Από τη σημερινή Εποχή (21/4/2013)
Στις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού, η Χάνα Άρεντ εκτιμούσε ότι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν από τα ευρωπαϊκά κράτη οι απάτριδες-πρόσφυγες του Μεσοπολέμου, προοιωνιζόταν την αντιμετώπιση των Εβραίων από τους ναζί. Οι χιλιάδες αυτοί διωγμένοι από τις εστίες τους, θεωρήθηκαν υποκείμενα χωρίς δικαιώματα ως μη πολίτες, κάτι που στην πραγματικότητα σήμαινε ότι γίνονταν αντικείμενα της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας και του κρατικού δεσποτισμού. Από αυτή τη σκοπιά, ο διωγμός των Εβραίων θα μπορούσε να προσεγγιστεί όχι σα μια παρά φύσιν εκτροπή των πραγμάτων, αλλά σα μια παροξυμένη εκδοχή όσων συνέβαιναν προπολεμικά.
Ίσως θα μπορούσαμε να βοηθηθούμε από τη σκέψη της Άρεντ στην προσπάθεια μας να αναλύσουμε τα τελευταία συγκλονιστικά γεγονότα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη Μανωλάδα. Πολλές φορές, ακόμα και άθελα μας, προσεγγίζουμε τα ζητήματα που αφορούν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως «εξαίρεση», ως κάτι που διαδραματίζεται «έξω» από εμάς, «έξω» από το πεδίο της άμεσης πολιτικής εμπειρίας μας. Ανεξαρτήτως της στάσης μας απέναντι τους, οι μετανάστες και ο πρόσφυγες είναι οι «άλλοι» οι «ξένοι». Το ερώτημα που τίθεται τελικά είναι αν οι ξένοι δεν είναι και τόσο «ξένοι» ή μάλλον για να το προσδιορίσουμε καλύτερα, αν οι συνθήκες εργασίας των μεταναστών και η αντιμετώπιση τους από τον κρατικό μηχανισμό δεν αποτελούν την εξαίρεση μέσα στο βασίλειο του κράτους δικαίου και της κοινωνικής προστασίας, αλλά συγκροτούν τον νέο κανόνα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τις πολιτικές ελευθερίες. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι αν οι Μανωλάδες και οι Αμυγδαλέζες συνιστούν τα εργαστήρια όπου διαμορφώνεται το δικό μας μέλλον.
Μια προφανής αντίρρηση στον ισχυρισμό περί εργαστηρίου θα ήταν ότι έναν Έλληνα εργαζόμενο δεν θα τον πυροβολούσαν σε περίπτωση που διεκδικούσε τα δεδουλευμένα του. Ωστόσο, η Μανωλάδα δεν δημιουργήθηκε σήμερα, αλλά ήδη μετράει αρκετά χρόνια εργοδοτικής τρομοκρατίας και ρατσιστικής βίας. Εκείνο που πραγματικά άλλαξε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι η Μανωλάδα έπαψε να είναι η εξωφρενική εξαίρεση της αγοράς εργασίας, ένας θύλακας τριτοκοσμικής μπανανίας εντός μιας κραταιάς χώρας της ευρωζώνης. Όντως σήμερα κανέναν Έλληνα δεν θα τον πυροβολήσουν αν ζητούσε τα δεδουλευμένα του. Όταν όμως πρωτομάθαμε για τη Μανωλάδα, δεν υπήρχε Έλληνας που να μην πληρωθεί για εργασία που είχε κάνει, δεν υπήρχε Έλληνας που να δουλεύει συστηματικά ανασφάλιστος για ψίχουλα, δεν υπήρχε Έλληνας του οποίου οι συνθήκες εργασίας να ορίζονται αποκλειστικά κατά τις βουλές του εργοδότη. Σήμερα η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Αυτό που κάποτε ήταν συνθήκη αποκλειστικά για τους μετανάστες, πλέον αποτελεί κανόνα για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι (ίσως το μεγαλύτερο) των Ελλήνων εργαζομένων. Μάλιστα η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή αν λάβουμε υπ” όψη ότι στο υπό την Cosco λιμάνι του Πειραιά ή στις υπό διαμόρφωση ειδικές οικονομικές ζώνες, θεσμοθετείται επισήμως αυτό που μέχρι τώρα θεωρούταν αυθαίρετη πρακτική της εργοδοσίας. Όντως, λοιπόν, μόνο στη Μανωλάδα πυροβολούν, αλλά ολοένα και περισσότερο μοιάζει η Μανωλάδα να είναι το πρωτοπόρο παράδειγμα που ακολουθεί η αγορά εργασίας.
Αναλόγως μπορούμε να προσεγγίσουμε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι αλήθεια ότι προορίζεται αποκλειστικά για τους μετανάστες αυτός ο (μη) τόπος της δικαιικής εξαίρεσης, όπου φυλακίζονται για απροσδιόριστο χρόνο άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα και όπου καταλύεται κάθε έννοια δικαιώματος όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Προχτές όμως διαβάσαμε την κυβερνητική ανακοίνωση ότι ανοίγουν στρατόπεδα για τους οφειλέτες του δημοσίου. Επιπλέον, παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα ότι οι επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας δεν στοχεύουν μόνο τους μετανάστες, αλλά επεκτείνονται, θέτοντας στο στόχαστρο τους αστέγους και τους τοξικοεξαρτημένους -είχαν προηγηθεί βέβαια προεκλογικά οι εκδιδόμενες οροθετικές. Δηλαδή, το «καθεστώς εξαίρεσης» που σιγά σιγά έγινε κανόνας για τους μετανάστες, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει τους φτωχούς ή φτωχοποιημένους ντόπιους. Αυτό που χτες ήταν πόλεμος εναντίον των μεταναστών, τώρα εξελίσσεται σε ένα γενικευμένο πόλεμο εναντίον των φτωχών συνολικά.
Συνοψίζοντας, ισχυρίζομαι ότι η εξουσία χρησιμοποιεί τα σώματα των μεταναστών και των προσφύγων (απέναντι στους οποίους οι ντόπιοι συνήθως είναι εχθρικοί) για να εφαρμόσει πολιτικές που όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους ντόπιους, αλλά που μέχρι πριν κάποιο διάστημα θεωρούνταν αδιανόητες -ποιος θα μπορούσε να φανταστεί στρατόπεδα συγκέντρωσης στη μεταπολεμική Ευρώπη; Η εφαρμογή του αδιανόητου στον «ξένο» δημιουργεί θεσμικό προηγούμενο, με τον καιρό το κανονικοποιεί, κι εντέλει εθίζει την κοινωνία στο να το θεωρεί φυσιολογικό. Όταν η βαρβαρότητα γίνει στοιχείο της καθημερινότητας παύει να μάς σοκάρει. Έχοντας λοιπόν αποδεχτεί το αδιανόητο για τους «άλλους», μπορούμε πολύ εύκολα να το δεχτούμε και για εμάς τους ίδιους. Όταν σπάει το ταμπού, όλα είναι δυνατά.
Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω βέβαια να υποβαθμίσω τα βάσανα των μεταναστών ή να αρνηθώ ότι οι μετανάστες είναι οι πιο κολασμένοι από τους κολασμένους. Ούτε βέβαια υπαινίσσομαι (πώς θα μπορούσα άλλωστε;) ότι δεν χρειαζόμαστε ένα διακριτό κίνημα αλληλεγγύης στους μετανάστες. Η άποψη που προσπαθώ να στηρίξω είναι ότι αν οι κρατικές πολιτικές για το μεταναστευτικό αποτελούν τις πρώτες δοκιμές μέτρων που τελικά επεκτείνονται σε όλη την κοινωνία, τότε δεν θα πρέπει να βλέπουμε στην αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες τόσο την έκφραση των διεθνιστικών και ουμανιστικών αξιών της Αριστεράς, όσο την πρώτη γραμμή υπεράσπιση των συμφερόντων των φτωχών στο σύνολο τους. Αν οι Αμυγδαλέζες και οι Μανωλάδες είναι τα εργαστήρια του μέλλοντος μας, τότε ο αγώνας για την κατάργηση τους δεν είναι απλά πράξη συμπαράστασης προς «τα έξω», σε κάποιους «άλλους». Αντιθέτως, είναι ένα αγώνας «εντός», για εμάς τους ίδιους. Είναι ένας αγώνας για να μη βυθιστεί συνολικά η κοινωνία στον δεσποτισμό του κεφαλαίου. Υπερασπιζόμενοι τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, υπερασπιζόμαστε εντέλει τους εαυτούς μας μας.
Γιάννης Αλμπάνης
Reblogged this on Oxtapus *beta.