Μερίδες ΔΝΤ

Από το iCookGreek

Έχω πάει αρκετές φορές στην Τουρκία, με πιο πρόσφατη πριν κάτι μήνες, οπότε βρέθηκα στην Πόλη για μία βδομάδα. Αν δεν έχετε πάει, και σας έχει μείνει κανένα φράγκο από τη χαρατσοθύελλα, να πάτε οπωσδήποτε. Είναι κοντά, είναι φθηνά, και η Κωνσταντινούπολη είναι μια πανέμορφη πόλη –ο γράφων έχει κόψει εδώ και καιρό τα διάφορα «μια από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου» διότι είναι εξίσου αστήρικτα με τα διάφορα «Ελλάδα, η ομορφότερη χώρα της γης», που τόσο μας αρέσουν. Αν μάλιστα έχετε ροπή προς τη μάσα, που μάλλον έχετε δεδομένου ότι εντρυφείτε στο ανά χείρας περιοδικό, τότε θα περάσετε σούπερ στην πόλη των δύο ηπείρων. Αν, ακόμα περισσότερο, νιώθετε ακατανίκητη ροπή προς το street food, είτε στην εκδοχή γύρου είτε στη διπλή παραλλαγή μύδι-πιλάφι και μύδι-σκορδαλιά, τότε μπορεί πολύ εύκολα να την πατήσετε. Κατεβαίνοντας από το Ταξίμ τον τεράστιο πεζόδρομο της Ιστικλάλ, της Μεγάλης Οδού των Ρωμιών, οι πειρασμοί των πολλών λιπαρών και των ακόμα περισσότερων μπαχαριών διαδέχονται ο ένας τον άλλο σε τόσο καταιγιστικούς ρυθμούς, ώστε, αν δεν διακατέχεστε από το πνεύμα της σιδηράς γερμανικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, μπορεί εύκολα να οδηγηθείτε σε παντελόνι δύο νούμερα μεγαλύτερο. Η Πόλη είναι ο παράδεισος της μάσας στο πόδι…

Ωστόσο, αν είστε πιο μερακλήδες ή αν είχατε φοροδιαφύγει επαρκώς στο πρόσφατο παρελθόν, μπορεί να οδηγηθείτε σε κάποιο από τα πολυάριθμα εστιατόρια, είτε για κρεατικά στους δρόμους γύρω απ’ την Ιστικλάλ είτε για ψαράκι κάτω από τη γέφυρα του Γαλατά. Από την πρώτη φορά λοιπόν που πήγα σ’ αυτά τα εστιατόρια της Πόλης, μού έκανε εντύπωση το μέγεθος των μερίδων. Ήταν (είναι) οι μισές από τις κανονικές δικές μας, περίπου όσο (ή λίγο παραπάνω) είναι τα μεζεδάκια του τσίπουρου. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν συμπτωματικό, αλλά όσο έμενα παραπάνω κι έβλεπα να σερβίρονται τα ίδια πιάτα παντού, κατάλαβα ότι αυτή (δηλαδή η μισή από τη δική μας) ήταν η κανονική μερίδα των Τούρκων. Γιατί όμως; Αρχικά φαντάστηκα ότι ήταν κάποια ιδιαιτερότητα της τουρκικής κουζίνας. Όμως από τα ολίγα που γνωρίζω επί του θέματος, η εικόνα του ανατολίτικου γεύματος είναι αυτή της μεγάλης πιατέλας στη μέση του τραπεζιού, από την οποία τρώνε όλοι οι συνδαιτυμόνες. Επομένως, αφού δεν είναι παράδοση είναι κάτι άλλο.

Την απορία τελικά μού την έλυσε παλιός Ρωμιός, που έχει συνολική εικόνα της τουρκικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες. Παλιότερα, οι μερίδες στην Τουρκία ήταν κανονικές, ακριβώς σαν τις δικές μας. Περί τα τέλη των 70’s όμως, ενέσκηψε και στην Τουρκία (καλή ώρα…) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να τη «σώσει» από το οικονομικό αδιέξοδο. Η «συνταγή» ήταν ίδια με εδώ (και παντού αλλού): περικοπές και άλλες περικοπές και ξανά περικοπές, μέχρι ο γάιδαρος του Χότζα να συνηθίσει να μην τρώει. Κι επειδή, όπως κι εδώ, αλλά και παντού αλλού, είναι δύσκολο να βρεις κορόιδα που να συναινέσουν αυτοβούλως στην πείνα, ο κόσμος αντέδρασε. Οπότε το 1980 τα τανκς βγήκαν στους δρόμους, οι αντιδρώντες μπήκαν στις φυλακές και το πρόγραμμα του ΔΝΤ εφαρμόστηκε εν μέσω βασανιστηρίων και δολοφονιών. Για την ακρίβεια, όχι μόνο εφαρμόστηκε, αλλά θεωρήθηκε και απολύτως πετυχημένο. Εντέλει, οι οικονομικοί δείκτες της Γείτονος ανέκαμψαν.

Στην περίπτωση της Τουρκίας ταιριάζει γάντι το «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πέθανε». Γιατί ενώ οι οικονομικοί δείκτες ανέβηκαν, ο κοσμάκης βυθίστηκε σε μια μιζέρια από την οποία δεν βγήκε ποτέ –το πόσο φτωχοί είναι οι Τούρκοι φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού ακόμα και στα πιο «κυριλέ» μέρη της Κωνσταντινούπολης. Και όταν οι φτωχοί εξαθλιώνονται (καλή ώρα…) τραβάνε στο βυθό μαζί τους τη μεσαία τάξη, με πρώτους και καλύτερους πάντοτε όσους έχουν μαγαζιά που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Κι απ’ τους μαγαζάτορες, οι πρώτοι πρώτοι που πληρώνουν τη νύφη είναι οι εστιάτορες. Πάντοτε θα χρειαστείς ένα ζευγάρι παπούτσια (έστω και πολύ φθηνό), αλλά μπορείς κάλλιστα να τη βγάλεις χωρίς να τρως έξω. Κατά συνέπεια, οι Τούρκοι εστιάτορες τα βρήκαν πολύ δύσκολα. Προ του αδιεξόδου λοιπόν, το όποιο πάντοτε παίρνει τη μορφή του επελαύνοντος γιγάντιου λουκέτου, σκαρφίστηκαν την ιδέα της μισής μερίδας. Με τη μισή μερίδα η τιμή κρατιέται χαμηλά και το κατάστημα ανοίγεται σε πελατεία που με την κανονική μερίδα δεν θα την έβλεπε ποτέ. Οι δε πιο πλούσιοι κάνουν διπλή παραγγελία για να χορτάσουν.

Θα μού πείτε τώρα ότι ο καημένος ο φτωχός με τη μισή μερίδα ίσα που ξεγελάει την πείνα του και δεν χορταίνει ποτέ. Αυτός όμως δεν είναι ο στόχος της τρόικας; Να συνηθίσει δηλαδή το γαϊδούρι του Χότζα να τρώει λίγο για να μην επιβαρύνει τον προϋπολογισμό. Τώρα αν στην πορεία ο άτυχος κυρ Μέντιος παρεπιδημήσει εις Κύριον, ε τότε σε αυτήν την περίπτωση θα φταίει ο λαϊκισμός που εμπόδισε τις μεταρρυθμίσεις.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Η Αριστερά απέναντι στην κυβέρνηση σωτηρίας του Μνημονίου

Η εισήγηση της Μάνιας Μπαρσέφσκι στην ανοιχτή συζήτηση με θέμα : “Η Αριστερά απέναντι στην κυβέρνηση σωτηρίας του Μνημονίου”. Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στην κατάληψη της Τσαμαδού 15 στις 14/11/11/

Δανείζομαι τη διατύπωση ενός συντρόφου, την οποία θεωρώ εξαιρετικά γλαφυρή για την περιγραφή της πολιτικής κατάστασης που βιώνουμε σήμερα:  ότι «αν σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού ο πλούτος εθεωρείτο αναφαίρετο δικαίωμα των κατόχων μέσων παραγωγής και φυσικός νόμος», σήμερα, οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και υποστηρικτές του σκηνικού Αποκάλυψης που διαμορφώνει για την κοινωνία η πολιτική της τρόικας σε αγαστή συμφωνία με το άγριο νεοφιλελεύθερο κυβερνητικό μέτωπο, «υποστηρίζουν (και εφαρμόζουν) ότι η φτώχεια και η περιθωριοποίηση των πολλών αποτελεί υποχρέωση για τη μεγέθυνση του πλούτου των λίγων, ως μοναδική προϋπόθεση για τη συνοχή και τη συνέχεια της κοινωνίας». Για να υλοποιηθεί αυτή η ακριβώς η πολιτική του κοινωνικού πολέμου είναι απαραίτητα τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, οι πρωθυπουργοποιήσεις μη εκλεγμένων «τεχνοκρατών», η ενσωμάτωση της ρατσιστικής Άκρας Δεξιάς στις κυβερνητικές συμμαχίες, η αποφυγή με κάθε τρόπο της έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Το σχέδιο λεηλασίας της κοινωνίας δεν συνάδει με τις βασικές λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας.  Η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι μια κατ” εξοχήν ακροδεξιά κυβέρνηση, όχι τόσο γιατί συμμετέχουν σ” αυτή διάφορα μπουμπούκια του ελληνικού νεοφασισμού, αλλά γιατί η διαμόρφωση της ήταν το αποτέλεσμα των εκβιασμών από την ΕΕ, τις τράπεζες, τον ΣΕΒ και τα ΜΜΕ, αλλά και γιατί επί της ουσίας καλείται να υλοποιήσει την πιο άγρια αντιλαϊκή πολιτική μετά την πτώση της χούντας.

