Banksy

Η Ελλάδα του εφαρμοσμένου Μνημονίου: Διαρκής λιτότητα, «μικρός» δικομματισμός, (ακρο)δεξιά ρεβάνς, ριζοσπαστισμός χωρίς διέξοδο

Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο Θυέλλης 51

Η τυπική ολοκλήρωση του τρίτου μνημονιακού προγράμματος τον περασμένο Αύγουστο δεν αποτέλεσε τν «έξοδο από τα μνημόνια», όπως διατεινόταν η κυβέρνηση. Αντιθέτως, το «τέλος» σήμαινε στην πραγματικότητα την ολοκλήρωση του μνημονιακού σχεδίου και την εμπέδωσή του στην ελληνική κοινωνία. Το μνημόνιο είναι ο καταστατικός χάρτης της νέας Ελλάδας που γεννήθηκε από την κρίση. Κατά συνέπεια, αποτελεί το πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας.

Διαρκής λιτότητα

Όπως ακριβώς το τυπικό τέλος του μνημονιακού προγράμματος δεν σήμανε τον τερματισμό της δρακόντειας λιτότητας, έτσι και η επιστροφή στην ανάκαμψη δεν συνεπάγεται την επιστροφή στην ευημερία. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού οι μνημονιακές δεσμεύσεις επιβάλλουν δυσθεώρητα πλεονάσματα μέχρι και το 2022. Πλεονάσματα που συνιστούν πραγματική αφαίμαξη της ελληνικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, για την πενταετία 2018-2022 απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% κάθε χρόνο. Δεδομένου ότι τα πλεονάσματα δεν είναι παρά χρήματα που αφαιρούνται από την οικονομία και διοχετεύονται στην εξυπηρέτηση του χρέους, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι 31,5 δισεκατομμύρια μέσα στην πενταετία θα μεταβιβαστούν στους δανειστές. Και αυτό σε μια οικονομία που έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της κρίσης, το «επενδυτικό κενό» ίσως υπερβαίνει τα 100 δισ., η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται (οι τράπεζες δεν δανειοδοτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Για να επιτευχθούν οι στόχοι του πλεονάσματος συμπιέζονται οι δημόσιες δαπάνες, ιδιαίτερα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου οι κρατικές δαπάνες ήταν μικρότερες 1,543 έναντι του μνημονιακού στόχου, ενώ το ΠΔΕ υπολειπόταν 1.238 δισ. του στόχου.

Αργή ανάκαμψη – Μαζική φτώχεια

Η ανάκαμψη που σημειώνεται, είναι γύρω στ 2%. Ο ρυθμός αυτός δεν θα ήταν άσχημος, αν δεν είχαμε να κάνουμε με μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί κατά 25%. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια σχετική βελτίωση, αλλά αυτή δεν είναι αρκετή για αντιμετωπιστεί η μαζική φτώχεια που μαστίζει την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με τη Eiurostat, 1 στους 3 Έλληνες-ίδες ζει σε συνθήκες φτώχειας, δηλαδή με λιγότερο από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.

Το ποσοστό της ανεργίας πέφτει σταθερά, αλλά με αργούς ρυθμούς. Τον Αύγουστο καταγράφηκε στο 18,9%. Ο πραγματικός αριθμός των ανέργων (896.588 άτομα) δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Οι δε νέες θέσεις εργασίας αφορούν (το πρώτο εννιάμηνο του 2018) κατά 53,02% «ευέλικτες θέσεις απασχόλησης». Εκτός από τους ανέργους, έχουμε και τη μάζα των εργαζόμενων φτωχών.

Τα καλά νέα είναι ότι πλην συγκλονιστικού απροόπτου δεν θα κοπούν ξανά οι συντάξεις. Το 3,5% του πλεονάσματος μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς τις περικοπές που είχε επιβάλει το ΔΝΤ. Υπενθυμίζεται ότι αυτή η περικοπή κατά 1,8 δισ. ήταν επιπλέον των περικοπών του 3ου Μνημονίου, ενώ δεν συμπεριλαμβανόταν στη γραπτή συμφωνίας κυβέρνησης-δανειστών. Πέρα από τη μη περικοπή, η κυβέρνηση θα μοιράσει είτε με τη μορφή του Κοινωνικού Μερίσματος είτε με αυτή των «μέτρων της ΔΕΘ» γύρω στο 1,6 δισ.. Αυτό το ποσό θα προέλθει από το υπερπλεόνασμα που σημειώνεται στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Χωρίς αυτές τις παροχές το πλεόνασμα για το 2018 μπορεί να άγγιζε το 6%. Οι παροχές και η μη περικοπή των συντάξεων είναι μεν θετικές, αλλά δεν αναιρούν το γεγονός ότι η λιτότητα παραμένει δρακόντεια. Πόσο μάλλον που για να βγει το υπερπλεόνασμα, ψαλιδίζονται οι δημόσιες επενδύσεις.

Ο μικρός δικομματισμός

Στο κομματικό πεδίο ενισχύεται ο λεγόμενος «μικρός δικομματισμός». Τόσο η εικόνα που βγαίνει από τις δημοσκοπήσεις όσο και η περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συνιστούν τους πυλώνες του νέου «μικρού δικομματισμού» –το άθροισμα των ποσοστών τους δύσκολα θα ξεπεράσει το 70%. Το προβάδισμα της ΝΔ είναι αδιαμφισβήτητο. Η ΝΔ πολύ δύσκολα θα χάσει τις εκλογές αν και μια ενδεχόμενη μεγάλη αποκάλυψη για ζητήματα διαφθοράς μπορεί να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Ο Μητσοτάκης δεν καρπώνεται μόνο τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη συσπείρωση του μπλοκ του «Ναι» στο δημοψήφισμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύεται, αλλά δεν μειώνει τη διαφορά από τη ΝΔ. Υπό το φόβο της επιστροφής της Δεξιάς, αριστεροί ψηφοφόροι κινούνται προ τη γνωστή λογική της «χρήσιμης αντιδεξιάς ψήφου» (παλιότερα την αντίστοιχη τάση την καρπωνόταν το ΠΑΣΟΚ). Εντούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί πείσει το διάχυτο ριζοσπαστικό δυναμικό (ειδικά τη νεολαία) που αποστασιοποιήθηκε τόσο όταν το «όχι έγινε ναι» όσο και τα τη διάρκεια μιας απογοητευτικής συντηρητικής διακυβέρνησης.

Για την τρίτη θέση φαίνεται θα γίνει μάχη μεταξύ Χρυσής Αυγής και ΚΙΝΑΛ, με τη ναζιστική συμμορία να έχει δυστυχώς τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει. Ας μην κρυβόμαστε. Ένα ποσοστό γύρω στο 5-6% των Ελλήνων είναι ανοιχτά φασίστες. Το ΚΚΕ κινείται στο γνωστό επίπεδο. ΑΝΕΛ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων πολύ δύσκολα θα μπουν στη βουλή.

Τα ανοίγματα ΛΑΕ και Πλεύσης Ελευθερίας στα «εθνικά ακροατήρια» μέσω «μακεδονικού» έχουν οδηγήσει τα δύο κόμματα στη συρρίκνωση και απομόνωση από τον αριστερό ριζοσπαστισμό.

Η δεξιά ρεβάνς

Μαζί με την άνοδο της ΝΔ εκτυλίσσεται μια αντιδραστική αντεπίθεση. Αυτή η (ακρο)δεξιά αντεπίθεση αλληλοτροφοδοτείται με τη ΝΔ, αλλά η εμβέλεια της επεκτείνεται πολύ πέρα από την Πειραιώς. Κομματικά αφορά επίσης τα μορφώματα στα δεξιά της ΝΔ. Το βασικό όμως είναι ότι στοχεύει πολύ περισσότερο στα πεδία των αξιών και της ιδεολογίας παρά σε αυτό των άμεσων κομματικών οφελών. Από την «ασφάλεια» έως την «αριστεία» και από τις «επενδύσεις έως την «αποκομματικοποίηση» της δημόσια διοίκησης, η (ακρο)Δεξιά επιχειρεί να κερδίσει ξανά τις «καρδιές των» ανθρώπων. Να πάρει δηλαδή τη ρεβάνς από τη ραγδαία άνοδο του αριστερού ριζοσπαστισμού της προηγούμενης δεκαπενταετία η οποία σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση οδήγησε σε μια μείζονα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Ζούμε στην περίοδο όπου το ρεμπέτικο γλέντι του Ρουβίκωνα στη Φιλοσοφική μετατρέπεται σε μείζονα απειλή ασφαλείας, η «επιχειρηματικότητα» θεωρείται αυτονόητη αξία και ο εθνικισμός αποτελεί ορίζουσα του λόγου των ΜΜΕ και του πολιτικού συστήματος

Αν και στην Ελλάδα παίρνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από το Μνημόνιο και τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται για ελληνικό αλλά για παγκόσμιο φαινόμενο. Από τον Μπολσονάρο στον Σαλβίνι και από τον Τραμπ στη Λεπέν, μια νέα (ακρο)Δεξιά εισβάλει ορμητικά στο προσκήνιο. Μια (ακρο)Δεξιά που δεν ντρέπεται για τον εαυτό της, που «τα λέει», που θέλει να κερδίσει στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών. Μια (ακρο)Δεξιά που ενώ ευαγγελίζεται την επιστροφή του «νόμου και της τάξης», τον ρατσισμό και τον αχαλίνωτο καπιταλισμό, εντούτοις, καταφέρνει να παρουσιάζεται ως «αντισυστημική», μια δύναμη υπεράσπισης των πολλών. Μπορεί να το πετυχαίνει αυτό σπεικουλάροντας πάνω στην απογοήτευση που έχουν σκορπίσει οι ανά τον κόσμο κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Κυβερνήσεις που συμμάχησαν με το Κεφάλαιο και υιοθέτησαν τις πολιτικές της λιτότητας –ο ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται η ορθότητα της ρήσης του Ντανιέλ Μπενσαΐντ ότι η λογική του μικρότερου κακού οδηγεί εντέλει στο χείριστο.

Ριζοσπαστισμός χωρίς διέξοδο

Ωστόσο, θα ήταν λάθος η εκτίμηση ότι η (ακρο)δεξιά παίζει μόνη της στο γήπεδο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Το ριζοσπαστικό δυναμικό που διαμορφώθηκε την προηγούμενη περίοδο είναι πάντα εδώ. Ταξικά πολωμένο και ιδεολογικά ασυμβίβαστο, αυτό το δυναμικό δεν περιορίζεται σε κάποιες νεανικές πρωτοπορίες. Η γενικευμένη φτώχεια και, κυρίως, η έλλειψη προοπτικής για τις ζωές των πολλών συνιστούν το εύφορο έδαφος στο οποίο (εξακολουθεί να) ευδοκιμεί ο αριστερός ριζοσπαστισμός. Είμαστε πολλές-οί και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε.

Ωστόσο, αυτός ο ριζοσπαστιμός δεν μπορεί να βρει αυτή τη στιγμή πολιτική διέξοδο και να διαμορφώσει την οργανωτική συνοχή του. Ενίοτε κάνει δυναμική την εμφάνιση του, όπως στο κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Γενικά όμως παραμένει αόρατος στον δημόσιο χώρο, περιοριζόμενος συνήθως σε μια (αξιοσημείωτη είναι αλήθεια) παρουσία στον δημόσιο διάλογο του διαδικτύου.

Ο συντονισμός του διάχυτου αριστερού ριζοσπαστισμού θα ήταν αναγκαίος έτσι κι αλλιώς. Στην περίοδο όμως της (ακρο)δεξιάς αντεπίθεσης παίρνει επείγοντα χαρακτήρα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει με κατάρες και ηθικολογία. Δεν μπορεί να γίνει επίσης με τη λογική του μικρότερου κακού ή με το κλείσιμο του ματιού στον εθνολαϊκισμό. Χρειάζεται να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι-ες, δίνοντας τη μάχη για να κερδίσουμε τους δρόμους των πόλεων και τις καρδιές των ανθρώπων. Τη διέξοδο δεν θα τη βρούμε. Θα την ανοίξουμε.

Γιάννης Αλμπάνης

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Shares