Σύλληψη Βαξεβάνη: η φοροδιαφυγή χτυπάει την ελευθεροτυπία

 

Η σύλληψη του εκδότη του Hot Doc Κώστα Βαξεβάνη είναι το τέταρτο περιστατικό περιορισμού της ελευθερίας του λόγου μέσα σε λίγες μέρες. Είχαν προηγηθεί η σύλληψη του δημιουργού του Παστίτσιου κατόπιν παραγγελίας της Χρυσής Αυγής, οι τραμπουκισμοί της ναζιστικής συμμορίας στο θέατρο Χυτήριο, καθώς και το «κόψιμο» του ομοφυλοφιλικού φιλιού στο σίριαλ «Ο πύργος του Ντάουντον» από τη διοίκηση της ΕΡΤ. Αυτή τη φορά όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά  σε σχέση με τα τρία προηγούμενα επεισόδια: η απόπειρα φίμωσης δεν αφορά τη διάδοση «έκλυτων ηθών» αλλά μια σημαντική δημοσιογραφική αποκάλυψη που επηρεάζει την πολιτική ζωή της χώρας. Ο Βαξεβάνης συνελήφθη γιατί έκανε αυτό που θα έπραττε οποιοσδήποτε δημοσιογράφος σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου όπου γίνεται στοιχειωδώς σεβαστή η ελευθεροτυπία. Δημοσίευσε δηλαδή μια είδηση εξέχουσας πολιτικής σημασίας.

Η σημασία της δημοσίευσης

Τρεις βασικοί λόγοι εξηγούν την πολιτική σημασία της δημοσίευσης της λίστας Λαγκάρντ, και κατ’ επέκταση τη σύλληψή του:

Πρώτον, η δημοσίευση της λίστας εκθέτει ανεπανόρθωτα όλους τους υπουργούς και τους υπεύθυνους του ΣΔΟΕ που τόσο καιρό την «έψαχναν» και δεν μπορούσαν να τη… βρουν. Η λίστα δεν είχε καταχωνιαστεί κάπου, εν προκειμένω στο αρχείο του Βενιζέλου, όπου οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν πρόσβαση. Το ότι την πήρε στα χέρια του ο Βαξεβάνης, αποδεικνύει ότι η λίστα κυκλοφορούσε ευρέως. Επομένως, η αποσιώπηση της ύπαρξης της δεν οφείλεται στην αβελτηρία της δημόσια διοίκησης, αλλά αποτελεί εσκεμμένη πράξη συγκάλυψης των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Οικονομικών.

Δεύτερον, η δημοσιοποίηση της λίστας γελοιοποιεί όλους τους υποτιθέμενους μηχανισμούς ελέγχου της φοροδιαφυγής. Μια πρόχειρη ματιά στον κατάλογο των ονομάτων αρκεί για να βεβαιωθεί κανείς ότι το ΣΔΟΕ δεν έχει καμιά διάθεση να πατάξει τη (μεγάλη) φοροδιαφυγή.  Είτε είχε δοθεί η σχετική υπουργική εντολή είτε όχι, το αυτονόητο καθήκον κάθε αρμόδιας Αρχής θα ήταν να κάνει μια πρώτη αντιπαραβολή των καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Στο κατάλογο δεν περιλαμβάνονται τίποτα άγνωστα άτομα του υποκόσμου, αλλά επιφανή πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, των οποίων η οικονομική δραστηριότητα είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, και γι’ αυτό ελέγξιμη. Το ότι η λίστα ως αντικείμενο υποκλοπής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο στο ακροατήριο, ουδόλως σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το Μίτο της Αριάδνης μιας ενδεχόμενης έρευνας του ΣΔΟΕ. Πόσο μάλλον όταν ο τότε υπεύθυνος του ΣΔΟΕ δεν δίστασε στην περίπτωση του Σάββα Ξηρού να καταπατήσει τη νομιμότητα χάριν της διωκτικής σκοπιμότητας.

Τρίτον, η δημοσίευση της λίστας Λαγκάρντ ξεσκεπάζει την απύθμενη υποκρισία της ελίτ της χώρας. Οι ίδιοι ακριβώς που επικαλούνται τον πατριωτισμό του λαού για να γίνουν ανεκτά τα μνημονιακά μέτρα, οι ίδιοι ακριβώς που διαβεβαιώνουν ότι αν εφαρμόσουμε το Μνημόνιο δεν πρόκειται να βγούμε από την ευρωζώνη, οι ίδιοι ακριβώς που μιλάνε για εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος και πάταξη των συντεχνιών, βγάζουν τα λεφτά τους στην Ελβετία. Είτε κάνουν φοροδιαφυγή είτε όχι, όσοι βγάζουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να μιλάνε ούτε για δημόσιο συμφέρον ούτε για αναγκαίες θυσίες που επιβάλλει το «καλό της πατρίδας». Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι το εμπόριο του πατριωτισμού που ανθεί σε αυτή τη χώρα, συγκαλύπτει τα πλέον ιδιοτελή συμφέροντα.

Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Εν ολίγοις, η ενδεχόμενη «παρανομία» του Βαξεβάνη ήταν απολύτως αναγκαία για να αποδειχτεί ότι το ίδιο το κράτος λειτουργεί κατά παράβαση της νομιμότητας. Δεν μπορεί να εγκαλείται ο δημοσιογράφος για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν έχουμε γίνει μάρτυρες σειράς πράξεων και παραλείψεων από δημόσιους λειτουργούς που παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα του νόμου για να προστατευτούν οι έχοντες και κατέχοντες της λίστας. Όσοι εγκαλούν τον Βαξεβάνη για τα προσωπικά δεδομένα, διυλίζουν τον κόνωπα και καταπίνουν την κάμηλον.

Είναι μάλλον περιττό να υπογραμμίσουμε την υποκρισία της δικαστικής εξουσίας. Οι δικαστές που κρίνουν καθ’ όλα νόμιμη τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών και των συλληφθέντων διαδηλωτών, κόπτονται τώρα για τα προσωπικά δεδομένα των καταθετών της Ελβετίας. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι όταν η Δικαιοσύνη λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν η νομιμότητα εφαρμόζεται κατά το δοκούν, τότε ακριβώς καταλύεται μια θεμελιώδης αρχή του «κράτους δικαίου»: η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο. Αυτή ακριβώς η κατάλυση σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου επιβεβαιώνουν εκ νέου ότι επιταχύνεται η πορεία προς την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή το καθεστώς εκείνο όπου βασικές ελευθερίες τελούν de facto υπό αναστολή.

Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση του Βαξεβάνη συνιστά πράξη υπεράσπισης των βασικών πολιτικών ελευθεριών, πράξη αντίσταση στον κρατικό αυταρχισμό που στηρίζει το κλυδωνιζόμενο μνημονιακό καθεστώς.

 

Γιάννης Αλμπάνης, 28/10/2012

Περισσότερα

Ανεβαίνοντας επίπεδο (στρατηγική και τακτική στη νέα περίοδο)

Από τη σημερινή Εποχή (27/10/2012)

Το τελευταίο διάστημα, δηλαδή τους μήνες μετά τις εκλογές, σε μια πλατιά μερίδα του «λαού της Αριστεράς» παρατηρείται ένα ορισμένο αίσθημα αμηχανίας ή και αδυναμίας. Είναι πολλοί αυτοί που διατυπώνουν από τη μια μεριά το ερώτημα για το πώς μπορεί να προχωρήσει το λαϊκό κίνημα στην κατεύθυνση της ανατροπής του μνημονιακού καθεστώτος, και από την άλλη κριτικάρουν την Αριστερά (ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ) ότι δεν κάνει αρκετά ή ακόμα και ότι «δεν κάνει τίποτα».

Ρηχά αλλά ψηλότερα

Για να μπορέσουμε να κρίνουμε αυτήν τη διαδεδομένη αίσθηση ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε ένα ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κομμουνιστές, αυτό της διώρυγας του Παναμά. Η διώρυγα του Παναμά αποτελείται στην πραγματικότητα από διαδοχικές δεξαμενές, που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα. Όταν το πλοίο μπαίνει στη δεξαμενή, αυτή γεμίζει νερό. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει και μαζί της το πλοίο, μέχρι να φτάσει στο επίπεδο της επόμενης δεξαμενής και έτσι συνεχίζεται η διαδικασία μέχρι την κορυφή –οπότε αρχίζει η αντίστροφη πορεία. Κατά την άνοδο, λοιπόν, κάθε φορά που το πλοίο περνάει στην επόμενη δεξαμενή, τα νερά αρχικά είναι ρηχά. Ωστόσο, το ίδιο βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι πριν.

Νομίζω ότι το σχήμα των δεξαμενών του Παναμά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την τρέχουσα κατάσταση του Κινήματος και της Αριστεράς. Μετά το τέλος του προηγούμενου, πρωτοφανούς μαζικότητας και μαχητικότητας, κύκλου αγώνων, καθώς και τις εκλογές του Ιούνη, που έφεραν την Αριστερά στο ιστορικό υψηλό της, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο πολιτικό πεδίο. Είναι προφανές ότι το Κίνημα και η Αριστερά δεν έχουν συνεκτικό σχέδιο για την περίοδο όπως αυτή διαμορφώνεται –οπότε είναι δικαιολογημένο ως ένα βαθμό το αίσθημα αμηχανίας κι αδυναμίας στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή. Ωστόσο, η αναζήτηση του πολιτικού σχεδίου της νέας περιόδου έχει ως αφετηρία μια θέση ισχύος, την οποία λίγους μόνο μήνες πριν δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι μια απεργιακή διαδήλωση της τάξης των 30-40.000 πριν από ενάμισι χρόνο θα θεωρούταν πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ σήμερα θεωρείται ότι απλά πέρασε τη βάση. Είμαστε ισχυροί όσο ποτέ στο παρελθόν, αλλά όχι αρκετά ισχυροί προς το παρόν για να τους ανατρέψουμε

Νέα κατάσταση…

Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως χαρακτηριστικά της νέας κατάστασης τα εξής:

  1. Η νέα κυβέρνηση κλυδωνίζεται, παρά το ότι έχει μόνο τέσσερις μήνες ζωής. Είναι προφανές ότι η αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων και η αδιατάρακτη συνέχιση (ή μάλλον όξυνση) της μνημονιακής πολιτικής έχει ελάχιστη κοινωνική συναίνεση.
  2. Η έλλειψη κοινωνικής συναίνεσης υποκαθίσταται από την αναβάθμιση της κρατικής καταστολής και της φασιστικής βίας, κατά το βιβλικό «όπου δεν πίπτει λόγος…».
  3. Η άνοδος της ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής αλλάζει τα πράγματα, όχι μόνο από τη σκοπιά της πολιτικής ατζέντας. Η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει έναν εν δυνάμει ανταγωνιστή στον κόσμο της αντι-πολιτικής αγανάκτησης. Επιπλέον, η παρουσία της ΧΑ επαναφέρει στο προσκήνιο τον άξονα Αριστερά-Δεξιά πλάι σε αυτόν του Μνημονίου-Αντι-μνημονίου.
  4. Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιεί τη θέση του στην αξιωματική αντιπολίτευση και με ποσοστό γύρω στο 30%. Ωστόσο, βρίσκεται απομονωμένος στο πολιτικό σκηνικό, αφού αυτή τη στιγμή δεν έχει συνομιλητή ούτε εξ αριστερών ούτε εκ δεξιών.
  5. Τέλος, η καθημερινή πια εμπειρία των επιπτώσεων της λιτότητας δημιουργεί πρωτοφανείς καταστάσεις απελπισίας και οργής, που μπορεί να πάρουν είτε τη δημιουργική μορφή της εξέγερσης είτε την (αυτό)καταστροφική του κοινωνικού κανιβαλισμού.

…παλιά και νέα καθήκοντα

Στη νέα περίοδο τα προβλήματα μας έχουν να κάνουν τόσο με τη στρατηγική της ανατροπής όσο και με την τακτική των αντιστάσεων. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι χωρίς ένα συγκεκριμένο μεν, καθολικό δε, στόχο, η αντίσταση δεν έχει νόημα. Δεν αγωνιζόμαστε (πόσο μάλλον να στρατευτούμε πολιτικά…) αν δεν βλέπουμε μια προοπτική (έστω μακρινή) στον αγώνα, αν δεν είναι ορατή η (πολύ μικρή έστω) πιθανότητα νίκης, αν δεν είναι καθαρό (έστω σε γενικές γραμμές) το πού το πάμε. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το μνημονιακό πλαίσιο έχει κλείσει κάθε δρόμο για επιμέρους αλλαγές, το μόνο δυνατό πολιτικό Νόημα της αντίστασης είναι η ανατροπή. Από τη στιγμή που η τρόικα δεν δίνει την παραμικρή «προίκα» στην τρικομματική κυβέρνηση και κρατά μια προκλητικά ανελαστική στάση, η ανατροπή παύει να αποτελεί ηθικό παρακέλευσμα που θέλγει κάποιες φοιτητικές πρωτοπορίες, και αναδύεται ως ρεαλιστική (η μόνη ρεαλιστική!) πολιτική στρατηγική του Κινήματος και της Αριστεράς. Η ανατροπή, και όχι η όποια αδύνατη βελτίωση, του μνημονιακού πλαισίου καθίσταται η μόνη χειροπιαστή προοπτική για τους αντιστεκόμενους. Επομένως, είναι επείγουσα η επανεπιβεβαίωση της ανατροπή ως γενικού πολιτικού Νοήματος που συνέχει τις αντιστάσεις. Και εκείνες οι φωνές (ειδικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ) που προτάσσουν τη λογική της ήπιας προσαρμογής και της υπεύθυνης αντιπολίτευσης δεν φέρνουν μόνο από το παράθυρο συντηρητικές διαστρεβλώσεις ενός μέχρι τώρα πολύ πετυχημένου ριζοσπαστικού σχεδίου, αλλά·υπονομεύουν την προοπτική επικράτησης της Αριστεράς και του Κινήματος. Δεν μπορείς να νικήσεις επικαλούμενος την αδύνατη ουτοπία του μνημονιακού ρεφορμισμού.

Να πάμε στην πλατεία για να μείνουμε

Ωστόσο, πέρα από τη στρατηγική, προβλήματα έχουμε και με την τακτική της αντίστασης. Όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει ακολουθητές του Παναγόπουλου. Η τελετουργία 24ωρη απεργία, Μουσείο, Σύνταγμα, δακρυγόνο, μπιρίτσα και σπίτι, δεν μπορεί να μας οδηγήσει πουθενά. Αυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν πρέπει να συμμετέχουμε στις 24ωρες απεργίες κι ότι δεν είναι γελοιότητα διηπειρωτικού βεληνεκούς το «εγώ θα απεργήσω άμα γίνει απεργία διαρκείας». Σημαίνει ότι πρέπει να δούμε αλλιώς τα πράγματα, να στοχαστούμε με δημιουργικό τρόπο πάνω στην τακτική του Κινήματος.

Σχεδόν όλο το κινηματικό δυναμικό της χώρας παρακολούθησε με ενθουσιασμό τη ζωντανή αναμετάδοση την πρόσφατη περικύκλωση του κοινοβουλίου στη Μαδρίτη από τους Ισπανούς αγανακτισμένους. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στη Μαδρίτη ήταν μάλλον λιγότερος από όσους συμμετείχαν στις τελευταίες απεργιακές διαδηλώσεις στην Αθήνα. Ωστόσο, οι Μαδριλένοι δημιούργησαν ένα πολιτικό γεγονός μεγαλύτερης εμβέλειας από αυτό των Αθηναίων, χωρίς μάλιστα να έχουν προκηρύξει απεργία τα Ισπανικά συνδικάτα. Κι αυτό γιατί η κινητοποίηση στη Μαδρίτη είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: διάρκεια και μαζική μαχητικότητα. Ο κόσμος πήγε στο κοινοβούλιο πήγε για να μείνει ώρες και να ασκήσει τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση. Και όταν άρχισε η καταστολή από την αστυνομία δεν σκόρπισε, αλλά ούτε και κλιμάκωσε την αντιπαράθεση πέραν του σημείου που θα μπορούσε πραγματικά να υποστηριχτεί από την πλειοψηφία του κόσμου που συμμετείχε.

Η επερχόμενη κινητοποίηση για τα νέα μέτρα δεν πρέπει λοιπόν να πάει στο Σύνταγμα και να φύγει όπως ήρθε. Πρέπει να μείνει εκεί όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, δηλαδή της μακράς παραμονής χιλιάδων, θα πρέπει η μεν Αριστερά να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά από την καθιερωμένη πορεία, η δε Αναρχία ένα βήμα πιο πίσω από την εξίσου καθιερωμένη πλέον σύγκρουση στα λουλουδάδικα. Το Σύνταγμα πρέπει να καταληφθεί για πολλές ώρες από το λαό της Αθήνας.

Είναι προφανές ότι η περικύκλωση της Βουλής για να μην περάσουν τα νέα μέτρα δεν είναι η λυδία λίθος για την τακτική του Κινήματος. Όμως, αναδεικνύοντας εκ νέου τη μαζικότητα, τη διάρκεια και τη μαχητικότητα σε κρίσιμα χαρακτηριστικά των κινητοποιήσεων, ανοίγει ο δρόμο για το παραπέρα. Ήτοι, την επαναδραστηριοποίηση  μαζικών ενωτικών δομών αντίστασης στις γειτονιές, και στη συνέχεια, ένα ισχυρό πανελλαδικό κύμα πολιτικής ανυπακοής, το οποίο με τη στήριξη μιας γενικής απεργίας διαρκείας, μπορεί να δημιουργήσει μια καινούργια κατάσταση.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα

Μας έχουν κηρύξει πόλεμο. Τι δεν καταλαβαίνεις;

 

φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

Από την Εποχή της 14/10/12

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών θα πρέπει να οδηγήσουν στα αναγκαία συμπεράσματα (που λέγανε και οι παλιοί αριστεροί). Έχουμε και λέμε: νέα, πολύ σκληρά, αντικοινωνικά μέτρα χωρίς κανενός είδους «προίκα» για την τρόικα εσωτερικού (η υπό συζήτηση επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά)· όξυνση της κρατικής καταστολής (βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, απαγορεύσεις συναθροίσεων, τρομολάγνα προπαγάνδα, προληπτικές προσαγωγές, δημοσιοποίηση φωτογραφιών συλληφθέντων διαδηλωτών)· ναζιστική, τρομοκρατική δράση της Χρυσής Αυγής με την πλήρη συνεργασία της ΕΛ. ΑΣ (τα βίντεο από τους τραμπουκισμούς στο θέατρο Χυτήριο είναι εξόχως αποκαλυπτικά). Εν ολίγοις, η ταχύτατη διολίσθηση στην «αυταρχική δημοκρατία» και η κρατικά οργανωμένη άνοδος του φασισμού αποτελούν τα αναγκαία συμπληρώματα στην κοινωνική λεηλασία του Μνημονίου. Ξαναγυρνάμε λοιπόν στα κλασικά εικονογραφημένα του εργατικού κινήματος. Τουτέστιν, στους καιρούς της καπιταλιστικής κρίσης, όταν:

α) δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τις όποιες παροχές στους «από κάτω»,

β) οι μηχανισμοί χειραγώγησης και οι θεσμοί διαμεσολάβησης δεν μπορούν να λειτουργήσουν τόσο αποτελεσματικά όσο στο παρελθόν,

τότε όχι μόνο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εξασφαλιστεί ευρεία κοινωνική συναίνεση στις ακολουθούμενες πολιτικές, αλλά η οικονομική κρίση μετατρέπεται σε κρίση πολιτικής νομιμοποίησης της κυρίαρχης ελίτ. Κατά συνέπεια, πρέπει να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί της βίας, είτε κρατικοί (όπως η αστυνομία) είτε παρακρατικοί (η Χρυσή Αυγή), για να διασφαλιστεί η κοινωνική πειθάρχηση. Το αστυνομικό κράτος και η φασιστική τρομοκρατία μετατρέπονται στα τελευταία στηρίγματα της κλυδωνιζόμενης τρόικας εσωτερικού.

Ο αδύνατος συμβιβασμός

Αυτά τα απλά, γνωστά κι εν πολλοίς κοινότοπα φαίνεται να τα αγνοούσε (ή ήθελε να τα αγνοεί) μεγάλο μέρος της Αριστεράς. Στο διάστημα που ακολούθησε τις εκλογές αναπτύχθηκε στους κόλπους της Αριστεράς μια αυταπάτη με δύο  εκφάνσεις, που ξεκίναγαν όμως από την ίδια αφετηρία: ότι είναι δηλαδή εφικτός ένας πολιτικός συμβιβασμός με την άρχουσα τάξη και την τρόικα. Η «δεξιά» εκδοχή της αυταπάτης καλλιέργησε την εντύπωση ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπιζόταν δεξιότερα, σε πιο «υπεύθυνες» και «ρεαλιστικές» θέσεις, θα μπορούσε εντέλει να κερδίσει την κυβερνητική εξουσία με μια σχετική ανοχή των κυρίαρχων ελίτ. Η «αριστερή» εκδοχή της αυταπάτης έβλεπε στον ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ το οποίο θα διαμόρφωνε μια νέου τύπου σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα. Στους καιρούς όμως της πιο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης από τη δεκαετία του ’30 δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεννόησης μεταξύ των τάξεων, κανένας χώρος για νέο ΠΑΣΟΚ. Οι «από πάνω» ούτε θέλουν αλλά ούτε και μπορούν να συμβιβαστούν με τους «από κάτω». Αυτό που θέλουν οι πλούσιοι (και η ζωή θα δείξει αν μπορούν…) είναι να μεταβιβάσουν εξ ολοκλήρου στους φτωχούς το κόστος της κρίσης. Μια τέτοια μεταβίβαση όμως συνεπάγεται μια τόσο μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου που κανείς δεν μπορεί να τη δεχτεί οικειοθελώς. Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, του κοινωνικούς πολέμου σε μια από τις πιο καθαρές μορφές του. Όσο για την Αριστερά θα πρέπει να διαλέξει. Ή θα ενσωματωθεί στο μνηνομιακό μπλοκ ή θα δώσει μέχρι τέλους τον αγώνα για την ανατροπή του. Μέση οδός δεν υπάρχει.

Στους δρόμους, με το κίνημα

Η απέναντι πλευρά μας το λέει με σαφήνεια. Τα ιδεολογήματα περί δύο άκρων και Βαϊμάρης μετατρέπονται σε βασικό ιδεολογικό πυλώνα της τρόικας εσωτερικού, η κυβέρνηση υιοθετεί τον λόγο της Χρυσής Αυγής για το μεταναστευτικό, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης (προσέξτε: το υπουργείο, δηλαδή το κράτος, όχι ο υπουργός) απειλεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα του… κατεβάσει την κουκούλα, μέλος της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπεται για κακουργήματα και δημοσιοποιείται η φωτογραφία του –μέλος της νεολαίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να μην ξεχνιόμαστε. Τι δεν καταλαβαίνουμε; Τι άλλο περιμένουμε για να αποδεχτούμε αυτό που είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού;

Είναι ώρα λοιπόν να οργανωθούμε, είναι ώρα να προετοιμαστούμε για ένα αγώνα μακράς διάρκειας και μεγάλης σκληρότητας. Να κάνουμε σαφές στην κοινωνία ότι δεν υπάρχουν σωτήρες κι εύκολες λύσεις, αλλά η διέξοδος μπορεί να ανοίξει από την κινητοποίηση όλων μαζί, που προϋποθέτει όμως την ενεργοποίηση του καθενός ξεχωριστά. Να κάνουμε σαφές στο λαό της Αριστεράς ότι η belle époque έχει λήξει και ότι έχουμε μπει στην εποχή της καταπίεσης και της καταστολής, εποχή ανάλογα με όσα είχαν ζήσει οι προηγούμενες γενιές. Να κάνουμε σαφές στους πολιτικούς χώρους ότι η μάχη απέναντι στην κρατική και παρακρατική τρομοκρατία δεν μπορεί να κερδηθεί ούτε με γενικόλογες επικλήσεις στην έννομη τάξη ούτε με την αναβάθμιση της βίας των λίγων και αποφασισμένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ενεργοποιήσουμε τους θεσμούς, όπου χρειαστεί, ή ότι δεν θα σηκώσουμε το γάντι όπου οι τραμπούκοι (ένστολοι ή με πολιτικά) θα επιχειρήσουν να μας διώξουν από το δρόμο. Αυτό που σημαίνει είναι ότι τη νίκη θα μας τη δώσει το κίνημα, η μαζική, αποφασιστική και οργανωμένη κινητοποίηση. Στους δρόμους, όπου έχουμε το στρατηγικό πλεονέκτημα, με τη δράση των πολλών, που είναι το πιο ισχυρό όπλο μας. Στους δρόμους, με τη δράση των πολλών, τους τραντάξαμε. Στους δρόμους, με τη δράση ακόμα πιο πολλών, θα τους ανατρέψουμε.

Γιάννης Αλμπάνης

 

 

Περισσότερα

Διακοπές στα κρυφά

Από το I cookGreek Σεπτεμβρίου (www.icookgreek.com)

Παλιότερα, τέτοιες ημέρες, προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε την μετακαλοκαιρινή μελαγχολία μα κάτι χαζοσυζητήσεις για τις διακοπές, όπου ακολουθούσαμε με θρησκευτική ευλάβεια το πρωτόκολλο της ανταλλαγής άχρηστων ως επί το πλείστον πληροφοριών: «πού πήγατε;», «από κόσμο πώς ήταν;», «οι τιμές;», «η θάλασσα; κρύα;» και άλλα τέτοια…

…Μού φαίνεται ότι η περί διακοπών κουβεντούλα είχε βασικό σκοπό να μάς δώσει την αίσθηση ότι τρόπον τινά οι ωραίες μέρες του Αυγούστου έβρισκαν τη συνέχειά τους μέσα στο Σεπτέμβρη, ότι δεν είχαμε παραδοθεί πλήρως στο ενδεκάμηνο μαγγανοπήγαδο του 9:00-5:00. Άσε δε που καμιά φορά το «καλά, ήταν φανταστικά στην Ανάφη και από θάλασσα δεν σου λέω τίποτα» μπορούσε να αποτελέσει την απαρχή της επόμενης καλοκαιρινής εξόρμησης: «Δεν πάμε Ανάφη; Η Κλειώ πέρασε σούπερ με τον Ρούλη» -αν και τότε μάλλον δεν λέγαμε σούπερ…

Φέτος είναι διαφορετικά τα πράγματα. Η μεταδιακοπική κουβεντούλα μάς έχει αφήσει χρόνους συνοδεύοντας σε ένα άλλο χλοερό (κι ελπίζω ευτυχισμένο) τόπο το δώρο των Χριστουγέννων και τον κατώτατο μισθό. Φέτος δεν έχει τέτοια. Κατ’ αρχάς, έχουν σπάσει οι παρέες κι είμαστε λίγο μόνοι μας, παρέα με τον καναπέ και τα σίριαλ της HBO από την ιντερνετική τηλεόραση. Σιγά σιγά, και χωρίς να το καταλάβουμε, έχουμε κλειστεί, όχι γιατί κάτι συνέβη με τους κολλητούς, αλλά γιατί έχει φύγει η όρεξη, ή μάλλον γιατί η όρεξη να κοιτάς το άγχος που έχει απλωθεί στο ταβάνι ή να χαζεύεις στο facebook είναι αντιστρόφως ανάλογη της όρεξης για παρέα. Φύγαμε, ήρθαμε, γυρίσαμε για τα καλά, και «τα παιδιά ακόμα να τα δούμε». Συν του ότι η τηλεόραση είναι απείρως πιο φτηνή (οικονομικά και συναισθηματικά) από την ταβέρνα και το μπαρ. Με την τηλεόραση δεν ξοδεύεις αν και ξοδεύεσαι στο έπακρο.

Όμως, ας μη γελιόμαστε. Δεν είναι μόνο το ότι έχουν σπάσει οι παρέες λόγω της γενικευμένης κατάθλιψης. Μάλλον η κύρια αιτία που δεν κουβεντιάζουμε τα των διακοπών είναι ότι ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε απ’ αυτούς που κάπως τα καταφέραμε να πάμε για μπάνια φέτος, ότι είχαμε δουλειά κι επαρκές εισόδημα για να μπορέσουμε να πάμε κάπου. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, αυτοί που έμειναν Αθήνα φέτος παρέα με το ίντερνετ. Και αυτό το «πολλοί» δεν είναι στατιστικό μέγεθος που το παρουσιάζουν τα κανάλια για να δείξουν πως νοιάζονται. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με αριθμούς, αλλά με φίλους και γνωστούς που έχασαν δουλειές ή έζησαν την εμπειρία του «μαμά μού συρρίκνωσαν το μισθό» ή τα λεφτά που είχαν για τις διακοπές, τα τσίμπησε η εφορία υπέρ δανειστών και λαμογιών –αν παίρνεις 1.000 ευρώ μισθό, είναι εύλογο να δώσεις 600 ευρώ φόρο γιατί είσαι ζάμπλουτος και τεράστια καπιτάλα. Φίλοι και γνωστοί μας, που έπηξαν στην Αθήνα τον Αύγουστο, κατεβάζοντας ταινίες και τραγούδια.

Πώς μπορείς λοιπόν να ανοίξεις κουβέντα περί διακοπών όταν οι άλλοι δεν έχουν πάει; Τι ακριβώς να συζητήσεις όταν ξέρεις καλά ότι ο χώρος της ανεμελιάς έχει μείνει τοσοδούλης –και λίγο θέλει για να εξαφανιστεί τελείως; Και ποιος ο λόγος να τα πεις δηλαδή, όταν κάνει μπαμ ότι η συζήτηση περί νησιών και θαλασσών δεν χαλαρώνει τον άλλο, αλλά εντείνει την απογοήτευση και το άγχος του; Καλό είναι να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όσο και αν όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι για την έκρηξη της φτώχειας φταίει η γενική κατάσταση που προκαλούν τα μνημόνια, για τον καθένα ξεχωριστά η κρίση βιώνεται ως η δική του προσωπική χρεοκοπία. Στην ανθρωποφάγα κοινωνία μας η φτώχεια θεωρείται (ασχέτως του τι λέγεται δημοσίως) «προσωπική αποτυχία», και τον φτωχό (ιδιαίτερα το νεόφτωχο που τού είναι πολύ πρόσφατες οι «παλιές καλές μέρες») τον κατατρέχει πάντοτε το ερώτημα «τι λάθος έκανα κι έφτασα ως εδώ. Γι’ αυτό το ζήτημα των διακοπών το προσπερνάς, δεν αναρτάς στο facebook την ηλιοκαμένη κορμάρα σου με μαγιό (όσο και αν αυτό προκαλεί απογοήτευση στα κορίτσια), και προχωράς παρακάτω στην ημερήσια διάταξη: «Τι έκανες με δουλειά;», «πήραν τα παιδιά όλα τα βιβλία στο σχολείο;», «λες να μας πετάξουν από το ευρώ μετά τις αμερικάνικες εκλογές;» και άλλα τέτοια –άλλωστε ο καθένας φτιάχνει τη δική του ημερήσια διάταξη.

Βέβαια, και σένα που κατάφερες και πήγες σου μένει ένα ίζημα μιζέριας. Γιατί το νιώθεις ότι και η δική σου ζωή έχει μικρύνει όταν περνάς από «το περάσαμε καλά» στο «πάλι καλά που πήγαμε». Γιατί η Αστυπάλαια δεν έχει και πολύ νόημα όταν δεν μπορείς να την κουβεντιάσεις με τους άλλους, γιατί δεν υπάρχουν νησίδες ανεμελιάς σ’ ένα αρχιπέλαγος αγωνίας. Δεν υπάρχει ευτυχία κατά μόνας.

Γιάννης Αλμπάνης

Περισσότερα