Δεν θα αναλώσω το χρόνο της εισήγησης της Ρόζας σε μία περιγραφή του ζοφερού τοπίου της εξαθλίωσης που διαμορφώνεται για την πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας (και όχι μόνο), στις μακροοικονομικές συνέπειες της παρατεταμένης ύφεσης που δημιουργούν για την ελληνική οικονομία τα συνοδευτικά μέτρα του μνημονίου και της νέας δανειακής σύμβασης της 26ης Οκτωβρίου, ή σε μία αναλυτική καταγραφή των αιτίων της καπιταλιστικής κρίσης, τα βάρη της οποίας φορτώνονται στις πλάτες μας. Θα περιοριστώ να επισημάνω ότι η κρίση αυτή είναι δομική – συστημική και ότι ο καπιταλισμός και ενδογενείς αντιθέσεις έχει, και γεννά από τη φύση του τέτοιου είδους κρίσεις σε πολλές ιστορικές συγκυρίες. Εκείνο όμως που  μας αφορά πάρα πολύ άμεσα είναι ότι ανατρέπεται σήμερα  το «κοινωνικό συμβόλαιο» ισορροπίας ανάμεσα στις ταξικά αντιτιθέμενες δυνάμεις έτσι όπως το γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που γίνεται με έναν πρωτοφανή, βίαιο και αντικοινωνικό τρόπο.

Και παρότι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι απουσιάζουν οι σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις (ή και οι καλές αριστερές αναλύσεις ή προθέσεις), η συστημική ενσωμάτωση που εσωτερίκευσε η αριστερά επί πολλές δεκαετίες τόσο στο πολιτικό όσο και στο συνδικαλιστικό επίπεδο, καθώς και η αποκοπή της από τα πιο καταπιεσμένα στρώματα των εργαζομένων, δρουν σήμερα ανασχετικά στην προσπάθεια της να οργανώσει αξιόπιστους, αποτελεσματικούς, ανατρεπτικούς και αντισυστημικούς αγώνες.

Συνέπεια της αμηχανίας που αισθάνθηκε η αριστερά μετά το έντονο ξέσπασμα της κρίσης  ήταν και ο μηχανιστικός τρόπος που επιχείρησε να αναζητήσει λύσεις. Αν και χρήσιμες επί της ουσίας, οι συζητήσεις που έγιναν εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ για το ευρώ ή δραχμή, άμεση παύση πληρωμών ή επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, αποκόπτονταν συχνά από το ταξικό τους πλαίσιο αναφοράς. Και το ταξικό αυτό πλαίσιο είναι ακριβώς η αντιστροφή του κυρίαρχου αστικού ιδεολογήματος που προαναφέρθηκε, ότι δηλαδή ότι η μεγέθυνση του πλούτου των λίγων και η εξαθλίωση των πολλών όχι μόνο δεν αποτελεί όρο για τη συνέχιση της κοινωνίας, αλλά, αντιθέτως , η αναδιανομή του πλούτου των λίγων και η διοχέτευσή του στους πολλούς αποτελεί εκ των «ων ουκ άνευ» όρο για την όποια έξοδο από την κρίση.  Με λίγα λόγια, ο ΓΑΠ ορθά έλεγε προεκλογικά ότι «χρήματα υπάρχουν». Υπάρχουν όμως στις τσέπες της πλουτοκρατίας, υπάρχουν στα κέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και αυτούς τους πόρους, η αριστερά, αν θέλει να έχει μία αξιόπιστη και ειλικρινή πρόταση, οφείλει να κάνει σαφές ότι σκοπεύει να δημεύσει και αναδιανείμει για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, την επιδότηση των ανέργων, για την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό και εν γένει για τη μακροπρόθεσμη παραγωγική ανάπτυξη της χώρας.

Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο, έστω κι αν δεν αποτελεί ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα αλλά μάλλον μεταβατικό σχέδιο, προϋποθέτει (εν μέρει τουλάχιστον) ανατροπή του ισχύοντος καπιταλιστικού συστήματος.  Πρόκειται ωστόσο για ένα σχέδιο που  διαφέρει από το να λέμε απλώς ότι θέλουμε να γίνουν εκλογές, παρότι δεν διαφωνούμε με το αίτημα της διεξαγωγής τους. Είναι ριζικά διαφορετικό όμως να λες ότι χρειάζεται ανατροπή του συστήματος σε μία σοσιαλιστική προοπτική, και διαφορετικό να επαναλαμβάνεις μονότονα το αίτημα των εκλογών, εν είδει πανάκειας στην κρίση. Μία αριστερά χωρίς αξιόπιστη απάντηση στην κρίση και χωρίς να έχει διαμορφώσει στην κοινωνία το αίτημα της συστημικής ανατροπής, χωρίς να έχει καταφέρει να συγκροτήσει μέσα στους εργαζόμενους μία άλλη συνείδηση για τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας, ακόμα κι αν κατάφερνε να σχηματίσει κυβέρνηση, δεν θα είχε τα εργαλεία να κάνει τίποτα το ριζικά διαφορετικά από αυτό που κάνει σήμερα ο κυβερνών νεοφιλελεύθερος συνασπισμός. Ή θα κατέρρεε πολύ γρήγορα.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η άρνηση πληρωμής του χρέους, στο σύνολό του ή εν μέρει. Εδώ, κάποιες συζητήσεις πρέπει να γίνουν απλούστερες. Είναι τέτοιο το βάθος του χρέους, που, απλούστατα, δεν μπορεί να πληρωθεί. Ωστόσο, ένα περαιτέρω «κούρεμα» του υπό την υπάρχουσα κυβέρνηση, θα ισοδυναμούσε με χαριστική βολή στο ασφαλιστικό σύστημα. Συνεπώς, και αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να τίθεται γενικώς, αλλά να συνδέεται με το αίτημα της κοινωνικής ανατροπής.

Το ίδιο ισχύει και για το ερώτημα ευρώ ή δραχμή και, υπό αυτή την έννοια, η απόφαση που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ «καμία θυσία για το ευρώ» είναι σωστή.  Ασφαλώς το ευρώ  δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αφού μετακυλύει στην εργασία  τα όποια ελλείμματα της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, μία επιστροφή στη δραχμή και οι ραγδαίες υποτιμήσεις που επέρχονταν θα δημιουργούσαν εξίσου σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Όμως, μπροστά στο δίλλημα ευρώ ή κοινωνικά δικαιώματα (και αντιστοίχως παραμονή ή έξοδος από την Ε.Ε.), δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι πρέπει να υποστηρίξουμε τη δεύτερη επιλογή.

Χρειαζόμαστε, άρα, ένα στοιχειωδώς συντεταγμένο πρόγραμμα που να επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία: Αναδιανομή του πλούτου υπέρ των φτωχών, εθνικοποίηση τραπεζών, δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας, δραστική περικοπή των εξοπλιστικών δαπανών, άρνηση αναγνώρισης όλων των αντεργατικών – αντικοινωνικών νόμων και των μνημονίων που ψήφισε η προγενέστερη ή ψηφίζει η σημερινή κυβέρνηση, αποκατάσταση όλων των δικαιωμάτων που απώλεσαν οι εργαζόμενοι. Αυτή είναι και η ενιαία βάση πάνω στην οποία, ανεξαρτήτως διαφοροποιήσεων,  θα μπορούσε να συσπειρωθεί ένα ευρύ μέτωπο τόσο της κοινωνίας όσο και της αριστεράς.

Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει σκληρούς ταξικούς κοινωνικούς αγώνες, αγώνες που συχνά θα συγκρούονται με την αστική νομιμότητα του αυταρχικού κράτους έκτακτης ανάγκης που διαμορφώνεται και που, εξ ορισμού, έρχονται σε αντίθεση με  τη λογική της δυνατότητας σύμπηξης  εθνικών (υπερταξικών) μετώπων. Προϋποθέτει επίσης κόσμο που βρίσκεται διαρκώς στο δρόμο και διεκδικεί, εκεί που δημιουργούνται οι πραγματικοί αντικαπιταλιστικοί συσχετισμοί. Το Σύνταγμα ήταν μία σημαντική αρχή, τόσο στο επίπεδο της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση, όσο και της διαμόρφωσης νέων κινηματικών διεργασιών και προταγμάτων αλληλεγγύης. Το στοίχημα είναι να  το ανασυντάξουμε σε μία νέα πιο εποικοδομητική βάση, χωρίς τις όποιες επιμέρους αγκυλώσεις ή στρεβλώσεις υπήρξαν.

Μία τέτοια «μη ήπια» αντιπαράθεση με την κυβέρνηση όχι μόνο θα έφερνε στο προσκήνιο την αριστερά σε όλη την προεκλογική περίοδο, δρώντας καταλυτικά υπέρ της διαφοροποίησης της από το «μαύρο μέτωπο» (όπως λέει και η Παπαρήγα), αλλά θα δημιουργούσε και ουσιαστικό χώρο για συστράτευση και κοινούς αγώνες με τους εργαζόμενους άλλων χωρών, είτε εντός, είτε και εκτός Ευρώπης και Ε.Ε. Και σε αυτό έγκειται η ουσιαστική διεθνιστική συνεισφορά μας, δεδομένου ότι, όλο και περισσότερο, γίνεται σαφές πως η κρίση «μολύνει» ένα ευρύτατο φάσμα χωρών, και μάλιστα εκτός του στενού πλαισίου του ευρωπαϊκού νότου, με πανομοιότυπες, σχεδόν, συνέπειες για τους εργαζόμενους.

Το σχέδιο αυτό προϋποθέτει επίσης έμπρακτη υλοποίηση του συνθήματος «κανένας μόνος του στην κρίση», με τη συγκρότηση δομών είτε κοινωνικής ανυπακοής (όπως πχ το μέτωπο ενάντια στα χαράτσια), όσο και δομών αλληλεγγύης για την επιβίωση. Έχοντας βεβαίως σαφές πως δεν μπορούσαν μεν να υποκαταστήσουν την έλλειψη κρατικών κοινωνικών υποδομών, αλλά θα μπορούσαν να αναδείξουν ένα άλλου τύπου παράδειγμα αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης.

Κλείνοντας, θέλω να πω ότι η αριστερά πρέπει να αρχίσει να αναζητά ένα σχέδιο εναλλακτικής αλληλέγγυας οικονομίας, ξαναβάζοντας παράλληλα στο προσκήνιο ζητήματα που έχουμε απολέσει ως ένα βαθμό στη ροή των εξελίξεων, όπως της οικολογίας ή της αντιπαράθεσης με τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες που ζουν στη χώρα μας αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εργατικής τάξης, ότι πάνω τους έγινε η «πρόβα» για τη δυνατότητα ύπαρξης ανθρώπων με μειωμένα ή ανύπαρκτα δικαιώματα και ότι ο ρατσισμός είναι ένα από τα κύρια όπλα με τα οποία το «μαύρο μέτωπο» θα επιχειρήσει να αλλοτριώσει και να αποπροσανατολίσει την κοινωνία.

Περισσότερα

Βασικοί άξονες μιας αριστερής απάντησης στην κρίση

Το κείμενο που ακολουθεί, αποτελεί εισήγηση στη συζήτηση που έγινε στην Κίνηση Αθήνας του Δικτύου στις 5/10/11. Η συζήτηση για την οικονομική κρίση και την απάντηση της Αριστεράς εντάσσεται στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Πανελλαδικής Συνάντησης του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα πραγματοποιηθεί το Δεκέμβρη. Όπως είναι φυσικό, ορισμένα σημεία έχουν επικαιροποιηθεί.

1.  Το βασικό διακύβευμα της κρίσης για την Αριστερά θα πρέπει να είναι το ποιος πληρώνει το λογαριασμό. Παρά το ότι τα ζητήματα της νομισματικής πολιτικής (ευρώ ή δραχμή) και του χρέους (στάση πληρωμών ή επαναδιαπραγμάτευση) είναι αυτά που έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα την Αριστερά και το κίνημα, στην πραγματικότητα η αφετηρία κάθε αριστερής προσέγγισης για την αντιμετώπιση της κρίσης, βρίσκεται αλλού. Δηλαδή, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη δικιά μας αφετηρία εκεί ακριβούς που εκκινούν οι πολιτικές της αντίπαλης πλευράς. Και η αφετηρία όλων των «προγραμμάτων σταθεροποίησης και προσαρμογής», όλων των σχεδιασμών του αστικού πολιτικού μπλοκ, είναι ότι οι πλούσιοι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να πληρώσουν το λογαριασμό της κρίσης. Όλο το κόστος της κρίσης πρέπει να μεταφερθεί σε αυτούς που επωμίστηκαν τα βάρη και κατά την περίοδο της ανάπτυξης: στους εργαζόμενους, στους «από κάτω». Αυτή είναι η κεντρική ιδέα των ασκούμενων πολιτικών στην Ελλάδα και τον κόσμο, και με αυτήν θα πρέπει να αναμετρηθούμε κατά κύριο λόγο. Και ο μόνος τρόπος για να το κάνουμε, είναι να αναδείξουμε τον κραυγαλέα ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής κυβέρνησης, ΕΕ και ΔΝΤ, να ξαναθυμηθούμε ότι η κοινωνία χωρίζεται σε αντιμαχόμενα ταξικά στρατόπεδα που έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, να υπογραμμίσουμε ότι τα μνημόνια δεν χτυπάνε γενικά την κοινωνία, αλλά τους ασθενέστερους οικονομικά, και ότι ακόμα και αν οι πολιτικές τύπου ΔΝΤ οδηγήσουν τη χώρα στην άβυσσο (όπως έγινε στο πρόσφατο παρελθόν με την Αργεντινή), αυτό δεν οφείλεται σε κακούς υπολογισμούς και λάθος εφαρμογές, αλλά στη λυσσαλέα άρνηση των καπιταλιστών να θυσιάσουν έστω και μέρος από τα κέρδη τους, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο του χάους. Αφετηρία λοιπόν κάθε αριστερής πολιτικής θα πρέπει να είναι το «να πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι».  Ναι, «λεφτά υπάρχουν» σε αυτήν την κοινωνία, και πρέπει να τα πάρουμε από τους λίγους που τα έχουν, για να καλύψουμε τις ανάγκες των πολλών.2.     

2.  Κανένα επιμέρους μεταβατικό αίτημα της Αριστεράς δεν μπορεί να τίθεται ανεξάρτητα από τα ζητήματα του συνολικού πλαισίου της πολιτικής πρότασης μας, της εξουσίας, της αναδιανομής του πλούτου και της μαζικής κινητοποίησης. Σε μια συγκυρία γενικευμένης σύγχυσης (η οποία δεν αφορά μόνο τους «από κάτω» που χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια  τους, αλλά αγγίζει εξίσου και τα επιτελεία των «από πάνω»), είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να παρουσιάζονται  από αριστερές φωνές επιμέρους μέτρα ως πανάκειες για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τέτοιες προσεγγίσεις μεγαλώνουν τη σύγχυση, καλλιεργούν τις αυταπάτες για μαγικές λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς σκληρές κοινωνικές συγκρούσεις, και (πράγμα που είναι το κυριότερο) μπορούν να ενσωματωθούν πολύ εύκολα σε αστικές στρατηγικές. Είναι τέτοια η αστάθεια της εποχής μας, όπου πολλά μέτρα που χτες μόλις φάνταζαν ριζοσπαστικά, σήμερα μπορούν πολύ εύκολα είτε να μην έχουν καμιά χρησιμότητα για τους εργαζόμενους είτε και να αποτελέσουν μέρος διαφορετικών αστικών στρατηγικών.  Τα παραδείγματα είναι πολλά: τόσο το ευρώ όσο και η δραχμή από μόνα τους μπορούν να λειτουργήσουν καταστρεπτικά για τους εργαζόμενους (μέσω της μόνιμης αυστηρής λιτότητας ή των απανωτών ανταγωνιστικών υποτιμήσεων)∙ το διαβόητο μεγάλο κούρεμα του χρέους (αν και τελικά δεν είναι τόσο μεγάλο όσο χρειάζεται) έρχεται πολύ αργά και συνοδεύεται από δρακόντεια αντεργατικά μέτρα∙ η κρατικοποίηση των τραπεζών (μέσω της παροχής στο κράτος κοινών μετοχών σε αντάλλαγμα της στήριξης τους) σε τίποτα δεν ωφελεί τους ασθενέστερους, στο βαθμό που οι κρατικοποιημένες τράπεζες θα εξακολουθούν να λειτουργούν με αγοραία κριτήρια. Η Αριστερά θα πρέπει λοιπόν να συνδέει κάθε επιμέρους μεταβατικό αίτημα :

α) Με ένα συνολικό σχέδιο αντικαπιταλιστικής εξόδου από την κρίση. Πρέπει συνεχώς να τονίζεται ότι το ίδιο μέτρο ενταγμένο σε διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο, έχει διαφορετικά αποτελέσματα.

β) Με το ποιος έχει την εξουσία για να εφαρμόσει τα μέτρα, αν πρόκειται δηλαδή για το αστικό μπλοκ ή τη λαϊκή αυτεξουσία. Χωρίς η εξουσία να είναι στα χέρια των εργαζομένων, δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή έξοδος από την κρίση. Κι αυτό γιατί: Πρώτον, δεν υπάρχει μερίδα του αστικού μπλοκ διατεθειμένη να κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Δεύτερον, γιατί όπως προείπαμε, τα ίδια μέτρα έχουν διαφορετικό χαρακτήρα αν αλόγως του συνολικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, πράγμα που σημαίνει ότι αν αναθέσουμε στους «από πάνω» την εφαρμογή τους, δεν πρόκειται να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα. Τρίτον, οποιαδήποτε εκδοχή ριζοσπαστικής πολιτικής στις δεδομένες συνθήκες απαιτεί αναπόδραστα την άσκηση της οργανωμένης προλεταριακή πίεσης πάνω στους κεφαλαιοκράτες, καθώς και την κήρυξη «από τα κάτω» καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης.

γ) Με τη σκληρή φορολόγηση του κεφαλαίου προς όφελος της κοινωνίας, κάτι που είναι η αναγκαία σύμβαση για να μπορέσει να λειτουργήσει η οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση. Αν δεν βρεθούν χρήματα για να αντιμετωπιστεί η εξαθλίωση που αντιμετωπίζουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, περιττεύει η όποια άλλη συζήτηση για το χρέος ή για το νόμισμα.

δ) Με τη μαζική, αποφασισμένη και συγκρουσιακή παρουσία των μαζών στους δρόμους, χωρίς την οποία ακόμα και η πλέον αριστερή κυβέρνηση είναι καταδικασμένη στην ενσωμάτωση στο μνημονιακό πλαίσιο. Η ανατροπή όχι μόνο δεν είναι εκπομπή, αλλά δεν είναι και προτζεκτάκι για να το αναθέσουμε στον οποιοδήποτε. Η ραγδαία συντηρητικοποίηση της κυβέρνησης Μοράλες στη Βολιβία αποτελεί μια ακόμα (στις τόσες πολλές στο πέρασμα του χρόνου) απόδειξη για το ότι οι κυβερνητικοί θώκοι διαφθείρουν και ενσωματώνουν.

3.  Η άμεση άρνηση πληρωμής του χρέους αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για οποιαδήποτε πολιτική φιλοδοξεί να υπερασπιστεί τα εργατικά συμφέροντα. Για το θέμα του χρέους έχει χυθεί πολύ μελάνι (υπερβολικά ίσως), οπότε μάλλον δεν χρειάζεται διεξοδική επιχειρηματολογία. Ωστόσο, είναι αναγκαίες δύο επισημάνσεις. Πρώτον, στη φάση που βρισκόμαστε, δεν αρκεί η άρνηση πληρωμής μόνο του λεγόμενου «άνομου χρέους». Για την ακρίβεια, δεν έχει πλέον και ιδιαίτερο νόημα η συζήτηση για ποιο χρέος είναι «νόμιμο» ή «παράνομο». Είναι τέτοιο το βάθος της κρίσης, που πολύ απλά το χρέος δεν μπορεί να πληρωθεί. Άλλωστε ακόμα και από καθεστωτικούς οικονομολόγους ομολογείται ότι το κούρεμα κατά 50% (που αποφασίστηκε στις 26 Οκτώβρη) δεν είναι παρά το πρελούδιο μιας νέας, ακόμα μεγαλύτερης , περικοπής. Η δεύτερη (και πιο σημαντική) επισήμανση έχει να κάνει με τους όρους που συνοδεύουν τα διάφορα «κουρέματα». Κανένα λοιπόν «κούρεμα» δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό αν συνοδεύεται από σκληρή λιτότητα και θίγει την περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί το «κούρεμα» της 26ης Οκτωβρίου να αποτελέσει θρυαλλίδα για την ανατίναξη του ασφαλιστικού συστήματος.

4. Αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στο ευρώ και τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι προφανές ότι ούτε για μια στιγμή δεν θα διστάσουμε να επιλέξουμε τα δεύτερα.  Ανήκουμε σε αυτούς που αγωνίστηκαν για να μην μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ, εκτιμώντας ότι το ευρώ δεν είναι ουδέτερο νόμισμα, αλλά εργαλείο όξυνσης της εκμετάλλευσης , αφού διοχετεύει στην εργασία όλη την πίεση από τα όποια ελλείμματα ανταγωνιστικότητας. Επίσης, ουδέποτε θεωρήσαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοϊκό πεδίο για την ταξική πάλη από την πλευρά των εργαζόμενων, βλέποντας ότι η ΕΕ δεν είναι παρά μια ιμπεριαλιστική συμμαχία που στόχο έχει να ευνοήσει την  προσπάθεια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να εντείνει την εκμετάλλευση στην ενδοχώρα του και να κερδίσει πόντους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ωστόσο, δεν ανήκουμε σε αυτούς που κάνουν παντιέρα τη δραχμή, δεν παραβλέπουμε τις καταστροφικές συνέπειες μιας ανεξέλεγκτης εξόδου από το ευρώ, δεν προβάλλουμε σχέδια «παραγωγικής  ανασυγκρότησης της χώρας» που παραπέμπουν στο Μεσοπόλεμο (σαν να μην έχει συμβεί τίποτα στον αιώνα που πέρασε), δεν κλείνουμε τα μάτια μπρος στην ασφυκτική συνθήκη που δημιουργεί η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση,  δεν αναφερόμαστε στη «χώρα» ως υποκείμενο , αλλά στους εργαζόμενους, και πάνω απ’ όλα, έχουμε συνείδηση ότι χωρίς διεθνείς συμμαχίες καμιά ανατρεπτική διαδικασία δεν μπορεί να είναι νικηφόρα. Για μας το ζήτημα της επιλογής νομίσματος δεν είναι πρωτεύον και οφείλει να ενταχθεί στο συνολικό πλαίσιο του σχεδίου της Αριστεράς. Πρέπει όμως να είμαστε καθαροί. Στον ιταμό εκβιασμό που μας κάνουν να αποδεχτούμε το Μνημόνιο για να μείνουμε στο ευρώ, η δικιά μας απάντηση, χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι ο αποχαιρετισμός στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.

5. Μπροστά στη βαθιά συστημική κρίση του καπιταλισμού, είναι απαραίτητο η Αριστερά να προτάξει ένα διαφορετικό συνολικό μοντέλο για την κοινωνία και την οικονομία. Η κατάρρευση του «υπαρκτού» συμπαρέσυρε και τις «μεγάλες αφηγήσεις» (που στην πραγματικότητα ήταν ασφυκτικά μικρές) με αποτέλεσμα να εγκαινιαστεί για την Αριστερά η εποχή των συγκεκριμένων αιτημάτων με κοντινό πολιτικό ορίζοντα. Ακόμα και οι σχηματισμοί που πλειοδότησαν στην επίκληση του σοσιαλισμού και της ανατροπής, το έκαναν με τόσο αφηρημένο κι υπερβατικό τρόπο, ώστε το «μετά τον καπιταλισμό» να μοιάζει περισσότερο με ευσεβή πόθο παρά με πολιτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού. Τώρα βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου ο καπιταλισμός αποκαλύπτει με εκρηκτικό τρόπο την καταστροφική φύση του, όπου η συνύφανση της οικονομικής κρίση με την οικολογική κρίση δημιουργεί σκηνικό Αποκάλυψης, όπου γίνεται φανερό σε ολοένα και περισσότερους ότι το πρόβλημα δεν είναι οι όποιες δυσλειτουργίες του συστήματος , αλλά το ίδιο το σύστημα. Επιπλέον, είμαστε στη στιγμή όπου η αλαζονεία (μετά από 30 χρόνια θριάμβων) του αστικού μπλοκ καθώς και οι αδυσώπητες επιταγές της δοκιμαζόμενης καπιταλιστικής μηχανής, μοιάζουν να κλείνουν το δρόμο σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.  Αυτή είναι λοιπόν η ώρα να προτάξουμε ένα διαφορετικό μοντέλο αλληλέγγυας, δημοκρατικής και οικολογικής οικονομίας, να το δοκιμάσουμε σε πειράματα αυτοοργάνωσης κι εναλλακτικής παραγωγής, να το συγκεκριμενοποιήσουμε σαν εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα. Σε ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να κρατήσουμε μια ισορροπία τρόμου ανάμεσα σε έναν προπαγανδιστικό μεσσιανισμό, αποκομμένο από την κοινωνία, και σε έναν «ευρύχωρο» μεταρρυθμιστικό κινηματισμό, που αποκόπτεται όμως από την ανατροπή. Θα πρέπει επίσης να βρούμε τον τρόπο από τη μια μεριά να σεβόμαστε τις αναγκαιότητες και την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων της λαϊκής κοινωνικής αντίστασης, που είναι το κύριο υποκείμενο της αντιπαράθεσης με το καθεστώς, και από την άλλη, να εργαζόμαστε ταυτόχρονα για τη διαμόρφωση του πολιτικού ορίζοντα του «μετά», που αν και μπορεί να μη συμβαδίζει πάντα με τις τρέχουσες κοινωνικές αντιλήψεις, είναι αυτός που δίνει πολιτική προοπτική στην κοινωνία, διαμορφώνοντας το αριστερό αντιπαράδειγμα στον καπιταλισμό. Το στοίχημα είναι μέγα βέβαια. Αλλά σε μια στιγμή που ο κόσμος όπως τον ξέραμε θρυμματίζεται, η Αριστερά δεν καλείται μόνο να αντισταθεί, αλλά να ξαναδημιουργήσει το Νόημα της ζωής. Άσε που πλέον δεν έχουμε και πολλά να χάσουμε

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα