«Με τέτοιο χαλασμό, δεν είναι να κυκλοφορεί έξω κανένα πλάσμα του Θεού», σκέφτηκε φωναχτά ο Γιακουμής. Και πολύ καλά το είχε σκεφτεί, γιατί εκεί έξω λυσσομανούσε ο αέρας, ενώ η βροχή ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις απέναντι το σπίτι του Μήτσου του επιστάτη, κι ας ήταν μοναχά πενήντα μέτρα από την αποθήκη. Εκεί στην αποθήκη φύλαγε ο κύριος Δερβέτογλου όλα τα καλά του κόσμου, λάδι, αλεύρι, σαλάμια, όσπρια, τυριά, παστές σαρδέλες, τουρσιά και μαρμελάδες. Από εκεί κάθε πρωί ο Γιακουμής φόρτωνε την καρότσα με τα καλούδια για να μη λείψει τίποτα από το μπακάλικο του κυρίου Δερβέτογλου, το πιο ονομαστό, όχι μόνο στην πόλη τους, αλλά σε όλο το νομό. Κι εκεί ακριβώς, στη μεγάλη αποθήκη, ακούγοντας τις βροντές και τη μανία του αέρα, ο Γιακουμής αισθάνθηκε για πρώτη φορά τυχερός εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς: τυχερός γιατί δεν χρειαζόταν να βρίσκεται έξω μια τέτοια νύχτα· τυχερός, γιατί ο Μήτσος ο επιστάτης τον αγαπούσε, παρόλο που τον έλεγε συνέχεια κουτορνίθι, κι είχε παρακαλέσει τον κύριο Δερβέτοβγλου να τον πάρει στη δούλεψή του, λίγο μετά που πέθανε η μάνα. Να ΄χει καλά ο Θεός τον κύριο Δερβέτογλου που αν και μεγάλος και τρανός, από τους πιο πλούσιους όχι μόνο στην πόλη τους, αλλά σε όλο το νομό, τον λυπήθηκε τον φουκαρά τον Γιακουμή -κι ας τον καρπαζώνει συχνά, φωνάζοντας «Α ρε Γιακουμή, δράμι νιονιό δεν έχεις».
Στην αρχή βέβαια της ημέρας, ο Γιακουμής δεν ένιωθε και τόσο τυχερός. Πού ξανακούστηκε να περάσει παραμονή Πρωτοχρονιάς βαστώντας καραούλι στην σκοτεινή και κρύα αποθήκη! Αλλά πώς μπορούσε πάλι να πει όχι; Περνούσε με την καρότσα μπροστά από το καφενείο του κυρ Ανέστη όταν ο κύριος Δερβέτογλου του ΄κανε νόημα να σταματήσει και να μπει μέσα. Ο Γιακουμής δεν πήγαινε ποτέ στου κυρ Ανέστη, γιατί αυτό δεν ήταν καφενείο για ανθρώπους της σειράς του· εκεί σύχναζαν οι άρχοντες της πόλης. Και τώρα πάλι, με τον κύριο Δερβέτογλου κάθονταν ο κύριος Πετρόπουλος, ο πιο πλούσιος κτηματίας της περιοχής, ο ενωμοτάρχης και ο πάτερ Ευστράτιος, ο αρχιμανδρίτης που λειτουργούσε στην ενορία του κέντρου.
«Γιακουμή, σού έχω μια σημαντική αποστολή για απόψε το βράδυ», είπε με πολύ σοβαρό ύφος ο κύριος Δερβέτογλου. «Επειδή είσαι ο πιο έμπιστος και ικανός άνθρωπός μου, θα πρέπει να κάνεις την πιο δύσκολη δουλειά. Όπως ξέρεις βέβαια, γιατί είσαι άνθρωπος γνωστικός εσύ, απόψε το βράδυ έρχονται οι καλικάντζαροι από τις χώρες του Κάτω Κόσμου για να ρημάξουν το βιος των ανθρώπων. Του διαόλου πλάσματα, σιχαμένα τέρατα που μας ζηλεύουν γιατί ζούμε πάνω στη Γη και χαιρόμαστε το φως του ήλιου. Πέρσι, θα το θυμάσαι σίγουρα, είχαν μπουκάρει στη μεγάλη αποθήκη και είχαν βουτήξει ένα σωρό σαλάμια και μαρμελάδες. Γιακουμή, μόνο σε σένα μπορώ να στηριχτώ για να μην έχουμε τα ίδια και φέτος. Μόνο εσύ μπορείς να μείνεις άγρυπνος φρουρός όλη νύχτα, για να μη μας κλέψουν πάλι τα διαβολοπλάσματα».
Ο Γιακουμής στεκόταν αμήχανος. Είχε βέβαια ακούσει μικρός, πριν πεθάνει η μάνα, ιστορίες για τους καλικαντζάρους που είναι σιχαμένοι και αντίχριστοι, άνθρωποι και πίθηκοι και γαϊδάροι μαζί. Αλλά ποτέ του δεν είχε δει κανέναν, ούτε θυμόταν πέρσι να τους είχαν κλέψει τίποτα από την αποθήκη. Άσε που διακρίνοντας με την άκρη του ματιού του τον ενωμοτάρχη και τον κύριο Πετρόπουλο να κρυφογελάνε, του ΄ρθε ιδέα μήπως ο κύριος Δερβέτογλου του ΄χε στήσει πάλι καμιά φάρσα, σαν τότε που τον είχαν στείλει να ψάχνει τη λαβωμένη νεράιδα στην ακροποταμιά: «Α ρε Γιακουμή, τόσο αγαθιάρης είσαι που όλα τα χάφτεις. Κουκούτσι μυαλό δεν έχεις.». Ο Γιακουμής λοιπόν δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια μεριά δεν μπορούσε να παρακούσει την εντολή του κυρίου Δερβέτογλου, που να του δίνει ο Θεός χρόνια για τη μεγάλη χάρη που του ΄χε κάνει· από την άλλη όμως δεν ήθελε να τον ταράξουν στην καζούρα τα μπακαλόπαιδα.
Ο πάτερ Ευστράτιος, ξακουστός σε όλο το νομό για την αγιότητα και τα σοφά κηρύγματα του, τον έβγαλε από την αμηχανία. «Γιατί διστάζεις, παιδί μου; Το να προστατεύσεις την περιουσία του αφέντη σου από τα πλάσματα του διαβόλου είναι θεάρεστο έργο. Αυτός είναι ο σκοπός μας επί Γης, όπως λένε τα θεία Ευαγγέλια. Να προστατεύουμε τα έργα του Κυρίου από τις στρατιές του Αντίχριστου». Και με αυτά τα θαυμαστά λόγια ο φτωχός ο Γιακουμής πείστηκε να φυλάξει καραούλι Παραμονή Πρωτοχρονιάς στην αποθήκη του κυρίου Δερβέτογλου, γιατί σκέφτηκε ότι ένας άγιος άνθρωπος σαν τον πάτερ Ευστράτιο δεν θα τον κορόιδευε ποτέ. Άλλωστε τόσες φορές είχε ακούσει, πριν πεθάνει η μάνα, για το ρημαδιό που έκαναν οι καλικάντζαροι. Έτσι, με το που έπεσε ο ήλιος, πήρε ένα ματσούκι και κίνησε για τη σκοτεινή και κρύα αποθήκη.
Με την καταιγίδα θα είχε ξεπαγιάσει, αν δεν είχε έρθει ο Μήτσος ο επιστάτης φέρνοντας μια βαριά μπατανία, κάμποσο παστό και ένα φλασκί κρασί. Του άναψε και τη λάμπα. «Κοίτα μην ξαγρυπνήσεις όλο το βράδυ – δεν υπάρχει λόγος. Οι πόρτες αμπαρώνουν καλά· οι καλικάντζαροι δεν μπορούν να μπουν. Να ΄χουμε καλή χρονιά ρε Γιακουμή», είπε ο Μήτσος, που ήταν καλός άνθρωπος, αλλά φοβόταν τον κύριο Δερβέτογλου γιατί είχε πέντε στόματα να θρέψει. «Καλή χρονιά στην οικογένεια», απάντησε βαριά ο Γιακουμής που, παρά τα λόγια του πάτερ Ευστράτιου, δεν του φαινόταν τυχερό να πρέπει να περάσει την παραμονή μέσα στην αποθήκη. Άλλαξε γνώμη μόνο όταν άρχισε να λυσσομανάει ο αέρας, κι η βροχή να πέφτει τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις απέναντι το σπίτι του Μήτσου του επιστάτη, οπότε ο Γιακουμής αισθάνθηκε τυχερός που ήταν κάτω από στέγη, σκεπασμένος με την μπαντανία, και μπορούσε να κατεβάσει μερικές γουλιές από το κρασί του Μήτσου. «Με τέτοιο χαλασμό, δεν είναι να κυκλοφορεί έξω κανένα πλάσμα του Θεού».
Κάτι η ζεστασιά της μπαντανίας, κάτι η κούραση της ημέρας, κάτι που είχε κάνει κάμποσες φορές το πηγαινέλα από την αποθήκη γιατί το μαγαζί είχε πολύ κόσμο, κάτι τέλος το κρασί του Μήτσου, τον Γιακουμή τον πήρε ύπνος ανέφελος, όπως συμβαίνει με τους καλούς ανθρώπους. Και θα κοιμόταν μέχρι το πρωί της Πρωτοχρονιάς, αν δεν τον ξυπνούσε ένας γδούπος από τα μισά της αποθήκης, στα αριστερά, όπως κοίταζες την πόρτα. Πετάχτηκε κατευθείαν, γιατί είχε πιει αρκετά για να βαρύνει αλλά όχι για να πέσει αναίσθητος, άρπαξε το ματσούκι με το ένα χέρι και τη λάμπα με το άλλο, κι έτρεξε κατά τη μεριά του θορύβου. «Ακίνητοι, σατανάδες καλικάντζαροι, πίσω και σας έφαγα!». Αλλά οι σατανάδες που είχαν σπάσει το τζάμι του φεγγίτη για να πηδήξουν μέσα στην αποθήκη του κυρίου Δερβέρογλου δεν φάνηκαν στον Γιακουμή και τόσο διαβολικοί. Ήταν βέβαια τριχωτοί, βρωμιάρηδες κι έμοιαζαν με αγρίμια. Δύσκολα θα τους έλεγες ανθρώπους. Όπως τους φώτισε η λάμπα όμως, ήταν κουρελήδες, καταγδαρμένοι και τελείως μουσκεμένοι. Όταν μάλιστα πλησίασε με το ματσούκι να αιωρείται απειλητικά ψηλά στον αέρα, τους είδε να τρέμουν και το φόβο να κυριεύει τα παράξενα κόκκινα μάτια τους, ίδια με των ζώων. «Να βρούμε απάγκιο θέλουμε μόνο. Δεν θα πειράξουμε τίποτα, κύριε», ψέλλισε ένας απ΄ τους εισβολείς που είχαν πια κολλήσει στον τοίχο. Και ο Γιακουμής, που κανένας μέχρι τότε δεν τον είχε φωνάξει κύριο, σάστισε για τα καλά. Ήταν απολύτως έτοιμος να παλέψει μέχρι θανάτου με τα τάγματα του Εξαποδώ για να υπερασπιστεί την περιουσία του κυρίου Δερβέτογλου. Αυτό άλλωστε ήταν το καθήκον των Χριστιανών. Δεν του ΄κανε καρδιά όμως να ξυλοφορτώσει τούτα τα βρεγμένα και φοβισμένα πλάσματα, που είχαν μπουκάρει μέσα γιατί έξω χάλαγε ο κόσμος. Έτσι κι αλλιώς, να χτυπάς τους αδύναμους δεν το ΄βρισκε σωστό, πόσο μάλλον όταν βρίσκονταν σε ανάγκη και ικέτευαν. Άσε που τον είχαν πει κύριο, κι αυτό τον είχε συγκινήσει τόσο, ώστε ένοιωθε υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευγένεια. Έτσι, ο Γιακουμής κάθισε σαστισμένος και αμίλητος για κάμποσες στιγμές, με τη λάμπα στο ένα χέρι και το άλλο να κρατάει απειλητικά ψηλά το ματσούκι. Μέχρι που τελικά ο πήρε την απόφαση του και κατέβασε το ματσούκι.
Με το πιο αυστηρό ύφος που μπορούσε να πάρει, περίπου όπως είχε ακούσει να μιλά ο ενωμοτάρχης, τους είπε θα μπορούσαν να μείνουν μέχρι να περάσει η θύελλα, προειδοποιώντας όμως ότι ο ίδιος θα έμενε ξάγρυπνος και στην παραμικρή κίνηση θα τους ξυλοφόρτωνε άγρια. Τους απείλησε ότι αν πήγαιναν να εκμεταλλευτούν την καλοσύνη του, θα έφευγαν μισεροί από κει μέσα. Οι καλικάντζαροι έπεσαν στα πόδια του, τον ευχαρίστησαν με δάκρυα στα μάτια, του υποσχέθηκαν ότι θα έμεναν ήσυχοι όλη τη νύχτα κι ευχήθηκαν να του το ανταποδώσει ο Θεός, πράγμα που μπέρδεψε πολύ τον Γιακουμή γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα πλάσματα του Διαβόλου επικαλούνται τον Κύριο και Σωτήρα μας. Όπως και να έχει όμως, ξαγρύπνησε παρακολουθώντας τους καλικάντζαρους να λαγοκοιμούνται με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο. Τα παράξενα πλάσματα κράτησαν το λόγο τους, κι ούτε που σάλεψαν όλη νύχτα.
Σαν άρχισε να ξημερώνει και κόπασε η θύελλα, ο Γιακουμής τους άνοιξε την πόρτα για να τραβήξουν το δρόμο τους. Φεύγοντας, ο τελευταίος, ο ίδιος που του είχε μιλήσει προηγουμένως, γύρισε και του ξανάπε: «Να στο ανταποδώσει ο Θεός, γιατί εμάς κανείς δεν μάς λυπάται, όλο μας κυνηγάνε». Ο Γιακουμής δεν απάντησε τίποτα. Μαντάλωσε πάλι την πόρτα, έσβησε τη λάμπα, έξω φώταγε άλλωστε, σκεπάστηκε με την μπαντανία και αφέθηκε στον ήσυχο ύπνο όσων έχουν κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών. Ήταν πια Πρωτοχρονιά.
Γιάννης Αλμπάνης
Πρόσφατα σχόλια