέδιο που εξέφρασε η ΔΗΜΑΡ, είναι πλέον νεκρό. Είτε σβήσει από τον πολιτικό χάρτη είτε επιχειρήσει να προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δυνάμει κυβερνητικός εταίρος του, το μόνο βέβαιο είναι ότι η ΔΗΜΑΡ δεν θα μπορεί πλέον να συντάσσει πλέον την πολιτική της στη βάση της κεντρικής αντίληψης πάνω στην οποία οικοδομήθηκε όχι μόνο η ίδια (από την εποχή της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού) όσο και το σύνολο αυτού που σχηματικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “εκσυγχρονιστική Αριστερά”.

Η κεντρική ιδέα της ΔΗΜΑΡ

Ποια είναι όμως αυτή η θεμελιώδης ιδέα της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς; Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε στο ότι αποδεχόμενη τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό ως ανυπέρβλητο πλαίσιο για την άσκηση πολιτικής, η Αριστερά θα μπορούσε να βρει καινούργιο πολιτικό ρόλο, αν συγκροτούταν ως δύναμη λείανσης των πιο ακραίων συνεπειών της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, αν επαναδιατύπωνε με νέους όρους το κοινωνικό συμβόλαιο κατεβάζοντας τον πήχυ των εργατικών δικαιωμάτων, αν διαμόρφωνε εντέλει νέες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης μέσα στον καινούργιο κόσμο που δημιούργησε ο θρίαμβος της αγοράς. Εν ολίγοις, μια νέου τύπου “σοσιαλδημοκρατία” που θα επιδίωκε την οικοδόμηση μιας ορισμένης κοινωνικής προστασίας, έχοντας όμως ως αφετηρία τα “κεκτημένα” της αγοράς μετά την αντεπίθεση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, και όχι τα “κεκτημένα” των εργαζομένων, έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Μετά την κρίση και την επιβολή του Μνημονίου, η κεντρική ιδέα της ΔΗΜΑΡ εξελίχθηκε στην επιδίωξη της λείανση των πιο ακραίων πολιτικών που επέβαλλε η τρόικα, της στοιχειώδους προστασίας των πιο φτωχών, καθώς και τη διάσωσης κάποιων στοιχείων κοινωνικού κράτους, έχοντας βέβαια ως αφετηρία τη αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το Μνημόνιο. Ένα χρόνο στην κυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ούτε για μια, ελάχιστη έστω, βελτίωση του προγράμματος της τρόικας.

Τα αίτια μιας αποτυχίας

Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να απέδιδε κανείς την προφανή αποτυχία της ΔΗΜΑΡ στην έλλειψη ικανοτήτων ή αποφασιστικότητας των στελεχών της. Μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία όχι στους όποιους χειρισμούς, αλλά στο ότι ευθύ εξαρχής το σχέδιο ήταν καταδικασμένο. Η έλλειψη ελεύθερου πολιτικού πεδίου, η απουσία κοινωνικού χώρου αναφοράς, και η πρωτοφανής κοινωνικοπολιτική πόλωση που έχει διαμορφωθεί μετά την επιβολή του Μνημονίου, κατέστησαν απολύτως ανεδαφικό τον “ρεαλισμό” της ΔΗΜΑΡ.

Έτσι κι αλλιώς, ήδη από τα χρόνια της Θάτσερ και του Ρήγκαν, το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, δηλαδή η επιβολή της λογικής της αγοράς σε όλον τον κοινωνικό βίο, είναι τελείως ανελαστικό. Αποτελεί μια οικουμενική ολότητα που δεν επιτρέπει τη διαπραγμάτευση επιμέρους πτυχών του ή την πολιτική διαμεσολάβηση που αποσκοπεί στην τροποποίηση του. Συγκροτείται γύρω από την αντίληψη ότι η παραμικρή επιμέρους υποχώρηση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το συνολικό σχέδιο. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που οι σοσιαλδημορκάτες αποδέχτηκαν το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, αναιρέθηκε η διαφοροποίηση τους από τη Δεξιά· γι΄ αυτό και οι νεοφιλελεύθεροι (για να θυμηθούμε ένα κείμενο του Νέγκρι από τα 1995) μετατρέπουν σε κεντρική πολιτική μάχη (υπαρξιακή θα έλεγε κανείς…) κάθε επιμέρους κοινωνική σύγκρουση.

Ιδιαίτερα μετά την κρίση, όταν έγινε σαφές στις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις ότι η διατήρηση της κυριαρχίας τους περνάει από το μνημονιακό blitzkrieg σε βάρος “των από κάτω”, η “διαπραγμάτευση” και η “βελτίωση” δεν ήταν απλά ανέφικτες, αλλά μετατράπηκαν σε κακόγουστα αστεία. Στον ένα χρόνο της τρικομματικής κυβέρνησης επιβεβαιώθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση ή βελτίωση του Μνημονίου. Ακόμα και υπό τη διαρκή απειλή της κοινωνικής έκρηξης και της ανόδου στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η τρόικα δεν έδωσε την παραμικρή “αβάντα” στην τρικομματική κυβέρνηση. Και πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, όταν η τόσο βίαη υποτίμηση της εργασίας που συνιστά το Μνημόνιο, δεν γίνεται να επιτευχθεί παρά με τον πλέον αδιάλλακτο, ανελαστικό και αυταρχικό τρόπο, δηλαδή με την ίδια τη φαλκίδευση της δημοκρατίας; Tο μνημονιακό πλαίσιο δεν άφησε το παραμικρό ελεύθερο πολιτικό πεδίο για την πρόταση της ΔΗΜΑΡ.

Πέρα όμως από την έλλειψη ελεύθερου πολιτικού πεδίου, η ΔΗΜΑΡ σκόνταψε επίσης στην απουσία κοινωνικού χώρου αναφοράς καθώς και στην πρωτοφανή κοινωνικοπολιτική πόλωση. Από τη στιγμή που δεν μπορούσε στοιχειωδώς να επηρεάσει την επιβεβλημένη από την τρόικα κυβερνητική πολιτική, είναι εύλογο να μην υπάρξει κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που να βλέπει στην ΔΗΜΑΡ τον πολιτικό εκπρόσωπο των συμφερόντων της. Ακόμα χειρότερα, όταν η κοινωνία και η πολιτική παίρνουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων, καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η θέση όποιου δεν ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο, κι επιθυμεί να παίξει το ρόλο της γέφυρας. Την ώρα της μεγάλης σύγκρουσης δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσους. Στον ένα χρόνο της τρικομματικής κυβέρνησης, η ΔΗΜΑΡ κατάφερε να θεωρηθεί είτε αδύναμος κρίκος είτε “πέμπτη φάλαγγα” από τους καθεστωτικούς μνημονιακούς, την ίδια στιγμή που είχε γίνει το κόκκινο πανί της άλλης πλευράς, ως δύναμη που πρόδωσε τις αξίες της Αριστεράς. Ακόμα και αν θεωρήσουμε υπερβολικές τις εκατέρωθεν κατηγορίες, μπορούμε με πειστικότητα να παρατηρήσουμε ότι το μόνο που κέρδισε η ΔΗΜΑΡ από τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση, ήταν φθορά από όλες τις μεριές, πράγμα που τελικά οδήγησε και στην απόφαση για αποχώρηση.

Είναι πραγματικά οξύμωρο το ότι αποδείχτηκε απολύτως μη ρεαλιστική η πολιτική πρόταση της ΔΗΜΑΡ, η οποία είχε στηρίξει όλη την επιχερηματολογία της (από την εποχή ακόμα της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού) στο ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ουτοπικό καθώς και στο ότι η Αριστερά έπρεπε να υιοθετήσει “ρεαλιστικές” θέσεις… Ωστόσο, τα συμπεράσματα από την αποτυχία της ΔΗΜΑΡ δεν αφορούν μόνο την ίδια. Σε μια συγκυρία όπου η κρίση παίρνει την έννοια που είχε στην αρχαία τραγωδία, γίνεται δηλαδή στιγμή της επιλογής μεταξύ διαφορετικών δρόμων που οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσες λύσεις και συμβιβασμούς. Η ήδη διχασμένη ταξικά κοινωνία διχοτομείται και πολιτικά με βάση δύο ανταγωνιστικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση: Η μία διαμορφώνεται από το δίπολο αγορά-αυταρχισμός, ενώ η άλλη από το αλληλεγγύη-δημοκρατία. Μεταξύ τους δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός και γι΄ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κι ενδιάμεσος πολιτικός χώρος .

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Πέντε ερωτήματα για την παρ” ολίγο απεργία των καθηγητών

apergia

Από την Εποχή της 19/5/2013

 

Η απεργία των καθηγητών έληξε πριν καν αρχίσει. Το άδοξο τέλος αυτής της παρ” ολίγο κινητοποίησης δεν αποτελεί μόνο ήττα για τον κλάδο των καθηγητών. Φέρνει την απογοήτευση σε ένα μεγάλο αριθμό αριστερών αγωνστών/τριών που είχαν δει αυτήν την απεργία με μεγάλη ελπίδα. Ειδικά μάλιστα για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ η πικρία είναι ακόμα μεγαλύτερη μιας και η γενική αίσθηση είναι ότι ο χώρος μας δεν χειρίστηκε τα πράγματα όπως έπρεπε. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αρκετά και πρέπει να συζητηθούν δημόσια, χωρίς διάθεση ανθρωποθυσιών, αλλά και χωρίς να γίνει προσπάθεια να κουκουλωθούν προβλήματα που θα τα ξαναβρούμε μπροστά μας.

 

Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η απεργία μέσα στις εξετάσεις είναι η πλέον αντιδημοφιλής και δύσκολη συνδικαλιστική κινητοποίηση. Αντιδημοφιλής γιατί συγκρούεται με τη βαθιά ριζωμένη φετιχοποίηση των Πανελλαδικών. Δύσκολη, γιατί είναι τελείως θολό πώς μπορεί να περιφρουρηθεί με δεδομένη την παρουσία στα εξεταστικά μαθητών και γονιών. Αν τώρα προσθέσουμε την πολιτική επιστράτευση και την πραγματική απειλή των απολύσεων για όσους θα την αψηφούσαν, μπορούμε να καταλάβουμε τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν.

 

 

Ωστόσο, αν υπήρχε η εκτίμηση ότι δεν ήταν εφικτοί στόχοι το να γίνει η απεργία ή το να σπάσει η επιστράτευση, γιατί δεν λεγόταν αυτό καθαρά; Προς τι οι επαναστατικοί βερμπαλισμοί, αν υπήρχε η πεποίθηση ότι δεν έβγαινε το πράγμα; Την κινητοποίηση ή την πιστεύεις και την παλεύεις με κάθε μέσο ή, σε άλλη περίπτωση, δεν πρέπει να ανοίξει το θέμα καθόλου. Αν πας με τη λογική “και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ” απλά χάνεις και από τις μεριές, και από αυτούς που θέλουν την κινητοποίηση και από αυτούς που δεν τη θέλουν. Τα δε περί “όρων και προϋποθέσεων” δεν ακούγονται πειστικά δεδομένου ότι ένας αγώνας εξαρτάται κυρίως κυρίως από τις διαθέσεις του ίδιου του υποκειμένου και δευτερευόντως από το αν θα δεχτεί στήριξη από άλλους χώρους.

 

 

Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με τις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Είναι πραγματικά απορίας άξιο γιατί δεν κουβέντιασαν το θέμα τη επιστράτευσης. Νομίζω ότι αποτελεί έκφραση μαζικού σουρεαλισμού είκοσι χιλιάδες καθηγητές να μη συζητάνε τι θα κάνουν με την επιστράτευση, αλλά να επικεντρώνονται στην πρόταση του ΔΣ της ΟΛΜΕ η οποία είχε προηγηθεί της επιστράτευσης. Γιατί αυτό που τελικά ψηφίστηκε ως δεύτερο ερώτημα στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ (“αν υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της απεργίας”) δεν ψηφίστηκε από τη βάση του συνδικάτου, δηλαδή από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους που θα έπρεπε να πάρουν και τα ενδεχόμενα ρίσκα; Η εξέλιξη των πραγμάτων έδειξε ότι η τάχα μου “επικοινωνιακή” λογική και οι συνδικαλιστικοί ελιγμοί έχουν κοντά ποδάρια. Ωστόσο, το ζήτημα είναι γενικό και δεν αφορά μόνο το ότι για να κερδηθούν οι εντυπώσεις μιας μέρας, δημιουργήθηκε ένα πρωτοφανές μπάχαλο όπου ο καθένας ερμηνεύει τις αποφάσεις των ΕΛΜΕ κατά το δοκούν. Το βασικό είναι ότι εν έτει 2013 είναι αδιανόητο να μην παίρνεται μια απόφαση ζωής κι (εργασιακού) θανάτου από τους ίδιους τους ανθρώπους που θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της -οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι ενήλικες.

 

 

Το τρίτο ερώτημα αφορά το άρον άρον κλείσιμο της απεργίας. Ακόμα και αν εκτιμήθηκε ότι ο κλάδος δεν μπορούσε να σπάσει την επιστράτευση (πράγμα που ακούγεται λογικό, αλλά που δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά), γιατί δεν επιχειρήθηκε να αναζητηθεί η συνέχεια του αγώνα; Δεν είχε γίνει προφανές ότι με την επιστράτευση το ζήτημα δεν αφορούσε πλέον μόνο τους καθηγητές, αλλά έπαιρνε ευρέα πολιτικά χαρακτηριστικά; Και δεν ήταν εξίσου προφανές ότι η συσπείρωση που αναπτυσσόταν γύρω από τον αγώνα των καθηγητών, δεν αφορούσε τόσο αυτά καθ” αυτά τα αιτήματά τους, όσο την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την αντίσταση στο Μνημόνιο; Ακόμα και αν μικρή η πιθανότητα να γίνει κάτι μεγάλο, η ευκαιρία έμεινε ανεκμετάλλευτη.

Το τέταρτο ερώτημα άπτεται της στάσης των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στους χειρισμούς που έγιναν στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ -αποτελεί πια κοινή παραδοχή ότι ήταν οι χειρότερο δυνατοί. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν στο όνομα της αυτονομίας των κινημάτων, μπορεί μια ομάδα συνδικαλιστών να πάρει μόνη της αποφάσεις που εντέλει επηρεάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως όλον. Είναι άλλο πράγμα το κόμμα να μην καπελώνει και ποδηγετεί τους κοινωνικούς χώρους και άλλο να αφήνονται στην τύχη τους τα πράγματα, όταν μια σύγκρουση έχει πάρει πλέον κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι δυνατόν να παρθεί απόφαση για αναστολή της απεργίας χωρίς να έχει προηγηθεί στοιχειώδης διαβούλευση με τη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ; Αν είχε υπάρξει μια τέτοια διαβούλευση, και η τελική απόφαση θα ήταν καλύτερη και κανείς δεν θα μπορούσε να αποποιηθεί των ευθυνών του -όπως επιχειρείται αυτή τη στιγμή.

 

 

Πέρα όμως από τη συλλογική διαβούλευση, εκ των πραγμάτων τίθεται υπό ερώτηση η κεντρική στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν το ερώτημα είναι απεργία ή όχι στις εξετάσεις, δεν μπορεί η απάντηση να είναι ότι ο αγώνας και τα αιτήματα των καθηγητών είναι δίκαια. Ο Λένιν έλεγε ότι η πολιτική είναι τέχνη του συγκεκριμένου. Σε συγκεκριμένα ερωτήματα πρέπει να δώσεις συγκεκριμένες απαντήσεις γιατί με τις την “εποικοδομητική αμφισημία” δεν μπορείς να χαράξεις πετυχημένη τακτική. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση θα έπρεπε να είναι η ρητή στήριξη της απεργίας, από τη στιγμή που αυτή κηρύχτηκε. Όχι μόνο γιατί ισχύει απολύτως αυτό που εγκαίρως είχε πει ο γραμματέας της νεολαίας μας Ηλίας Χρονόπουλος (καμιά φορά οι νέοι αποδεικνύονται πιο οξυδερκείς από τους ωριμότερους…), ότι δηλαδή είναι μάταιο να κρατηθούν αποστάσεις γιατί εντέλει ο ΣΥΡΙΖΑ θα την χρεωθεί την απεργία. Το βασικό είναι ότι η Αριστερά δεν (πρέπει να) είναι παρατηρητής και αξιολογητής των όρων και προϋποθέσεων των αγώνων. Η Αριστερά οφείλει να είναι μια από τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις του κοινωνικού ανταγωνισμού.

 

 

Γιάννης Αλμπάνης

 

Περισσότερα

Η επιστράτευση ως μέσο συγκρότησης πολιτικής ηγεμονίας

samaras3_414x290

Από το Red Notebook

Γιατί ο Σαμαράς επιστρατεύει τους καθηγητές; Αν ήθελε απλά να σπάσει την απεργία και να διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων, θα μπορούσε να επιλέξει άλλους, πιο ήπιους, τρόπους. Έτσι κι αλλιώς, για την επιτήρηση των εξετάσεων είναι αναγκαίος μικρός αριθμός καθηγητών που θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί, είτε απλά γιατί κάποιοι δεν θα απεργούσαν από μόνοι τους είτε γιατί θα πειθαναγκάζονταν από τις διευθύνσεις των σχολείων, κάτω από την απειλή της «αξιολόγησης» και της απόλυσης. Θα μπορούσε επίσης να επιστρατευτεί μόνο το σώμα των επιτηρητών και μόνο για τις πανελλήνιες, και όχι το σύνολο των καθηγητών για απροσδιόριστο χρόνο. Ο δε φόβος του αποκλεισμού των εξεταστικών κέντρων και της πρόκλησης επεισοδίων είναι μάλλον αβάσιμος, καθώς μοιάζει απίθανο να προέβαιναν τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών σε μια κίνηση που θα τους έφερνε σε ευθεία αντιπαράθεση με μεγάλο μέρος των γονιών και των μαθητών. Μάλιστα, το να διεξαχθούν οι εξετάσεις, με προκηρυγμένη απεργία, θα αποτελούσε πολύ μεγάλη ήττα για το συνδικάτο -πράγμα που δεν συμβαίνει τώρα με την επιστράτευση.

Γιατί λοιπόν ο Σαμαράς επιλέγει το ακραίο, αντιδημοκρατικό και οριακά (αντι)συνταγματικό μέτρο της επιστράτευσης; Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η κυβέρνηση είναι πολύ περισσότερο φοβισμένη, απ” ό,τι θέλει να δείχνει. Η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά ότι η σταθερότητα που έχει πετύχει αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά επισφαλής και ότι αρκεί η σπίθα ενός απρόβλεπτου γεγονότος (όπως έγινε το Δεκέμβρη του 2008) για να πάρει φωτιά όλος ο κάμπος. Επομένως, επιδιώκει να σβήσει τις σπίθες εν τη γενέσει τους, όχι τόσο γιατί αυτές καθ” αυτές είναι απειλητικές (στη φάση που είμαστε κανένας μεμονωμένος αγώνας δεν μπορεί να νικήσει), όσο γιατί μπορεί να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις γεγονότων.

Ωστόσο, νομίζω ότι δεν αρκεί η εξήγηση ότι η κυβέρνηση φοβάται γενικευμένη αναταραχή. Όχι μόνο γιατί οι απεργίες μέσα στην εξετάσεις πότε δεν έχαιραν ιδιαίτερης δημοτικότητας, λόγω της βαθιά ριζωμένης ψύχωσης με τις πανελλαδικές, αλλά και γιατί η επιστράτευση αποφασίστηκε προκαταβολικά. Η κυβέρνηση δεν περίμενε καν μήπως οι τοπικές συνελεύσεις απορρίψουν την απεργιακή πρόταση του ΔΣ της ΟΛΜΕ. Νομίζω λοιπόν ότι οι στοχεύσεις της επιστράτευσης έχουν ευρύ πολιτικό χαρακτήρα και δεν περιορίζονται στην καταστολή ενός απεργιακού αγώνα.

Ο Σαμαράς, ξεκινώντας από την αφετηρία ότι οι μνημονιακές πολικές είναι αναπόφευκτες, επιχειρεί να συγκροτήσει μια πρόταση (δήθεν) εξόδου από την κρίση που στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Από τη μια μεριά είναι η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς με υποτιθέμενο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Από την άλλη, η πολιτική του «νόμου και της τάξης» με διακηρυγμένους στόχους τη διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας και την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας. Όμως η πολιτική «του νόμου και της τάξης» δεν σχετίζεται τόσο με την πρακτική ανάγκη της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα ή τις αντιστάσεις στη μνημονιακή πολιτική. Δεν αποτελεί δηλαδή μια παραδοσιακή πολιτική κρατικής καταστολής. Πολύ περισσότερο μοιάζει να απορρέει από μια ιδεολογική αφήγηση που αποδίδει τις αιτίες της κρίσης στην ελευθεριότητα της «Μεταπολίτευσης». Η έννοια της «Μεταπολίτευσης» συμπυκνώνει την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την ισχύ των συνδικάτων, τις υπερβολικές υλικές απαιτήσεις των πολλών, καθώς και την ελλιπή τήρηση των νόμων. Στο αίτημα του τέλους αυτής της φασματικής «Μεταπολίτευσης» συναντιούνται τόσο οι ακροδεξιοί ένοικοι της γαλάζιας πολυκατοικίας όσο και ο χώρος του «κεντροαριστερού εκσυγχρονισμού». Και ακριβώς πάνω στην ικανοποίηση αυτού του αιτήματος μπορεί να οικοδομηθεί μια ευρεία κοινωνική συσπείρωση που να οδηγήσει στη διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Πρόκειται δηλαδή για μια ηγεμονική πολιτική γύρω από την οποία μπορούν να οργανωθούν όλα εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που είτε έχουν συντηρητικές ιδεολογικές αναφορές είτε δεν έχουν ισοπεδωθεί ακόμα από την κρίση και αισθάνονται ότι απειλούνται από τις ανατροπές που θα μπορούσε να προκαλέσει η Αριστερά.

Με την προκαταβολική επιστράτευση των καθηγητών ο Σαμαρά θέλει να στείλει ένα ευρύ πολιτικό μήνυμα, που δεν σχετίζεται αποκλειστικά με αυτή καθ” αυτή την απεργία. Δεν θέλει τόσο να φοβίσει τους αντιπάλους του, όσο να εμπνεύσει τους (δυνάμει) φίλους του. Θέλει να πει με αποφασιστικό και πειστικό τρόπο ότι αυτό είναι ο εκφραστής του νόμου και της τάξης, ότι αυτός είναι ο ηγέτης που θα δώσει τέλος στη μισητή «Μεταπολίτευση», αυτός είναι ο κυβερνήτης που θα τσακίσει την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την ισχύ των συνδικάτων και την ανομία. Η επιστράτευση δεν είναι τόσο μια κίνηση κρατικής καταστολής, όσο μια προπαγανδιστικού χαρακτήρα παρέμβαση στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας μακροχρόνιας αντιδραστικής πολιτικής ηγεμονίας.

Και η άλλη πλευρά; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει σε αυτή την κίνηση του Σαμαρά; Ασφαλώς η ανεπιφύλακτη στήριξη του αγώνα των καθηγητών είναι εκ των ων ουκ άνευ. Οι καθηγητές έχουν απόλυτο δίκιο να εξεγείρονται, γιατί τα κυβερνητικά μέτρα οδηγούν χιλιάδες στην ανεργία και διαλύουν το δημόσιο σχολείο. Όπως επίσης είναι απολύτως ορθή η επιλογή της ΟΛΜΕ να επιδιώξει μια κεντρικού χαρακτήρα απάντηση, μέσω της διοργάνωσης πολιτικής διαδήλωσης ενάντια στην επιστράτευση. Νομίζω όμως ότι οι κινηματικές-συνδικαλιστικές κινήσεις αν και είναι αναγκαίες, δεν είναι αρκετές. Εξίσου σημαντικό είναι να διατυπώσει η Αριστερά το δικό της ηγεμονικό σχέδιο κόντρα σε αυτό του Σαμαρά. Δεν αρκεί η καταγγελία των δεινών που έχει φέρει το Μνημόνιο -άλλωστε αυτά δεν τα αρνούνται ούτε καν οι μνημονιακοί και τα ενσωματώνουν στην αφήγησή τους. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αριστερή πρόταση εξόδου από την κρίση, ένα δικό μας ηγεμονικό σχέδιο που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την πραγματική δημοκρατία. Μια πρόταση ελπίδας που θα διατυπωθεί με απλότητα, σαφήνεια και αποφασιστικότητα -όπως ακριβώς το κάνει και ο Σαμαράς.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Το ευρώ κι εμείς μετά την Κύπρο

οχι


Από τη σημερινή Εποχή (31/3/2013)

Νομίζω ότι όσα τραγικά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στην Κύπρο, αποτελούν σημείο καμπής στην πορεία της ευρωπαϊκής κρίσης. Για πρώτη φορά οι καταθέτες καλούνται να πληρώσουν το κόστος της «διάσωσης» των τραπεζών· για πρώτη φορά οι δανειστές «καταργούν» μέσα σε μια νύχτα τη βασική οικονομική δραστηριότητα μιας κοινωνίας· και για πρώτη φορά από την έναρξη των προγραμμάτων «διάσωσης», το πολιτικό σύστημα μια χώρας της ΕΕ διατυπώνει ένα πρώτο «όχι» στις προτάσεις-εντολές της τρόικας κι επιχειρεί ως ένα βαθμό να διαπραγματευτεί το Μνημόνιο, έχοντας μάλιστα τη συντριπτική υποστήριξη της κοινωνίας. Παρά το μικρό μέγεθος και τις ιδιαιτερότητες της Κύπρου, όσα συνέβησαν εκεί δίνουν τροφή για τον πολιτικό προβληματισμό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά συνολικά στην ευρωζώνη.

Ανήκω σε αυτούς που από την πρώτη στιγμή της κρίσης υποστήριξαν ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι δευτερεύον, πλην υπαρκτό,  ζήτημα για την Αριστερά. Το βασικό ζήτημα για μια αριστερή ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση είναι το ταξικό πρόσημα της πολιτικής, δηλαδή το αν θα πληρώσουν το λογαριασμό της κρίσης οι πλούσιοι ή οι φτωχοί. Επίσης, συμφωνώ με εκείνους που θεωρούν ότι τόσο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όσο και η ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση δεν είναι απλά λεπτομέρειες του τοπίου, αλλά δημιουργούν τετελεσμένα που δεν μπορεί να προσπεράσει μια ενδεχομένη αριστερή κυβέρνηση. Τέλος, αναγνωρίζω ιδεολογικά τον εαυτό μου σε ένα πολιτικό ρεύμα που απορρίπτει τον εθνικό απομονωτισμό, ακόμα και στην «αριστερή» εκδοχή του.

Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι η πορεία της κρίση ή μάλλον η πορεία της διαχείρισης της κρίσης από την ευρωζώνη, ιδιαίτερα με την περιπέτεια της Κύπρου, δημιουργεί δεδομένα που δεν μπορεί παρά να ληφθούν υπόψη. Κατ’ αρχάς, έχει γίνει πια φανερό ότι το υπό τη Γερμανία κυρίαρχο μπλοκ της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ορρωδεί προ ουδενός. Η πολιτική που ακολουθείται δεν αναζητεί τη στοιχειώδη συναίνεση των άλλων μερών, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στη στυγνή επιβολή του οικονομικού εκβιασμού. Δεύτερον, αν αποκλείσουμε το σενάριο της ιδεολοπτικής ανοησίας ή της παραφροσύνης, η μόνη λογική εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς για την ακολουθούμενη πολιτική, είναι ότι η Γερμανία έχει αποφασίσει να τελειώσει με τη ζώνη του ευρώ, όπως την ξέρουμε. Δεν ξέρω αν ισχύει η εκτίμηση ότι πάμε σε μια νομισματική ένωση από την οποία θα έχουν αποκλειστεί όχι μόνο οι χώρες του Νότου, αλλά ακόμα και η Γαλλία. Το βέβαιο όμως είναι ότι η διαχείριση της κρίσης οδηγεί στην αποδιάρθρωση συνολικά της ευρωζώνης καθώς και σε βραδέως αποκλίνουσες πορείες των επιμέρους χωρών. Ίσως το ερώτημα δεν είναι πλέον το αν θα αντέξει την κρίση η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε, αλλά πόσο θα διαρκέσει η αργή πορεία προς το τέλος της . Τρίτον, ο, σχεδόν παραληρηματικός, κεφαλαιοκρατικός φονταμενταλισμός του υπό την Γερμανία κυρίαρχου μπλοκ της ΕΕ, ενισχύει το φόβο ότι η απειλή της άμεσης διακοπής της ρευστότητας σε μια χώρα (κάτι που οδηγεί στη χρεοκοπία) δεν είναι απλά μια μπλόφα, αλλά μπορεί να αποτελέσει πραγματική πολιτική επιλογή. Οι Ταλιμπάν του Βερολίνου και των Βρυξελλών δημιουργούν την αίσθηση ότι μπορεί να πάρουν το ρίσκο του χάους προκειμένου να στραγγαλίσουν εν τη γενέσει του ένα ευρωπαϊκό εναλλακτικό παράδειγμα. Τέταρτον, απέχουμε παρά πολύ όχι μόνο από το τόσο αναγκαίο μέτωπο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά ακόμα και από μια στοιχειώδη συνεννόηση των χωρών που πέφτουν  θύματα των προγραμμάτων λιτότητας. Η Κύπρος αφέθηκε τραγικά μόνη, όπως μόνη της αντιμετώπισε την τρόικα κάθε μια χώρα μέχρι τώρα. Πέμπτον,  νομίζω ότι από τη διαπραγμάτευση της Κύπρου με την τρόικα, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι αν το όπλο της μιας πλευράς είναι η διακοπή της χρηματοδότησης που μπορεί να προκαλέσει τη χρεοκοπία, το όπλο της άλλης είναι η έξοδος από το ευρώ με τους συστημικούς κινδύνους που αυτή εμπεριέχει.

Σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ βασιλική οδό για την αντιμετώπιση της κρίσης μια ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ. Η βίαιη υποτίμηση του νομίσματος που αυτή συνεπάγεται, θα πλήξει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, οι αναταράξεις που θα προκληθούν, αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε οικονομική συρρίκνωση για ένα χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει ως πρώτη επιλογή τη λύση εντός ευρωζώνης. Ωστόσο, αν καταλήξουμε στο να ταυτίζεται η παραμονή στο (όποιο) ευρώ με την εφαρμογή του (όποιου) Μνημονίου, αυτή δεν μπορεί να είναι η επιλογή της Αριστεράς. Ανάμεσα στις δύο πολύ κακές επιλογές (αν βέβαια τελικά τεθούν ως τέτοιες), η χείριστη είναι αυτή του μνημονιακού ευρώ που εγγυάται με απόλυτη βεβαιότητα τη μακροχρόνια κοινωνική ερήμωση, χωρίς να αφήνει την παραμικρή χαραμάδα ελπίδας. Και αυτή ακριβώς η προσέγγιση μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση μιας αριστερής κυβέρνησης που θα βρεθεί χωρίς συμμαχίες απέναντι σε στους αδίστακτους  γκάνγκστερ της τρόικας.

Φοβάμαι βέβαια ότι τα πράγματα έχουν ήδη πάρει το δρόμο τους και το ερώτημα που θα θέσει η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι το αν, αλλά με ποιους όρους θα πάμε σε μια νέα νομισματική αρχιτεκτονική της Ευρώπης.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα