Όσες και όσοι επιχειρούν τις τελευταίες εβδομάδες να αποτιμήσουν την κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτοντας τη μνημονιακή στροφή του, καλούνται εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσουν το ακανθώδες ερώτημα: Η συνθηκολόγηση με τους δανειστές αποτέλεσε αποτέλεσμα της αθέτησης από τον Αλέξη Τσίπρα του προγράμματος του κόμματος ή πρέπει να εξετάσουμε αν, εκτός όλων των άλλων, το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εσφαλμένο; Το ζήτημα δεν σχετίζεται μόνο με τη θεωρητική ανάλυση όσων συνέβησαν, γιατί αναλόγως με τις απαντήσεις που δίνονται, προκύπτουν διαφορετικά πολιτικά σχέδια για το «μετά».
Εκεί που δεν ανακατεύτηκε η τρόικα
Νομίζω ότι δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι βασικά στοιχεία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση. Αν μάλιστα για την οικονομική πολιτική υπάρχει η δικαιολογία (ή το άλλοθι) των εκβιασμών των δανειστών, τότε για τους τομείς που δεν επηρεάζονταν από τη διαπραγμάτευση τι θα μπορούσε να λεχθεί; Σίγουρα δεν έφταιγε ο Σόιμπλε που στους 7 μήνες διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (με ολίγη από ΑΝΕΛ) δεν έγινε καμιά θεσμική μεταρρύθμιση για τον περιορισμό της αστυνομικής αυθαιρεσίας, δεν προχώρησαν οι δημοκρατικές αλλαγές στην Παιδεία, δεν θεσμοθετήθηκε το Σύμφωνο Συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν έκλεισαν οι Σκουριές, δεν προωθήθηκε θεσμικό πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία, δεν σημειώθηκε καμιά μεγάλη επιτυχία στο μέτωπο του λαθρεμπορίου καυσίμων, δεν φορολογήθηκε η εκκλησιαστική περιουσία, δεν παραχωρήθηκαν τα Λιπάσματα στους κατοίκους του Πειραιά. Αυτά τα είχε πει ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση δεν τα έκανε, παρ’ όλο που δεν ενδιέφεραν την τρόικα. Όχι ότι δεν έγιναν άλλα σημαντικά βήματα όπως το πρόγραμμα για την ανθρωπιστική κρίση ή η χορήγηση ιθαγένειας στους Έλληνες μεταναστευτικής καταγωγής. Ωστόσο, είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι ενώ η κυβέρνηση ήθελε να κάνει αριστερές κινήσεις, εντούτοις, φοβήθηκε τις συγκρούσεις με τα μεγάλα συμφέροντα και τους θύλακες του κοινωνικού συντηρητισμού.
Επιπλέον, ενώ η σημασία της λαϊκής συμμετοχής είχε κεντρική θέση τόσο στο πρόγραμμα όσο και στο δημόσιο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση ελάχιστα έκανε για να μειωθεί η απόσταση των πολιτών από τα κέντρα λήψη των αποφάσεων –με εξαίρεση το δημοψήφισμα που κι αυτό όμως δεν εισακούστηκε. Για να είμαστε βέβαια ακριβείς, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι παρά τη μαζική παρουσία των μελών του στα κινήματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως όλον, περισσότερο επικαλούταν τη λαϊκή συμμετοχή παρά την προωθούσε. Σε πείσμα λοιπόν των διακηρύξεων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν «άνοιξε» τη διαδικασία της διακυβέρνησης, δεν διανοήθηκε καν θεσμούς πλατειάς διαβούλευσης και συμμετοχικής δημοκρατίας, δεν εμπιστεύτηκε ανθρώπους (ειδικά νέους επιστήμονες) έξω από τον κομματικό μηχανισμό και το πολιτικό σύστημα που είχαν διάθεση και γνώσεις για να βοηθήσουν. Εν ολίγοις, σε ό,τι αφορά τον τρόπο άσκησης της πολιτικής ελάχιστα άλλαξαν.
Στα επίδικα της διαπραγμάτευσης
Αν εισέλθουμε τώρα στον σκληρό πυρήνα των επίδικων της διαπραγμάτευσης, θα βρούμε κι εκεί κινήσεις που συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα, αλλά δεν έγιναν –εννοώ ότι δεν έγιναν πριν την τελική συνθηκολόγηση με την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Η κυβέρνηση μάλλον θα είχε πληρέστερο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος αν δεν τοποθετούσε στις διοικήσεις των τραπεζών πρόσωπα του μνημονιακού κατεστημένου –υπό την έννοια ότι συνήθως οι εχθροί σου δεν έχουν λόγο να σε βοηθήσουν. Επίσης, μάλλον θα ήταν καλύτερα τα πράγματα στην οικονομία και η διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης θα ήταν ισχυρότερη, αν η αναστολή πληρωμών του χρέους γινόταν πριν φτάσουν στο όριο τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους. Τέλος, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων θα παγίωνε και θα διεύρυνε την κοινωνική συμμαχία που έφερε στην κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι αν μείνουμε στην αθέτηση του προγράμματος, θα πούμε τη μισή αλήθεια. Γιατί η κεντρική ιδέα της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή μπορεί να συνδυαστεί η παραμονή στην ευρωζώνη με τον τερματισμό της λιτότητας, θεμελιωνόταν σε τρεις βασικές παραδοχές που διαψεύστηκαν κατά την πορεία και, κυρίως, στην κατάληξη της διαπραγμάτευσης.
Τρεις παραδοχές του ΣΥΡΙΖΑ
Παραδοχή πρώτη. Η πολιτική παράδοση και το δημοκρατικό κεκτημένο της Ευρώπης θα επέβαλαν τον σεβασμό (ως ένα βαθμό βέβαια) της εκπεφρασμένης βούλησης του ελληνικού λαού. Στην πραγματικότητα, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η βούληση του ελληνικού λαού που εκφράστηκε τόσο στις εκλογές όσο και (πολύ περισσότερο) στο δημοψήφισμα, όχι μόνο δεν έγινε αντικείμενο σεβασμού, αλλά στην ουσία βιάστηκε, αφού η συμφωνία που επιβλήθηκε κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Υπό το πρόσημα του σεβασμού των ευρωπαϊκών κανόνων, οι ιθύνοντες της ΕΕ επέμειναν πεισματικά (και τελικά το επέβαλαν) ότι δεν υπάρχει χώρος στην ευρωζώνη για μια εναλλακτική πολιτική. Ήδη από τον Φλεβάρη ο Γιούνγκερ ήταν όσο πιο σαφής μπορούσε να γίνει: «Αν σήμερα κάναμε ό,τι ζητάει η ελληνική κυβέρνηση, με κάθε λεπτομέρεια εννοώ, και αν αύριο οι Φινλανδοί που ψηφίζουν σε λίγο καιρό και οι Ισπανοί που ψηφίζουν το φθινόπωρο πρέπει να αλλάζουμε πολιτική, κάθε φορά που γίνονται εκλογές; Πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι Συνθήκες δεν είναι πια Συνθήκες και ότι οι κανόνες δεν είναι πια κανόνες, επειδή έγιναν εκλογές; Συνεπώς, αυτό που λέω είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάζουμε κανόνες ή Συνθήκες κάθε φορά που γίνονται εκλογές. Αλλά πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το εκλογικό αποτέλεσμα.». Στη σημερινή Ευρώπη δεν υπάρχει χώρος για τη δημοκρατία γιατί η δημοκρατία μπορεί να απειλήσει το καθεστώς της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού. Η βούληση του ελληνικού λαού έπρεπε να ποδοπατηθεί να μην υπάρξει ρωγμή στο οικοδόμημα της ευρωζώνης, ρωγμή που θα αποτελούσε πολιτικό αντι-παράδειγμα πανευρωπαϊκής εμβέλειας.
Παραδοχή δεύτερη. Η πίεση των δανειστών δεν θα ξεπερνούσε έναν ορισμένο βαθμό έντασης που προσδιορίζουν οι φιλικές σχέσεις μεταξύ συμμάχων κι εταίρων. Στην πραγματικότητα, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Ένας ανελέητος οικονομικός πόλεμος εξαπολύθηκε εναντίον της Ελλάδας. Από την άρση του weaver των ελληνικών ομολόγων, στη χρηματοδότηση με το σταγονόμετρο των ελληνικών τραπεζών από τον ELA, και μετά στο πάγωμα του ELA και τα capital controls, η οικονομία υπέστη ένα πραγματικό χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό με σκοπό την υποταγή της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα του οικονομικού πολέμου ήταν η απειλή για απόσυρση των εγγυήσεων της ΕΚΤ που θα οδηγούσε στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την άτακτη χρεοκοπία. Στην ουσία, η ελληνική κοινωνία απειλήθηκε με εκτεταμένη ανθρωπιστική κρίση. Οι δανειστές αντιμετώπισαν δηλαδή την Ελλάδα ως εμπόλεμη χώρα και όχι ως «εταίρο». Πρέπει μάλιστα να υπογραμμίσουμε ότι ο χρηματοπιστωτικός στραγγαλισμός ήταν αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων με συγκεκριμένες (πολιτικές) στοχεύσεις και όχι απόρροια των αντιδράσεων των αγορών ή άλλων οικονομικών παραγόντων. Στη σύγχρονη Ευρώπη ο χρηματοπιστωτικός στραγγαλισμός και η επιβολή της χρεοκοπίας είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα –και γι’ αυτό δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις για έξοδο από τη λιτότητα.
Παραδοχή τρίτη. Η αναστολή πληρωμών και η απειλή για Grexit θα προκαλούσε αναταραχή στις χρηματαγορές, πράγμα που θα αποτελούσε μοχλό πίεσης στους δανειστές για να αποδεχτούν έναν συμβιβασμό. Στην πραγματικότητα, ούτε οι αγορές ούτε το ευρώ γνώρισαν αναταράξεις, ακόμα και όταν δεν πληρώθηκε το ΔΝΤ, οι τράπεζες έκλεισαν, και το Όχι κατήγαγε περιφανή νίκη. Αποδείχτηκε ότι η πλευρά των δανειστών, εκτός των μεγάλων ποσών που διέθεσε για να κρατήσει τις αγορές σταθερές, έχει πάρει επαρκή μέτρα θωράκισης (μετατροπή του ελληνικού χρέους σε διακρατικό, αναδιάρθρωση τραπεζικού συστήματος, ποσοτική χαλάρωση) απέναντι στην «ελληνική μόλυνση». Το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη και αρκετά αποφασισμένη για το Plan B δεν μπορεί να εξηγήσει τη σταθερότητα των αγορών και του ευρώ. Πέραν του ότι κανείς δεν ήταν σίγουρος (ειδικά τη βδομάδα του δημοψηφίσματος) για το τι πραγματικά επιδιώκει ο Τσίπρας, όταν έκλεισαν οι τράπεζες μπήκαμε στη ζώνη του «ατυχήματος», όπου μια έκρηξη μπορούσε να συμβεί χωρίς να το επιδιώξει κανείς. Επιπλέον, αυτό που θεωρούταν από το ΣΥΡΙΖΑ έσχατο διαπραγματευτικό χαρτί (το Grexit δηλαδή), αποτελούσε απειλή μόνο για ένα μέρος των δανειστών, ενώ για ένα άλλο συνιστούσε τμήμα του σχεδίου τους –και συνιστά ακόμα και τώρα. Από τη στιγμή που οι αγορές και το ευρώ παρέμειναν σταθερές, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κανένα μέσο πίεσης προς τους δανειστές –με την εξαίρεση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλθηκε μια σκληρή διαπραγμάτευση που αποδείχτηκε αδύνατη.
Ξαναρχίζουμε από τη μέση
Η αποτυχία της κυβέρνησης να πετύχει μια έστω ανεκτή συμφωνία, αποτελεί ήττα μιας ολόκληρης στρατηγικής. Η απόφαση δε του Αλέξη Τσίπρα και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχτούν επί της ουσίας την ήττα και να καταστήσουν το τρίτο Μνημόνιο ορίζοντα της πολιτικής τους, θα οδηγήσει αναπόφευκτα το κόμμα στο χώρο της κεντροαριστεράς και θα απαξιώσει περαιτέρω την πολιτική –ήδη το βλέπουμε στην προεκλογική εκστρατεία.
Ωστόσο, δεν γίνεται να μην παρατηρήσουμε ότι ήττα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά ανεδαφική και οποιαδήποτε άλλη στρατηγική που προτείνει «εύκολες» λύσεις, οποιαδήποτε στρατηγική που προκρίνει την «εκπροσώπηση» του εκλογικού σώματος σε βάρος της οργάνωσης της κοινωνίας προκειμένου να αντισταθεί στα μνημονιακά μέτρα σήμερα και να αντέξει σε έναν νέο οικονομικό πόλεμο αύριο.
Η αναγκαία νέα αρχή δεν μπορεί να προσπεράσει όσα συνέβησαν το τελευταίο εννιάμηνο. Όπως έγραφε ο Ντελέζ (και δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ο Μπενσαΐντ), δεν ξαναρχίζουμε από την αρχή. Ξαναρχίζουμε πάντα από τη μέση, με τον πλούτο της εμπειρίας και τα διδάγματα της ήττας. Θα ξαναρχίσουμε λοιπόν με τη γνώση των αδιεξόδων αλλά και το πάθος της 5ης Ιουλίου που απέδειξε ότι όλα είναι ανοιχτά –ακόμα και όσα δεν τολμάμε να φανταστούμε.
Γιάννης Αλμπάνης
συμφωνώ σε όλα.