Το ευρώ κι εμείς μετά την Κύπρο

οχι


Από τη σημερινή Εποχή (31/3/2013)

Νομίζω ότι όσα τραγικά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στην Κύπρο, αποτελούν σημείο καμπής στην πορεία της ευρωπαϊκής κρίσης. Για πρώτη φορά οι καταθέτες καλούνται να πληρώσουν το κόστος της «διάσωσης» των τραπεζών· για πρώτη φορά οι δανειστές «καταργούν» μέσα σε μια νύχτα τη βασική οικονομική δραστηριότητα μιας κοινωνίας· και για πρώτη φορά από την έναρξη των προγραμμάτων «διάσωσης», το πολιτικό σύστημα μια χώρας της ΕΕ διατυπώνει ένα πρώτο «όχι» στις προτάσεις-εντολές της τρόικας κι επιχειρεί ως ένα βαθμό να διαπραγματευτεί το Μνημόνιο, έχοντας μάλιστα τη συντριπτική υποστήριξη της κοινωνίας. Παρά το μικρό μέγεθος και τις ιδιαιτερότητες της Κύπρου, όσα συνέβησαν εκεί δίνουν τροφή για τον πολιτικό προβληματισμό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά συνολικά στην ευρωζώνη.

Ανήκω σε αυτούς που από την πρώτη στιγμή της κρίσης υποστήριξαν ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι δευτερεύον, πλην υπαρκτό,  ζήτημα για την Αριστερά. Το βασικό ζήτημα για μια αριστερή ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση είναι το ταξικό πρόσημα της πολιτικής, δηλαδή το αν θα πληρώσουν το λογαριασμό της κρίσης οι πλούσιοι ή οι φτωχοί. Επίσης, συμφωνώ με εκείνους που θεωρούν ότι τόσο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όσο και η ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση δεν είναι απλά λεπτομέρειες του τοπίου, αλλά δημιουργούν τετελεσμένα που δεν μπορεί να προσπεράσει μια ενδεχομένη αριστερή κυβέρνηση. Τέλος, αναγνωρίζω ιδεολογικά τον εαυτό μου σε ένα πολιτικό ρεύμα που απορρίπτει τον εθνικό απομονωτισμό, ακόμα και στην «αριστερή» εκδοχή του.

Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι η πορεία της κρίση ή μάλλον η πορεία της διαχείρισης της κρίσης από την ευρωζώνη, ιδιαίτερα με την περιπέτεια της Κύπρου, δημιουργεί δεδομένα που δεν μπορεί παρά να ληφθούν υπόψη. Κατ’ αρχάς, έχει γίνει πια φανερό ότι το υπό τη Γερμανία κυρίαρχο μπλοκ της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ορρωδεί προ ουδενός. Η πολιτική που ακολουθείται δεν αναζητεί τη στοιχειώδη συναίνεση των άλλων μερών, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στη στυγνή επιβολή του οικονομικού εκβιασμού. Δεύτερον, αν αποκλείσουμε το σενάριο της ιδεολοπτικής ανοησίας ή της παραφροσύνης, η μόνη λογική εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς για την ακολουθούμενη πολιτική, είναι ότι η Γερμανία έχει αποφασίσει να τελειώσει με τη ζώνη του ευρώ, όπως την ξέρουμε. Δεν ξέρω αν ισχύει η εκτίμηση ότι πάμε σε μια νομισματική ένωση από την οποία θα έχουν αποκλειστεί όχι μόνο οι χώρες του Νότου, αλλά ακόμα και η Γαλλία. Το βέβαιο όμως είναι ότι η διαχείριση της κρίσης οδηγεί στην αποδιάρθρωση συνολικά της ευρωζώνης καθώς και σε βραδέως αποκλίνουσες πορείες των επιμέρους χωρών. Ίσως το ερώτημα δεν είναι πλέον το αν θα αντέξει την κρίση η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε, αλλά πόσο θα διαρκέσει η αργή πορεία προς το τέλος της . Τρίτον, ο, σχεδόν παραληρηματικός, κεφαλαιοκρατικός φονταμενταλισμός του υπό την Γερμανία κυρίαρχου μπλοκ της ΕΕ, ενισχύει το φόβο ότι η απειλή της άμεσης διακοπής της ρευστότητας σε μια χώρα (κάτι που οδηγεί στη χρεοκοπία) δεν είναι απλά μια μπλόφα, αλλά μπορεί να αποτελέσει πραγματική πολιτική επιλογή. Οι Ταλιμπάν του Βερολίνου και των Βρυξελλών δημιουργούν την αίσθηση ότι μπορεί να πάρουν το ρίσκο του χάους προκειμένου να στραγγαλίσουν εν τη γενέσει του ένα ευρωπαϊκό εναλλακτικό παράδειγμα. Τέταρτον, απέχουμε παρά πολύ όχι μόνο από το τόσο αναγκαίο μέτωπο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά ακόμα και από μια στοιχειώδη συνεννόηση των χωρών που πέφτουν  θύματα των προγραμμάτων λιτότητας. Η Κύπρος αφέθηκε τραγικά μόνη, όπως μόνη της αντιμετώπισε την τρόικα κάθε μια χώρα μέχρι τώρα. Πέμπτον,  νομίζω ότι από τη διαπραγμάτευση της Κύπρου με την τρόικα, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι αν το όπλο της μιας πλευράς είναι η διακοπή της χρηματοδότησης που μπορεί να προκαλέσει τη χρεοκοπία, το όπλο της άλλης είναι η έξοδος από το ευρώ με τους συστημικούς κινδύνους που αυτή εμπεριέχει.

Σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ βασιλική οδό για την αντιμετώπιση της κρίσης μια ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ. Η βίαιη υποτίμηση του νομίσματος που αυτή συνεπάγεται, θα πλήξει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, οι αναταράξεις που θα προκληθούν, αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε οικονομική συρρίκνωση για ένα χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει ως πρώτη επιλογή τη λύση εντός ευρωζώνης. Ωστόσο, αν καταλήξουμε στο να ταυτίζεται η παραμονή στο (όποιο) ευρώ με την εφαρμογή του (όποιου) Μνημονίου, αυτή δεν μπορεί να είναι η επιλογή της Αριστεράς. Ανάμεσα στις δύο πολύ κακές επιλογές (αν βέβαια τελικά τεθούν ως τέτοιες), η χείριστη είναι αυτή του μνημονιακού ευρώ που εγγυάται με απόλυτη βεβαιότητα τη μακροχρόνια κοινωνική ερήμωση, χωρίς να αφήνει την παραμικρή χαραμάδα ελπίδας. Και αυτή ακριβώς η προσέγγιση μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση μιας αριστερής κυβέρνησης που θα βρεθεί χωρίς συμμαχίες απέναντι σε στους αδίστακτους  γκάνγκστερ της τρόικας.

Φοβάμαι βέβαια ότι τα πράγματα έχουν ήδη πάρει το δρόμο τους και το ερώτημα που θα θέσει η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι το αν, αλλά με ποιους όρους θα πάμε σε μια νέα νομισματική αρχιτεκτονική της Ευρώπης.

Γιάννης Αλμπάνης

2 σχόλια στο “Το ευρώ κι εμείς μετά την Κύπρο

  1. θα συμφωνήσω, σύντροφε Γιάννη, ότι, ορθώς, η νομισματική πολιτική είναι δευτερεύον πλήν όμως υπαρκτό ζήματα στα πλαίσια ενός προβληματισμού που αναζητά το ποίο θα πρέπει να είναι το πρόταγμα ενός ουσιωδώς αριστερού πολιτικού λόγου ο οποίος θα είναι συνδεδεμένος με το σήμερα και τις πραγματικές ιστορικές αιτίες της κρίσης, αφενός και αφετέρου θα έχει ένα σαφές και ξεκάθαρο αριστερό προσανατολισμό. Θα συμφωνήσω επίσης ότι, το ευρώ, εκτός από κατάρα, λόγω της ίδιας του της αρχιτεκτονικής, είναι και ευκαιρία, διότι αποτελεί ένα ενοποιητικό στοιχείο για τις χώρες του νότου (και απ” ότι φαίνεται σε λίγο καιρό δεν θα είναι οι μόνες) που βιώνουν την πολιτική των μνημονίων στην προσπάθεια της Γερμανίας να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη διεκδικώντας έτσι ισότιμη θέση στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο πλάι στις ΗΠΑ και την Κίνα. Υπό αυτήν την έννοια πράγματι ορθώς έκανε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να μην αναγάγει το δίλλημα «Ευρώ ή Δραχμή» σε μείζον ζήτημα της πολιτικής του ατζέντας και του λόγου με τον οποίο πορεύτηκε την τελευταία τριετία.
    Το θέμα, σχετικά με το λόγο και τη στάση της αριστεράς, και εν προκειμένω, του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μιας και αυτός κλήθηκε να φέρει το βάρος της αριστερής πρότασης και της στήριξής της, κυρίως μετά τις πρόσφατες εκλογές, είναι το γεγονός ότι δεν δόθηκε η πρέπουσα προσοχή σ” αυτό που σωστά έθεσες, ότι, δηλαδή, το ενδεχόμενο να σε ρίξουν στο γκρεμό της χρεωκοπίας δεν είναι ένα εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο. Σ” αυτό το θέμα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. φάνηκε έως αρκετά ασαφής αφήνοντας έντονη την αίσθηση (και ίσως στην πράξη να μην είναι απλά αίσθηση) ότι δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό κόστισε στην υπόθεση της αριστεράς και της κοινωνίας γενικότερα. Κόστισε από πλευρά συσπείρωσης της αριστεράς (το ΚΚΕ το αφήνω απ” έξω γιατί είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση πολιτικής αρτηριοσκλήρηνσης) δημιουργώντας το έδαφος όπου μπόρεσαν να φυτρώσουν η δυσπιστία και η καχυποψία μεταξύ των αριστερών δυνάμεων. Με με μια πιο ευρεία έννοια, κόστισε και στην κοινωνία, διότι το πρόσωπο της αριστεράς στο δημόσιο λόγο, όσο δύσκολος και άνισος και αν ήταν, δεν ήταν αυτό που θα έπειθε τον κόσμο τον μη «ψημένο» στην αριστερή αντίληψη των πραγμάτων, που θα τον έκανε να δει τα πράγματα με άλλο μάτι και τελικά, να ενισχύσει, συμπορευόμενος, το ρεύμα που πάλευε για μια άλλη προοπτική. Αυτό το περίφημο «Plan B» ήταν φανερό ότι στην καλύτερη περίπτωση φτιαχνόταν εκείνη τη στιγμή, στην φούρια του Σαββάτου δηλαδή. Η ρητορική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στο θέμα αυτό υποννοούσε με σαφή τρόπο ότι, το ενδεχόμενο βρεθεί η Ελλάδα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί με πολλούς τρόπους, αποτελούσε και αποτελεί μπλόφα της τρόικας και μόνο. Η περίπτωση της Κύπρου, αν και προφανώς διαφορετική απ” της Ελλάδας, δείχνει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου απίθανο. Και δεν είναι απίθανο διότι σ” ένα τόσο σκληρό παιχνίδι, όπου διακυβεύονται τόσα πολλά και δια τις δύο πλευρές, ακόμα και όταν μπλοφάρει κανείς ενδέχεται να πραγματοποιήσει την μπλόφα του, αναλαμβάνοντας και το ανάλογο κόστος, μόνο και μόνο για να δείξει στους υπόλοιπους παίχτες ότι δεν μπλοφάρει. Θυμάμαι πολύ έντονα την απάντηση που έπαιρνα όταν συζητούσα το θέμα με άλλους συντρόφους και φίλους: αν η Ελλάδα εξαναγκαστεί να βγεί από το ευρώ τότε, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάρευση της ευρωζώνης συνολικά που σημαίνει ότι, το θέμα της Ελλάδας θα ωχριά μπροστά στην τραγικότητα της πραγματικότητας που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τότε. Με λίγα λόγια δεν έχει νόημα να ρωτάμε: «τι θα γίνει αν…» διότι η εκπλήρωση της υπόθεσης αυτόματα την καταργεί διότι είτε θα αποκαλυφθεί η μπλόφα είτε θα καταρρεύσει η Ευρώπη.
    Τι θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου να κάνει η αριστερά, εν προκειμένω ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Θα έπρεπε, αφενός, να δηλώσει αυτό που, και εσύ πολύ σωστά επισημαίνεις, ότι, δηλαδή, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα νομισματικής πολιτικής διότι το νόμισμα αποτέλεσε απλώς το όχημα για την υλοποίηση νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτικών στην Ευρώπη με την Γερμανία να είναι απλώς ο πρώτος υποψήφιος που θα ωφελούνταν από αυτή και αφετέρου, να καταστήσει ξεκάθαρο ότι, στην περίπτωση που η μπλόφα βγεί αληθινή και το χειρότερο σενάριο γίνει πραγματικότητα, η αριστερά θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την αντιμετωπίσει μέσα σε ένα περιβάλλον δίκαιης κατανομής των βαρών (και το «δίκαιης» σημαίνει ότι όσοι ωφελήθηκαν ή είναι προνομιούχοι θα κληθούν να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος σε σχέση με τους άλλους), και δημοκρατίας με την κοινωνία συμμέτοχη και όχι παρατηρητή των εξελίξεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έτσι θα έχανε την απεύθυνσή σου σε κοινωνικά στρώματα των οποίων η σχέση με την αριστερά είναι από πολύ χαλαρή έως ανύπαρκτη. Δεν θα συμφωνήσω εδώ, διότι η κοινωνία στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου έδειξε σαφή δείγματα αναζήτησης μιας άλλης πρότασης. Θεωρώ ότι, αν ο λόγος που διατυπώθηκε από το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, το ποσοστό του θα ήταν και μεγαλύτερο αλλά και ποιοτικά διαφορετικό διαμορφώνοντας μια δυναμική που θα επέτρεπε στην κοινωνία να κοιτάξει το μέλλον πιο αισιόδοξα πιστεύοντας στον εαυτό της, ακόμα και αν οι εξελίξεις, σχετικά με το αν η Γερμανία μπλοφάρει ή όχι, είναι άσχημες.

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares