Ο Γιάννης του «Κ»

Από το Red Notebook

Θα πρέπει να το θυμίζουμε συνεχώς –ακόμα και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές. Ο σύντροφος μας Γιάννης Μπανιάς (και οποιοσδήποτε άλλος δηλαδή) δεν έφυγε, ούτε αποδήμησε, ούτε ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι, ούτε τίποτα τέτοιο . Ο Γιάννης πέθανε. Έτσι ξερά και καθόλου παρηγορητικά, γιατί εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει «μετά», ότι ό,τι είναι να το κάνουμε πρέπει να το κάνουμε εδώ και τώρα, κι ότι δεδομένης της απουσίας μιας άλλης καλύτερης ζωής με ξανθά παχουλά αγγελούδια και βουνά από πιλάφι, θα πρέπει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να κάνουμε καλύτερη και δικαιότερη αυτήν την πραγματική ζωή, τη μία και μόνη που υπάρχει. Ο Γιάννης Μπανιάς αφιέρωσε τη ζωή του σ’ αυτόν τον σκοπό. Και τώρα που έφτασε η ώρα του (δυστυχώς πρόωρου) απολογισμού, από αυτήν την αφετηρία θα πρέπει να ξεκινάνε οι αποτιμήσεις μας. Ο Γιάννης αυτή τη μία και μόνη ζωή που του δόθηκε, την αφιέρωσε στην Αριστερά, στον αγώνα των απλών ανθρώπων για ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Από την ΕΔΑ και το ΚΚΕ (Εσωτερικού) έως την ΑΚΟΑ και το ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιάννης ταύτισε το βίο του με αυτόν της παράταξης. Ακόμα και στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν το ’89, ο Γιάννης δεν έσπασε και παρέμεινε πιστός στην προσπάθεια να μη σβήσει το κεράκι που είχε απομείνει από τη μεγάλη κομμουνιστική πυρκαγιά των περασμένων δεκαετιών. Έμεινε μια ζωή σταθερός στον αγώνα. Και τώρα που φτάσαμε στο ύστατο σημείωμα για το Γιάννη  (κοίτα να δεις…) οφείλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής στη σταθερότητα της στράτευσης του. Δεν είναι λίγο και γι’ αυτό δεν το έχουν κάνει πολλοί.

Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε το ότι Γιάννης Μπανιάς δεν ήταν γενικά με μια οποιαδήποτε Αριστερά. Η πολιτική δράση του, εντέλει η ίδια η ζωή του, χαράχτηκε από τη μεγάλη αναμέτρηση στο χώρο της «Ανανεωτικής Αριστεράς» , που οδήγησε στη διάσπαση του ΚΚΕ (Εσωτερικού) με τη δημιουργία της ΕΑΡ και του ΚΚΕ Εσωτερικού (Ανανεωτική-Αριστερά). Ο Γιάννη έδωσε από τη πρώτη γραμμή τη μάχη για να μείνει το «Κ» στον τίτλο του κόμματος.  Αυτός και οι σύντροφοι του έκριναν ότι εκείνο το «Κ» είχε τεράστια πολιτική σημασία γιατί προσδιόριζε τον ιδεολογικό ορίζοντα της Αριστεράς. Έναν πολιτικό ορίζοντα που δεν θα πρέπει να είναι ο τοσοδούλης της διαμαρτυρίας και της γενικώς και αορίστως κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά θα πρέπει να είναι μακρινός και μεγάλος, όπως ακριβώς είναι και οι δυνατότητες της εργατικής τάξης. Το «Κ» του Μπανιά και των συντρόφων του προσδιορίζει μια Αριστερά που θέλει να αλλάξει τα θεμέλια του κόσμου, που, όσο και αν τον εξετάζει κριτικά, θέλει να παραμείνει ζωντανή η σύνδεση με τον Οκτώβρη, που επιμένει ότι ο κομμουνισμός αποτελεί το πιο δίκαιο κι ευγενές όραμα. Κι επέμειναν σε αυτό το «Κ» όταν έμοιαζε τίποτα γύρω τους να μη δικαιολογεί την επιλογή τους, όταν κατέρρεαν τα καθεστώτα που είχαν καπηλευτεί και συκοφαντήσει αυτό το «Κ», όταν οι καμποτίνοι υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας αποδεχόμενοι ότι αυτό το «Κ» ήταν ολοκληρωτισμός, καθώς και ότι ήταν ο Κάουτσκι που είχε δίκιο, και όχι ο Λένινν. Όταν όλα πήγαιναν δεξιά, ο Μπανιάς και το ΑΑ πήγαν αριστερά.

Το «αριστερά» του Γιάννη, του ΑΑ και της ΑΚΟΑ δεν ήταν δογματισμός και ξεροκεφαλιά. Είχε ιδεολογικό ψάξιμο και πολιτική αναζήτηση, κριτική ματιά στα πεπραγμένα τόσο γενικά του κομμουνιστικού κινήματος όσο και ειδικά της «ανανέωσης», άνοιγμα στην οικολογία και τα νέα κινήματα, δημιουργία της Εποχής, όχι ως κομματικού οργάνου, αλλά ως εφημερίδας του «χώρου» συνολικά. Ο Γιάννης δεν ήταν ο άνθρωπος που απλά αρνήθηκε την αποκομμουνιστοποίηση και πέρασε τον υπόλοιπο βίο του προσέχοντας μην αλλοιωθεί η μούμια του Λένιν. Ήταν εκεί στα αντιρατσιστικά και τις ευρωπορείες, στη Γένοβα και το Δεκέμβρη, στις δίκες για να καταρρεύσουν τα στημένα κατηγορητήρια. Με τη δική του προσέγγιση (κάπως βαριά και παλαιοκομμουνιστική στα μάτια μου), αλλά πάντοτε εκεί, οπουδήποτε ξεφύτρωνε το νέο.

Η τελευταία μεγάλη πολιτική πράξη του Γιάννη Μπανιά ήταν η συμβολή του στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμβολή αυτή δεν έγκειται μόνο στο ότι ο ίδιος και ΑΚΟΑ είχαν υιοθετήσει τα τελευταία 15 χρόνια την άποψη της ενότητας και της ανασύνθεσης. Εξίσου μεγάλη σημασία είχε και η «αντικειμενική» διάσταση της πολιτικής παρέμβασης τους, το ότι δηλαδή η ΑΚΟΑ αποτέλεσε γέφυρα και δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στο Συνασπισμό και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστερά που συνέπραξαν στο καινούργιο ενωτικό σχήμα. Χωρίς αυτό το δίαυλο, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η Εποχή, η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.

Κλείνοντας, θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει αναφορά σε δύο σημεία που πολλές φορές αποσιωπούνται, ενώ δεν θα έπρεπε. Ο Γιάννης μπήκε στην Αριστερά με περιουσία, και τελειώνει το βίο του φτωχός. Αυτή η περιουσία δεν φαγώθηκε για να κάνει πολιτική καριέρα, αλλά αφιερώθηκε στις ανάγκες της Αριστεράς. Σε εποχές που η ενασχόληση με τα κοινά ταυτίζεται με τον καριερισμό και τον παράνομο πλουτισμό, η αριστερή ανιδιοτέλεια ανθρώπων όπως ο Γιάννης πρέπει να εξαίρεται. Το δεύτερο σημείο είναι ότι η εμμονή στην επιλογή του «Κ» είχε προσωπικό κόστος. Εξαιτίας αυτής της επιλογής, ο Γιάννης όχι μόνο έχασε την  ηγεσία ενός σχετικά μεγάλου κόμματος της Αριστεράς, αλλά βρέθηκε για μεγάλο διάστημα περιθωριοποιημένος, ως επικεφαλής πια μιας μικρής πολιτικής οργάνωσης. Προσωπικά πιστεύω ότι γι’ αυτό, το ότι δηλαδή επέμεινε στην άποψη του αναλαμβάνοντας το κόστος, τού αξίζει ο μεγαλύτερος έπαινος.

Γιάννης Αλμπάνης, 29/3/2012

Περισσότερα

Μετανάστες, οι Εβραίοι της μνημονιακής εποχής

Από το Red Notebook

Αν κάποιος είχε αμφιβολίες για το κατά πόσο η μνημονιακή εποχή μας έχει αναλογίες με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης , παρακολουθώντας το δελτίο ειδήσεων του Μέγκα το βράδυ της 26ης Μαρτίου, σίγουρα θα άλλαζε άποψη. Η παρουσίαση της ανακοίνωσης για τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών έγινε με τους όρους του κλασικού φασισμού. Οι μετανάστες σταθερά συσχετίζονταν με τις χωματερές, οι δε αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έβρισκαν την αναλογία τους στα τοπικά κινήματα ενάντια στην εγκατάσταση ΧΥΤΑ. Οι μετανάστες που ζουν στο κέντρο της Αθήνας παρουσιάστηκαν «σαν υγειονομική βόμβα που απειλεί την υγεία μας», καθώς  και σαν φορείς (εννοείται) της εγκληματικότητας. Η συνάφεια με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι ναζί τους Εβραίους είναι προφανής: άνθρωποι-σκουπίδια που στην πραγματικότητα έχουν εκπέσει της ανθρώπινης ιδιότητας , μολυσματικές εστίες που απειλούν την καθαρότητα και την υγεία του εθνικού σώματος, στυγεροί εγκληματίες που ληστεύουν τους φιλήσυχους γηγενείς εργαζόμενους. Σήμερα, ξέρουμε από την ιστορική εξέλιξη, ότι η απανθρωποποίηση των Εβραίων αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την εξόντωση τους.

Μια κρατική πολιτική

Θα ήταν ευχής έργο η παρουσίαση του καναλιού για την οποία μόλις έγινε λόγος, να συνιστούσε μια από τις γνωστές φασίζουσες υπερβολές στις οποίες μας έχει συνηθίσει η τηλεόραση της διαπλοκής. Δυστυχώς, οι « έγκριτοι δημοσιογράφοι» των 8:00 κινήθηκαν στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος με τις δηλώσεις που έκανε ο υπουργός καταστολής Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, αναγγέλλοντας την ίδρυση των στρατοπέδων. Με το γνωστό του ύφος, υβρίδιο μάνατζερ πολυεθνικής και επιθεωρητή Κάλαχαν, ο Χρυσοχοϊδης δήλωσε: «Παρουσίασα επίσης, στους κ. Περιφερειάρχες και στους Δημάρχους, τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσουν αυτά τα κέντρα φιλοξενίας. Καθώς και ότι αυτή τη στιγμή, η χώρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο ζήτημα δημόσιας υγείας. Υπάρχει μία «βόμβα» δημόσιας υγείας. Χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται παρανόμως σε επιχειρήσεις εστίασης, παραγωγής τροφίμων και αυτή τη στιγμή αυτό που προέχει είναι να προστατεύσουμε μεταξύ των άλλων και τη δημόσια υγεία. Εκεί, λοιπόν, στους χώρους αυτούς που θα δημιουργηθούν θα υπάρχουν υποδομές υγείας προκειμένου αυτοί οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν τα όποια προβλήματα με τρόπο αποτελεσματικό έτσι ώστε να επιστρέψουν στις πατρίδες τους υγιείς και να μη μεταδίδουν και εκεί τα νοσήματα τα οποία έχουν εδώ για λόγους που έχουν να κάνουν με τον τρόπο διαβίωσής τους.» Και στη συνέχεια: «Κάνω έκκληση στις τοπικές κοινωνίες, στους εκπροσώπους της Αυτοδιοίκησης, στους κ. Περιφερειάρχες. Τους καλώ όλους να συνεργαστούμε και να δουλέψουμε μαζί για να δώσουμε απάντηση στην αγωνία των πολιτών για ασφάλεια, για δημόσια υγεία, για κοινωνική ειρήνη και κοινωνική συνοχή. Δεν μπορούμε να το υποστούμε αυτό άλλο.»  Επομένως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μιντιακές υπερβολές, αλλά με μια κεντρικά σχεδιασμένη κρατική πολιτική.

Αποδιοπομπαίοι τράγοι

Στη δεύτερη αποστροφή των δηλώσεων Χρυσοχοϊδη μπορεί εύκολα να ανιχνεύσει τις πολιτικές-προεκλογικές σκοπιμότητες της αιφνίδιας ανακοίνωσης για τα στρατόπεδα, λίγες ημέρες μετά την αλλαγή ηγεσία στο Υπουργείο Καταστολής. Το μνημονιακό μπλοκ επιχειρεί να αλλάξει την ατζέντα εν όψει εκλογών, στρέφοντας το ενδιαφέρον από το αδιέξοδο της ακολουθούμενης πολιτικής προς την υστερία για το μεταναστευτικό. Δεν είναι το Μνημόνιο που ευθύνεται για την απώλεια της «ασφάλειας», την επιδείνωσης της «δημόσιας υγείας», τη διασάλευση  της «κοινωνικής ειρήνης» και τη διάρρηξη της «κοινωνικής συνοχής», αλλά οι μετανάστες. Δεν είναι οι μνημονιακές πολιτικές κυβέρνησης, τρόικας κι εργοδοσίας που έχουν ρίξει την κοινωνία στη μιζέρια, αλλά οι ξένοι εργάτες που είτε έρχονται στην Ελλάδα για το μεροκάματο είτε περνάνε από τη χώρα με κατεύθυνση την Ευρώπη. Δεν είναι το αστικό πολιτικό προσωπικό, δηλαδή ο Χρυσοχοΐδης και οι συνεργάτες του, που οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή, αλλά όσοι είναι τελείως αμέτοχοι των μεγάλων πολιτικών αποφάσεων και υφίστανται την πιο άγρια εκμετάλλευση. Οι θύτες του «ελληνικού εγκλήματος» προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τα πιο μεγάλα θύματα των πράξεων τους. Θέλουν  να μετατρέψουν  τους μετανάστες στους αποδιοπομπαίους τράγους της κοινωνικής κρίσης, στους αποδέκτες της γενικευμένης οργής για την εξαθλίωση. Στρέφοντας τους φτωχούς ενάντια σε αυτούς που είναι ακόμα πιο φτωχοί, οι πλούσιοι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι –και οι παρελάσεις να διεξάγονται ομαλώς…  Στο σημείο αυτό, δηλαδή στη μετατροπή των μεταναστών σε αποδιοπομπαίους τράγους, ανιχνεύεται η δεύτερη αναλογία με τους Εβραίους της Βαϊμάρης. Και τότε δεν ήταν οι καπιταλιστές που ευθύνονταν για την άγρια εκμετάλλευση και την απέραντη φτώχεια, δεν ήταν οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού στις οποίες οφείλονταν η κρίση και η έκρηξη της ανεργίας. Όχι, ήταν οι Εβραίοι που είχαν μαχαιρώσει πισώπλατα το γερμανικό στρατό στον Μεγάλο Πόλεμο και συνέχιζαν να απομυζούν την ικμάδα του έθνους. Κι εδώ, η ιστορική εξέλιξη δεν αφήνει χώρο για παρανοήσεις: τα πογκρόμ και η θεσμοθέτηση των διακρίσεων οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση του συνόλου των εργαζομένων κι εντέλει στην καταστροφή του πολέμου.

Φυλάκιση χωρίς έγκλημα

Ο Χρυσοχοΐδης, ο Σαμαράς και οι «έγκριτοι δημοσιογράφοι» θέλουν να φυλακίσουν χιλιάδες μετανάστες  όχι γιατί έχουν διαπράξει κάποια παρανομία, αλλά με βάση ακριβώς την ιδιότητά τους ως μετανάστες. Η παράνομη είσοδος σε μια χώρα είναι μια διοικητική παράβαση, πταισματικού χαρακτήρα, που σε καμιά περίπτωση δεν προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Δεν υπάρχει εύλογη αντιστοιχία  ανάμεσα σε αυτήν την παράβαση και την πολύμηνη κράτηση  που προβλέπεται στα στρατόπεδα. Ο εγκλεισμός του μετανάστη λαμβάνει χώρα εξαιτίας σκοπιμοτήτων εξωτερικών των δικών του πράξεων, δηλαδή χάριν της γενικής αποτροπής της μετανάστευσης, καθώς και μιας νεφελώδους «προστασίας» της κοινωνικής ειρήνης και της δημόσια υγείας. Ένας ολόκληρος πληθυσμός τίθεται εκτός της προστασίας τους νόμου, γίνεται αυτομάτως αντικείμενο καταστολής και κολασμού –και ξανά ο νους μας στους Εβραίους του Ράιχ…

Αριστερή πολιτική

Λόγω της κρίσης, η Ελλάδα έχει πάψει πλέον να είναι τόπος υποδοχής μεταναστών. Όσοι φτάνουν εδώ, έχουν τελικό προορισμό τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Επιπλέον, είναι πάρα πολλοί οι μετανάστες που εγκαταλείπουν τη χώρα ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά έξαρση μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι ότι έχουμε μια πρωτοφανή έξαρση της φτώχειας και της εξαθλίωση (ελέω Μνημονίου), με ταυτόχρονη παντελή απουσία οποιασδήποτε μέριμνας για όσους περιθωριοποιούνται –είτε αυτοί είναι ντόπιοι είτε μετανάστες. Οι καταστάσεις εξαθλίωσης στο κέντρο της Αθήνας δεν οφείλονται στη μετανάστευση, αλλά στη διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών, στο ότι χιλιάδες άνθρωποι (ντόπιοι και μετανάστες) δεν έχουν ένα πιάτο φαΐ και στέγη για το βράδυ. Το δεύτερο πράγμα που συμβαίνει, είναι ότι οι έλεγχοι και τα μπλόκα στα δυτικά σύνορα της χώρας καθυστερούν (χωρίς βέβαια τελικά να αποτρέπουν) τη διέλευση των μεταναστών. Κατά συνέπεια, η τράνζιτ παραμονή στην Ελλάδα επιμηκύνεται, σε καθεστώς μάλιστα απουσίας οποιασδήποτε μέριμνας. Σε αυτά τα δύο σημεία, δηλαδή την  κοινωνική πρόνοια και τη συνθήκη Δουβλίνο 2, η Αριστερά μπορεί να πει πολλά πράγματα, και μάλιστα ωραία, πολιτικότατα και πιασάρικα. Πριν φτάσουμε όμως σε αυτά τα ωραία και πολιτικά, θα πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε τις δύο ιδεολογικές αφετηρίες της Αριστεράς (γιατί οτιδήποτε άλλο δεν είναι Αριστερά). Πρώτον, με το φασισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν διαπραγματευόμαστε, τον πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις. Εξήντα χρόνια μετά τη Μακρόνησο δεν επιτρέπεται να ανεχτούμε την αναβίωση του εφιάλτη. Δεύτερον, θεωρούμε τους μετανάστες αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης. Δεν τους αντιμετωπίζουμε με συμπάθεια, αλλά είμαστε σύντροφοι και συναγωνιστές τους. Γιατί εμείς οι αριστεροί είμαστε μ’ εκείνο το ουρανόμηκες «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Με αυτό είμαστε εμείς, χωρίς μα και αλλά. Η αναγκαία πολιτική έπεται.

Για όσους θέλουν να ψάξουν το θέμα των στρατοπέδων, τα βιβλία του Τζόρτσιο Αγκάμπεν Homo Sacer  και Κατάσταση Εξαίρεσης μπορεί να φανούν πολύ χρήσιμα

Γιάννης Αλμπάνης 26/3/2012

Περισσότερα

Κι εσείς τι προτείνετε;

Από το Red Notebook

«Κι εσείς τι προτείνετε;»  Το ερώτημα συνοδεύει σταθερά τις εξ αριστερών κριτικές στο Μνημόνιο και την κοινωνική ερήμωση. Στην πραγματικότητα, δεν το θέτουν μόνοι όσοι ειλικρινά αναζητούν εναλλακτικές προτάσεις, αλλά και όσοι υπονοούν δια της ρητορικής ερώτησης ότι το Μνημόνιο, όσο επώδυνο για είναι, αποτελεί μονόδρομο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Το «κι εσείς τι προτείνετε» μπορεί να ηχεί εκνευριστικό όταν διατυπώνεται από τους Ηρακλείς της καθεστωτικής κοινοτοπίας στο Protagon, εντούτοις, αποτελεί το πιο χτυπητό σημάδι της αλλαγής (προς τα αριστερά) της πολιτικής συγκυρίας. Μέχρι πρόσφατα αυτό το ερώτημα δεν διατυπωνόταν ποτέ (ή τουλάχιστον διατυπωνόταν πολύ σπάνια) τόσο γιατί η συντριπτική πλειοψηφία ουδόλως ενδιαφερόταν για το ποιο ακριβώς πρόγραμμα υποστήριζε  η Αριστερά, όσο και γιατί οι νεανικές πρωτοπορίες που εντάσσονταν στο κίνημα, περισσότερο το έπρατταν ορμώμενες από μια ηθική απόρριψη του καπιταλισμού και των ιεραρχικών σχέσεων, παρά από μια καλά θεμελιωμένη ιδεολογική τοποθέτηση. Το «κι εσείς τι προτείνετε» ανταποκρίνεται σε μια συγκυρία όπου ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που όντως προτείνουν οι καθεστωτικές δυνάμεις είναι η συντεταγμένη πορεία από το κακό στο χειρότερο, πράγμα που έχει σα συνέπεια να τείνουν ευήκοα ώτα στις αριστερές φωνές.

Τώρα λοιπόν μας ακούν, και τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι ανάγκη η Αριστερά να κάνει όσο πιο σαφές γίνεται το μήνυμα της. Γιατί τώρα δεν χρειάζεται πια να δώσει δυνάμεις για να πείσει ότι η κατάσταση είναι χάλια –η συντριπτική πλειοψηφία το ξέρει γιατί το ζει καθημερινά. Ούτε χρειάζεται να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια για να πείσε ότι είναι επείγουσα ανάγκη η αλλαγή πορείας –και αυτό τε ξέρουν οι περισσότεροι, γι’ αυτό άλλωστε διατίθενται να ακούσουν τι έχει να πει η Αριστερά. Αν ανατρέξουμε στις αρχαιοελληνικές καταβολές της λέξης, θα θυμηθούμε ότι κρίση δεν είναι μόνο ο κλυδωνισμός του υπάρχοντος, αλλά και το σημείο καμπής όπου το υποκείμενο της δράσης θα πρέπει να κάνει μια επώδυνη επιλογή. Τώρα λοιπόν για τη μεν ελληνική κοινωνία είναι η ώρα της επιλογής, για τη δε Αριστερά η ώρα της παρουσίασης της επιλογής που προτείνει, με όσο πιο απλό, κατανοητό και πειστικό τρόπο γίνεται.

Οι δυσκολίες της επιλογής

Το να παρουσιάσει η Αριστερά την επιλογή που προτείνει, δεν είναι απλό εγχείρημα για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες ο ορίζοντας της αριστερής πολιτικής ήταν η αντίσταση (ριζοσπαστική ή μετριοπαθής) και όχι ένα πρόγραμμα ανατροπής και μετασχηματισμού. Οι τάχα μου «προοδευτικές» προτάσεις κυβερνητικής υπευθυνότητας αποτέλεσαν (κι αποτελούν) εκφράσεις ενσωμάτωσης στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, κι όχι αριστερά εναλλακτικά μοντέλα. Κατά συνέπεια, οι ίδιοι οι αριστεροί μοιάζουν να έχουν «ξεχάσει» τις θεμελιώδεις ιδεολογικές αναφορές της Αριστεράς. Δεύτερον, γιατί η ίδια ακριβώς κοινωνία που αγανακτεί με το Μνημόνιο και λοιδωρεί τους «πολιτικούς», αδυνατεί (ή τέλος πάντως αδυνατούσε έως τώρα) να φανταστεί μια οικονομική οργάνωση που δεν θα βασίζεται στα ιδεολογήματα του ανθρωποφαγικού νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι το μόνο μέτρο που το περιβάλλει σταθερά ως ένα βαθμό η κοινωνική συναίνεση. Ο τρίτος λόγος που εξηγεί τις δυσχέρειες της αριστερής πρότασης , είναι ότι η Αριστερά δεν παίζει μόνη της στο αντιμνημονιακό τερέν. Μπορεί η άνευ όρων προσχώρηση του Σαμαρά στο μνημονιακό μπλοκ να άνοιξε πολιτικό χώρο, αλλά το πολιτικό σύστημα δείχνει γρήγορα ανακλαστικά στην κάλυψη του. Ξεκινώντας από την Άκρα Δεξιά και φτάνοντας στην Κενροαριστερά μπορεί κανείς να βρει τουλάχιστον πέντε κόμματα (Χρυσή Αυγή, Καμμένος, εσχάτως ΛΑΟΣ, Καστανίδης-Κατσέλη, ΔΗΜΑΡ) που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στέκονται κριτικά ή απορρίπτουν το Μνημόνιο. Κι ενώ είναι σχετικά εύκολο να εγκαλέσεις για έλλειψη αξιοπιστίας όσους το εφάρμοσαν ή σκοπεύουν να το εφαρμόσουν (πρώτα ο Θεός,,,), δεν ισχύει το ίδιο για όσους από την αρχή το απέρριψαν ή για όσους στην πορεία δηλώσουν ότι βλέπουν πλέον το πράγματα με άλλο μάτι –και θα είναι πολλοί αυτοί… Σε τι διαφοροποιείται λοιπόν η Αριστερά είτε από τους νεόκοπους αντιμνημομιακούς είτε από τη λαϊκίστικη-ενθικιστική κριτική του Μνημονίου;

Η σκοπιά της Αριστεράς

Η Αριστερά λοιπόν δεν είναι γενικά η παράταξη του αντι-Μνημονίου, αλλά μια παράταξη που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στο Μνημόνιο, από τη σκοπιά όμως ενός ορισμένου πολιτικού προγράμματος: από τη σκοπιά των εργαζομένων (ντόπιων και μεταναστών) και όχι  της «εθνικής οικονομίας»∙ από τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι της (καπιταλιστικής) «ανάπτυξης»∙ από τη σκοπιά της πραγματικής (και γι’ αυτό άμεσης και συμμετοχικής) δημοκρατίας και όχι από αυτή της «σωτηρίας της χώρας». Η «εθνική οικονομία», η «ανάπτυξη» και «η σωτηρία της χώρας» ανήκουν στο λεξιλόγιο όσων θέλουν να βρουν  τρόπους για να διασώσουν το κλυδωνιζόμενο σύστημα.  Για την Αριστερά η πάλη ενάντια στο ευρωπαϊκό διεθυντήριο και την κυβέρνηση των τραπεζιτών δεν είναι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένη με την πάλη ενάντια στην ντόπια εργοδοσία, αλλά και με την επιδίωξη να εφαρμοστεί μια πολιτική αναδιανομής του πλούτου και αλλαγής αντίληψης για την παραγωγή. Η Αριστερά αντιπαλεύει το Μνημόνιο από τη σκοπιά της αντίθεσης της στον καπιταλισμό, και όχι από αυτή της αναζήτησης μιας υποτιθέμενης εύρυθμης λειτουργίας του Στο επόμενο διάστημα, όσο θα είναι αναγκαίο να ξεσκεπαστεί η υποκρισία εκείνων απορρίπτουν το Μνημόνιο για να το εφαρμόσουν στην πράξη, άλλα τόσο πρέπει να καταγγέλλεται ο αντιμνημονιακός «αντιιμπεριαλισμός της πεντάρας» της λαϊκίστικης ακροδεξιάς (είτε απροκάλυπτης είτε ντροπαλής).  Αν με τους πρώτους διατρέχουμε τον κίνδυνο της διαιώνισης της μνημονιακής πολιτικής, με τους δεύτερους μπορεί να ανοίξει για πρώτη φορά η πόρτα στο ενδεχόμενο της επιστροφής των μεσοπολεμικών βρικολάκων –άσε που οι βρικόλακες στο τέλος πάντες τα κάθε λογής μνημόνια εφαρμόζουν…

Λιτό, σαφές και σταθερό μήνυμα

Ωστόσο, η υπενθύμιση των διαφορών που χωρίζουν την Αριστερά με άλλες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις δεν αρκεί για να κάνει την πρόταση της εύληπτη και πειστική. Είναι εξίσου σημαντικό το αριστερό μήνυμα να είναι λιτό, σαφές και σταθερά επαναλαμβανόμενο:

Λιτό, γιατί κανένας δεν μπορεί να θυμηθεί σχοινοτενείς και περίπλοκες τοποθετήσεις.

Σαφές, γιατί κανείς δεν αρκείται σε γενικόλογες απαντήσεις όταν τα ερωτήματα είναι τόσο ξεκάθαρα πιεστικά, όσο η ίδια η επιβίωση του.

Σταθερά επαναλαμβανόμενο, γιατί αν η πολιτική πρόταση διαφοροποιείται κάθε βδομάδα είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη μορφή της, τότε πολύ απλά αυτοαναιρείται. Κάτι που είτε αλλάζει είτε κατά καιρούς αποσιωπάται, δεν μπορεί να γίνει πειστικό.

Με δυο λόγια, η Αριστερά πρέπει να έρθει σε ρίξει με την παράδοση του βερμπαλιστικού πολιτικού λόγου που τον καταλαβαίνουν μόνο οι μυημένοι, του «να τα πούμε όλα για να γίνουμε πολυσυλλεκτικοί» με το οποίο τελικά κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, του  πολυσέλιδου προγράμματος που δεν παίζει κανένα πολιτικό ρόλο γιατί κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να το διαβάσει, της ωριαίας πολιτικής ομιλίας της οποίας το περιεχόμενο κανένας δεν θυμάται μετά το τέλος της. Χρειαζόμαστε λίγα και καθαρά πράγματα, στα οποία να επιμένουμε.

Και αυτά τα λίγα πράγματα θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τέσσερις βασικούς άξονες:

  1. Στην απόρριψη του Μνημονίου και την άρνηση πληρωμής του χρέους, ακόμα και αν αυτό σημάνει τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
  2. Στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και την επιβολή μορατόριουμ στην αποπληρωμή των χρεών των εργαζόμενων  καθώς και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  3. Στην αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος μέσω της αποφασιστικής φορολόγησης του πλούτου και της δωρεάν πρόσβασης για όλους σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγεία και η παιδεία.
  4. Σε ένα επείγον πρόγραμμα καταπολέμησης της ανεργίας μέσω της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και της διευκόλυνσης των εργαζόμενων να πάρουν στα χέρια τους τη διοίκηση όσων επιχειρήσεων απειλούνται με λουκέτο.

Είναι προφανές ότι οι προαναφερθέντες άξονες δεν εξαντλούν την αριστερή πολιτική πρότασης –μπορεί μάλιστα ορισμένοι να τους κρίνουν  ανεπαρκείς. Αποτελούν όμως ένα παράδειγμα του ότι αυτή η πρόταση όχι μόνο πρέπει, αλλά μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες φράσεις. Έχουμε πράγματα να πούμε και μπορούμε να τα πούμε απλά και γρήγορα για να απαντάμε με πειστικότητα στο «κι εσείς τι προτείνετε». Ωστόσο, σε κάθε τέτοια απάντηση είναι απαραίτητο να προστίθεται μια απλή αλλά θεμελιώδης σημείωση: Όσα προτείνει η Αριστερά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από την ίδια, αλλά από τους ίδιους «τους από κάτω». Γιατί αυτό που διαφοροποιεί την Αριστερά από τον αστικό πολιτικό κόσμο, είναι ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της σωτήρα των κατατρεγμένων, αλλά στηρίζεται στη θεμελιώδη πεποίθηση ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Η αριστερή πολιτική πρόταση δεν είναι όχημα ανάθεσης, αλλά πλαίσιο αυτοοργάνωσης και συλλογικής δράσης.

Γιάννης Αλμπάνης 18/3/12

Περισσότερα